Ο Στέλιος Σπεράντσας (1882-1962) και η Συμβολή του στην Εξέλιξη της Νεοελληνικής Δραματουργίας για Παιδιά και Νέους

Ο Στέλιος Σπεράντσας (1888-1962) υπήρξε μια πολύπλευρη προσωπικότητα, που δεν περιορίστηκε σε ένα μόνο τομέα πνευματικής δραστηριότητας, αλλά επεκτάθηκε από την ιατρική και την οδοντιατρική επιστήμη που σπούδασε, στην καλλιέργεια της ποίησης, με έμφαση στη λογοτεχνία και το θέατρο για παιδιά. Κατά τη διάρκεια της επιστημονικής του σταδιοδρομίας, ως ιατρός ακτινολόγος αρχικά, και ως καθηγητής της Ορθοδοντικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αργότερα (1933-1952), συνέγραψε επιστημονικές εργασίες και μονογραφίες , καθώς και το γνωστό σύγγραμμά του Οι Έλληνες γιατροί λογοτέχνες από την άλωση της Πόλης ως τα σήμερα, που κυκλοφορήθηκε το 1961. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη συγγραφή δοκιμίων, αλλά και με την εκπόνηση εκτενών μελετών με ιστορικό χαρακτήρα, όπως η μελέτη του για τον Μπάυρον και η συλλογή δοκιμίων «Στο δρόμο του στοχασμού» (1958).
Η ποίηση φαίνεται ότι αποτελούσε από τα παιδικά και νεανικά χρόνια αγαπημένη ενασχόληση για τον Σπεράντσα. Στίχοι του βρίσκονται δημοσιευμένοι σε περιοδικά και εφημερίδες της Σμύρνης ήδη από πολύ νωρίς , ενώ το ποιητικό του τάλαντο επιβραβεύτηκε και με μια σημαντική διάκριση: το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου, ο οποίος προκηρύχθηκε το 1900, με σκοπό τη σύνθεση του ύμνου του Σωματείου «στην αρχαΐζουσα». Στην κριτική επιτροπή μετείχαν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Γεώργιος Μιστριώτης και Νεοκλής Καζάζης, καθώς και ο ποιητής Αριστομένης Προβελέγγιος, οι οποίοι σημείωναν εμφαντικά στην εισηγητική έκθεσή τους «την πλήρη αρμονίαν της ποιητικής εμπνεύσεως και της καλλιτεχνικής μορφής» του ποιήματος που είχε υποβάλει ο Σπεράντσας με το ψευδώνυμο Απηλιώτης .
Ο λογοτεχνικός οίστρος δεν τον εγκατέλειψε ούτε όταν στράφηκε στις ιατρικές και κατόπιν στις οδοντιατρικές σπουδές ούτε όταν αφοσιώθηκε στα καθήκοντα που απέρρεαν από τη θέση του καθηγητή του Πανεπιστημίου, από το 1933 που κατέλαβε τη νεοϊδρυθείσα έδρα της Ορθοδοντικής. Συνέχισε και τότε να εκδίδει ποιητικές συλλογές, με ποιήματα φυσιολατρικού και πατριωτικού κυρίως περιεχομένου, αλλά και libretti για μελοδράματα , ενώ συνέταξε και αναγνωστικά για μαθητές δημοτικού και γυμνασίου.
Το πεδίο, όμως, στο οποίο ο Σπεράντσας αφιέρωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητας και της δημιουργικής του ενασχόλησης του υπήρξε η λογοτεχνία και το θέατρο για παιδιά. Δεκάδες είναι οι ποιητικές συλλογές που έχει συνθέσει με αποδέκτες το παιδικό και νεανικό κοινό. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις γνωστές συλλογές του Σαν τα πουλιά (1924), Παιδικές Ψυχές (1925), Ο Τραγουδιστής των παιδιών (1929, βραβείο Φιλαδελφείου Διαγωνισμού 1931), Το βιβλίο που τραγουδεί (1949), Μικρές Φωνές. Ποιήματα για μικρά παιδιά (1953), Όμορφοι Κόσμοι. Παιδικά ποιήματα (1956), το πεζό Ταξιδεύοντας με τον Κοντορεβιθούλη (1951) και άλλα.
Τα θεατρικά έργα για παιδικό κοινό που συνέγραψε είναι, επίσης, αρκετά και αξιομνημόνευτα, κυρίως γιατί εντάσσονται σε μια εποχή που το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε φάση διαμόρφωσης και η ενασχόληση με αυτό ικανών και ήδη καταξιωμένων λογοτεχνών, όπως ο Σπεράντσας, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Στη δραματουργία του εντάσσονται τα έργα Ίκαρος. Παιδικό δραματικό όνειρο σε μια πράξη (1926), ορισμένα έργα από τη συλλογή Ακακίες (1928) που είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή και, κυρίως, τα έργα που περιλαμβάνονται στα έξι τεύχη με τον γενικό τίτλο Η Σκηνούλα μας και δημοσιεύτηκαν στην περίοδο από το 1948 έως το 1961.
Η παρούσα εργασία εστιάζει ακριβώς σε αυτά τα τελευταία έργα, τόσο για λόγους συντομίας, όπως απαιτεί το χρονικό πλαίσιο μιας προφορικής εισήγησης όσο και γιατί η σειρά αυτή των τευχών είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο είδος του θεάτρου για παιδιά, και μπορούμε επομένως με αρκετή βεβαιότητα να συναγάγουμε από τη μελέτη της ασφαλή συμπεράσματα για τη συνολικότερη δραματουργική παραγωγή του Σπεράντσα για παιδικό κοινό .
Με τα έργα αυτά, μονόπρακτα κυρίως, ή σύντομα «δραμάτια» όπως τα αποκαλούσε, ο συγγραφέας προσπάθησε να διαμορφώσει μια σύγχρονη δραματουργία για παιδικό και νεανικό κοινό, με θέματα αντλημένα κυρίως από το ένδοξο ιστορικό παρελθόν και τη θρησκεία.
Συγκεκριμένα, σε αυτά τα έξι τεύχη περιλαμβάνονται έργα τα οποία αντλούν το θέμα τους από την ιστορική περίοδο της Επανάστασης του 1821, όπως «Ο όρκος του Φιλικού», «Ο Χαλασμένος Μύλος», «Δεν μπορώ ν’ αφήσω την Ελλάδα», «Η δόξα των Ψαρρών», «Το Κρυφό Σχολειό», «Ο Χορός του Ζαλόγγου», «Οι Ομογάλακτοι» και «Το Θολό Νερό», καθώς και άλλα που δραματοποιούν σκηνές από την εποποιία του 1940, όπως «Τ’ άρματα», οι «Ατσαλένιες Γυναίκες», οι «Ήρωες», το «Ένας ακόμη στρατιώτης» και «Τα δυο επισκεπτήρια». Το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο σε όλα τα παραπάνω έργα, ωστόσο υπάρχουν και εκείνα που προβάλλουν αμιγώς θρησκευτικά θέματα, όπως το έργο «Η νύχτα της Βηθλεέμ», καθώς και εκείνα που αρύονται τα θέματά τους από την καθημερινότητα ή τις κοινωνικές συνθήκες. Τέτοια είναι οι «Καλλικάντζαροι», το «Γράμμα στον Άη Βασίλη», καθώς και «Η πράσινη μάσκα» ένα έργο που εστιάζει σε κοινωνικά προβλήματα, όπως η φτώχεια και η ύπαρξη διακρίσεων. Τέλος, το παραμυθόδραμα «Στη χώρα του καλού άρχοντα» παρουσιάζει, μέσα από τη μορφή και τις φόρμουλες του παραμυθιού, μια ιστορία που προβάλλει τη μεγαλοψυχία και τη δύναμη της αγάπης.
Διερευνώντας αρχικά τους θεματικούς άξονες των έργων αυτών, σημειώνουμε το ιστορικό παρελθόν του ελληνισμού, τη θρησκεία, το κοινωνικό περιβάλλον και κάποια στοιχεία μυθοπλασίας.
Από τα κυριότερα και πιο έκτυπα χαρακτηριστικά των έργων του Σπεράντσα είναι ο εθνικός χαρακτήρας και ο θρησκευτικός προσανατολισμός τους που συντείνουν σε μια μορφή διαπαιδαγώγησης με έμφαση στην καλλιέργεια του σεβασμού προς την ιδέα της πατρίδας και της θρησκείας. Αυτές οι αξίες (Πατρίδα -Θρησκεία) αποτελούν τους δύο κεντρικούς άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύσσεται το σύνολο σχεδόν της θεατρικής παραγωγής του Σμυρναίου ποιητή.
Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια άσχετο προς το γενικότερο χρονικό και πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η δραματουργία του και οροθετείται από την εμφάνιση και τη λογοτεχνική παραγωγή καταξιωμένων ή και νεότερων συγγραφέων που αρχίζουν να ασχολούνται συστηματικά με το είδος που αποκαλούν «παιδικό θέατρο» στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήδη από το 1896, όταν εκδίδεται ο πρώτος τόμος με τίτλο «Παιδικόν Θέατρον» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, το ενδιαφέρον των συγγραφέων για το είδος του θεάτρου για παιδιά και νέους αρχίζει να αυξάνεται. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο Λάκης Κουρετζής στο βιβλίο του Το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα: «Την εποχή του μεσοπολέμου, ως τα 1950 περίπου, είχαμε αξιόλογους λογοτέχνες που έγραφαν έργα και σκετσάκια για παιδικό θέατρο. Εκτός από τον Β. Ρώτα […], μπορούμε να προσθέσουμε τον Γρ. Ξενόπουλο, τον Στ. Σπεράντζα, τον Μιχ. Στασινόπουλο […] κ.ά.» . Γενικότερα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στη μεσοπολεμική περίοδο και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εμφανίζονται κάποιοι συγγραφείς θεατρικών έργων για παιδιά που αποτελούν μια αξιόλογη ομάδα, με την απαραίτητη γνώση και μέριμνα για το ανήλικο κοινό. Με πιο γνωστούς εκπροσώπους την Ευφροσύνη Λόντου-Δημητρακοπούλου, την Αντιγόνη Μεταξά και τον Βασίλη Ρώτα διαμορφώνεται βαθμιαία μια ομάδα συγγραφέων οι οποίοι επιδιώκουν να διαμορφώσουν τη σύγχρονη δραματουργία για παιδιά, με έμφαση στα στοιχεία που θεωρούν απαραίτητα για την ηθική διάπλάσή τους. Σε αυτούς καταλέγεται (από κοινού με συγγραφείς όπως η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, η Ιωάννα Μπουκουβάλα – Αναγνώστου και άλλοι) , και ο Στέλιος Σπεράντσας, ο οποίος συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο την προσφορά του στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά με τη συγγραφή των δραματικών έργων του για ανήλικους θεατές.
Η θεματική των έργων του Σπεράντσα, που, όπως προαναφέρθηκε, είναι η περιοχή της Θρησκείας και της Ιστορίας δεν είναι άσχετη με το κλίμα της εποχής. Ο πρώτος τόμος της σειράς Η Σκηνούλα μας εκδίδεται το 1948, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ακόμη είναι νωπές οι μνήμες από τις περιπέτειες αλλά και τις ένδοξες στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Έτσι, ο Σπεράντσας αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής του στα παιδιά, με απώτερο σκοπό να συμβάλει στην εθνική και χριστιανική διαπαιδαγώγησή τους.
Όσον αφορά τις πηγές από όπου αντλεί τα ερεθίσματα αλλά και την πρώτη ύλη της δραματουργικής επεξεργασίας του, διαπιστώνουμε ότι αυτές είναι κυρίως τα στοιχεία της νεότερης ελληνικής ιστορίας, τα οποία ο Σπεράντσας επιχειρεί να μεταγράψει ώστε να διαμορφώσει την κατάλληλη δραματουργία για τα παιδιά και τους νέους, όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν.
Ενδεικτικά της εντύπωσης που έκανε το έργο του την εποχή που δημοσιεύθηκε είναι όσα έγραφε η Ελένη Ουράνη σε ένα κριτικό σημείωμά της το 1950. Εκεί διαπίστωνε με ευχαρίστηση ότι το παιδικό βιβλίο διερχόταν τη χρονιά εκείνη μια περίοδο άνθησης και, συγκεκριμένα, για τη Σκηνούλα μας υπογράμμιζε: «ξεχώρισα […] με αισθητότατη υπεροχή απάνω σ’ όλα τα άλλα, τις ποιητικά αποδοσμένες σκηνές από την Ιστορία μας που συγκέντρωσε ο κ. Στ. Σπεράντζας στον τόμο Η σκηνούλα μας» .
Και ο Σπύρος Μελάς, θεατρικός συγγραφέας και ο ίδιος, έγραφε, με την αφορμή της έκδοσης του τρίτου τεύχους της σειράς Η Σκηνούλα μας: «Τα θέματά του είναι όλα παρμένα από τις ηρωικές περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας, από το αθάνατο εικοσιένα ως το αξέχαστο Σαράντα της ιταλικής εισβολής» .
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η θεματική των έργων καθορίζεται και από την πρόθεση του συγγραφέα να συμβάλει στον εμπλουτισμό των ιστορικών γνώσεων των παιδιών, αντιμετωπίζοντας τα έργα ως μια παιδευτική ευκαιρία. Για τον λόγο αυτόν, υπάρχουν στα περισσότερα έργα σκηνές και διάλογοι στους οποίους δίνονται με εύληπτο τρόπο στοιχεία από την αρχαία ελληνική ή τη νεότερη ιστορία. Η πρόθεση, ωστόσο, αυτή έχει άμεση σχέση με τον ιδεολογικό προσανατολισμό της δραματουργίας του συγγραφέα μας, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη μελέτη των έργων του, αντιμετωπίζει το θέατρο πρωτίστως ως μέσον αγωγής και, δευτερευόντως ως καλλιτεχνική δημιουργία που, μέσα από ενδιάθετα στοιχεία, μπορεί να λειτουργήσει και παιδευτικά.
Ενδεικτικά αυτής της θέσης, την οποία στο πρώτο μισό του 20ού αι. φαίνεται ότι ενστερνίζονταν οι περισσότεροι συγγραφείς, είναι όσα σημειώνει ο Σπύρος Μελάς, στο κείμενό του που προαναφέρθηκε: «Αν το θέατρο έχη ανώτερη παιδαγωγική σημασία και για τους μεγάλους αναμφισβήτητη, το παιδικό θέατρο είναι από τα πιο ελκυστικά μέσα της αγωγής. Συγκινεί και τέρπει τα παιδιά, τρέφει τη φαντασία τους, βάζει σε κίνηση τον ψυχικό τους κόσμο, τα πλουτίζει με παραστάσεις, πλάθει το ήθος τους, ακονίζει τα εκφραστικά τους μέσα, τα συνηθίζει σε καλλιεργημένες μορφές ζωντανού λόγου, γυμνάζει την άρθρωσή τους και την ορθοφωνία τους. Ότι ένας ποιητής σαν τον κ. Σπεράντσα καταπιάστηκε μ’ αυτή τη δουλειά, είναι ασφαλώς ένα μεγάλο κέρδος για την παιδική μας σκηνή…Η συμβολή του κ. Στέλιου Σπεράντσα είναι σημαντικό βήμα προόδου» .
Η παιδαγωγική λοιπόν σημασία του θεάτρου είναι εκείνη που προέχει για τον Σπεράντσα, όσον αφορά τη στόχευση και την προθετικότητα των έργων του. Για τον λόγο αυτό γίνεται σαφές ότι τα «δραμάτια» που περιλαμβάνονται στα τεύχη της Σκηνούλας μας αποσκοπούν στο να προβάλουν παιδαγωγικά πρότυπα, σύμφωνα πάντοτε με την κρατούσα ιδεολογία της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα χωρίο όπου γίνεται λόγος για τις αξίες που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των ατόμων. Το έργο που επιγράφεται «Οι Ομογάλακτοι» έχει ως θέμα του τη δυνατή φιλία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ δύο παιδιών, ενός ελληνόπουλου και ενός τουρκόπουλου, που παρά τη βαθιά έχθρα και τον πόλεμο μεταξύ των δικών τους βρίσκουν τον τρόπο να επικοινωνούν και να προστατεύουν το ένα το άλλο. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που η ελληνίδα μητέρα συμβουλεύει το γιο της σχετικά με τη συμπεριφορά του προς τον φίλο του:
ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΩ: Τώρα, που είμαστε μόνοι, Σώτο, άκουσε κάτι, που θέλω να σου πω. Μερικά πράματα πρέπει να τα προσέχης, παιδί μου. Ο Αχμέτ είναι φίλος σου. […] Είδες πόσες φορές ο Αχμέτ στάθηκε μπροστά σου προσεκτικός, γιατί δεν ήθελε να σε προσβάλη ή να σε ταπεινώση περισσότερο στη σκλαβιά, που μας βασάνισε τη ζωή. Τόσο, που πολλές φορές είπαμε μεταξύ μας, πως ο Αχμέτ κάτι άλλο είναι, παρά τουρκόπουλο.
ΣΩΤΟΣ: Έχεις δίκιο, μητέρα. Το παρατήρησα κι εγώ, πως καμιά φορά ο Αχμέτ, χωρίς να μου αντιλέη, πειράζεται και πικραίνεται στ’ απρόσεχτα λόγια μου. Μετανοιώνω βέβαια κι εγώ έπειτα από τα λόγια μου αυτά .
Στο παραμυθόδραμα «Η χώρα του καλού Άρχοντα», προβάλλεται το πρότυπο του παιδιού που με την ευγένεια και την υπακοή προς τους μεγαλύτερους κερδίζει την εύνοιά τους και απολαμβάνει της ασφάλειας και της ηρεμίας που δικαιούται κοντά τους:
ΑΡΧΟΝΤΑΣ: [Όλα τα παιδιά γονατίζουν γύρω στον Άρχοντα συγκινημένα. Άλλα του φιλούν τα χέρια κι άλλα το αρχοντικό του φόρεμα. Εκείνος χαϊδεύει τα κεφάλια και τα πρόσωπα των παιδιών με στοργή]. Για σας, παιδιά μου, είμαι έτοιμος για κάθε θυσία. Μην τρομάζετε όμως. Κάτι μου λέει μέσα μου, πως κανένας κίνδυνος δεν είναι. Οι στρατιώτες μας είναι γενναίοι. Θα φυλάξουν γερά και το χωριό και το Παλάτι. και –θα δήτε- η γιορτή μας δε θα χαλάση .
Ως χαρακτηριστικό του ανήλικου-προτύπου προβάλλεται επίσης η αξιοπρέπεια αλλά και η φιλεύσπλαχνη διάθεση προς τους πιο αδύναμους. Συγκεκριμένα, στο έργο «Γράμμα στον Άη Βασίλη», ο Κωστάκης, ένα φτωχό και ορφανό παιδί, που η μητέρα του δουλεύει σκληρά για να το μεγαλώσει, γράφει ένα γράμμα στον Άη Βασίλη με τη βοήθεια κάποιων εύπορων φίλων του και όταν εκείνοι του αγοράζουν τα πολυπόθητα παιχνίδια ως πρωτοχρονιάτικα δώρα, δεν διστάζει να δώσει κάποια από αυτά σε ένα ακόμη πιο φτωχό παιδάκι που είχε μεγαλύτερη ανάγκη.
[Ελαφρό χτύπημα στη θύρα. Ο Κωστάκης τρέχει κι ανοίγει. Ένα παιδί ξυπόλητο, με τα χέρια χωμένα στον κόρφο του, φαίνεται στο άνοιγμα της θύρας].
ΤΟ ΠΑΙΔΙ: Να τα πω;
ΟΛΟΙ: Να τα πης, παιδί μου, να τα πης…
ΤΟ ΠΑΙΔΙ: [Μπαίνει μέσα δειλά κι αρχίζει τα κάλαντα με μια αδύνατη φωνή].
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά.
Κι αρχή καλός σας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος
αρχή που βγήκε…
[Σωρειάζεται στο δάπεδο εξαντλημένο. Τρέχουν όλοι σιμά του και το σηκώνουν].
ΔΑΝΑΗ: Είναι εξαντλημένο.
ΕΛΕΝΗ: Θα πεινά το δυστυχισμένο…Φέρετέ το εδώ, να του δώσωμε να φάη κάτι.
ΔΑΝΑΗ: Όχι, άφησε, κυρά Ελένη. Αφήσετε να το πάρωμε εμείς στο σπίτι μας, να το περιποιηθούμε. Καληνύχτα σας. [Στο παιδί]. Έλα μαζί μας, μικρούλη.
[Η Δανάη και ο Νίκος παίρνουν το μικρό και φεύγουν. Η κυρά Ελένη, ο Βάσος και ο Κωστάκης στέκονται στη θέση τους και, φανερά λυπημένοι, κοιτάζουν προς τη θύρα, απ’ όπου έφυγαν οι άλλοι. Ξάφνου ο Κωστάκης στρέφεται προς το τραπέζι και βλέπει τα δώρα του. Αρπάζει γρήγορα το αυτοκινητάκι και το τόπι και τρέχει ξοπίσω από τη Δανάη, για να τα δώση στο φτωχόπαιδο .
Όπως προαναφέρθηκε, ο Σπεράντσας αναδεικνύει σε καθοριστικό στοιχείο του προτύπου που προσπαθεί να προβάλει με τα έργα του στους ανήλικους θεατές, την αίσθηση του χρέους απέναντι στην πατρίδα και τη θρησκεία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η λαμπρή ιστορική πορεία του ελληνισμού δημιουργεί και ένα ηθικό χρέος στους απογόνους. Οφείλουν να φανούν αντάξιοι των προγόνων τους και από αυτή την πίστη φαίνεται ότι εμφορούνται και οι ήρωες των έργων του. Σε ένα έργο που διαδραματίζεται το 1940 σε κάποιο ελληνικό χωριό και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Τ’ Άρματα», οι μικροί θεατές μπορούν να ακούσουν τον γερο-Στάθη να αιτιολογεί γιατί δεν θέλει να παραδώσει στον κατακτητή τα όπλα του:
ΣΤΑΘΗΣ: Σαν νάταν χτες ακόμα έρχεται στο νου μου μια αξέχαστη εποχή. Παλληκάρι αμούστακο ήμουν τότε, που το βουλγαρικό κομιτάτο βασάνιζε τη μακεδονική γη και ξερρίζωνε κάθε ελληνικό από τούτο τον τόπο. Κι όταν έμαθα, πως για να σταματήσουν το κακό είχαν ξεκινήσει μακεδονομάχοι εθελοντές από κάθε ελληνική γωνιά, παιδιά άξια της πατρίδας από τη Ρούμελη κι από το Μοριά, από την Κρήτη κι από την Κύπρο κι από όλα τα νησιά μας, άφησα κι εγώ το σπίτι μας και πήδησα στα μακεδονικά βουνά, ζωσμένος τούτα τ’ άρματα, που μου λες τώρα να τα παραδώσω…Κι όταν από χρόνια το πανηγύρι ετελείωσε και ξαναγύρισα στο σπίτι μας, τ’ άρματα τα πήγα στην εκκλησιά και τα λειτούργησα .
Σε όλα σχεδόν τα έργα που αντλούν το θέμα τους από τη νεότερη ελληνική ιστορία, τα κεντρικά πρόσωπα –κυρίως παιδιά- φαίνεται να ενσαρκώνουν απολύτως αυτό το προτεινόμενο από τη θεατρική γραφή του Σπεράντσα πρότυπο, υπηρετώντας με συνέπεια τις ιδέες της πατρίδας και της θρησκείας.
Δείγματος χάριν, στο έργο «Ο Όρκος του Φιλικού», ένας από τους ήρωες, ο Αρματολός, προσπαθώντας να πείσει τον ιερέα να μυήσουν ένα νέο παιδί στη Φιλική Εταιρεία, του λέει:
ΑΡΜΑΤΟΛΟΣ: Έννοια σου, γέροντα, κι ο Δήμος είναι ανάστημα του μακαρίτη παπα Σάββα, που κρέμασαν στ’ απάνω χωριό. Από τόσο δα παιδάκι κατηχήθηκε από το μακαρίτη στα σύμβολα τα πιο ιερά της θρησκείας και της πατρίδας μας .
Στη «Δόξα των Ψαρρών», που διαδραματίζεται σε ένα φτωχικό σπίτι του νησιού, λίγο πριν από την καταστροφή, ένα από τα παιδιά αναφέρει τα λόγια του παπά, για να δώσει θάρρος και στους υπόλοιπους:
ΑΡΓΥΡΗΣ: Να…Τα ίδια κι απαράλλαχτα μιλούσε κι ο Σταμάτης σ’ όσα σπίτια μπαίναμε από χτες, να δώσωμε κουράγιο. Θυμούμαι ακόμα τι μας έλεγε κάποτε κι εκείνος ο παπάς: «Όπου βάζει ο Θεός την υπογραφή του, είναι πράμα, που δεν μπορεί να γίνη διαφορετικά» .
Στα έργα που έχουν ως θέμα την εποποιία του 1940, ο συγγραφέας τονίζει, με το στόμα των ηρώων του, την πεποίθηση ότι ο αγώνας των Ελλήνων είναι δίκαιος και, επομένως, έχει τη θεία συνδρομή που τον καθιστά ιερό και αήττητο. Στο έργο «Τ’ άρματα» ένας από τους ήρωες αφηγείται στους υπόλοιπους –και στο κοινό- την έκβαση μιας μάχης με τα ακόλουθα λόγια:
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ: Σήμερα το πρωί – λες και την πρώτη τουφεκιά την έρριξε το χέρι του Θεού – εμάθαμε, πως οι δικοί μας πήραν στο κυνήγι τον εχθρό κατά τα αλβανικά σύνορα. Χάλασε ο κόσμος εκεί κάτω. Κι ετρέξαμε να σας φέρωμε την είδηση .
Σε άλλο έργο εμφανίζονται οι γυναίκες της Πίνδου, οι οποίες υποβάλλονται σε κάθε είδους θυσίες και κόπους προκειμένου να βοηθήσουν τα ελληνόπουλα που πολεμούν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Στους αγώνες αυτούς, υπάρχει η εδραιωμένη πεποίθηση ότι η Παναγία παραστέκει τις γυναίκες και τους φαντάρους που πολεμούν στις χιονισμένες βουνοκορφές. Συγκεκριμένα, στο έργο «Ατσαλένιες Γυναίκες», στο οποίο παρουσιάζονται οι ηρωικές μορφές των ελληνίδων, παρουσιάζεται μία να αφηγείται το όραμά της στις συναγωνίστριές τους:
ΜΑΡΟΥΣΑ: Μάτι δεν έκλεισα τις περισσότερες ώρες…Εδώ απ’ έξω…κάτι σαν ήσκιος τριγύριζε…Έκανα μια φορά να ρωτήσω, να φωνάξω, κι η φωνή μου λες κι έσβηνε μέσα στο στήθος μου…Ύστερα ο ήσκιος εκείνος χάθηκε…Όμως αργότερα ξαναφάνηκε…Τότε ξεχώρισα, είδα καλά με τα μάτια μου, μες στο σκοτάδι μια μαυροφορεμένη γυναίκα να πηγαίνη και νάρχεται…Από το πρόσωπό της έβγαινε αχνό ένα φως…Μια στιγμή την είδα να χάνεται προς την ανηφοριά…Δεν την ξαναείδα πια…Ζάρωσα τότε στη γωνιά μου κι έκανα να κλείσω τα μάτια μου, ακουμπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο […]
ΔΕΣΠΩ: […] Όλος ο στρατός το πιστεύει, πως στον αγώνα μας μας προστατεύει, μας βοηθεί η Παναγία .
Με τον τρόπο αυτόν, ο συγγραφέας επιχειρεί να εμπεδώσει στους μικρούς θεατές των έργων του την πεποίθηση ότι η θρησκευτική ταυτότητα αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο συγκρότησης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Οι εθνικές επέτειοι και οι σκηνές που δραματοποιούν περιόδους της ελληνικής ιστορίας, όπως η Επανάσταση του 1821 και ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, δίνουν την ευκαιρία στον Σπεράντσα να μεταδώσει, παράλληλα, στα παιδιά μηνύματα που έχουν σχέση με το ιστορικό παρελθόν του έθνους.
Σύμφυτη προς την ιδεολογική «άποψη» που υπηρετεί η δραματουργία για παιδιά του Στέλιου Σπεράντσα είναι και η προβολή του ένδοξου αρχαιοελληνικού παρελθόντος ως γονιμοποιού δύναμης για το παρόν και το μέλλον του ελληνισμού. Τα σημεία όπου γίνεται λόγος για την αρχαία εποχή είναι πολλά και ενδεικτικά του διττού ρόλου που επωμίζονται μέσα στο σύστημα σημείων που συνιστά το θεατρικό έργο: αποτελούν, ταυτόχρονα, ευκαιρία εμπλουτισμού των ιστορικών γνώσεων των παιδιών αλλά και εθνικής διαπαιδαγώγησης.
Στα έργα που έχουν ως θέμα τους την επανάσταση του ’21, το αρχαίο παρελθόν εμφανίζεται ως ο μεγάλος τροφοδότης των νεότερων ηρωικών σελίδων. Ενδεικτική είναι η σκηνή από το έργο «Το Κρυφό Σχολειό», όπου ο παπα-΄Ανθιμος διδάσκει στα παιδιά την αρχαία ιστορία, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στη Μακεδονία και τον Αλέξανδρο:
ΑΝΘΙΜΟΣ: […] Σας έλεγα, παιδιά, προχτές, πως από δω κι απάνω απλώνεται η Μακεδονία. Από τη χώρα αυτή, στα 344 προ Χριστού, ξεκίνησε ο Μέγας Αλέξανδρος και πέρασε στην Ασία. Θυμάστε. Οι στρατοί του Δαρείου και του Ξέρξη, 160 τόσα χρόνια πρωτύτερα, είχαν βαλθή να καταλύσουν την ελευθερία της Ελλάδας, να συντρίψουν τον πολιτισμό της και να σβήσουν το φως, που θα φώτιζε όλο τον κόσμο. Μα οι Έλληνες στάθηκαν πρόμαχοι του πολιτισμού κι ανάγκασαν τους βαρβάρους να φύγουν ντροπιασμένοι. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, αρχιστράτηγος των Ελλήνων ύστερα από 160 χρόνια, πέρασε στην Ασία και πολεμώντας αδιάκοπα τους βαρβάρους, έφτασε ως εκεί κάτω, στα Ιμαλάϊα, που είναι τα πιο ψηλά βουνά της γης. Έτσι έγινε κοσμοκράτορας. Έχτισε εδώ κι εκεί πολλές ελληνικές πολιτείες…Κι έκανε να μιλήται η γλώσσα μας και να τραγουδιώνται οι στίχοι των ποιητών μας, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ως εκεί μέσα, στα βάθη της Ασίας .
Από αυτή την αίσθηση της ηθικής ανωτερότητας πηγάζει και το αίσθημα βαθιάς υπερηφάνειας που διακατέχει τους μικρούς και μεγάλους ήρωες των έργων που μας απασχολούν. Σε όλα σχεδόν γίνεται λόγος για την ηθική υπεροχή των Ελλήνων, που μπορεί να τους βοηθήσει να υπερισχύσουν των εκάστοτε εχθρών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται μόνο από υλική δύναμη. Στο έργο «Ένας ακόμη στρατιώτης», που διαδραματίζεται σε ένα χωριό της Βορείου Ηπείρου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1941, ένας από τους ήρωες λέει χαρακτηριστικά:
ΜΗΛΙΟΣ: Και μη δεν είναι πανηγύρι, παιδί μου, αυτός ο πόλεμος; Από τότε, που θυμάμαι τον κόσμο, άλλος τέτοιος δεν έγινε. Μια φούχτα άνθρωποι ν’ αδιαφορήσωμε να τα βάλωμε με χιλιάδες και να νικήσωμε .
Και στο τιτλοφορούμενο «Τα δυο επισκεπτήρια», οι στρατιώτες συζητούν μεταξύ τους για την αιτία που ώθησε τους έλληνες στην παράτολμη απόφαση να αντισταθούν στον στρατιωτικά και υλικά ισχυρότερο εχθρό και καταλήγουν λέγοντας:
ΣΑΚΕΛΛΑΡΗΣ: Αδιαφορήσαμε, γιατί από κάθε σκλαβιά προτιμήσαμε τη θυσία. Η σκλαβιά είναι κάτι παραπάνω από το θάνατο.
ΦΙΛΙΟΣ: Είχαμε μιαν άγνωστη τρελλή πίστη. Εκάναμε ό,τι έκανε κι ο Δαυίδ, όταν βγήκε μπροστά του ο Γολιάθ .
Επειδή ακριβώς το θέατρο, από τη φύση του, αποτελεί πρόσφορο μέσο για την άμεση και σε πολλούς αποδέκτες διάδοση ιδεολογικών μηνυμάτων. φορτίζεται από τους συγγραφείς με πολυσημία αναφερόμενη σε πολιτισμικές αξίες και έννοιες που μπορούν να ενεργοποιήσουν το κοινό. Έτσι, με βάση τα αξιακά πρότυπα και τις συμπεριφορές που «προτείνονται» από τον συγγραφέα του θεατρικού έργου, μπορεί να ανιχνευθεί η εικόνα που έχει ο δημιουργός για το «παιδί-δυνάμει θεατή» του έργου του, ο ρόλος που του αναθέτει και η γενικότερη ιεράρχηση των αξιών που διαμορφώνει .
Σύμφωνα με αυτές τις επισημάνσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα δράματα του Στέλιου Σπεράντσα εντάσσονται σε εκείνα τα έργα του νεοελληνικού θεάτρου για παιδιά που παρουσιάζουν μια ωραιοποιημένη εικόνα της πραγματικότητας, η οποία επιπλέον προβάλλεται από τον συγγραφέα ως αξία και στόχος.
Είτε πρόκειται για τα δυο έργα που αναφέρονται σε παραμυθιακό ή φανταστικό χώρο και χρόνο, όπως Ο Ίκαρος και Η χώρα του καλού Άρχοντα, είτε πρόκειται για εκείνα που αναφέρονται σε ιστορικό χρόνο , τα πρόσωπα και η δράση εμφανίζονται συχνά υπό το πρίσμα του εξιδανικευμένου και του «ρομαντικού».
Οι ήρωες των έργων του Σπεράντσα, γενικότερα, είναι ή νεαροί αγωνιστές παλαιότερων, ένδοξων περιόδων της ελληνικής ιστορίας ή μικροί βιοπαλαιστές της σύγχρονης εποχής. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, όπως και στο παραμυθόδραμα «Στη χώρα του καλού άρχοντα», τα χαρακτηριστικά τους είναι η γενναιότητα, ο άδολος πατριωτισμός, η ανιδιοτελής προσπάθεια για την επικράτηση του καλού: στοιχεία που είναι ενδεικτικά για τις αντιλήψεις που επεδίωκε να προβάλει περισσότερο ο συγγραφέας μας και οι οποίες συνιστούσαν το πρότυπο ενός ηρωικού αλλά μάλλον ουτοπικού ανθρώπινου τύπου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλα τα έργα, οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι ανήκουν στα παιδιά, που βρίσκονται στο επίκεντρο της δράσης. Έτσι επιτυγχάνεται διττό αποτέλεσμα: αφενός η δράση εκτυλίσσεται μέσω της παιδικής και εφηβικής συνείδησης, ώστε να κεντρίζεται περισσότερο το ενδιαφέρον του παιδικού κοινού στο οποίο απευθύνονται τα έργα, και αφετέρου εξυπηρετείται καλύτερα ο σκοπός γραφής των έργων, που ήταν η σκηνική παρουσίασή τους από τους μαθητές των σχολείων.
Έτσι, οι ανήλικοι θεατές, προσλαμβάνουν μηνύματα με υψηλό ηθικό περιεχόμενο και, ιδιαίτερα μέσα από τα ιστορικά έργα του Σπεράντσα, ενισχύουν τα αισθήματα της φιλοπατρίας και της εθνικής υπερηφάνειας.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσει, ο νεαρός θεατής αποκομίζει την άποψη ότι όλες οι δύσκολες καταστάσεις στο τέλος καταλήγουν αισίως και το ηθικό, το καλό και το δίκαιο πάντοτε υπερισχύουν. Με την ωραιοποίηση, με κάποια υπερβολή, με τον διδακτισμό που σε ορισμένα σημεία αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο των έργων, αλλά και με τον αυστηρά επικαιρικό ή επετειακό χαρακτήρα τους, τα δράματα αυτά αποδυναμώνονται ως ένα βαθμό, σε ό,τι αφορά την παράστασή τους μπροστά σε ένα σύγχρονο κοινό και χάνουν πολύ από την αξία τους μέσα στη διαχρονία. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι στα έργα αυτά ο «εγγεγραμμένος» θεατής, εκείνος δηλαδή στον οποίο απευθύνεται νοερά ο συγγραφέας με το έργο του, φαίνεται να είναι ο τύπος του «αιώνιου άνηβου», του μικρού θεατή που, όπως παρατηρεί ο Θόδωρος Γραμματάς, αποτελεί ένα «μυθοποιημένο, εξιδανικευμένο, ουτοπικό δημιούργημα της σκέψης του συγγραφέα, που δε θεωρείται ως μια δυνάμει εξελισσόμενη προσωπικότητα, αλλά ως μια στατικοποιημένη απόλυτη αχρονικά αξία, η οποία έρχεται σε διαμετρική αντίθεση προς τον κόσμο των ενηλίκων» . Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στις επιλογές αυτές, ο Σπεράντσας συμπορεύεται σε γενικές γραμμές με την Ευφροσύνη Λόντου-Δημητρακοπούλου και την Αντιγόνη Μεταξά-Κροντηρά, που παρουσιάζουν μια παρόμοια θέαση του κοινού στο οποίο απευθύνονται, ενώ διαφέρει από την αντίληψη του παιδιού-θεατή ως δυνάμει εξελισσόμενης προσωπικότητας που χαρακτηρίζει τον Βασίλη Ρώτα.
Έτσι, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η δραματουργία του Στέλιου Σπεράντσα για παιδιά και εφήβους είναι στενά συνδεδεμένη με την εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε. Με τον «ρομαντισμό» που διαπνέει τα έργα, κυρίως σε ό,τι αφορά την αποτύπωση των ιστορικών στιγμών του ελληνισμού, με τα πρόσωπα που αναδεικνύονται σε ήρωες και κάποτε σε υπερανθρώπους και με την προβολή αξιακών προτύπων που προσομοιάζουν περισσότερο σε εξιδανικευμένες μορφές παρά σε ζωντανές και εξελισσόμενες προσωπικότητες, τα έργα αυτά έχουν σήμερα χάσει μεγάλο μέρος από τη δραματική ένταση τους και τη δυνατότητα πρόσληψής τους από ένα σύγχρονο παιδικό κοινό.
Είναι αναμφισβήτητο ότι οι μεταγενέστεροι δημιουργοί, από τη δεκαετία του ’70 και εφεξής προχώρησαν στον εκσυγχρονισμό του θεάτρου για παιδικό κοινό, εισάγοντας την πραγμάτευση θεμάτων σύγχρονου προβληματισμού και δίνοντας έμφαση στην επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ σκηνής και πλατείας. Ο Σπεράντσας διαφέρει σε πολλά σημεία από αυτή την ομάδα συγγραφέων, γιατί παρήγαγε το θεατρικό έργο του σε μια παλαιότερη φάση. Και αν περιορίστηκε, ως ένα βαθμό, στη δραματουργία που πρόβαλε συγκεκριμένα θέματα πατριωτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, αυτό οφείλεται αφενός στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής κατά την οποία έγραψε και αφετέρου στις ποιητικές καταβολές του ίδιου (ας μην παραβλέπουμε το ότι άρχισε να δημοσιεύει ποίηση το 1901, στην ακμή της Αθηναϊκής Σχολής).
Όπως και να έχει όμως, οι παρατηρήσεις αυτές δεν αναιρούν την αξία της προσφοράς του Σπεράντσα στη διαμόρφωση του νεοελληνικού θεάτρου για παιδιά. Στην περίοδο αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όπου εμπίπτει χρονικά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του, ο συγγραφέας προσέφερε στη διαμορφούμενη τότε δραματουργία μας για παιδιά έργα γραμμένα με σεβασμό στις αντιληπτικές ικανότητες των μικρών θεατών, με σαφή παιδευτική αποστολή, σκοπεύοντας τόσο στον γνωστικό εμπλουτισμό των παιδιών όσο και στην αισθητική απόλαυση και καλλιέργεια μέσω της μουσικής και του τραγουδιού. Και είναι αναμφισβήτητο ότι, επειδή ο συγγραφέας υπήρξε γενικότερα ένας αξιόλογος λογοτέχνης, μετάγγισε με ευαισθησία στα δράματά του την αβρότητα του λόγου και την ποιητική αισθαντικότητα της γλώσσας, που από μόνη της αποτελεί σίγουρα μια κατάκτηση και μια προσφορά αξιόλογη στο νεοελληνικό θέατρο για παιδιά.

Μαίρη Δημάκη- Ζώρα

Επίκουρη Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε Πανεπιστημίου Αθηνών

EnglishGreek