Το θέατρο στο σχολείο μέσα από το έργο του Μίλτου Κουντουρά στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης

Η εκπαίδευση, διαμέσου της μακραίωνης ιστορίας της, αναζητά τον αποτελεσματικότερο τρόπο, για να μεταβιβάσει τις αξίες και τα ιδανικά που θεωρεί απαραίτητα για την παιδεία του νέου ατόμου. Η τέχνη και ειδικότερα η θεατρική αποτέλεσε το ιδεώδες μέσο για την επίτευξη των μορφωτικών στόχων της αγωγής, διότι ως ολιστική τέχνη ενοποιεί τη γνώση, την αισθητική καλλιέργεια και τη δημιουργικότητα του παιδιού που συμμετέχει στη θεατρική πράξη. Ως σύμμεικτο είδος τέχνης ενισχύει την επικοινωνιακή δύναμη των συμμετεχόντων και προβάλλει την παιδευτική αξία των τεχνών και την παραγωγή έργων πολιτισμού. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού ως διαμεσολαβητή στην εισαγωγή και ένταξη της θεατρικής παιδείας στο σχολείο θεωρείται σημαντικός αφού αυτός με το διττό ρόλο που έχει θα λειτουργήσει ταυτόχρονα ως παιδαγωγός και σκηνοθέτης της καλλιτεχνικής δραστηριότητας που πραγματοποιείται στο χώρο του σχολείου και έχει ως συντελεστές και αποδέκτες τους ίδιους τους μαθητές.
Ο Μίλτος Κουντουράς συγκαταλέγεται στις μεγάλες προσωπικότητες της νεοελληνικής εκπαίδευσης που σηματοδότησαν με το έργο τους την αξία της θεατρικής αγωγής και κληροδότησαν ένα σημαντικό εκπαιδευτικό μοντέλο εφαρμογής της θεατρικής αγωγής μέσα στο σχολικό πρόγραμμα. Βαθυστόχαστος μελετητής, συγγραφέας, ποιητής, πρωτοπόρος σ’ όλους τους πνευματικούς αγώνες της γενιάς του. Το έργο του χαρακτηρίζεται διαχρονικό και επίκαιρο για το εύρος των ιδεών που περιλαμβάνει και τον συγκερασμό παιδαγωγικής και καλλιτεχνικής προσέγγισης που το διακρίνει.
Οι αντιλήψεις του για την εκπαίδευση και την αγωγή είναι επηρεασμένες από τις σπουδές του στη Γερμανία το 1923, όπου εκτός από την επίδραση μεμονωμένων παιδαγωγών και προοδευτικών σχολείων, δύο ρεύματα του ασκούν βαθιά επίδραση. Τα «Εξοχικά Παιδαγωγεία» (Länderziehungsheime) και ο «Σύνδεσμος της ριζικής σχολικής μεταρρύθμισης» (Band der Entschiedenen Schulreformer). Τα δύο αυτά ρεύματα υποστήριζαν ότι το σχολείο δεν πρέπει να είναι ίδρυμα καταπίεσης και απονέκρωσης της νεανικής ζωτικότητας και πραγματικότητας, αλλά να γίνει ο χώρος που θα μορφώνεται ολόπλευρα ο μαθητής. Κέντρο ζωής θα αποτελούσε μια μικρή κοινωνία οργανωμένη και αυτοδιοικούμενη η μόρφωση της οποίας θα προέρχονταν από τα στοιχεία του νεότερου πολιτισμού, την τέχνη, την ίδια τη σχολική κοινότητα και την εργασία. Σε επιστολή που στέλνει ο Κουντουράς από το Βερολίνο, το καλοκαίρι του 1926, στον Στρατή Μυριβήλη διαφαίνεται πόσο τον είχε επηρεάσει η ιδεολογία της νέας αγωγής. «…Θα ήθελα να ετοιμάσω [ όταν επιστρέψω στην Ελλάδα] ένα σχολείο αλλιώτικο που θα είναι τόπος πολιτισμού – όχι μόνο για τα παιδιά…Μερικοί θα με πουν ονειροπόλο. Ίσως είμαι, αλλά ονειροπόλους χρειάζεται η ζωή –ονειροπόλους όμως με πίστη και με τόλμη». Ενώ σε άλλη επιστολή προς τον Α. Δελή στη Μυτιλήνη γράφει: «Κάτι πρέπει να γίνει εντελώς δικό μας κάτι παράξενο, ωραίο πρωτότυπο. Σχολείο, θέατρο, τέχνη…Ξέρω όλες τις αντιδράσεις που κυριαρχούν στη Μυτιλήνη και μέσα τους πνίγεται, κουράζεται, απελπίζεται, αποτραβιέται κανείς, στην κάμαρά του ή κάτω από ένα λιόδεντρο…»
Η θεμελιώδης ιδέα που διαπερνά το έργο του στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης(1927-1930), αλλά και τις απόψεις του στην Εισηγητική Έκθεση προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας είναι πως το σχολείο πρέπει να πάψει να είναι σχολείο γνώσεων και να γίνει «σχολείο αγωγής». Κατακρίνει με ακλόνητο θάρρος την οπισθοδρομικότητα του σχολείου διατρανώνοντας: «Είμαστε οι μαστροχαλαστάδες εμείς –έτσι μας έταξε ο Δαίμονας. Ίσως μια νέα ισορροπημένη ατομική πρωτοβουλία ανυψώσει κάποτε και το σχολείο σε αληθινό καλλιτέχνημα».
Με αδιάσειστη εμπιστοσύνη στην καλλιέργεια της ελεύθερη σκέψης του νέου ανθρώπου οραματίζεται όχι απλά το Σχολείο Εργασίας, αλλά το Σχολείο Δημιουργίας. Θεωρεί ότι η αποστολή του δασκάλου είναι να ξυπνά με κατάλληλους τρόπους τις δημιουργικές δυνάμεις του παιδιού οι οποίες είναι τεράστιες. Απορρίπτει «το δάσκαλο, διορθωτή εκ των προτέρων» που δεν έχει καμιά θέση στο Σχολείο Δημιουργίας. Πρωταρχικό μέλημά του είναι η διαμόρφωση του εκπαιδευτικού, του εμπνευσμένου παιδαγωγού, που διαθέτει βαθιά κατάρτιση και ευαισθησία που αφορμάται από το συγκεκριμένο παιδαγωγικό κανόνα της νέας αγωγής αλλά ταυτόχρονα στηρίζεται στην ελληνική ζωή και πραγματικότητα.
Από την εποχή των σπουδών του στη Γερμανία έχει συλλάβει την έννοια της εργασίας ως «επιτέλεση έργου που η παραγωγή του στηρίζεται στη μέγιστη απόδοση των φυσικών και επίχτητων ιδιοτήτων του ατόμου», με απαραίτητες προϋποθέσεις «την παροχή απόλυτης ελευθερίας…και το φυσικό ξύπνημα του ενδιαφέροντος.» Δηλώνει αντίθετος σε κάθε επιβολή αυθαίρετων στάσεων και επιθυμιών στο παιδί, γιατί έτσι «ετοιμάζουμε ετεροκίνητα , άβουλα και δουλόφρονα νευρόσπαστα».
Οι παιδαγωγικές απόψεις εναρμονίζονται πλήρως με τις αντιλήψεις του για τη τέχνη για την οποία υποστηρίζει ότι «δεν είναι τίποτα στη ζωή που ν΄ ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω από τον εαυτό του όσο η δημιουργία της τέχνης…. Είναι η αβίαστη και φυσιολογική τάση προς αυτοπραγμάτωσή του Εγώ του ανθρώπου, οι Ιδέες του Πλάτωνα , ή η Εντελέχεια του Αριστοτέλη…με το νόημα αυτό προσπαθούσαμε να διαποτίσουμε όλη τη ζωή του Σχολειού μας, πνευματική, ηθική, κοινωνική, σωματική,».
Με την τέχνη θα έρθει ο ίδιος σε επαφή από πολύ νεαρή ηλικία, όταν μαθητής ακόμα του γυμνασίου γνωρίζεται προσωπικά με τον Δημήτριο Βερναρδάκη ο οποίος του δωρίζει με ιδιόχειρη αφιέρωση έναν τόμο με τρία δράματά του ¨Μαρία Δοξαπατρή¨, ¨Μερόπη¨, ¨Φαύστα¨ Η συνάντηση αυτή όπως ό ίδιος την καταγράφει φανερώνει τη συγκίνηση που αισθάνθηκε ο έφηβος Κουντουράς από το διάλογο που είχε με το μεγάλο Λέσβιο δραματικό συγγραφέα, αλλά και τη γνώση και εξοικείωση που είχε ήδη με το θέατρο. Η ενασχόλησή του με το θέατρο ξεκινά από τη θεατρική ερασιτεχνική παράδοση της Μυτιλήνης και ειδικά της Γέρας, όπου πήρε μέρος σε σχολικές και λαϊκές παραστάσεις πατριωτικού περιεχομένου με δάσκαλο το Κ. Υάκινθο. Με ερασιτέχνες το 1913 ο Κουντουράς ανέβασε στη Γέρα τον Οιδίποδα Τύραννο μεταφρασμένο στη δημοτική γλώσσα από τον ίδιο. Έγραψε επίσης στο χρονικό διάστημα 1909-1913 τέσσερα πρωτότυπα θεατρικά έργα: την τρίπρακτη κωμωδία το «Γραφτό» στα 1909 το μονόπρακτο ονειρόδραμα «Ο άρρωστος» που διάβασε σ’ ένα φιλολογικό Σαββατόβραδο του περιοδικού Νουμάς κι απέσπασε ευμενή σχόλια από τον Κ. Παλαμά. Στο Νουμά επίσης διαβάστηκε και δημοσιεύτηκε το μονόπρακτο δράμα του Κουντουρά Το μπαλσαμωμένο αγόρι με αφορμή το θάνατο του μικρού ανιψιού του, γιου της αδελφής του Ευαγγελινής Νίκου. Τέλος το τρίπρακτο ονειρόδραμα Σταύρος Τραντάλης διαδραματίζεται στην πατρίδα του τη Μυτιλήνη και προβάλλει έντονα κοινωνικά μηνύματα που συνδυάζονται με σκηνές τρόμου, άμεσα συνδεδεμένο με τη δραματουργία του Γ. Καμπύση και κατατάσσεται στο κύκλο των νέων της εποχής που ονειρεύονται μιαν ανανέωση του νεοελληνικού θεάτρου με κοινωνικό περιεχόμενο. Ο ήρωας του έργου ζει με τον πατέρα του σε ένα μοναχικό πύργο, αρνητής του κόσμου, ουτοπιστής και παραδοξολόγος, χτυπά κάθε τόσο μια καμπάνα μιας νέας ζωής φωνάζοντας: « Ε! θα τον αλλάξω λοιπόν εγώ με τον στανιό τον κόσμο σας αυτόν, που είναι τόσο ηλίθιος, ώστε δεν θέλει να με ακούσει , για να γίνει ευτυχισμένος και καλός». Με αφορμή τη διάψευση των προσδοκιών και την καταστροφή που θα βιώσει ο ήρωας διατυπώνει σε ένα διάλογό του τα λόγια που συμπυκνώνουν το νόημα του έργου: «Καμιά αλλαγή δεν έρχεται απότομα και με εξτρεμισμούς. Θα τη φέρουν μόνο οι νέοι˙ οι παλιοί είναι ανεπανόρθωτα δεμένοι με τον άρρωστο κόσμο.»Τα λόγια αυτά του Μ. Κουντουρά ενταγμένα στο θεατρικό λόγο του απηχούν τις ιδέες που υποστήριξε και στο χώρο της εκπαίδευσης. Η βαθιά πίστη του για την ανάγκη ενός καινούριου αλλαγμένου κόσμου που θα είναι προϊόν ζύμωσης με τον χρόνο, αλλά θα έχει εκφραστές και πρωτεργάτες τη νεολαία. Ακρογωνιαίος λίθος της φιλοσοφίας του για κάθε κοινωνικό αγώνα, από τα φοιτητικά χρόνια του, ήταν ότι «Κερδίζοντας τη νεολαία, σώζετε ό,τι πάει να χαθεί, ετοιμάζετε το μέλλον, δημιουργείτε ένα νέο πολιτισμό».
Η εμπειρία του στο θεατρικό χώρο εύλογα τον οδηγεί στη στήριξη της θεατρικής δραστηριότητας μέσα στο σχολείο και στην ένταξη της στην εκπαιδευτική διαδικασία. «Επιδίωξη του σχολικού θεάτρου είναι η δημιουργικότητα και αυτοεξέλιξη του παιδιού από σωματικής πνευματικής και ψυχικής απόψεως, η καλλιέργεια της τέχνης που αντανακλά η ψυχή του παιδιού και τέλος η χαρά του παιχνιδιού, η οποία τείνει από χαρά των αισθήσεων να γίνει πνεύμα και ιδέα».
Θέτει τα όρια που διαχωρίζουν το κοσμικό θέατρο των ενηλίκων από το θέατρο των παιδιών. Το τελευταίο «δεν επιθυμεί να μιμηθεί ή να υπερβεί το πρώτο», αλλά ούτε και να δημιουργήσει επαγγελματίες καλλιτέχνες, γιατί με αυτόν τον τρόπο «το Σχολείο θα γίνει τυραννικό και θα αγνοήσει το έργο αγωγής της προσωπικότητας που εξελίσσεται προς ατομική δημιουργία». Εξίσου υπονομευτικό για την αγωγή γίνεται το θέατρο για τα παιδιά «όταν προσφέρει έργα τυχαία, αδιάφορο αν είναι καλλιτεχνικά που θέλει να μιμηθεί έναν καλλιτέχνη, γιατί έτσι το θέατρο γίνεται ένα καλούπι σαν εκείνα που με χίλιους τρόπους καλούς η κακούς επέβαλλε στα παιδιά το Σχολείο των Γνώσεων». Συμβουλεύει να αφήνουμε «ανεπηρέαστο το παιδί στην έκφρασή του, γιατί αλλιώς του χαλάμε τις γραμμές του, και τ΄ οδηγούμε σε παραπλάνηση και σε χάος. Το θέατρο αποτελεί αυτοπραγμάτωση σε μια ποιητική εικόνα της ψυχής της παιδικής κοινωνίας.»
Ο Ασημάκης Πανσέληνος τονίζοντας τη προτεραιότητα που έδινε ο Μ. Κουντουράς στην τέχνη γράφει:«Προσπάθησε με την βοήθεια της Τέχνης να καταλύσει τη φυσική εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσα στο παιδί και το γονιό του ή το δάσκαλο, γιατί αυτοί προσπαθούν να κυβερνήσουν με τη σκληρή πείρα τους και να το φορμάρουν στο δικό τους καλούπι, κόντρα στην επιταγή της ζωής που δεν κινιέται με την πείρα των γέρων, αλλά με τη φαντασία των νέων!»
Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης του 1927-1930 δεν μπορούν να ιδωθούν ως μια ανεξάρτητη εκδήλωση που διακόπτει τη ροή της σχολικής ζωής. Αντίθετα είναι ενταγμένες στα σχολικά πλαίσια και οργανικά δεμένες με τους στόχους και σκοπούς του. Η ποιητική και καλλιτεχνική διάθεση ήταν διάχυτη στην ατμόσφαιρα του σχολείου. Όπως ο ίδιος σημείωνε για τον προορισμό της τέχνης: «Όχι πια η τέχνη για την τέχνη, όχι πια η τέχνη χώρος κλειστός, στεγανός, προσιτός μόνο στους λίγους και στους ειδικούς, αλλά μια τέχνη , που μ΄ όποια μορφή κι αν εκφράζεται, νάναι πάνω απ΄ όλα ένα πραγματικό μαγνητικό πεδίο και τόπος συγκινήσεων για κάθε άνθρωπο». Με αυτά τα κριτήρια για την αξία της τέχνης, το θέατρο κέρδισε κυρίαρχη θέση και η καλλιέργεια θεατρικής συνείδησης έγινε στόχος παιδαγωγικός και καλλιτεχνικός.
Ανάλογα με τις δυνατότητες και τις απαιτήσεις κάθε ηλικίας ο Κουντουράς επιχείρησε μια θεωρητική παιδαγωγική κλιμάκωση των θεατρικών έργων που προορίζονται για τους μαθητές και θα συμπορεύονταν με το κοινωνικό άτομο και σαν ψυχαγωγία και σαν έναυσμα για μελέτη και εμβάθυνση. Ξεκινώντας από το παιδικό θέατρο που προσπορίζεται από το άφθονο υλικό του παραμυθιού, την καθημερινή ζωή, την ιστορία περνά στο εφηβικό θέατρο που αντλεί το ρεπερτόριό του από τα κοινωνικά προβλήματα και καταλήγει εξελικτικά στο κοσμικό θέατρο και καινοτομεί εγκαινιάζοντας την ιδέα του ηθικού θεάτρου. Το τελευταίο είδος θεάτρου έχει βασικό θέμα το δράμα του θεανθρώπου πλαισιωμένο από πολλή μουσική και σκοπό έχει να ζωντανέψει την υπέρτατη θυσία, να προσεγγίσει τον άνθρωπο στην ιδέα του Θεού με την ενσαρκωμένη διδασκαλία των ύψιστων αρετών.
Η συνεργασία όλων των μαθημάτων στη θεατρική παράσταση αποτελούσε απαρέγκλιτη αρχή του σχολείου και, όπως ο ίδιος σημείωνε, «Έκθεση και παιδικό θέατρο, χειροτεχνία και σχολικό θέατρο, γεωγραφία και σχολικό θέατρο, ιστορία και σχολικό θέατρο…»
Οι θεατρικές παραστάσεις που έφταναν μπροστά στο κοινό, αποτελούσαν ώριμο καρπό μιας αδιάσπαστης άσκησης ατομικής και συλλογικής εργασίας των παιδιών. Στον τύπο της Θεσσαλονίκης φιλοξενήθηκε μια επιστολή αρθογράφου με την υπογραφή Ραββίνος, όπου μας πληροφορεί για τις γιορτές του διδασκαλείου: «Τίποτε το ξένο δε βρίσκεται μέσα στο πρόγραμμα της γιορτής. Οι κωμωδίες είναι γραμμένες από τα παιδιά. Έχουμε τη γνώμη πως το σχολικό θέατρο πρέπει να βγαίνει από τα παιδιά. Αργότερα μπορούν να διδαχτούν μερικά αριστουργήματα, μόνο. Μπράβο! Έτσι προοδεύουν τα σχολεία κι έτσι η νιότη βρίσκει το δρόμο της…» Και πραγματικά ολόκληρο το οικοδόμημα των γιορτών από την τεχνική υποδομή ως τη φροντίδα της παραμικρής λεπτομέρειας και το πρόγραμμα αποτελούσε έργο των μαθητών. Οι δάσκαλοι βρίσκονταν κοντά τους αλλά ως βοηθοί και συνεργάτες.
Αφορμή για ένα θεατρικό θέμα αποτελούν τα ερεθίσματα της καθημερινής ζωής, τα σχολικά μαθήματα, τα λογοτεχνικά κείμενα, η λαϊκή παράδοση. Η ομάδα των μαθητών, άλλοτε εφταμελής, άλλοτε πενταμελής εξετάζει στο υποψήφιο θέμα αν διαθέτει κωμικά ή δραματικά στοιχεία που θα στηρίξουν τη θεατρική δομή. Κατόπιν η εργασία γίνεται πιο εντατική, αφού ακολουθεί η ανατομία του θεατρικού θέματος και κάθε μέλος της ομάδας μελετά έναν ή περισσότερους τομείς του έργου. Στις συγκεντρώσεις τις ομάδας γίνεται η συλλογική επεξεργασία της ατομικής δουλειάς και σταδιακά συναρμολογείται το κομματιασμένο έργο. Τελειωμένο από την ομάδα διαβάζεται σε όλη την τάξη και ακολουθεί συζήτηση και κριτική. Το τελευταίο στάδιο προετοιμασίας ολοκληρώνονταν από την ομάδα των γιορτών, μια διαταξική ομάδα που την αποτελούσαν εκπρόσωποι όλων των τάξεων, με αρχηγό την εκπρόσωπο της έκτης τάξης. Στο σημείο αυτό η παρουσία ορισμένων καθηγητών καθώς και του ίδιου του διευθυντή Μ. Κουντουρά ολοκλήρωνε τον κύκλο των αρμοδίων. Τα θεατρικά έργα που είχαν μορφοποιηθεί μέσα από τις τρεις φάσεις αποτελούσαν έτοιμο υλικό που πλαισίωνε το πρόγραμμα των μελλοντικών γιορτών του σχολείου.
Μια σημαντική θεατρική τεχνική που καλλιεργήθηκε και αγαπήθηκε από τα παιδιά ήταν τα Tableaux Vivants. Η παρουσία τους στις σχολικές γιορτές αποτελούσε επίτευγμα αισθητικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι εικαστικές τέχνες, όπως ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, αξιοποιήθηκαν εκτενώς στο διδασκαλείο Θεσσαλονίκης. Μετά από αλληλογραφία του ίδιου του Κουντουρά με τον Γερμανικό εκδοτικό οίκο Seeman της Λειψίας στάλθηκαν στους μαθητές άλμπουμ με έργα μεγάλων ζωγράφων, αφού προηγουμένως κάθε μαθήτρια επέλεξε το θέμα που την συγκινούσε περισσότερο. Οι πίνακες αυτοί κορνιζώθηκαν με τρόπο καλλιτεχνικό από τα ίδια τα παιδιά και ακολουθούσε έκθεση ζωγραφικής με αυτούς τους πίνακες.
Το νέο μάθημα που εισήχθη στο πρόγραμμα ήταν η ιστορία της τέχνης˙ τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε πρακτικό με τη χρήση ποικίλων υλικών τεχνικών και τη δημιουργία πρωτότυπων έργων από τις μαθήτριες. Παράλληλα γίνονταν επισκέψεις των μαθητριών σε πρωτοποριακές εκθέσεις της πόλης. Όλα αυτά δημιούργησαν την υποδομή για να είναι η τεχνική του Tableaux Vivants καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργικός πυλώνας του σχολείου. Έργα Ελλήνων ζωγράφων ζωντανεμένα από τις μαθήτριες και πλαισιωμένα με απαγγελίες ποιημάτων δημιουργούσαν μια κατάσταση συναρπαστική, έμπλεη από έμπνευση.
Επιβεβαιώνοντας τη θέση ότι το θέατρο είναι σύνθεση περισσότερων τεχνών αναγνωρίζει και αξιοποιεί τα καλλιτεχνικά μαθήματα δίνοντας τους ισοδύναμη αξία με τα υπόλοιπα θεωρητικά μαθήματα. Για τη χειροτεχνία, έθεσε προϋπόθεση τα έργα να είναι από τα ίδια τα παιδιά φτιαγμένα κι όχι από τους γονείς τους. Για την ιχνογραφία υποστήριξε ότι αποτελεί την αφορμή που θα δώσει ευκαιρίες στο παιδί να παρατηρεί τα αντικείμενα μέσω των αισθήσεων, για αυτό πρέπει να δίνονται στο παιδί πλήθος υλικών, για να εκφραστεί ζωγραφικά. Εναντιώθηκε σε κάθε επιβολή προτιμήσεων κι υποδείξεων από τους ενήλικες ενθαρρύνοντας την πρώτη αυθεντική και γνήσια αυτοβιογραφία του παιδιού που αποτυπώνει στο χαρτί. Για το λόγο αυτό η δημιουργία φακέλου εργασίας με τα έργα των παιδιών αποτελεί φροντίδα από μέρους του δασκάλου, ώστε το καλλιτεχνικό έργο κάθε παιδιού να φυλάσσεται και να παρουσιάζει την εξελικτική του πορεία .
Σχετικά με τη μουσική ο Μ. Κουντουράς αναγνώρισε την τεράστια επίδραση που ασκεί στην ψυχή του μαθητή. Θεώρησε τη μουσική παιδεία φορέα πολιτισμού και ψυχικής ανάτασης, υποστηρίζοντας ότι δεν πρέπει να γίνει μάθημα ανιαρό, όπως «αποδασκαλώθηκε», αλλά να αποτελέσει ζωή όλου του σχολείου. Άλλοτε, η ορχήστρα του σχολείου αποτελούμενη από σαράντα όργανα έδινε συναυλίες και άλλοτε, ακούγονταν έργα μεγάλων μουσουργών από το γραμμόφωνο: Όπως ο ίδιος σημειώνει «Τις πολλές αυτές στιγμές το Σχολείο μας ζει ένα κομμάτι της μεγάλης ανθρωπότητας, οι μικροσύνες και τα πάθη σιωπούν, και ασυναίσθητά μας ενωνόμαστε σε μια ψυχή ομοούσια, που απολυτρώνεται από τις προστυχιές και τις κοινοτοπίες και τείνει προς κάποιο ανέβασμα υπεράνω από το περιβάλλον μας». Το σχολείο κατάφερνε να αποκτήσει «παντοκρατορικό χαρακτήρα» σε κάθε έκφανση της σχολικής ζωής.
Σχετικά με τη θεατρική παράσταση, το επιστέγασμα κάθε θεατρικής δραστηριότητας και ολοκλήρωση του καλλιτεχνικού και παιδαγωγικού ρόλου του σχολείου, θεωρεί ότι «δεν είναι και δεν θέλει να είναι έργα τέχνης αλλά έργα προάσκησης που οδηγούν προς γνήσια καλλιτεχνική απόλαυση, προς γνήσια δημιουργία και γνήσιο πολιτισμό. Η συμβατική αντιμετώπιση των γιορτών ήταν απαράδεκτη για τον Κουντουρά, γιατί, όπως υποστήριζε, κατέβαζε σε χαμηλά επίπεδα την αξία και την ποιότητα της δουλειάς που είχε προηγηθεί. Κάθε εκδήλωση του Διδασκαλείου ήταν προσεγμένη, μελετημένη, ξέφευγε από τα γνωστά, και είχε γι΄ αυτό κάθε δικαίωμα ν’ αξιώνει υψηλή κριτική μεταχείριση. Στα ελάχιστα σωζόμενα προγράμματα των γιορτών που παρουσιάστηκαν στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης περιέχονται πλήθος καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων. Τα τραγούδια εναλλάσσονται με την απαγγελία ποιημάτων, ακολουθούν ρυθμικά παιχνίδια, δραματοποιημένα θέματα από την αρχαία ελληνική ιστορία, και κάθε ένα από τα τρία μέρη κλείνει με χορευτικά θέματα και μουσική από την ορχήστρα και τη χορωδία.
Ο ρόλος του δασκάλου στη θεατρική αγωγή δεν είναι να δώσει έτοιμους διαλόγους στα παιδιά αλλά να διαθέτει τα κριτήρια αυτά που θα τον οδηγήσουν να διαλέξει τα κατάλληλα έργα για παιδιά οδηγώντας τα σε ψυχοπνευματική καλλιέργεια. Προτείνει λοιπόν ένα μοντέλο δημιουργικής γραφής από τα ίδια τα παιδιά αντλώντας στοιχεία από τη ζωή τους την καθημερινή (παραμύθια, επιθυμίες, ιδανικά …) έτσι ώστε τον ρόλο τους θα το παίξουν καλύτερα από κάθε άλλον, γιατί δε θα υποκρίνονται παρά τη ζωή τους, τη φύση τους, τα όνειρά τους, τον εαυτό τους….Τα έργα αυτά θα περιέχουν κάτι από φωτιά και μεγαλοφυΐα, τη μεγαλοφυΐα και τη φωτιά της παιδικής ψυχής.»
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος αναφερόμενος στις σχολικές γιορτές του Διδασκαλείου της Θεσσαλονίκης γράφει: «Παραστάθηκα σε σχολικές γιορτές οργανωμένες από τα ίδια τα παιδιά, και είδα και δικά τους έργα βγαλμένα μέσα από τη ζωντανή παράδοσή μας γεμάτα ψυχή ελληνική. Για πρώτη φορά άκουα παιδιά ελληνικού σχολείου, ακόμα και δημοτικού να διαβάζουν τόσο καλά, φυσικά και ωραία, κάτι που τη σημασία του μόνον ο δάσκαλος μπορεί να νιώσει…»
Ένθερμος υποστηρικτής της διδασκαλίας της λογοτεχνίας με τρόπο που να δημιουργεί καλλιτεχνική συγκίνηση η οποία δεν προκαλείται από τις λεπτομερείς αναλύσεις γραμματικής και συντακτικού αλλά από την καλή απαγγελία. Διαφωτιστική στο θέμα αυτό η παρακάτω παράγραφος από την Εισηγητική έκθεση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Υπουργείου Παιδείας. : «Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται εις την ανάγνωση και την απαγγελία μέσων της οποίας δύναται να γίνη πλήρης και πραγματική σύλληψις και αφομοίωσις του έργου υπό των μαθητών. Προκειμένου μάλιστα περί θεατρικού έργου, το οποίον μόνον ως δρων σύνολον δύναται να ασκήσει πραγματική επίδρασιν επί τους ακροατάς, η ανάγνωσις αυτού λαμβάνει συχνότατα τον τύπον διδασκαλίας δια την από σκηνής παράστασίν του, η οποία και πραγματοποιείται εν τέλει ενώπιον όλων των μαθητών του σχολείου.» Άποψη που αποτελεί και σήμερα αίτημα της σύγχρονης αντίληψης για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, αφού δυστυχώς διατηρείται ακόμα ο κατακερματισμός του λογοτεχνικού κειμένου για χάρη της γραμματικής και συντακτικής ανάλυσης ή προσέγγιση με ερωτήσεις αναμενόμενων και προδιαγεγραμένων απαντήσεων που στερούν από το μαθητή την απόλαυση του λογοτεχνικού κειμένου, ενώ για τα δραματικά κείμενα ελαχιστοποιείται η δυνατότητα σκηνικής προσέγγισης και απόδοσης τους .
Σύμφωνα με κείμενο γραμμένο από τον ίδιο, το σχολικό θέατρο χωρίζεται στα παρακάτω μέρη :
«α) Ένα παιδί γράφει μια διαλογική έκθεση (δράμα).
β) Διαβάζεται στην τάξη. Τη συζητεί και αποφασίζει να παίξει.. Το ενδιαφέρον και η κίνηση αρχίζει να μεγαλώνει.
γ) Σχηματίζεται ο θίασος. Συζήτηση για τις ηθοποιητικές ικανότητες.
δ) Αρχίζουν οι πρόβες. Εργασία ομαδική. Ανάπτυξη συναισθήματος κοινωνικού και φιλίας, συνεργασίας. Αλληλοβοήθεια κατά τη συνεργασία «μίμηση έργων σπουδαίων». Γίνονται διορθώσεις. Ανάπτυξη ικανότητας προς ομιλία, απαγγελία, «μίμηση έργων σπουδαίων» Ανάπτυξη και διείσδυση σε συναισθηματικούς, ηθικούς, πνευματικούς κόσμους. Δημιουργική εργασία. Στιγμές αλησμόνητες της σχολικής ζωής. ανάπτυξη και διείσδυση σε συναισθηματικούς , ηθικούς χώρους.
ε) Ετοιμασία σκηνής. Ράψιμο, σχέδιο οι καθηγητές των τεχνικών οφείλουν να λαμβάνουν ενεργό μέρος υποδείξεως. Αγορά διαφόρων πραγμάτων. Φαντασία, σκέψη, ζωή, χαρά.
ζ) Η χαρά της παράστασης. Επιτυχία και αποτυχία, διδακτικότητα για τη ζωή.
η) Κριτική»
Η ανάπτυξη των εξελικτικών σταδίων είναι αποκαλυπτική των παιδαγωγικών αρχών της αυτενέργειας, της πρωτοβουλίας της ελεύθερης έκφρασης. Θέτουν ως προαπαιτούμενο τη συνεργασία όλων των μαθητών της τάξης σε κάθε στάδιο προετοιμασίας. Προβάλλει τον μορφοπαιδευτικό ρόλο της θεατρικής διαδικασίας στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των μαθητών και του εκπαιδευτικού και στη δημιουργία κλίματος χαράς και ευφροσύνης, όπου η σχολική επισώρευση γνώσεων έχει δώσει δυναμικά τη θέση της στο σχολείο της ζωής και η ίδια η ζωή αποτελεί συνέχειά του .
Το πρωτοποριακό έργο του Κουντουρά στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης. θα δεχτεί κατηγορίες και ο ίδιος θα πέσει θύμα «άτιμων ανθρωπίσκων που έκριναν την παρουσία του επικίνδυνη για τη βασιλική και καθαρευουσιάνικη φατρία της Θεσσαλονίκης». Κατηγορήθηκε για κομμουνιστική ιδεολογία, αθεΐα, ανηθικότητα, παρανομία στην άσκηση του εκπαιδευτικού του έργου. Για άλλη μια φορά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης οι δυνάμεις του συντηρητισμού και της οπισθοδρόμησης ανακόπτουν την πρωτοπορία και την ανανεωτική δύναμη ενός σπουδαίου παιδαγωγού. Το έργο του Κουντουρά εμπεριέχει διαχρονική αξία, αφού ακόμα και σήμερα, σχεδόν ένα αιώνα μετά από τα έργο του στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης, οι ιδέες του παραμένουν επίκαιρες και οι απόψεις του για την παιδεία και την τέχνη αναζητούν φωτισμένους δασκάλους, να την ακολουθήσουν. Γιατί η ριζοσπαστικότητα των ιδεών του που πολλοί μεταγενέστεροι παιδαγωγοί υιοθέτησαν και υπερασπίστηκαν δεν βρήκαν ανταπόκριση και πεδίο εφαρμογής, σκοντάφτοντας πάντα στα εμπόδια που θέτει ο σκοταδισμός, η νοησιαρχία, και ανελευθερία της εκπαιδευτικής πολιτικής.
«Παραμένει ανάγκη να αναζητήσουμε τους Κουντουράδες» της σύγχρονης πολυπολιτισμικής εκπαίδευσής μας σε μια εποχή έντονων κοινωνικοπολιτιστικών αλλαγών και παγκοσμίων ανακατατάξεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ Δ.- ΤΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ Α. (1976), Μίλτος Κουντουράς :Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης 1927-1930 Τιμητική έκδοση των μαθητριών του.
ΑΡΓΥΡΗΣ Π. (1989),«Μίλτου Κουντουρά: Γράμματα από το Μόναχο» Στο Παιδαγωγικό βήμα Αιγαίου, τ. 4, σ. 22-28.
ΑΡΧΟΝΤΙΔΗΣ Β. (1974), «Μίλτος Κουντουράς (In memorial)», Στο Αιολικά Γράμματα, τχ.24, (1974), σ. 413-419.
ΒΑΛΕΤΑΣ Γ. (1974), «Ο ειδολοθραύστης αναγεννητής παιδαγωγός Μίλτος Κουντουράς», Στο Αιολικά Γράμματα, τχ. 24, σ.473-478.
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ Θ. (2003): Το θέατρο ως μέσο αγωγής και παιδείας: Το παιδαγωγικό όραμα του Μίλτου Κουντουρά» στο: Μίλτος Κουντουράς. Ένας οραματιστής παιδαγωγός και ανιδιοτελής δάσκαλος [Πρακτικά Ημερίδας],επιμ. Τριλιανός Θ. Καράμηνας Ιγν. Αθήνα, Ατραπός, , σ.46-62 .
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ Θ. (2004α), Το θέατρο στο σχολείο: Μέθοδοι διδασκαλίας και εφαρμογής, Αθήνα, Ατραπός.
ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ Α. (1974), «Μίλτος Κουντουράς.», Στο Αιολικά Γράμματα, τχ. 24, σ.427-428.
ΔΗΜΑΡΑΣ Α. (1985), Μίλτος Κουντουράς. Κλείστε τα σχολεία, Εκπαιδευτικά Άπαντα, τ.Α΄-Β΄, Αθήνα, Γνώση.
ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ Μ. (1974), «Προς το Σύλλογο Δημοκρατικών Λεσβίων φοιτητών», Στο Αιολικά Γράμματα τχ. 24. σ. 431.
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Α. (1974), «Ένας άνθρωπος που μας άφησε», Στο Αιολικά Γράμματα, τχ.24, σ.429-430.

Αφροδίτη Σακελλαρίδου

Εκπαιδευτικός, Master “Θέατρο στην Εκπαίδευση”, ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ

EnglishGreek