Το αρχαίο δράμα στις διασταυρώσεις των πολιτισμών

Από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και μετά, το αρχαίο δράμα αναβιώνει επί του εδάφους μιας νέας πραγματικότητας, η οποία  διαμορφώνεται σε διεθνές επίπεδο. Πολυειδή σχήματα – κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, συγκυρίες παγκόσμιες, ρεύματα αισθητικά και φιλοσοφικά, συνθέτουν το περιβάλλον εντός του οποίου παριστάνεται διεθνώς η τραγωδία και η αττική κωμωδία.

Παραστάσεις του αρχαίου δράματος σε όλο τον κόσμο σημειώνουν καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, ενώ κάποιες από αυτές καθίστανται ορόσημο για τη θεατρική παραγωγή του είδους. Οι νέες τάσεις οδηγούν στην απελευθέρωση των σκηνοθετών από το ιδεολόγημα της «ιερότητας» των αρχαίων κειμένων και τους περιοριστικούς όρους προσέγγισης, χωρίς αυτό να συνεπάγεται αυτόματα κατάργηση του τραγικού πυρήνα. Η απεύθυνση, εξάλλου, στο ανομοιογενές πολυπολιτισμικό κοινό οδηγεί στην αναγκαιότητα προσαρμογής στις βασικές προσλαμβάνουσες των θεατών. Αποσυνδέεται εμφανώς το αρχαίο έργο από την ιστορική αφετηρία και τα συμφραζόμενα της γέννησής του και ανάγεται στην καθολική διάσταση της οντότητας άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις ειδικές συνθήκες υποδοχής. Η σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος ακολουθεί κατά τον τρόπο αυτό την πορεία της «απο-ιστορικοποίησης», η οποία αποτελεί θεατρική συνθήκη μετά το μοντερνισμό (Γραμματάς, 2007).

Σε παράλληλους δρόμους με τις σύγχρονες διεθνείς αναζητήσεις στο αρχαίο δράμα βαδίζουν και οι Έλληνες καλλιτέχνες. Η ρήξη με τις αισθητικές επιλογές του παρελθόντος, ο συγκρητισμός υποκριτικών σχολών, ο μεταμοντερνισμός συνιστούν τις κύριες ερμηνευτικές επιλογές για την αρχαία τραγωδία και την κωμωδία καθώς επέρχεται το τέλος του 20ου αιώνα και η αυγή του 21ου. Οι Έλληνες σκηνοθέτες εκφράζουν τις δεσπόζουσες τάσεις της παγκόσμιας σκηνής και οι αντιλήψεις για το αρχαίο δράμα αναπροσανατολίζονται.

Στις νέες κατευθύνσεις συμβάλλουν τόσο το ανανεωμένο πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης και η οικονομική ευημερία, όσο και η παροχή δυνατότητας σε περιφερειακά θέατρα ή επιχορηγούμενους θιάσους να περιοδεύουν και να παρουσιάζουν ποικίλες σκηνοθετικές προσεγγίσεις για το είδος. Πρωταρχικοί, ωστόσο, παράγοντες για την καινοφανή αναβίωση παραμένουν, αφενός το άνοιγμα του Φεστιβάλ Επιδαύρου και σε άλλους οργανισμούς εκτός από το Εθνικό Θέατρο, αφετέρου η καθιέρωση των Διεθνών Συναντήσεων Αρχαίου Ελληνικού Δράματος στους Δελφούς.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣΤο Φεστιβάλ Επιδαύρου κατά τα πρώτα είκοσι χρόνια της λειτουργίας του φιλοξένησε αποκλειστικά παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου. Το ύφος των παραστάσεων αντανακλά ως επί το πολύ τη σκηνοθετική αντίληψη που διαμορφώθηκε ως «Σχολή» στην Κρατική Σκηνή και εκφράζει την κυρίαρχη ιδεολογία με όργανο μία κατασκευασμένη παράδοση. Αρχαιοπρέπεια, στυλιζαρισμένη κίνηση, συνεκφώνηση, στομφώδης λόγος παραπέμπουν συνειρμικά σε επαναλαμβανόμενη μουσειακή αναπαράσταση, καθρέφτη του κλίματος «πατριδολαγνείας», το οποίο επιβάλλουν οι πολιτικές αρχές. Τα εκτός Ελλάδας αισθητικά ρεύματα, οι πειραματικές τάσεις των δεκαετιών ’60 και ‘70 και η διερευνητική ανανέωση του αρχαίου δράματος δεν εμφιλοχωρούν στα σχέδια του Εθνικού. Αντιθέτως, καθηλώνεται το Φεστιβάλ στη σκηνοθετική άποψη και στον υποκριτικό κώδικα των ίδιων προσώπων, χωρίς εξέλιξη και ανανέωση. Οι χαμηλόφωνες απόψεις για διεύρυνση του Φεστιβάλ συναντούν τη σθεναρή αντίδραση των ανθρώπων του Εθνικού. Ο Αλέξης Μινωτής, για παράδειγμα, δήλωνε σε συνέντευξη προς τον Γ. Πηλιχό το 1967 ότι στην Επίδαυρο «πρέπει να μείνει μόνο του και απερίσπαστο το Εθνικό να συνεχίσει την υπεύθυνη αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας …» (Σιουζουλή, 2002: 232). Κατά την περίοδο της δικτατορίας 1967-74, το Φεστιβάλ, το οποίο από το 1963 μετονομάστηκε «Επιδαύρια», διατηρεί το συντηρητικό του χαρακτήρα με έμφαση στην αρχαιολατρεία και στην προβολή εθνικών χαρακτηριστικών. Με την επιστροφή της δημοκρατίας και την κατάργηση της λογοκρισίας, απελευθερώνεται η καλλιτεχνική έκφραση και καταρρίπτεται η στερεότυπη αντίληψη, η οποία θεωρούσε το Εθνικό Θέατρο τον αυθεντικό ερμηνευτή του αρχαίου δράματος. Νέες οπτικές δοκιμάζονται και άλλοτε γίνονται αποδεκτές, άλλοτε εγείρουν θύελλα αποδοκιμασιών. Οι καλλιτέχνες καταθέτουν τις προτάσεις τους για την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού δράματος μπροστά σε ένα σύγχρονο κοινό του οποίου το κριτήριο είναι διαμορφωμένο από την εποχή του τέλους της νεωτερικότητας και τη βαθμιαία ανάδυση της εποχής της μετανεωτερικότητας (Giddens, 2001).

Από το 1985 το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών επικεντρώνεται στις Διεθνείς Συναντήσεις ΑρχαίουΦοίνισσες. Επίδαυρος%2c 1960. Δράματος. Πρόκειται για πρόγραμμα στο οποίο συνυπάρχουν η θεωρητική προσέγγιση με τη σκηνική πραγμάτωση. Στόχος των Συναντήσεων Αρχαίου Δράματος είναι η αποτύπωση των διαφορετικών απόψεων και Σχολών στο αρχαίο δράμα και η παρουσίαση νέων θεατρικών προτάσεων. Στο πλαίσιο των Συναντήσεων το Κέντρο Δελφών συνεργάζεται με Έλληνες δημιουργούς αλλά και με σημαντικούς καλλιτέχνες από το εξωτερικό. Μία πανσπερμία σκηνοθετικών προτάσεων, οι οποίες αποτυπώνουν την παγκόσμια εικόνα της πρόσληψης του αρχαίου δράματος, αναδεικνύεται. Οι παραστάσεις κινούνται ελεύθερα ανάμεσα στην ανασύνθεση των υλικών του παρελθόντος, τις μορφές της τεχνολογίας και στην κατακρήμνιση της υποχρέωσης απέναντι στη διαφύλαξη του πρωτοτύπου κειμένου.

Οι Έλληνες κριτικοί και το κοινό στέκονται αρχικά με επιφύλαξη και αμηχανία απέναντι στην «ξένη άποψη» για το αρχαίο δράμα. Αντιθέτως, οι σκηνοθέτες υιοθετούν την ανανέωση και ενδίδουν στην πολιτισμική ώσμωση.

Η είσοδος των ξένων σκηνοθετών στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, στο στάδιο των Δελφών και σε άλλους ελληνικούς χώρους πρόσφερε τη δυνατότητα για πολιτιστικές ανταλλαγές, διακίνηση ιδεών, γνωριμία με τη θεατρική παράδοση της Ανατολής αλλά και με το διαπολιτισμικό θέατρο της Δύσης και ανανέωση της οπτικής για τη δραματική ποίηση.

Η διεκδίκηση της αυθεντικής ερμηνείας του αρχαίου δράματος από τους Έλληνες και μόνο, η καλλιτεχνική ενδοστρέφεια και η θεατρική απομόνωση, ως απότοκα ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων υποχωρούν. Η θέση τους παραχωρείται στην εμπέδωση της δυτικής ταυτότητας και στη  διερεύνηση της αλλότριας άποψης για την τραγωδία.

ΒΑΚΧΕΣ TAVORAΣτην πορεία της αναζήτησης του ρόλου τον οποίο διαδραματίζει το αρχαίο δράμα στη σύγχρονη εποχή, παρατηρείται μία σύνθετη συμβίωση και συνύπαρξη διαφορετικών απόψεων, όψεων και σχημάτων. Οι ξένοι σκηνοθέτες ιχνηλατούν την έννοια του «κλασσικού» και επιστρατεύουν τα θραύσματα της γνώσης για την αρχαία φόρμα (περίπτωση P. Hall – Αισχ. Ορ., 1982, Εθν. Θέατρο Μ. Βρ.), τη σύγχρονη πολιτική ιστορία (περίπτωση P. Stein, An. Wajda, H. Heyme – Αισχ. Ορ., 1985, Schaubühne, Γερμανία. Σοφ. Αντ., 1989, Θέατρο Stary, Πολωνία. Αισχ. Πέρ., 1985, Κρατικό Θέατρο Στουτγάρδης, Γερμανία, κατ’ αντιστοιχία) ή ανατρέχουν στην παράδοσης της χώρας από την οποία προέρχεται ο θίασος (Y. Ninagawa, D. Hunsaker, A. A. Chandradasan – Ευρ. Μήδ., 1983-4, Toho Company, Ιαπωνία. Σοφ. Αντ., 1985, Θέατρο Perseverance, Αλάσκα, Η.Π.Α. Ευρ. Μήδ., 2001, Lokadharmi Theater, Ινδία). Εμφανίζονται τολμηρές σκηνικές αναγνώσεις με την αποδόμηση της μορφής, συχνά και του ποιητικού κειμένου. Είτε υποβαθμίζεται ο λόγος είτε αποδίδεται ακέραιος, προτεραιότητα αποκτά η εικόνα και το θέαμα (S. Tavora, K. Neuhäuser – Ευρ. Βάκ., 1989, La Cuadra de Sevilla, Ισπανία. Αισχ. Ορ., 2007, Schauspiel Frankfurt, Γερμανία). Συχνή είναι και η εμφάνιση παραστάσεων με ειδικό χειρονομιακό κώδικα και με εκφραστική επιλογή το «σωματικό θέατρο» (Τ. Suzuki, N. Roshchin – Ηλ. (διασκ.), 1995, SCOT, Ιαπωνία. Σοφ. Φιλ., 2004, Meyerhold Center, Ρωσία). Δε λείπει εξάλλου ο συγκρητισμός τοπικών θεατρικών παραδόσεων και ευρωπαϊκών, που οδηγεί σε ένα αμάλγαμα ανόμοιων στοιχείων με τη μείξη ετερόκλητων μορφών (L. Jin Lin – Σοφ. Οιδ. Τ., 1986, Κεντρ. Ακαδ. Δράματος του Πεκίνου, Κίνα). Κάποιες φορές, το σκηνικό κείμενο απέχει από το κλασσικό γένος και οι παραστάσεις αποτελούν επακόλουθη δημιουργία, ένα εποικοδόμημα θεμελιωμένο στο αυθεντικό έργο (D. Wetzel και H. Haug – Αισχ. Πρ. Δ., 2010, Rimini Protokoll, Γερμανία). Οι ποικιλόμορφες  ερμηνείες του αρχαίου δράματος εδράζονται σε θεατρικές παραδόσεις, αλλά δανειοδοτούνται και από την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες. Το αποτέλεσμα είναι ανάλογο με τις καλλιτεχνικές επιλογές και την προσωπική ερμηνευτική αντίληψη του σκηνοθέτη.

Στις ελληνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος εμφανίζονται στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ομοιότητες με τις ξένες παραστάσεις. Δεν ανιχνεύεται, ωστόσο, με επιστημονική ακρίβεια επιρροή ή ακόμη και μίμηση. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, δεν διαπιστώνεται συσχέτιση, μολονότι οι συμπτώσεις υπάρχουν. Κοινά σημεία καταγράφονται στη σκηνοθετική άποψη, γίνονται, όμως, ορατά κυρίως στο επίπεδο της όψης.

Η ανανέωση των ελληνικών προτάσεων συνδέεται κυρίως με την αλλαγή και τον έκδηλο μετασχηματισμό που παρατηρείται μετά το 1980 σε όλες τις δομές της κοινωνίας, του πολιτισμού συμπεριλαμβανομένου. Η στροφή προς μία άλλη ανάγνωση της τραγωδίας μοιάζει αναπόφευκτη υπό το βάρος της αποκαθήλωσης των «μεγάλων αφηγήσεων» κατά τον Λυοτάρ (1979) και την ανάδυση μιας νέας εποχής.  Οι ελληνικές παραγωγές δεξιώνονται τα σύγχρονα σκηνοθετικά ρεύματα και ανανεώνουν τον τρόπο προσέγγισης του αρχαίου δράματος αξιοποιώντας την προσλαμβάνουσα από τις ξένες παραγωγές γνώση.

Η σκηνική πραγμάτωση του δράματος στην Ελλάδα αφομοιώνει στοιχεία μοντερνισμού και χαράζει στη θεατρική ιστορία ίχνη παράλληλα με εκείνα που αφήνουν στα αρχαία θέατρα οι ξένες παραγωγές. Μεταξύ άλλων εκφάνσεων της νέας πρόσληψης δεσπόζουν το σωματικό θέατρο, με κύριους εκφραστές τον Tadashi Suzuki και τον Θεόδωρο Τερζόπουλο, ο ιαπωνικός φορμαλισμός που προσδιορίζεται από τον Yukio Ninagawa και τη Νικαίτη Κοντούρη, η πολιτική ανάγνωση των  Andrej Wajda και Βασίλη Παπαβασιλείου, η μεταμοντέρνα εκδοχή από την Karin Neuhäuser και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Θα ακολουθήσει αναλυτική παρουσίαση του έργου των παραπάνω σκηνοθετών, καθώς και των τάσεων τις οποίες εκπροσωπούν.

Κωνσταντίνα  Σοφιάδου

Ηθοποιός, Φιλόλογος, PhD Ε.Κ.Π.Α.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ, Θ. (2007, 28 Μαρτίου). «Η ουτοπία της σκηνοθεσίας αρχαίου δράματος. Προοπτικές και αδιέξοδα μετά τον μοντερνισμό».

[https://theodoregrammatas.com/tag/%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C/   (30-9-2016)].

ΣΙΟΥΖΟΥΛΗ, Ν. (2002). Το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Στο Κ. Γεωργουσόπουλος & Σ. Γώγος. Επίδαυρος. Το Αρχαίο Θέατρο, οι Παραστάσεις (σ. 225-241). Αθήνα: Εκδ. Μίλητος.

GIDDENS, A. (2001). Οι συνέπειες της Νεωτερικότητας. Αθήνα: Εκδ. Κριτική.

ΛΥΟΤΑΡ, Ζ. Φ.(1979). Η μεταμοντέρνα κατάσταση. Αθήνα: Γνώση.

EnglishGreek