Ερασιτεχνίας Εγκώμιον

Κάθε μορφής διάκριση και κατηγοριοποίηση στο θέατρο, είτε αυτή αφορά στο δημιουργό και το έργο του (σαιξπηρική τραγωδία, μολιερική κωμωδία), το θέμα και την αισθητική του (εργατικό δράμα, ρομαντικό μελόδραμα, ιστορικό δράμα), είτε την εποχή και τα γνωρίσματά της (ελισαβετιανή τραγωδία, αμερικανικό θέατρο του μεσοπολέμου), το είδος (κωμειδύλλιο, φαρσοκωμωδία, ψυχολογικό δράμα), το κοινό και τους μηχανισμούς πρόσληψης και επικοινωνίας (λαϊκό θέατρο, θέατρο πολυθρόνας, θέατρο για παιδιά), αποτελεί μεταγενέστερο δημιούργημα του κριτικού λόγου. Στην προσπάθεια δηλαδή σύλληψης και ερμηνείας του σύνθετου πολιτισμικού φαινομένου που αποκαλείται «θέατρο», «θεατρική έκφραση», «θεατρική δημιουργία», ή όπως αλλιώς, οδηγείται σε υφολογικές, ειδολογικές, αισθητικές, ιδεολογικές και άλλες ομαδοποιήσεις «a posteriori»επινοημένες και καθιερωμένες για μεθοδολογικούς και ερμηνευτικούς λόγους.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε η κατηγορία του «ερασιτεχνικού» θεάτρου, στη διαφοροποίησή του προς το «επαγγελματικό». Καθώς, αυτό το τελευταίο ταυτίστηκε (στο πέρασμα του χρόνου) με το «έντεχνο» θέατρο και μονοπώλησε το ενδιαφέρον και την προσοχή του κοινού, απόκτησε μια βαρύνουσα σημασία, που σταδιακά εξετόπισε κάθε άλλη μορφή παρόμοιας πολιτιστικής έκφρασης και επικοινωνίας, όπως κατά βάση το «λαϊκό» θέατρο. Την ίδια «τύχη» είχε και η «ερασιτεχνική» δημιουργία, η οποία απωθήθηκε στην περιφέρεια και θεωρήθηκε «φτωχός συγγενής» του μόνου άξιου εκπροσώπου της σκηνικής Τέχνης.

Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Από τα πρώτα του βήματα στο νεότερο κόσμο, το θέατρο στηρίχθηκε και εκφράστηκε μέσα από την ερασιτεχνική δημιουργία, που έδωσε ώθηση στην Τέχνη του Διονύσου και σταδιακά την καταξίωσε στη συνείδηση του κοινού, ως την κατεξοχή συνισταμένη της καλλιτεχνικής έκφρασης και της πολιτιστικής δημιουργίας.

Η αρχή της ανάγεται στο θέατρο των ιταλικών Ακαδημιών της Αναγέννησης και ιδιαίτερα σ’ αυτή των Olimpici στη Βιτσέντσα, όπου στο ομώνυμο θέατρο το 1585 για πρώτη φορά ακούστηκε από σκηνής ο αρχαίος τραγικός λόγος, με την παράσταση Oedipo Rex που δόθηκε στο περίφημο θέατρο που έχτισε ο Α. Palladio.

Την ίδια εποχή στη Ζάκυνθο, ερασιτέχνες ηθοποιοί παρουσιάζουν τους Πέρσες του Αισχύλου (1571), ενώ στην Ακαδημία των Stravaganti στο Ηράκλειο, το Κρητικό Θέατρο βρίσκει γόνιμο έδαφος να καλλιεργηθεί.

Αλλά και το Νεοελληνικό Θέατρο του 19ου αιώνα μέσα στις συνθήκες του ίδιου ερασιτεχνισμού είναι που αναπτύσσεται, στις παραστάσεις που δημιουργεί η Ραλλού Καρατζά στο Βουκουρέστι και ο Πλάτων  Δρακούλης στην Οδησσό, μέσα από τις οποίες σχηματίζουν τη σκηνική τους προσωπικότητα μεταγενέστεροι επαγγελματίες ηθοποιοί, όπως ο Θεόδωρος και η Μαριγώ Αλκαίου, ο Κωνσταντίνος Κυριακός Αριστίας και συγγραφείς όπως οι Γεώργιος Λασσάνης, Νικόλαος Πίκκολος κ.α.

Τον ίδιο αιώνα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ως ερασιτέχνης ξεκινά ο  André Antoine με το θίασό του και το θέατρο που ιδρύει (Théâtre Libre, Παρίσι 1887), θέτοντας τις βάσεις σε κάθε μεταγενέστερο νεοτερισμό και καινοτομία, όπως ακριβώς έκανε στην Ελλάδα στην αρχή του αιώνα (1901) ο Κ. Χρηστομάνος με τους «μύστες» της Νέας Σκηνής και αργότερα, στα χρόνια του μεσοπολέμου (1932) ο Κάρολος Κουν, με τις πρώτες παραστάσεις αρχαίου δράματος στο Κολλέγιο Αθηνών.

Όπως λοιπόν φαίνεται από τη σύντομη απαρίθμηση εμβληματικών παραστάσεων και αντιπροσωπευτικών ονομάτων από την ιστορία της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας στο ελληνικό και παγκόσμιο θέατρο, το ερασιτεχνικό θέατρο και η ερασιτεχνική δημιουργία στην τέχνη, δεν έχει τίποτα το κατώτερο από την αποκαλούμενη «επαγγελματική». Δεν πρόκειται επομένως για μια ποιοτική διαφοροποίηση αλλά απλά και μόνο για μια πρόσθετη ιδιότητα, που διαθέτουν τα άτομα που ανήκουν στη δεύτερη από τις δύο συγκρινόμενες κατηγορίες. Βέβαια και πάλι δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι ήδη από την αρχαιότητα, με την καθιέρωση των θεατρικών παραστάσεων και τον εμπλουτισμό των εορταστικών εκδηλώσεων στις οποίες παρουσιαζόταν τα έργα των τραγικών και κωμικών ποιητών, η σκηνική τέχνη είχε μετατραπεί σε επάγγελμα και οι ηθοποιοί είχαν οργανωθεί σε συντεχνία. Η περίοδος όμως κατά την οποία το θέατρο και η ψυχαγωγία του κοινού αποκτά καθαρά βιοποριστικό χαρακτήρα, για εκείνους που το υπηρετούσαν, άρα από «καλλιτεχνική έκφραση» μετατρέπεται σε «επάγγελμα», δίνοντας και συγκεκριμένη ονομασία στο είδος που μορφοποιείται, είναι η πρώιμη Αναγέννηση και η Commedia del l’ Atre, δηλαδή η Επαγγελματική Κωμωδία που ταυτίζει την «τέχνη» με τη «δουλειά», αυτών που την εκπροσωπούν.

Από εκεί και ύστερα, το θέατρο μετατρέπεται σε ένα ακόμα επάγγελμα, για άτομα που έχουν αυτό ως αποκλειστικό μέσο βιοπορισμού (με οποιαδήποτε ειδικότητα), γεγονός που αντίστοιχα αυξάνει τις απαιτήσεις του κοινού για το προσφερόμενο θέαμα, αφού η αμοιβόμενη εργασία των συντελεστών του ξεφεύγει πια από τα όρια της ανιδιοτελούς προσφοράς και της αυθόρμητης καλλιτεχνικής έκφρασης και μετατρέπεται σε επάγγελμα, όπως και κάθε άλλο, με τις ίδιες προδιαγραφές και συνιστώσες, η επιτυχία ή αποτυχία του οποίου κρίνεται κατά βάση με οικονομικούς όρους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο «εραστής της Τέχνης», αντικαθίσταται από τον αμοιβόμενο εργαζόμενο, με συνέπεια η «ερασιτεχνική» ενασχόληση με το θέατρο να καταλήγει προοδευτικά να θεωρείται υποδεέστερη από την αντίστοιχη «επαγγελματική», ενώ ο όρος «ερασιτεχνικό» θέατρο αποκτά αρνητικές συνυποδηλώσεις και γίνεται κάποτε συνώνυμος του «πρόχειρου» του ποιοτικά επιλήψιμου και του καλλιτεχνικά συμβατικού, σε αντιδιαστολή προς το «επαγγελματικό» θέατρο, όχι όμως πάντα χωρίς λόγο.

Γιατί η συστηματική ενασχόληση με την Τέχνη του θεάτρου και οι πολλαπλές απαιτήσεις του σκηνικού θεάματος, προϋποθέτουν συνεργασία περισσοτέρων καλλιτεχνών από διαφορετικές ειδικότητες, με εμπεριστατωμένη γνώση και πλούσια σχετική εμπειρία. Η δαπάνη πολλών ανθρωποωρών εργασίας και ακόμα περισσοτέρων χρημάτων, προκειμένου να επιτευχθεί ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα για την παράσταση, αποτελούν δεδομένα που δεν μπορεί να υπάρχουν εξίσου και στις δυο μορφές δημιουργίας, αφού οι «ερασιτέχνες» αδυνατούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες και τόσες απαιτήσεις, όπως οι «επαγγελματίες».

Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναπτύσσεται μια πρώτη απόκλιση που σταδιακά δημιουργεί ένα διαφορετικό «πλαίσιο αναφοράς» που αφίσταται σημαντικά στη μια από την άλλη περίπτωση. Η ανάγκη συνεργασίας περισσοτέρων ειδικών καλλιτεχνών του θεάματος (ηθοποιός και σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος, φωτιστής και μουσικός), που θα συντονίσουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη του κοινού στόχου, οι απαιτήσεις της υλικο-τεχνικής υποδομής και οι μηχανισμοί προβολής και προώθησης του θεάματος, αν και υπάρχουν και στις δύο μορφές, λειτουργούν με διαφορετικά κριτήρια, που κατ’ επέκταση προκαλούν διαφορετικά ποιοτικά αποτελέσματα, υπέρ του «επαγγελματικού» και σε βάρος του «ερασιτεχνικού» θεάτρου.

Οι μηχανισμοί, τέλος, πρόκλησης ενδιαφέροντος στο κοινό, αποδέκτη και κριτή του σκηνικού αποτελέσματος, η χειραγώγηση και διαμόρφωση της γνώμης του, μέσα από το «star system» και τις «show biz», η κατανάλωσή του ως εμπορευματικό αγαθό με βάση τους νόμους της καταναλωτικής κοινωνίας, αποτελούν μερικούς επιπλέον λόγους που λειτουργούν (κυρίως) στη μία («επαγγελματικό») σε αντιδιαστολή προς την άλλη («ερασιτεχνικό») κατηγορία θεάτρου, δημιουργώντας την αίσθηση του «ανώτερου» προς το «κατώτερο». Και ενώ το πρώτο, στηριζόμενο και αξιοποιώντας αυτούς τους παράγοντες, κατακτά περίοπτη θέση στη συνείδηση των θεατών, το δεύτερο, αδυνατώντας να ανταποκριθεί με επιτυχία στις ίδιες προϋποθέσεις, μοιραία συρρικνώνεται υποβαθμίζεται και περιθωριοποιείται.

Η κατάσταση όμως δεν έχει καθόλου να κάνει με την ποιότητα του προσφερόμενου καλλιτεχνικού προϊόντος, ή μάλλον δεν έχει να κάνει υποχρεωτικά με την ποιοτική διαβάθμιση και κατάταξη («ανώτερο»-«κατώτερο») του αισθητικού αποτελέσματος. Ούτε δηλαδή «a priori» οι παραστάσεις «επαγγελματικού» θεάτρου είναι πάντα και υποχρεωτικά «καλύτερες» από τις ερασιτεχνικές, ούτε εκείνες «εκ φύσεως» αδυνατούν να διαθέτουν υψηλές καλλιτεχνικές προδιαγραφές, παραμένοντας «εκ των πραγμάτων» σε μια διαφορετική διάσταση, μη συγκρίσιμη προς αυτή του επαγγελματικού θεάτρου. Το αντίθετο μάλλον μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δηλαδή συχνά, στις παραστάσεις των ερασιτεχνών διαπιστώνονται εξαιρετικά στοιχεία, που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο της δημιουργίας τους και αποκτούν καλλιτεχνική αυταξία κοινά αποδεκτή και αναγνωρίσιμη, ενώ δεν είναι σπάνια η περίπτωση επαγγελματιών οι οποίοι παρουσιάζουν δυσθέατα θεάματα, εξαιτίας της προχειρότητας και της ανεπάρκειάς τους. Γιατί οι ερασιτέχνες, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν σκηνικά την άποψη που έχουν για το έργο, αναπτύσσουν στο έπακρο τις καλλιτεχνικές τους δυνατότητες, την ευαισθησία και τον ψυχισμό τους, που αν συνδυάζονται με ικανοποιητική γνώση, κατοχή των εκφραστικών μέσων και κατάλληλη εμπειρία, μπορεί να προσφέρουν ένα θέαμα υψηλών αισθητικών προδιαγραφών. Αντίθετα, οι επαγγελματίες,  σε περίπτωση που απλά «διαχειρίζονται» την παράσταση, που για ποικίλους λόγους αδιαφορούν ή αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του έργου και στις αναμονές των θετών, περιορίζονται μόνο στο ρόλο του «διακομιστή», που ως τέτοιος αποβαίνει σε βάρος του καλλιτεχνικού αποτελέσματος.

Όπως λοιπόν γίνεται φανερό, πρέπει να ξεφύγουμε από τα καθιερωμένα στερεότυπα, να αντιμετωπίσουμε και τις δυο μορφές δημιουργίας ισότιμα και να αναθεωρήσουμε τα σχηματοποιημένα και απλουστευτικά κριτήρια που μας έχουν επιβληθεί αδικαιολόγητα μέσα στο χρόνο. Οι βασικοί συγκρίσιμοι όροι μας πρέπει να διαφοροποιηθούν και να αντικατασταθούν από τα αφηρημένα ουσιαστικά τους «επαγγελματισμός» για τη μια και «ερασιτεχνισμός», για την άλλη κατηγορία. Κάτω από αυτό το πρίσμα ιδωμένο, ποτέ το ένα δεν είναι υποχρεωτικά «ανώτερο» ή «κατώτερο» από το άλλο, και αντίστροφα αφού μπορεί θαυμάσια σε μια παράσταση ερασιτεχνικού θεάτρου να υπάρχει τόσος και τέτοιος «επαγγελματισμός», ώστε το αποτέλεσμα να είναι κατά πολύ ανώτερο από μια άλλη αντίστοιχη του λεγομένου «επαγγελματικού» θεάτρου, η οποία λόγω της προχειρότητάς και της ευτέλειας της, να αποδίδεται σε «ερασιτεχνισμό» των συντελεστών της.

Το κέντρο βάρος, σε μια τέτοια θεώρηση ξεφεύγει πια από το «δημιουργό» και μετατίθεται στον «αποδέκτη» του σκηνικού θεάματος. Γιατί, ο «ερασιτέχνης» είναι αυτός που δημιουργεί για προσωπική έκφραση, για δικούς του ψυχολογικούς, υπαρξιακούς, καλλιτεχνικούς, κοινωνικούς, ή όποιους άλλους λόγους. Φυσικά, από τη στιγμή που πρόκειται για θεατρική δημιουργία, μοιραία άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή μη, απευθύνεται στο θεατή, ο οποίος θα παρακολουθήσει το θέαμά του. Μη ζητώντας όμως παρά μόνο ηθική αμοιβή απ’ αυτόν και μη εξαρτώμενος από οικονομικούς παράγοντες, ο «ερασιτέχνης» δημιουργεί τελικά ερήμην του κοινού, κάνοντας «ό,τι» και «όπως» μπορεί, προκειμένου να οδηγηθεί στο ζητούμενο αποτέλεσμα. Εξ αυτού απορρέει το γεγονός ότι συχνά αυτό το «ό,τι μπορεί» δεν είναι ικανοποιητικό, άρτιο, ή ολοκληρωμένο με αισθητικο-καλλιτεχνικά κριτήρια, άρα το αποτέλεσμα είναι κατώτερο των προσδοκιών του κοινού. Και ενώ ο δημιουργός είναι (ενδεχομένως) απόλυτα ταυτισμένος με τη δημιουργία του, πλήρως ικανοποιημένος από το αποτέλεσμά του, ο αποδέκτης όχι μόνο δε συμμερίζεται τη γνώμη του, αλλά ενδεχομένως δημιουργεί εντελώς διαφορετική εντύπωση για αυτό. Εδώ εδράζεται η βασική αιτία που δημιουργεί την αίσθηση του «υποβαθμισμένου» και «ποιοτικά «κατώτερου», που συχνά αποδίδεται στο «ερασιτεχνικό» θέατρο.

Στον χώρο του «επαγγελματικού» θεάτρου, τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Με δεδομένο ότι η ίδια του η ύπαρξη εξαρτάται από την αποδοχή του ως σκηνικού δημιουργήματος από τη συνείδηση του θεατή, ο οποίος αποτελεί τον τελικό κριτή για την καταξίωση ή απαξίωση του θεάματος, άρα την οικονομική επιβράβευση των συντελεστών του, γίνεται αντιληπτό ότι όλα προσαρμόζονται στις δικές του προσδοκίες και απαιτήσεις, επιδιώκοντας την με κάθε τρόπο ευνοϊκή υποδοχή της συνολικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Αυτό (ανεξάρτητα με το αν και κατά πόσο πρόκειται για «εμπορικό» ή «ποιοτικό» θέατρο), με τη σειρά του, μετατοπίζει το κέντρο βάρους από την υποκειμενική έκφραση των συντελεστών, στη συλλογικά θετική αποτίμηση του «προϊόντος» από τους θεατές. Στόχος, κατ’ επέκταση, του θεάματος είναι να αρέσει στο κοινό, ώστε να προσληφθεί αβίαστα από αυτό και όχι τόσο να ικανοποιήσει τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντα των συντελεστών (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, ούτε ότι δε λαμβάνεται υπόψη).

Επομένως όχι μόνο η προετοιμασία του σκηνικού έργου είναι συνήθως κατά πολύ πιο επαρκής και άρτια (αφού στόχος είναι να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των θεατών, που έχουν καταβάλει αντίτιμο για την παρακολούθησή του), αλλά και πιο προσαρμοσμένη στις δικές του υποδοχές και απαιτήσεις. Μοιραία λοιπόν, η «επαγγελματική» παράσταση γίνεται συνώνυμη της ποιοτικά «ανώτερης», σε αντιδιαστολή προς την «ερασιτεχνική», που υποβαθμίζεται και περιθωριοποιείται.

Όπως όμως έγινε φανερό, από τη σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε, ο «ερασιτεχνισμός» κινείται σε διαφορετική διάσταση από τον επαγγελματισμό», σε τρόπο ώστε όχι μόνο ως έννοια δεν είναι αντιφατική αλλά θα μπορούσε να είναι ακόμα και παραπληρωματική, η μια προς την άλλη. Η πρώτη αναφέρεται στο επίπεδο της δημιουργικής συνείδησης των συντελεστών της παράστασης, αφορά δηλαδή στην πρόθεση κυρίως των δημιουργών και όχι τόσο στο αποτέλεσμα. Η δεύτερη αναφέρεται στο επίπεδο της πρόσληψης του καλλιτεχνικού αποτελέσματος και της ανταπόκρισης του κοινού στο προσφερόμενο θέμα, η οποία διαθέτει και στηρίζεται σε οικονομικούς όρους, αφού το αποτέλεσμα εκλαμβάνεται ως εμπορευματοποιημένο αγαθό, ανταλλάξιμη αξία μέσα στην κοινωνία του θεάματος.

Κατ’ επέκταση μια παράσταση «ερασιτεχνικού» θεάτρου είναι, ή μπορεί να χαρακτηρισθεί «επαγγελματική», όταν διακρίνεται από τις βασικές αξίες του «επαγγελματισμού», όπως αυτές προαναφέρθηκαν και αντίθετα.

Η «ερασιτεχνία» λοιπόν και το «ερασιτεχνικό» θέατρο, όχι μόνο δεν πρέπει να εκλαμβάνονται υποτιμητικά, αλλά να αναβαπτισθούν στα νάματα της «καθαρής Τέχνης», της «αγνής» καλλιτεχνικής δημιουργίας και, εμπλουτισμένα με τον «επαγγελματισμό» στην αντιμετώπιση του δημιουργήματος (θεατρική παράσταση), αλλά και του τελικού του αποδέκτη (θεατή στη θεατρική αίθουσα), να αποτελέσουν εφαλτήριο για μια νέα πορεία στο σύγχρονο θέατρο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EnglishGreek