“Φάουστ 1 Του Γκαίτε προσαρμοσμένο και σκηνοθετημένο για τον 21ο αιώνα”, Αμερικανο-γερμανική παραγωγή Πανεπιστήμιο Newark Delaware, 2014 σκηνοθεσία Heinz-Uwe Haus

Παρακολουθώντας το ΦΑΟΥΣΤ 1  του Γκαίτε, πρωτοεκτελεσμένο το 1809 στην Braunschweig (Γερμανία), σε μία Αμερικανό-Γερμανική σκηνή το 2014 στον Newark (Νιούαρκ) (Delaware) (Ντέλαγουερ), ένιωσα μαζί, φωτισμένη και κατά έναν περίεργο τρόπο, πάρα πολύ άνετα. Ξαφνικά κατάλαβα πόσο παρούσα μπορεί να είναι η κλασσική μας κληρονομιά, εάν είμαστε πρόθυμοι να το αναγνωρίσουμε. Γνωρίζω ότι ο Μοντέρνος Ρουμανικός πολιτισμός αναδύθηκε και αναπτύχθηκε με πολλές άλλες επιρροές επίσης, μερικώς αυτών της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης. Ο ρόλος του μοντέλου της Γαλλίας ειδικά στα πεδία των πολιτικών ιδεών, διοίκησης και δικαίου, όπως επίσης της λογοτεχνίας συνοδεύτηκε, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, από την Γερμανική κουλτούρα επίσης (οι γονείς μου διάβαζαν στο σχολείο στο Βουκουρέστι τα Κλασσικά της Βαϊμάρη και τραγουδούσαν Χέινς Λόρελευ), κάτι που γαλούχησε σταθερές σχέσεις με τον Γερμανικό κόσμο όχι μόνο σε πολιτιστικό επίπεδο αλλά στην καθημερινή ζωή επίσης. Μεγαλωμένη σε Ρουμάνικη και Γερμανική κουλτούρα βίωσα από την παιδική ηλικία ότι η Ευρωπαϊκή ταυτότητα αυτό-προσδιορίζεται μέσω της διαφορετικότητας στην ενότητα. Αλλά στην βιασύνη της εποχής της παγκοσμιοποίησης και της πληροφόρησης κάποιος εύκολα ξεχνάει τις κεντρικές συνδέσεις της συλλογικής Δυτικής μνήμης.
Παρουσιάζοντας κάποιο από τα λιγότερο συχνά ανεβασμένα Δυτικά κλασσικά όπως ο ΦΑΟΥΣΤ 1 του Γκαίτε είναι το είδος της πρόκλησης που το Resident Ensemble Players, η επαγγελματική εταιρεία υποκριτικής κατοίκων του Delaware, θεωρεί ότι πρέπει να αναλαμβάνεται από μη κερδοσκοπικά θέατρα στην Αμερική. Το ποιητικό έπος του Γκαίτε είναι πρακτικώς μονίμως σε παραγωγή στην Γερμανία και το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης – η πρόσφατη παραγωγή στο Εθνικό Θέατρο ‘‘Radu Stanca’’ Sibiu είναι απλώς ένα παράδειγμα για το διαπολιτισμικό αντίκτυπο του έργου στην ανάπτυξη σύγχρονης Ευρωπαϊκής ταυτότητας. Η δυναμική της παγκοσμιοποίησης προσφέρει σε ακροατήρια και εταιρίες διαφορετικών κοινωνικών και αισθητικών παραδόσεων ευκαιρίες να συμμετέχουν στα ποικίλα πλούτη του θεάτρου. Το έντονα δημιουργημένο και προκαλών την σκέψη έργο του Γκαίτε αναλαμβάνει τα μεγαλύτερα ερωτήματα της ζωής, αλλά ο Γερμανός σκηνοθέτης Heinz-Uwe Haus το διεκπεραιώνει με αριστοτεχνική σκηνοθεσία, μαγεία (όπως στο τέχνασμα του χεριού), επί σκηνής πυροτεχνήματα (αληθινά), καπνούς και καθρέπτες (κυριολεκτικά) και χαρακτήρες (ανθρώπινους και αλλιώς) που πετούν στα σκηνικά του παραδείσου. Τα δώδεκα μέλη της θεατρικής εταιρείας καθοδηγούνται με αυτοπεποίθηση -και επιδέξια- από τον Haus, του οποίου η Μρεχτιανή πραγματογνωμοσύνη και θεατρική αναγνώριση διατρέχουν την υφήλιο. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο με ένα σχόλιο κριτικής: ‘‘Αυτή είναι δουλειά που χρειάζεται μία καθαρή και χωρίς φόβο σκηνοθετική όραση, δεύτερες εικασίες ή ημι-πληρούμενες δραματικές δράσεις δεν μπορούν να αποδώσουν το κείμενο.’’ (Gail Obenreden, Πανεπιστήμιο του Ντέλαγουερ, ‘‘Φαουστ’’ οτιδήποτε παρά ανιαρό, http://www.delawareonline.com/story/entertainment/theater/2014/03…). Χωρίς αμφιβολία, η προσαρμογή του Haus είναι ένα είδος ανά-γνωσης ενός κλασσικού από το οποίο έχουν δημιουργηθεί θρύλοι.
Ένα από τα αποτελέσματα του Μοντερνισμού, σύμφωνα με τον Γκαίτε, είναι ότι αν oμοντέρνος ορθολογισμός καταστρέψει την ανάγκη για θρησκευτικούς ή κοινωνικούς περιορισμούς, τότε αυτό δημιουργεί ένα ηθικό κενό στην ανθρώπινη κατάσταση. Η κατάσταση του Φάουστ δεν είναι μόνο αυτή της διανοητικής απελπισίας, αλλά και μία στην οποία ο χαρακτήρας του μεταμορφώνεται σε έναν ηθικά διφορούμενο ακόλαστο, όπως στην ερωτική του σχέση με την Γκρέτσεν. Η Γκρέτσεν, η οποία είναι ηθικά καθαρή πριν γνωρίσει τον Φάουστ, προκαλείτε σε μία ζωή αθανασίας όπως ακριβώς ο Μεφιστοφελής προκαλεί τον Φάουστ. Όταν η Γκρέτσεν αποδέχεται τις δηλώσεις του Φαόυστ για την μετα-Χριστιανική του πίστη, χάνει τις ηθικές αξίες της προηγούμενης της ζωής. Ο Φάουστ καταστρέφει την πίστη και ηθική υποστήριξη της Γκρέτσεν μέσω της δικής του ηθικής αμφισημίας. Ο Γκαίτε υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει μόνο στην τραγωδία, όπως ακριβώς και κάνει για τους Φάουστ και Γκρέτσεν. Η ‘‘μαγεία της σκηνοθεσίας’’ του Haus είναι κυρίως η ικανότητα του να κάνει το ακροατήριο να ακούει και να βλέπει. Προσφέρει ένα ‘‘παιχνιδότοπο’’ για την δική τους συναισθηματική μνήμη. Οι χαρακτήρες πάνω στην σκηνή ασχολούνται με αντιθέσεις και φιλοδοξίες γνώριμες σε αυτούς.
Όταν ο Φάουστ επιχειρεί να εξηγήσει τα πνευματικά του πιστεύω σε μία σκεπτική Γκρέτσεν, της λέει ότι δεν μπορεί να βρει όνομα για αυτό το οποίο πιστεύει. Κάποιο μπορεί να το αποκαλέσουν Θεό, ενώ άλλοι το λένε Φύση της Αγάπης. Επειδή ο Φάουστ δεν είναι σε θέση να ονοματίσει πραγματικά αυτό που πιστεύει, η Γκρέτσεν παρομοίως αδυνατεί να πιστέψει στην πνευματικότητα του Φάουστ. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αποσύνδεσης μεταξύ λέξεων και των εννοιών ή αντικειμένων που συμβολίζουν. Ο Γκαίτε θέτει ένα βαθειά φιλοσοφικό και θεολογικό ερώτημα: Αν η ανθρωπότητα δεν μπορεί επαρκώς να ονοματίσει τον Θεό, υπάρχει ο Θεός στην πράξη για την ανθρωπότητα? Η υποκειμενική εμπειρία του Φάουστ στο πρόβλημα αυτό καταστρέφει την πίστη του και τον οδηγεί σε ένα ακραίο μηδενισμό και στα πρόθυρατης αυτοκτονίας στην αρχή του έργου.
Ο Φάουστ είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να αντιμετωπίσει την δική του υπαρξιακή κρίση. Τα ερωτήματα που συλλογίζεται ως λόγιος και καθηγητής έχουν καταστρέψει την πίστη του και το πιστεύωτου στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, και ο ακραίος του μηδενισμός τον οδηγεί στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Το ερώτημα το οποίο ο Φάουστ πρέπει να απαντήσει είναι αν η ζωή αξίζει περισσότερο από την ειρήνη που προσφέρει ο θάνατος.
Ο Γκαίτε δημιουργεί ένα ακραίο παράδειγμα της λογικής του φιλοσοφικού ορθολογισμού. Η ορθολογική σκέψη από μόνη της δεν μπορεί ποτέ να τελειοποιήσει ή συμπληρώσει την ανθρωπότητα, υποστηρίζει ο Γκαίτε, επειδή η ανθρώπινη γνώση έχει θεμελιώδεις περιορισμούς όσον αφορά τον πνευματικό κόσμο. H ανθρωπότητα απλά δεν μπορεί να ονοματίσει ή καταλάβει αυτό το οποίο είναι ψηλότερα από αυτήν. Για αυτό τον λόγο η ανθρωπότητα θα έχει μόνο το ερώτημα αν η ζωή θα πρέπει να συνεχιστεί ή απλά να τελειώσει. Αυτό το σημείο είναι μία κριτική του Μοντερνισμού και ένα θέμα το οποίο διατρέχει αρκετή από την Μοντέρνα φιλοσοφία ακόμη και μέσα στον εικοστό αιώνα. Η προσαρμογή αυτού του 1809 έργου του Γκαίτε από το τον σκηνοθέτη Heinz-Uwe Haus είναι υπέροχα προσιτή και προσεγγίσιμη˙ ζωηρή, αστεία, σαρκαστική, δραματική, βαθειά και θα ήμουνα αμελής εάν δεν έλεγα μαγική. Ο ‘‘Φάουστ’’ είναι κάτι παραπάνω από μία θεατρική παράσταση. Έργο βίαιο, συναισθηματικό και σπλαχνικό, ο ‘‘Φάουστ’’ προσκαλεί το ακροατήριο σε μία δυνατή ατομική εμπειρία για τον πόνο, τον θάνατο και την αγάπη. Είναι η υπερβαίνουσα φαντασία και το παιχνίδισμα του σκηνοθέτη που προσθέτει την επιπλέον αισθησιακή εμπειρία ενός κόσμου μεταξύ Γής και Κόλασης. Μαϊμούδες λούζονται σε θεατρική ομίχλη, χαρακτήρες λούζονται σε αιθέρια υφάσματα με πτυχές, βιβλία ανάβουν φωτιά κυριολεκτικά και κόκκινο κρασί πετάγεται μυστηριωδώς από τραπέζια. Ο ρυθμός του ιαμβικού παραμέτρου που ξεκινά από έναν ηθοποιό ρέει απρόσκοπτα στον επόμενο για την κατάληξή του.
Ο ΦΑΟΥΣΤ του Haus βασίζεται σε αυτοσχεδιασμό, με το κείμενο του Γκαίτε να είναι πηγή έμπνευσης για μία θεατρική σύνθεση όπου ο κόσμος δεν είναι θεμελιώδης. Το σενάριο της παράστασης πιάνει τα αναγκαία του κειμένου του Γκαίτε: η συμφωνία με τον διάβολο, η γοητεία του Φάουστ για την Γκρέτσεν, η Walpurgis Νύχτα και η άνοδος της Γκρέτσεν στον Παράδεισο.
Ο ‘‘Πρίγκιπας του Σκότους’’ του Μεφιστοφελή ήταν έξυπνος, πνευματώδης, γοητευτικός και πρόθυμος παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης. Ο ηθοποιός (Mick Matarrese) ταλάντευε και χτυπούσε την σατανική του κάπα σαν ένας Ζορό από καθαρτήριο. Η απαγγελία του ήταν ακριβής και χρωματισμένη, το ακροατήριο σε προσμονή και να τον κοιτάζει με ανυπομονησία για τις γραμμές σαρκασμού και γέλιου που έδιναν ισορροπία στην βαρύτητα του περιεχομένου.
Ο Φάουστ (Stephen Pelinski) είναι ένας άνθρωπος γεμάτος με αντιθέσεις και οδύνη. Αλαζονικός, αγνωστικιστής και αυθαίρετος, ο κόσμος του γυρίζει πάνω κάτω από τις επιθυμίες του για τις αμαρτίες της σάρκας. Τώρα ο αφέντης έχει γίνει ο δούλος του Διαβόλου.
Ο Γκαίτε χαρακτηρίζει τον μοντέρνο κόσμο ως έναν στον οποίο το νόημα περιστρέφεται όχι γύρω από την συλλογική δράση αλλά γύρω από την ενδοσκόπηση και φαντασία του υποκειμενικού εαυτού. Ενώ στο κλασσικό επικό ποίημα πάντα η δράση προέρχεται από έναν σπουδαίο ήρωα, στον Φάουστ όλη η δράση εξαρτάται από την υποκειμενική εμπειρία του Φάουστ. Ο Φάουστ πέφτει σε υπαρξιακή απελπισία μέσω της δικής του υποκειμενικότητας. Παρομοίως, δεν μπορεί να καταλάβει την δική του ευκαιρία για σωτηρία μέσω της αγάπης του για την Γκρέτσεν έξω από την δική του υποκειμενική εμπειρία. Ο Γκαίτε χαρακτηρίζει τον χωρισμό που συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων που αδυνατούν να μιλήσουν σε παρόμοιες γλώσσες πίστης ή αγάπης εξαιτίας του ιδίου τους υποκειμενικού εγωισμού. Αυτό οδηγεί σε τραγωδία και για τους δύο χαρακτήρες αφού, όπως διατείνεται ο Γκαίτε, δεν μπορούν ποτέ πραγματικά να συλλάβουν την αγάπη του άλλου. ‘‘Η στροφή προς το υποκειμενικό είναι συνεπώς στροφή προς την τραγωδία’’. (Haus, σε συνέντευξη στον συντάκτη του κειμένου, 10 Απριλίου 2014).

EnglishGreek