Tα κλισέ και το θέατρο της Κιτσοπούλου με αφορμή τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α

Η Λένα Κιτσοπούλου είναι από τις δημιουργούς που τους αναγνωρίζω ένα πράγμα: την ικανότητά τους να γράφουν με μια γλώσσα που κάθε ανάσα της απελευθερώνει θέατρο. Θα τολμούσα να πω μάλιστα πως, αυτή τη στιγμή, δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιον άλλο Έλληνα θεατρικό συγγραφέα που να της παραβγαίνει σ’ αυτό τον τομέα.Ο λόγος της, αβίαστος, φυσικός, ασθμαίνων, με καλά ρυθμισμένη δοσολογία κενών, εύστοχα και εύστροφα στρεβλωμένος και στραμπουλγμένος, εντυπωσιάζει, γιατί είναι ο απόλυτα «δικός μας» λόγος.

Υπερνατουραλισμός

Θα έλεγα πως η Κιτσοπούλου είναι η ελληνική εκδοχή του Ντέιβιντ Μάμετ, του απόλυτου άρχοντα του «υπερνατουραλιστικού» χώρου. Και στους δύο καλλιτέχνες οι λέξεις δεν είναι απλά «δουλικοί» μεταφορείς νοημάτων, αλλά και επιτελεστικά εργαλεία, που δηλώνουν δυναμικά την παρουσία τους και καμιά φορά και την αυτονομία τους. Χαίρεσαι ν’ ακούς τους χαρακτήρες τους να μιλάνε, να φλυαρούν και να δίνουν παράσταση μέσα από τις λέξεις, τη ρυθμικότητα και τη  μουσικότητά τους. Και εδώ προβάλλει και ζητά εξήγηση ένα περίεργο ζήτημα, ειδικά με το θέατρο της Κιτσοπούλου.

Ενώ ο κόσμος τη «βρίζει» γιατί «βρίζει», ο ίδιος αυτός κόσμος δεν χάνει την ευκαιρία να πάει να δει ή να καλωσορίσει τη δουλειά της. Είναι μια ενδιαφέρουσα αντίφαση που θέλω λίγο να τη σχολιάσω, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι έχω και την απόλυτη απάντηση.

Βρίζοντας τους αστούς

Ενώ η ίδια επιλέγει να τοποθετεί το λόγο της σε μη «κόσμιους» εκφραστικούς χώρους, εκείνοι που μετά χαράς τη φιλοξενούν (και άρα τη συντηρούν) είναι οι πλέον «κόσμιοι» (υπό την έννοια του «αποδεκτού») φορείς και εκφραστές του Συστήματος. Ακούγεται κάπως τραβηγμένο, αλλά, ας μου εξηγήσει κανείς, πώς γίνεται και κάθε έργο ή σκηνοθεσία που φέρει την υπογραφή της είναι ένα «γεγονός», και μάλιστα γεγονός στον χώρο της μεσοαστικής ψυχαγωγίας; Πώς εξηγείται και αυτοί που, όπως είπα πιο πάνω,  την υποδέχονται είναι αυτοί ακριβώς που κατά βάθος ή και ευθέως τους ειρωνεύεται και τους φτύνει; Πώς μπορεί οι «φτυσμένοι» να «διασκεδάζουν» μαζί της;

Κι εδώ, επωμιζόμενος για λίγο το ρόλο του συνήγορου του διαβόλου, κάνω την εξής υπόθεση: Μήπως τελικά όλη αυτή η στάση που επιδεικνύει η θεατρική αγορά για το έργο της είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα μπινελίκια και τα γαμοσταυρίδια της κατά βάθος διόλου δεν ενοχλούν, ότι είναι απλά ένα εμπορεύσιμο αγαθό που μόλις καταναλωθεί πάει κατευθείαν στον κουβά, δηλαδή ξεχνιέται χωρίς ν’ αφήσει ίχνη πίσω του; Ας το δούμε λιγάκι.

Τα κλισέ

Όταν κάποιος επιλέγει να «παίξει» με τα κλισέ του καθημερινού λόγου (αυτό που κάνει κατά κόρον η Κιτσοπούλου) πρέπει να γνωρίζει τους κινδύνους που κρύβουν, ώστε, αφενός να αποφύγει τις παγίδες που κρύβουν οι ευκολίες τους και, αφετέρου, να βρει τρόπους να τα εκμεταλλευτεί αποδομώντας τα. Γιατί το λέω αυτό; Ακριβώς γιατί το κλισέ δεν είναι κάποιο αθώο γλωσσικό εύρημα. Είναι κάτι πολύ παραπάνω, εννοώ με όρους ιδεολογικούς.

Τι κάνει ένα κλισέ; Τακτοποιεί τον κόσμο. Και τακτοποιώντας τον μας δείχνει ποια είθισται να είναι η θέση μας σ’ αυτόν. Επειδή ακριβώς είναι περιουσιακό στοιχείοτου συνόλου των μελών μιας κοινότητας, αναγνωρίζεται αυτόματα, πράγμα που διευκολύνει και επιταχύνει  την ανάγνωση (του περίγυρου, των ανθρώπων κ.λπ). Δεν σε προκαλεί να σκεφτείς. Σου λέει «έτσι είναι ο κόσμος, αποξέξου τον και προχώρα». Και αυτό κάνουμε.

Από τη στιγμή που δεν  ανατρέπει επί της ουσίας τον ορίζοντα των προσδοκιών μας, από τη στιγμή που δεν μας κάνει να νιώθουμε «ημιμαθείς», δεν συντρέχει κανένας λόγος να επανεξετάσουμε είτε τη σχέση μας μαζί του είτε με τον περίγυρό μας. Αυτό συνήθως το κάνουμε (όχι όλοι μας, εννοείται) μόνο με εκείνα τα έργα ή εκείνη τη γλώσσα που μας δυσκολεύουν να καταλάβουμε, που μας ξεβολεύουν. Ας πούμε, με ένα «Περιμένοντας τον Γκοντό» ή ένα «Βόυτσεκ» ή ένα «Φίνεγκανς Γουέικ» . Ποτέ όμως με ένα Άρλεκιν ή μια ταινία Τζέημς Μποντ.

Παγιδευμένη Κιτσοπούλου

Και νομίζω πως εδώ έχει παγιδευτεί κάπως η Κιτσοπούλου. Ενώ εκμεταλλεύεται πολύ συνειδητά και μ’ εντυπωσιακή άνεση ένα «εθνικό» περιουσιακό στοιχείο, όπου κάθε δεύτερη ατάκα εμπεριέχει και κάνα-δυο «μαλάκες», αλλά δείχνει, για την ώρα τουλάχιστο, ότι δυσκολεύεται να πάει λίγο παραπέρα ώστε να βγάλει μέσα από αυτό το χιλιοχρησιμοποιημένο υλικό δηλητηριώδεις ουσίες. Και αυτό εξηγεί (θέλω να πιστεύω) γιατί την αγαπάνε (ή την αγαπάνε για να τη μισούν) και οι «καθωσπρέπει» θαμώνες του θεάτρου: τους δίνει πράγματα που γνωρίζουν και από τα οποία νιώθουν ότι δεν κινδυνεύουν, ακόμη κι όταν, με τον τρόπο της, τους σκυλοβρίζει. Γιατί εάν κινδύνευαν, εάν αυτό που τους παρέδιδε ως θέαμα ήταν ενοχλητικό, να είστε σίγουροι ότι οι πρώτοι που θα της έκλειναν τις πόρτες θα ήταν αυτοί και οι επίσημοι φορείς.

Η περίπτωσή της μου θυμίζει όλους εκείνους τους Λονδρέζους μεσοαστούς που έτρεχαν με χίλια να δουν πριν από χρόνια το μεταμοντέρνο και προκλητικό Shopping and Fucking του Μαρκ Ρέιβενχιλ στο Ρόγιαλ Κορτ, παρ’ όλο που ήξεραν ότι το θέμα του έργου ήταν αυτοί οι ίδιοι, αυτούς εξέθετε χυδαία. Κι όμως πήγαιναν. Και πηγαίνοντας το κρατούσαν (εισπρακτικά εννοώ) εν ζωή. Σαν να γούσταραν. Μαζοχισμός, θα μου πείτε; Ίσως. Αλλά είναι και κάτι παραπάνω.

Το βήμα παραπέρα

Η Κιτσοπούλου είναι αποδεδειγμένα ικανή καλλιτέχνις και πιστεύω πως θα γίνει σπουδαία όταν θα μάθει να ανατρέπει τα κλισέ που συνθέτουν το καλλιτεχνικό της σύμπαν, μετατρέποντάς τα σε αιχμηρό εργαλείο αποδομητικής κριτικής και μεταμοντέρνας αναδημιουργίας. Αυτό που κάνει ο Μάμετ στο έργο του Οικόπεδα με θέα, ας πούμε, μα πιο πολύ ο Άλμπι, στο κορυφαίο έργο του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλ, ένα έργο χτισμένο μόνο με κλισέ, αλλά βαθύτατα «ενοχλητικό».

Εάν δεν μπορέσει να κάνει αυτό το βήμα παραπάνω, πολύ φοβούμαι πως όλα αυτά τα εύηχα που ακούμε θα φαντάζουν στο τέλος απλές, κουρασμένες και ανακυκλωμένες χαριτωμενιές.

Η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α

Τα τονίζω όλα αυτά επειδή, επαναλαμβάνω, πιστεύω πολύ στο ταλέντο της και θα είναι κρίμα να μείνει εκεί που άρχισε. Και άρχισε, να σας θυμίσω, καλά και δυναμικά, με τη σπαρακτική Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α, το έργο που την καθιέρωσε στη ελληνική σκηνή το 2009 (Εθνικό Θέατρο), έργο εξομολογητικό, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα η οποία, καθώς περιμένει τον εραστή της, μας ανοίγει τη ψυχή της. Ηλικιακά είναι στην κόψη του ξυραφιού. Εκεί όπου όλοι χάνουν τη μπάλα. Μεταξύ 35-40. Σε μια καμπή: είναι και δεν είναι νέα. Και αυτή τα ΄χει πάρει, θέλει να κατέβει από το πλοίο για την Ιθάκη. Δεν την αγγίζει. Βρίζει, εκθέτει. Θέλει να τ’ αφήσει όλα πίσω της, να ξαναγεννηθεί. Έχει μπουχτίσει. Όλοι και όλα τις φταίνε. Και ο εαυτός της. Η μπαρουτιασμένη σκέψη της δεν έχει ειρμό. Πετάει δεξιά και αριστερά εκρηκτικά και όποιον πάρει ο χάρος. Μιλά για την παθογένεια της φυλής, τις στρεβλώσεις, τα οικογενειακά κατάλοιπα, τις ψυχώσεις, τον ωχαδερφισμό, την έλλειψη αλτρουισμού.

Χωρίς να ωραιοποιεί, να αμβλύνει εντυπώσεις ή να εξωραϊζει, η Κιτσοπούλου δημιουργεί μια ηρωίδα που τα σαρώνει όλα, που σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, περιπαίζει και περιπαίζεται. Μια ηρωίδα που δεν θέλει να γεράσει, που δεν θέλει τα «θέλω» της κοινωνίας. Μια ηρωίδα που αναπολεί τον απόλυτο έρωτα, το απόλυτο δόσιμο που δεν πρόκειται να ‘ρθει. Μια ηρωίδα που κατεδαφίζει τη ψυχανάλυση και την ικανότητά της να σώσει τον άνθρωπο μέσα από την αναμόχλευση της μνήμης. Η ίδια θέλει να είναι μοναδική, ξεχωριστή. Μια οντότητα. Εις μάτην, όμως! Τουλάχιστον σ’ αυτό τον κόσμο.

Η παράσταση

Μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής η ομάδα «Νέες Μορφές», το πιο ενδιαφέρον πειραματικό σχήμα που είχε ποτέ η Θεσσαλονίκη, επέλεξε να επιστρέψει στη θεατρική ζωή της πόλης με το έργο μιας καλλιτέχνιδας που ταιριάζει στο ταμπεραμέντο της ομάδας. Μόνο που εδώ ο ταλαντούχος Γιάννης Παρασκευόπουλος, γνωστός για τις απρόβλεπτες και οιστρηλατημένες σκηνοθεσίες του, δεν πειραματίστηκε. Δεν αναζήτησε «εκ-κεντρικές» διόδους. Ακούμπησε στο κείμενο με στοργή και κοίταξε να το κατεβάσει στην πλατεία ακέραιο και όσο πιο ευθύβολα μπορούσε. Δίδαξε το ρόλο στη Μαγδαληνή Μπεκρή χωρίς πλαγιοκοπήσεις και φρου φρου. Την κράτησε σε μια μετωπική σχέση με το λόγο και την πλατεία. Μερίμνησε ώστε οι παύσεις, οι αμήχανες σιωπές, οι εσωτερικές ταλαντεύσεις να βγουν και να αποκτήσουν λόγο ύπαρξης. Έξυπνη η λύση με τις βαλίτσες ως μοναδικό σκηνικό σκεύος (τα ταξίδι στον άλλο κόσμο), όπως και τα σοκολατάκια που πρσφέρθηκαν στο κοινό (αντί της ελιάς που συνηθίζεται όταν κάποιος φεύγει).

Η Μπεκρή, ηθοποιός με αύρα σανιδιού, ανταποκρίθηκε. Κράτησε τα γκέμια του ρόλου. Έπαιξε συγκεντρωμένα. Δεν αναλώθηκε σε άσκοπα λαχανιάσματα. Ήξερε προς τα πού να πάει. Και ακολούθησε τον δρόμο αυτό μεθοδικά. Μόνο που εδώ έχω να κάνω και μια παρατήρηση.

Ο μονόλογος αυτός δεν αφορά μόνο την αφηγήτρια αλλά και τον θεατή, ο οποίος, μπορεί να μην παίζει στη σκηνή, αλλά πρωταγωνιστεί. Είναι ο εκπρόσωπος της κοινωνίας που την έχει απογοητεύσει. Και θεωρώ πως σε κάποια σημεία θα μπορούσε ίσως να εκμεταλλευτεί τις εναλλαγές στη δοσολογία των συναισθημάτων, ώστε να προικίσει την ερμηνεία της με περισσότερη «αυθάδεια», «επιθετικότητα»  και «χυδαιότητα». Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα το ξεβόλεμα του θεατή και την αλλαγή της γωνίας θέασης.

Και εδώ θεωρώ πως δεν φταίει απόλυτα η διδασκαλία του ρόλου. Εν μέρει έχει να κάνει και με αυτό που είπα πιο πριν. Από ένα σημείο και μετά όλα αυτά τα κλισέ, αφού τα συνηθίσει το αφτί μας, παύουν να «ενοχλούν» και απλά μπαίνουν σ’ ένα κανάλι πιο ψυχαγωγικό.

Εν ολίγοις: μια παράσταση με μέτρο και καλά κρατήματα αλλά και χωρίς κάποιες αναγκαίες «ενοχλητικές» εκπλήξεις.

 The Greek Play Project

30/03/2016

Σάββας Πατσαλίδης

Καθηγητής Θεατρολογίας

στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας

στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης




            
EnglishGreek