Τυπολογία του Ανηλίκου Θεατή. Μέρος Α’.

Ο θεατής: Τυπολογία του ανηλίκου κοινού

Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους με το οποίο ασχολούμαστε, που συνιστά εννοιολογικό, ιδεολογικό και μορφολογικό του γνώρισμα, είναι ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται και εμφανίζονται σ’ αυτό οι έννοιες της «παιδικότητας» και της «νεότητας», ως ζητούμενα και στόχοι που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον των συγγραφέων. Άλλοτε από ψυχαναλυτικά ερμηνεύσιμους λόγους (έκφραση απωθημένων επιθυμιών, αναπόληση του παρελθόντος, υπεραναπλήρωση), άλλοτε από ιδεολογικές σκοπιμότητες (διαμόρφωση συνειδήσεων στις νέες γενιές) και άλλοτε από απλή διδακτική και συμβουλευτική διάθεση των ενηλίκων προς τους ανηλίκους, αυτοί απευθύνονται στα παιδιά και τους νέους, θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα συνιστά τους κατεξοχήν (όχι όμως και τους μοναδικούς) αποδέκτες των έργων τους.

Όπως λοιπόν η κάθε μορφή ανάγνωσης λογοτεχνικού κειμένου εμπεριέχει δυνητικά τον «ιδεατό», τον «πραγματικό», ή ακόμα τον «εγγεγραμμένο» αναγνώστη του, κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα θεατρικά κείμενα που απευθύνονται σε νεανικά κοινά. Επιπροσθέτως όμως στο θέατρο, αυτή η αρχική εικόνα του κειμενικά εγγεγραμμένου λόγου του συγγραφέα, έρχεται να εμπλουτισθεί και να επαυξηθεί με τη διαδικασία της σκηνικής της μεταγραφής, με τη μεσολάβηση του σκηνοθέτη και των άλλων συντελεστών της παράστασης.

Όλοι αυτοί οι συνδημιουργοί του τελικού αποτελέσματος, λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις βιωματικές εμπειρίες και τις ψυχοπνευματικές υποδοχές, τη συσσωρευμένη γνώση και τη γενικότερη καλλιέργεια του κοινού ανηλίκων θεατών, σε τρόπο ώστε τα σκηνικά τους μηνύματα να γίνουν αποδεκτά και να προσληφθούν από τα άτομα που παρακολουθούν το θέαμα στην πλατεία.

Αλλά για ποιο ακριβώς θεατή πρόκειται; Ποιος είναι ο αποδέκτης του έργου που έχει κατά νου αρχικά ο θεατρικός συγγραφέας όταν συνθέτει το κείμενό του και ο σκηνοθέτης, στη συνέχεια, που επιμελείται τη σκηνική μεταφορά του κειμένου και ποιος ο πραγματικός θεατής που το παρακολουθεί τελικά ως παράσταση; Πρόκειται για ταυτόσημες έννοιες, ή μήπως οι δυο εικόνες αφίστανται η μια από την άλλη;

Σε προγενέστερες μελέτες μας με παρόμοιο προσανατολισμό, είχαμε διαγράψει τα όρια του ζητουμένου και το είχαμε αναλύσει διεξοδικά τόσο σε επίπεδο δημιουργικής συνείδησης των συγγραφέων, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο εκείνοι (μέσω φυσικά των ηρώων τους) αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα είτε κρυπτικά και ωραιοποιητικά, είτε ουτοπικά και εξιδανικευμένα, είτε ρεαλιστικά και απομυθοποιητικά (Γραμματάς 1986:159-182).

Το ίδιο θέμα είχαμε προσεγγίσει από την πλευρά του θεατή και είχαμε επισημάνει την εικόνα που παρουσίαζε μια πιθανή τυπολογία του «πραγματικού», αλλά και του «εγγεγραμμένου» θεατή (Γραμματάς 42003: 368-374).

Μεταξύ των δύο υπάρχει μια αντιστοιχία κι ένας παραλληλισμός, που επιτρέπει στην παρούσα να οδηγηθούμε σ’ ένα συγκερασμό και μια σύζευξη των προηγούμενων, τα οποία αντιμετωπίζουμε από μια πιο σύγχρονη, σύνθετη οπτική, αυτή του Θεάτρου ως «συστήματος διαδραστικής επικοινωνίας». Αν στα προηγούμενα συνυπολογίσουμε και τις νεότερες απόψεις για το «παιδί» και την «παιδική ηλικία» που υπερβαίνουν παγιωμένα στερεότυπα του παρελθόντος και διευρύνουν τα ηλικιακά όρια του τελικού αποδέκτη του θεάματος (ια το οποίο κάναμε λόγο), τότε γίνεται αντιληπτό ότι ένας αναστοχασμός και μια αναδιατύπωση προγενέστερων αντιλήψεων κρίνονται πια επιβεβλημένα.

Στη συνέχεια της ανάλυσής μας θα επιχειρήσουμε τη σκιαγράφηση μιας τυπολογίας του ανηλίκου θεατή, η οποία σε συνδυασμό με την εικόνα που παρουσιάζεται από τους ίδιους συγγραφείς για τους ήρωες των έργων τους, θα μας επιτρέψει να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα, η εμβέλεια των οποίων υπερβαίνει τα όρια της θεατρολογίας και υπεισέρχεται στις διαστάσεις της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας.

1. Επικοινωνιακότητα του αιώνιου άνηβου

Οι συγγραφείς μιας πρώτης κατηγορίας έργων, που μπορεί να ενταχθούν στην ενότητα που έχει αποκληθεί «συγκάλυψη» ή ακόμα και «ωραιοποίηση» της πραγματικότητας (Γραμματάς 1986: 160-167), γράφοντας, έχουν κατά νου ένα θεατή που βρίσκεται στο στάδιο της εξελισσόμενης ψυχο-πνευματικής του διαμόρφωσης. Με τα έργα τους, επιδιώκουν να διοχετεύσουν μηνύματα στα παιδιά που θα αναπτύξουν τη φαντασία και το συναισθηματικό τους κόσμο, θα τα προσφέρουν γνώσεις και εμπειρίες αλλά πάνω απ’ όλα θα τα διασκεδάσουν.

Τοποθετούν το δραματικό και σκηνικό τους χώρο στη διάσταση του εξωπραγματικού και του ανιστορικού και με το μυθικό και το παραμυθιακό στοιχείο έρχονται να επικαλύψουν το πραγματικό. Κατ’ αυτό τον τρόπο το πλασματικό υποκαθιστά το ρεαλιστικό και το συμβολικό και αλληγορικό εκτοπίζει την αντικειμενικότητα. Οι ανήλικοι θεατές μεταφέρονται σ’ ένα κόσμο μαγείας και μυστηρίου, γοητεύονται από τη δράση των ηρώων (και φυσικά από τη σκηνική τους εικονοποίηση δια των ηθοποιών), εντυπωσιάζονται από τα υπερφυσικά και φαντασιακά δρώμενα που εμφανίζονται στη σκηνή ως αυτοδύναμες πράξεις. Γοητευμένοι από το θέαμα συμπαρασυρόμενοι από τη δράση και εντυπωσιαζόμενοι από τον πλούτο της εικόνας, ξεχνιούνται, εγκλωβίζονται σ’ αυτόν τον εξωπραγματικό και φαντασιακό κόσμο και διασκεδάζουν, μακριά όμως από την αντικειμενική πραγματικότητα.

Αν και η σχετική δραματουργία αποτελούσε κυρίαρχη μορφή σε μια παρωχημένη πια στιγμή ανάπτυξης του είδους που διερευνούμε, όμως παρόμοια έργα εξακολουθούν να γράφονται ακόμα και σήμερα. Παρ’ όλες τις θετικές αποτιμήσεις που μπορεί όμως να γίνουν για έργα αυτής της κατηγορίας που στηρίζονται στον μυθολογικό, παραμυθιακό και φαντασιακό χώρο και χρόνο, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οδηγούν το κοινό τους σε μια ανυπόστατη πραγματικότητα, ή ακόμα ωραιοποιούν και αποκρύπτουν τα αντικειμενικά δεδομένα της ζωής. Ο ανήλικος θεατής αντιμετωπίζεται ως παθητικός δέκτης, στον οποίο δια της σκηνικής δράσης ασκείται ένας διδακτισμός και μια ηθοπλαστική αγωγή, που προτείνουν πρότυπα συμπεριφοράς και στάσεις ζωής, ιστορικά και κοινωνικά διδάγματα έξω και πέρα από τις ανάγκες και απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου.

Αλλά ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα προσφερόμενα μηνύματα και οι αξίες αυτής της κατηγορίας έργων είναι σημαντικά για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανηλίκου θεατή, ο τρόπος με τον οποίο αυτά δίνονται δεν είναι πάντα παιδαγωγικά σωστός. Η αμφίδρομη επικοινωνία που αποτελεί «φύσει» γνώρισμα του θεάτρου, δεν παύει να υφίσταται. Η επικοινωνιακότητα αν και τελικό ζητούμενο, παραμένει υποβαθμισμένη, αφού η παθητικότητα που χαρακτηρίζει το θεατή αυτής της κατηγορίας έργων εμποδίζει την ουσιαστική και ενεργό του συμμετοχή στα σκηνικά δρώμενα και ευθύνεται για τον απροκάλυπτο διδακτισμό. Γιατί, η συνολική άποψη που απορρέει, ότι δηλαδή στο τέλος όλα γίνονται ωραία, ότι το ηθικό, το καλό και το δίκαιο πάντα υπερισχύουν, ότι τα προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους και επομένως το παιδί μπορεί και πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στην κρίση και τις αποφάσεις των ενηλίκων, επικρίνεται για ιδεολογική και παιδαγωγική χειραγώγηση της κρίσης και της επιθυμίας των ανηλίκων.

Η τάση αυτή του «ηθοπλαστικού» θεάτρου, κυριαρχούσε στο «Θέατρο για ανηλίκους θεατές» τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε ελληνικό επίπεδο, μέχρι τη δεκαετία του ’60. Τα έργα της εποχής ήταν σύμφωνα με τις κυρίαρχες ιδεολογικές, παιδαγωγικές και κοινωνικές αντιλήψεις, που στην Ελλάδα εξέφραζε το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» των «ελληνο-χριστιανικών» ιδεωδών.

Παρ’ όλες τις επιμέρους διαφορετικές απόψεις και την έντονη κριτική (Β. Ρώτας, Μ. Κουντουράς), το θέατρο για παιδιά τόσο ως σχολική δραστηριότητα, όσο και ως αυτοδύναμη καλλιτεχνική δημιουργία, ήταν απόλυτα ταυτισμένο με τις δασκαλοκεντρικές παιδαγωγικές απόψεις του ερβαρτιανού σχολείου (Γραμματάς 2003: 46-62). Το παιδί-θεατής είχε μια άνιση, υποβαθμισμένη αντιμετώπιση, σε σχέση με τον ενήλικο, που του στερούσε κάθε δικαίωμα έκφρασης μιας προσωπικής γνώμης, καθιστώντας το «παιδικό κοινό» ένα είδος «μειονοτικού» κοινού, μια περιθωριακή κατηγορία θεατών, που ως τέτοια υφίστατο κοινή αντιμετώπιση, όπως και όποια άλλη «μειονοτική» ομάδα (έγχρωμοι, γυναίκες, εθνότητες).

Οι συγγραφείς αντιμετωπίζοντας τους ανηλίκους θεατές των έργων τους ως ψυχο-πνευματικά ανεπαρκείς για να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα, ακόμα και την αντιφατικότητα του κόσμου των ενηλίκων, προσπαθούσαν άλλοτε να αποκρύψουν και άλλοτε να εξιδανικεύσουν την πραγματικότητα, θεωρώντας την ενέργειά τους αυτή παιδαγωγικά έγκυρη και κοινωνικά αποδεκτή, σύμφωνα με τις αρχές και τα κυρίαρχα πρότυπα της εποχής τους (ερβατιανή αγωγή, πατριδολατρεία, εθνικισμός).

Εκλαμβάνουν λοιπόν τον ανήλικο αποδέκτη της παράστασης ως ένα «αιώνιο άνηβο» (puer aeternus), ο οποίος δέχεται αδιαμαρτύρητα τα σκηνικά προβαλλόμενα και ιδεολογικά επιβεβλημένα μηνύματα, αδυνατώντας ο ίδιος να καταστήσει φανερή την αποδοχή ή απόρριψη, την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία τους. Πρόκειται δηλαδή για ένα μυθοποιημένο, εξιδανικευμένο, ουτοπικό δημιούργημα της σκέψης του συγγραφέα, που δε θεωρείται ως μια «δυνάμει» εξελισσόμενη προσωπικότητα, αλλά ως μια στατικοποιημένη απόλυτη «αχρονική» αξία, η οποία έρχεται σε διαμετρική αντίθεση προς τον κόσμο των ενηλίκων. Τα παιδιά – θεατές ή αναγνώστες (γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται αντίστοιχα και στη Λογοτεχνία με αυτά ως αποδέκτες), θεωρούνται φιλομαθή, υπάκουα και ενάρετα, αυθόρμητα, αφελή αλλά και επιπόλαια, χωρίς όμως καμιά ουσιαστική συμμετοχή στους προβληματισμούς και τα γεγονότα της ιστορικής και κοινωνικής τους πραγματικότητας (Κατσίκη-Γκίβαλου 1999: 51-55).

Σ’ αυτή την εμβληματική εικόνα της παιδικής ηλικίας, ανταποκρίνεται ένα μεγάλο μέρος της δραματουργίας, κυρίως αυτό που εμπνέεται από το μύθο, το παραμύθι και τα κείμενα της κλασικής λογοτεχνίας για παιδιά. Έννοιες όπως «φαντασία» και «όνειρο», «ελεύθερη απόδοση» και «δημιουργική σύνθεση», συνοδεύουν συχνά ως χαρακτηρισμοί ή κρίσεις τις απόπειρες των συγγραφέων, οι οποίοι μέσα από τις δημιουργίες τους δεν κάνουν τίποτ’ άλλο παρά να συγκαλύπτουν ή να εξωραΐζουν την πραγματικότητα.

Ο δραματικός και σκηνικός χώρος των έργων τους μεταφέρεται στη διάσταση του φανταστικού και του εξωπραγματικού, του μυθολογικού και του υπερκόσμιου, στην οποία εύκολα ανάγεται η φαντασία των ανηλίκων θεατών, μέσα από τη σκηνική εικονοποίηση και τα άλλα οπτικο-ακουστικά εφέ της παράστασης. Αυτοί, μεταβαίνουν σε μια διάσταση μαγείας και μυστηρίου που τους γοητεύει και καθηλώνει, αλά ταυτόχρονα τους απομακρύνει από τον αντικειμενικά υπαρκτό κόσμο που τους περιβάλλει. Τους εντυπωσιάζουν τα υπερφυσικά όντα και οι προσωποποιημένες δυνάμεις, η έντονη περιπέτεια και η ποικιλία στην πλοκή της δράσης. Πάνω απ’ όλα όμως θέλγονται από τους δρώντες συνομηλίκους τους, οι οποίοι διαθέτουν τις αρετές και τα προσόντα εκείνα που μόνο στη διάσταση του εξωπραγματικού μπορεί να ανήκουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο το μυθολογικό επικαλύπτει το ιστορικό και το συμβολικό υποκαθιστά το ρεαλιστικό. Ο ανήλικος θεατής στην αίθουσα εντυπωσιάζεται, ίσως, και μεταφέρεται σ’ ένα διαφορετικό κόσμο ξεφεύγοντας από τις διαστάσεις του εδώ και τώρα της δικής του ύπαρξης, δεν αποκομίζει όμως σχεδόν τίποτα από αυτό το ευχάριστο ψυχαγωγικό θέαμα στο οποίο μετέχει κατά τη διάρκεια  της παράστασης. Η επικοινωνία της σκηνής με την πλατεία, ως βασική επιδίωξη της παράστασης, πραγματοποιείται, σε μια όμως ουτοπική διάσταση ενός «αλλού άλλοτε» μιας «αχρονικής πραγματικότητας» την οποία βιώνουν εξίσου οι ήρωες του έργου, αλλά και οι πραγματικοί θεατές του σκηνικού θεάματος.

Αλλά παρόμοια είναι η θεωρητική άποψη των συγγραφέων και μιας άλλης σχετικής κατηγορίας, αυτής που δεν συγκαλύπτει, αλλά ωραιοποιεί τα πράγματα. Στα έργα τους, τα πρόσωπα, οι πράξεις, η συμπεριφορά και τα αποτελέσματα διαπνέονται από μια «ρομαντική» ή «συναισθηματική» διάθεση που αντιστοιχεί στην εικόνα του «παιδιού συμβόλου», στο οποίο απευθύνονται. Τα παιδιά που ως θεατές μετέχουν σε μια τέτοια παράσταση, δέχονται κάποια υψηλού περιεχομένου μηνύματα, βρίσκουν πρότυπα συμπεριφοράς, ανακαλύπτουν αισθητικά, κοινωνικά και παιδαγωγικά κριτήρια, αποκτούν γνώσεις και εμπειρίες. Ο τρόπος όμως με τον οποίο συντελείται η θεατρική επικοινωνία και διαβιβάζονται τα σκηνικά μηνύματα του συγγραφέα στη συνείδηση του κοινού που παρακολουθεί το θέαμα, αποτελεί τη βασική αδυναμία της συγκεκριμένης κατηγορίας. Γιατί, η άποψη ότι η ηθική τελικά θριαμβεύει και ο «καλός» ήρωας νικά, ότι οι προσπάθειες και οι αγώνες αμείβονται και δικαιώνονται, ανταποκρίνεται σε παιδαγωγικά και ιδεολογικά πρότυπα για την παιδική και νεανική ηλικία, πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Σύμφωνα με τους δημιουργούς του είδους, η συγκεκριμένη κατηγορία θεάτρου έχει στόχο και αποστολή να προβάλλει αξίες και ιδανικά στη νέα γενιά που είναι σύστοιχα με τις γενικότερες αρχές που επικρατούν στην κοινωνία. Ο χαρακτήρας των έργων τους είναι έντονα ηθοπλαστικός με έξαρση στις ιδεαλιστικές αρχές της αγάπης προς την πατρίδα, του ηρωισμού και της αυτοθυσίας, έμφαση στο στοιχείο της αγωνιστικότητας και της εργατικότητας για τελική κατάκτηση του επιδιωκόμενου στόχου, απόλυτη αποδοχή των αρχών της θρησκείας και της πίστης.

Ταυτόχρονα διαμορφώνεται και η θέση και σχέση του παιδιού με τον κόσμο των ενηλίκων, τους θεσμούς και τη γενικότερη ιεράρχηση των αξιών μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο. Διαγράφεται η σχέση των δύο φύλων, ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου, της εκκλησίας και του κράτους. Ως παιδαγωγικό και κοινωνικό πρότυπο προβάλλει το «καλό» παιδί, ο ανήλικος δηλαδή ήρωας που διαθέτει τα περισσότερα από τα προαναφερόμενα στοιχεία, που δρα και ενεργεί κινούμενος από αντίστοιχα κίνητρα, που κατορθώνει να φτάσει στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα πάντα με ηθικά και έντιμα μέσα. Τέτοιοι είναι σχεδόν στο σύνολό τους οι δρώντες στα έργα που αντλούν τη θεαματική τους από το μύθο και το παραμύθι τη θρησκεία και την ιστορία, προβάλλοντας είτε μια συγκαλυμμένη είτε μια ωραιοποιημένη άποψη για την πραγματικότητα.

Φυσικά η γενικότερη παιδευτική αποστολή του θεάτρου, η αισθητική του και παιδαγωγική φόρτιση δεν αγνοούνται. Όμως μέσα από τις αναπτυσσόμενες δραματικές καταστάσεις και την προτεινόμενη άποψη για τη ζωή και τα πράγματα, διαγράφεται άμεσα ή έμμεσα μια άποψη που παραδοσιακά αντιστοιχεί σε αξίες και πρότυπα που καθορίζουν το νεοελληνικό πολιτισμό και την παιδεία μέσα από το τρίπτυχο ιδεολόγημα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Χωρίς σε καμιά περίπτωση η επισήμανση παρόμοιων απόψεων να σημαίνει υποχρεωτικά και αρνητική αποτίμηση των έργων που τις εκφράζουν, διαπιστώνεται ότι ο άλλοτε φανερός και άλλοτε λανθάνων ιδεολογικός επικαθορρισμός και η παιδαγωγίζουσα διδακτική διάθεση που θέτει σε θέση κατώτερη τα παιδιά από τους ενήλικες, αποδίδοντας σ’ αυτούς το δικαίωμα να υποβάλλουν και τελικά επιβάλουν στους ανηλίκους ό,τι  είναι γι’ αυτούς «σωστό» και «καλό», αποβαίνουν σε βάρος της θεατρικότητας των έργων και συμβάλλουν στην αισθητική υποβάθμιση του είδους. Μοναδική σχεδόν επιδίωξη ο απροκάλυπτος διδακτισμός και η χειραγώγηση των ανηλίκων από τους ενηλίκους, γεγονός που πραγματοποιείται με την ουσιαστική και άμεση επικοινωνία της σκηνής με την πλατεία.

Γι αυτό και η επικοινωνιακότητα αποτελεί το βασικό ζητούμενο σ’ αυτή την κατηγορία έργων, που ανεξαρτήτως θεματικής ή αισθητικής, επιδιώκουν την ανάπτυξη μιας έντονα ψευδαισθητικής σχέσης μεταξύ των ανηλίκων θεατών και των ενηλίκων ηθοποιών, στο όνομα της οποία υποβαθμίζεται και τελικά θυσιάζεται κάθε άλλη αρετή και αξία.

2. Συμμετοχικότητα του μικρομέγαλου ανθρωπάκου

Σε μια δεύτερη ενότητα συγγραφέων που απευθύνονται σε παιδιά και νέους, χρονολογικά εντοπισμένη στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, παρατηρείται μια ουσιαστική αλλαγή προσανατολισμού, αντίστοιχα με τις γενικότερες ανακατατάξεις που συντελούνται σε επίπεδο παιδαγωγικής αντιμετώπισης των ανηλίκων, κοινωνιολογικής θεώρησης της παιδικής ηλικίας και καλλιτεχνικής (λογοτεχνικής / δραματικής) αποτύπωσής της.

Οι κυρίαρχες μέχρι τότε ηθοπλαστικές φόρμες με τον έντονο διδακτισμό και την «παιδιάστικη» αντιμετώπιση της πραγματικότητας απορρίπτονται. Νέες προοπτικές ανοίγονται για το «Θέατρο για παιδιά και νέους» στραμμένες στις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας, μακριά από στερεότυπες, στρεβλές απεικονίσεις της, που αποτελούσαν κυρίαρχα πρότυπα στην προηγούμενη φάση.

Αυτές εκδηλώνονται διττά: Από τη μια προς μια «α-πολιτική» αντιμετώπιση του παιδιού, με έμφαση κυρίως στην αισθητική και πολιτιστική του καλλιέργεια δια του θεάτρου, προεκτείνοντας την εικόνα του «καλού» παιδιού που αναπτύχθηκε προηγουμένως προς τη διάσταση του «καλλιεργημένου» και «μορφωμένου» παιδιού. Από την άλλη προς μια «νεο-ιδεολογική» (που κάποτε φτάνει και μέχρι τα όρια της «στρατευμένης») αντιμετώπιση του ανηλίκου κοινού, που, χωρίς να στερείται παιδαγωγικού περιεχομένου, κατά βάση υπηρετεί ιδεολογικές σκοπιμότητες.

Σύμφωνα μ’ αυτές, ο ανήλικος θεατής από παθητικός δέκτης, καλείται να γίνει ενεργητικός συμμέτοχος της παράστασης, διαμορφώνοντας κατά συνέπεια και νέες προϋποθέσεις για την πρόσληψη του σκηνικού αποτελέσματος. Η συγκεκριμένη κατηγορία θεάτρου στοχεύει να δημιουργήσει συνειδήσεις σε «νέους» ανθρώπους, κατάλληλα προσαρμοσμένους και συνειδητοποιημένους μέσα στις παραμέτρους του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος, «ώριμους» και ικανούς να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του, πέρα από κάθε προγενέστερη «ουτοπική» ή «φενακισμένη» αντιμετώπισή της, όπως αυτή δινόταν στα έργα της μέχρι τότε περιόδου (Γραμματάς 2003: 371-372).

Γι αυτό και οι συγγραφείς της συγκεκριμένης κατηγορίας, άλλοτε με ιεραποστολική διάθεση και άλλοτε με επαναστατική νοοτροπία, επιχειρούν να ασκήσουν άμεση ή έμμεση διδαχή και καθοδήγηση στο κοινό τους, προβάλλοντας αξίες και ιδανικά και προτείνοντας κανόνες ζωής και πρότυπα συμπεριφοράς.

Θέματα καθημερινότητας και προβλήματα ηθικής τάξεως, πολιτικές συγκρούσεις και περιβαλλοντικοί προβληματισμοί, αποτελούν πρόσφορα θέματα για θεατρική αξιοποίηση. Αιτήματα διαχρονικού και πανανθρώπινου περιεχομένου όπως η ειρήνη και η συνεργασία, η αναζήτηση της ελευθερίας και της ευτυχίας σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, απασχολούν τους δημιουργούς, που στοχεύουν να αποδώσουν (μέσα από ένα δραματουργικά ολοκληρωμένο έργο) ανάγλυφους χαρακτήρες-σύμβολα για το κοινό ανηλίκων αλλά και ενηλίκων θεατών.

Συχνή όμως είναι και η παρουσία έργων στα οποία δίνεται έμφαση στην ενεργοποίηση και συνειδητοποίηση των ανηλίκων θεατών, μέσα από την κατάδειξη των μηχανισμών εγκλωβισμού και αποδυνάμωσης των ατόμων, όπως αυτοί λειτουργούν στο συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα. Μέσα από τα έργα αυτού του τύπου, οι ήρωες συμμετέχουν ενεργά σε αγώνες και διεκδικήσεις υπαρξιακού και κοινωνικού περιεχομένου, καλώντας αντίστοιχα και τους θεατές τους να πράξουν το ίδιο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι εγγεγραμμένοι θεατές παύουν πια να είναι τα «αθώα» παιδιά, που παρακολουθούν πίσω από το προστατευτικό περίγραμμα της πατρωνείας των ενηλίκων τα πραγματικά διαδραματιζόμενα και μετατρέπονται σε «δυνάμει» αγωνιστές για την αναμόρφωση της κοινωνίας, διαδόχους εκείνων που στην προσωπική τους ζωή απέτυχαν (ίσως) να πραγματοποιήσουν τα ιδανικά τους (ενήλικες συγγραφείς), προεκτείνοντας γι αυτό και μεταθέτοντας τα ουτοπικά οράματα της δικής τους γενιάς στις νεότερες.

Οι θίασοι που ασχολούνται με το είδος, ανεβάζουν παραστάσεις που παρουσιάζουν μια διαφορετική εικόνα για την παιδική ηλικία, αντίστοιχη προς τα νέα δεδομένα μιας «πολιτιστικής δημοκρατίας» για τα δικαιώματα των μειονοτήτων (άρα και των ανηλίκων), τα οποία αντιμετωπίζονται ισότιμα και αυτόνομα, όπως εκείνα των ενηλίκων. Πρόκειται για τον ανήλικο που συμμετέχει ως ισότιμο μέλος στα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, παρακολουθεί τις εξελίξεις και διαμορφώνει την προσωπικότητά του ανάλογα μ’ αυτές. Γι αυτό και η «επικοινωνιακότητα» παύει πια να είναι αποκλειστικό ζητούμενο δίνοντας τη θέση της στη «συμμετοχικότητα» ως κυρίαρχη αξία στην εν λόγω θεατρική περίοδο.

Η νέα εικόνα του θεατή είναι ο «μικρομέγαλος ανθρωπάκος» που έρχεται να αντικαταστήσει τον «αιώνιο άνηβο» της προγενέστερης.

Πρόκειται για τον «εγγεγραμμένο» θεατή που είναι ο δρων ήρωας σε μια ευρείας κατηγορίας έργα τα οποία θέτουν αντιμέτωπους τον κόσμο των ενηλίκων με τον κόσμο των ανηλίκων. Σύγχρονα θέματα και προβλήματα οικολογικού χαρακτήρα, κοινωνικών σχέσεων, οικονομικών ζητημάτων που απασχολούν τον άνθρωπο στις προηγμένες κοινωνίες του ανεπτυγμένου βιομηχανικά κόσμου, συναντώνται συχνά.

Το βιωματικό παράδειγμα των ανηλίκων ηρώων, η στάση και συμπεριφορά τους απέναντι στις δραματικές καταστάσεις που εμφανίζονται, τα πρότυπα ζωής που προτείνουν στους συνομηλίκους θεατές στην πλατεία, διασχίζουν αυτές τις «ζώνες σιγής» που χαρακτηρίζουν τις προηγούμενες περιπτώσεις θεάτρου για τις οποίες έγινε λόγος και τολμούν να προκαλέσουν την ανάδυση των γνωρισμάτων της προσωπικότητας του παιδιού και την ανάδειξη της συνείδησης των ανηλίκων θεατών, που δεν μπορεί να προσεγγιστούν πια από τους παραδοσιακούς μύθους και τα παραμύθια.

Οι συγγραφείς αντιμετωπίζουν τους θεατές των έργων τους ως αυτόνομες οντότητες που διαθέτουν τις ιδιαιτερότητές τους βέβαια, αλλά θεωρούνται «δυνάμει» ισότιμες προς τους ενηλίκους. Εκλαμβάνουν το θέατρο ως πεδίο απεικόνισης της πραγματικότητας, με τις όποιες αντιφάσεις και τα αρνητικά της στοιχεία, που δεν πρέπει ούτε να συγκαλύπτονται ούτε να ωραιοποιούνται, αλλ’ αντίθετα να αποκαλύπτονται στη συνείδηση των θεατών, με στόχο την κατάκτηση της ωριμότητας και την όσο το δυνατόν ταχύτερη και απρόσκοπτη ένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Τα παιδιά θα πρέπει να συνειδητοποιούν από πολύ νωρίς τους μηχανισμούς και τις δυνάμεις που λειτουργούν στο κοινωνικό σύνολο, σε τρόπο ώστε να γίνονται τα ίδια κριτές των δεδομένων, δημιουργώντας μια προσωπική άποψη γι’ αυτά. Να γίνονται συμμέτοχοι στις αναζητήσεις των μεγάλων, συνυπεύθυνοι στην επίλυση των προβλημάτων που τους απασχολούν και συνεργάτες στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής.

Η «εντελέχεια» στην κατανόηση της αντίληψης του κόσμου και στον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων, που διαφέρει μάλλον ποσοτικά ή ποιοτικά από τους ενήλικες, αναδείχνει τον ανήλικο-θεατή σε αυτοδύναμη ύπαρξη, ικανή να δεχθεί και να κατανοήσει τα σκηνικά εκφερόμενα μηνύματα. Γι’ αυτό και άλλοτε ρεαλιστικά και άλλοτε συμβολιστικά, καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τον κόσμο προκαλώντας τους θεατές τους να αυτενεργήσουν και να ανταπαντήσουν σ’ αυτήν δεχόμενοι ή απορρίπτοντας τα θεατρικά δρώμενα, πάντα  όμως ύστερα από μια νοητική διαδικασία διαλόγου και επικοινωνίας των δρώντων προσώπων (ηθοποιών) επί σκηνής, με την προσλαμβάνουσα συνείδηση (θεατές) στην  πλατεία. Μέσα από μια τέτοια δημιουργία, οι συγγραφείς καταφέρνουν να συνδυάσουν στοιχεία του παρελθόντος με στοιχεία του παρόντος, να συνταιριάσουν την παράδοση με τις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου, να αναφερθούν σε διαχρονικά και διαπολιτισμικά ζητούμενα, σε συγκερασμό προς τις επίκαιρες αναζητήσεις, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα την ψυχαγωγική και παιδευτική αποστολή του θεάτρου για παιδιά και νέους.

Ως τελικό δημιούργημα αυτής της κατηγορίας έργων είναι η ανάδειξη ενός «καλλιεργημένου» θεατή, ενός ανηλίκου δηλαδή ο οποίος ταυτόχρονα διαθέτει διανοητική ανάπτυξη, κοινωνική συνείδηση, συναισθηματικό πλούτο, ψυχολογική συγκρότηση και αισθητική επάρκεια.

Για πρώτη σχεδόν φορά τα έργα αντιμετωπίζονται ως αυτόνομα καλλιτεχνικά προϊόντα που ανήκουν σ’ ένα ιδιαίτερο είδος, το Θέατρο που απευθύνεται σε παιδιά και νέους. Κατά συνέπεια, οι συγγραφείς δίνουν έμφαση στα δραματικά στοιχεία και τις καταστάσεις που επαυξάνουν τη θεατρικότητα, προξενούν το ενδιαφέρον στους θεατές για να παρακολουθήσουν ενεργητικά το σκηνικό θέαμα και να συμμετάσχουν σ’ αυτό σύμφωνα με κειμενικά προδιαγεγραμμένους, ή σκηνοθετικά προκαλούμενους τρόπους. Χωρίς να εγκαταλείπεται η παιδαγωγική χρησιμότητα του θεάτρου, ούτε να εξοβελίζεται κάθε παρόμοια σκοπιμότητα, συνειδητοποιείται ότι στις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, θα πρέπει ο ρόλος του θεάτρου να διαφοροποιηθεί αισθητά, για να κατορθώσει ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου κοινού. Γιατί ο ανήλικος θεατής που μεταβαίνει ομαδικά με τη σχολική τάξη, ή ατομικά με κάποιον ενήλικο συνοδό στη θεατρική αίθουσα για να παρακολουθήσει κάποια παράσταση,  δεν είναι πια το παιδί του μεσοπολέμου ή των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, το διαποτισμένο από τις ιδεολογικές απόψεις που έμμεσα αλλά ουσιαστικά διοχέτευε το εκπαιδευτικό σύστημα στη νεολαία της εποχής. Δεν είναι ακόμα ο ανήλικος θεατής που δεν έχει ευρεία ενημέρωση, με διευρυμένο ορίζοντα ενδιαφερόντων, ούτε αισθητικές εμπειρίες με πολλαπλές δυνατότητες πολιτιστικών εμπειριών. Αντίθετα, είναι εκείνος που με την εξοικείωσή του προς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τις ποικίλες προοπτικές γνώσης και ενημέρωσης, αλλά και την αφθονία των πολύμορφων θεαμάτων που του προσφέρονται, έχει ένα σχετικό κορεσμό και μια ικανοποιητική άποψη για το θέατρο. Με τα έργα και τις παραστάσεις τους, επομένως οι δημιουργοί στοχεύουν όχι τόσο στο να υποδείξουν κανόνες συμπεριφοράς, να προτείνουν ιδέες και λύσεις ή ακόμα να υποβάλλουν αξιακά πρότυπα και εμπειρίες στο κοινό τους. Θεωρώντας το παιδί ως μια αυτοτελή προσωπικότητα με δικό του ψυχισμό και ιδιαίτερες αναζητήσεις, στοχεύουν να το καλλιεργήσου αισθητικά, να του παράσχουν βιώματα καλλιτεχνικής ποιότητας που, χωρίς βέβαια να στερούνται από νόημα, δε διεκδικούν την «πειθώ» αλλά την «τέρψη» του, ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις και τις επιδιώξεις μιας σύγχρονης θεατρικής παράστασης.

 

EnglishGreek