Περιπαιχτική «Άλκηστη» στο Δάσος

Είναι περίεργη όσο και ενδιαφέρουσα η θέση της γυναίκας στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Από τη μια στερείται ίσων δικαιωμάτων σε σχέση με τον άνδρα —αφού δεν έχει πρόσβαση στην Αγορά, μα ούτε και στο δημόσιο Λόγο, καταδικασμένη να «διαφεντεύει» στο σπίτι ακονίζοντας την τεχνική του small talk, του κουτσομπολιού και της κρεβατομουρμούρας, μιας και τα μεγάλα και σοβαρά δεν της ανήκουν,– και από την άλλη, εντυπωσιάζει με την παρουσία της στη δραματική λογοτεχνία της εποχής.

Περί δυνατών γυναικών

Πάρτε για παράδειγμα τη Λυσιστράτη, τη Μήδεια, την Ηλέκτρα, την Αντιγόνη, την Άλκηστη, την Κλυταιμνήστρα. Όλες γενναίες, αποφασιστικές, μακράν της γνώριμης δημόσιας εικόνας της γυναίκας– ή  τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση. Γιατί μια πιο πιο προσεκτική ανάγνωση θα δείξει ότι ναι μεν όλες αυτές οι γυναικείες παρουσίες εντυπωσιάζουν (ή φοβίζουν) με την προσωπικότητά τους, όμως τα αίτια που πυροδοτούν τις πράξεις τους και διαμορφώνουν την παρουσία τους στο κοινωνικό σώμα, δεν εκκινούν από αυτές.

Η Κλυταιμνήστρα λχ σκοτώνει γιατί πιο πριν σκότωσε το παιδί της ο Αγαμέμνονας. Η Μήδεια σκοτώνει για να εκδικηθεί την απιστία του άνδρα της. Η Λυσιστράτη  επαναστατεί (διά του σεξ) για να σταματήσουν οι άνδρες τον πόλεμο. Και η Άλκηστη πεθαίνει για να ζήσει ο άντρας της.

Με άλλα λόγια, οι πράξεις αυτές—που μορεί να φαντάζουν «αιρετικές»–, στην ουσία αποτελούν διαχειρίσιμες  προεκτάσεις ενός πατριαρχικού μηχανισμού, «σύμπτωμα» μιας ανδρικής πράξης που προηγήθηκε και όχι κατ’ ανάγκη αποτέλεσμα της επιθυμίας τους για ανατροπή της ισχύουσας τάξης.

Η σκηνοθεσία

Δεν ισχυρίζομαι εδώ ότι η καλή σκηνοθέτιδα Κατερίνα Ευαγγελάτου, που υπογράφει την πιο πρόσφατη παραγωγή της Άλκηστης, άνοιξε κάποιο βιβλίο φεμινιστικής θεωρίας και το έβαλε πλοηγό της δικής της ανάγνωσης, με την οποία κατέβηκε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο (και τώρα στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη) για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου. Είχε όμως ξεκάθαρη άποψη γύρω από το παιχνίδι των φύλων και αυτό επιδίωξε να φανεί εξαρχής, με την εξεντρίκ εμφάνιση του Απόλλωνα στη σκηνή.

Το ανοίκειο λουκ του Κώστα Βασαρδάνη (Απόλλωνα), σε συνδυασμό με την ανοίκεια εκφορά του λόγου, έδειχναν ότι στο στόχαστρο της σκηνοθεσίας ήταν να «πειράξει» την ιδεολογία του βλέμματος του θεατή, να τον ξεβολέψει και να τον κάνει να δει κάποια πράγματα διαφορετικά, να ξανασκεφτεί ίσως τις παγιωμένες τακτοποιήσεις που αφορούν τους έμφυλους ρόλους, καθώς και την έννοια του ηρωικού, πώς λειτουργούν οι κοινωνικοί μηχανισμοί, οι ιεραρχήσεις σωμάτων και λόγων.

Τουλάχιστον έτσι υποδέχτηκα τις πρώτες εικόνες της παράστασης. Αισθάνθηκα ότι η σκηνοθεσία επιδίωξε να ανοίξει ρωγμές στο σώμα του πρωτότυπου κειμένου ώστε να παρεισφρύσει διερευνητικά η δική της ματιά, επενδυμένη γύρω από την εικόνα της γυναίκας ως το «άλλο», το αντικείμενο που φέρεται και περιφέρεται δίκην εξωτικού ή ακόμη και μακάβριου θεάματος.

Σκέψη που σύντομα μπόρεσα να επιβεβαιώσω βλέποντας τον σκόπιμα προσβλητικό τρόπο αντιμετώπισης της σορού της Άλκηστης. Τεμάχιο ύλης (ούτε καν σώμα), τσουβαλιασμένο όπως-όπως να το πετάει ο καθένας πέρα δώθε για πλάκα. Κανένας σεβασμός. Και γιατί να χαίρει σεβασμού νεκρή, σκέφτηκα; Σάμπως έχαιρε σεβασμού ζωντανή;

Ήταν σαφής η πρόθεση της Ευαγγελάτου να συναντηθεί με το κείμενο του Ευριπίδη μέσα από εικόνες που να τονίζουν διαρκώς τη γελοιότητα συναισθημάτων και συμπεριφορών. Γιατί δεν είναι μόνο ο Απόλλωνας με τη φανταχτερή εμφάνιση, κάπως πανκ, κάπως κομπέρ σε νυχτερινό κέντρο της συμφοράς, που δίνει εξαρχής τον περιπαιχτικό τόνο. Όλα συνδράμουν. Και ο θεατής με το γέλιο αναγνώρισης.

Στο μέσον αυτής της παρέλασης γελοιοτήτων, ένας τεράστιος τάφος, σαν κρατήρας ηφαιστείου εν ενεργεία, έτοιμο να εκραγεί (τα δηλωτικά σκηνικά της Εύας Μανιδάκη), δημιουργεί μια απόκοσμη ατμόσφαιρα που θυμίζει σε όλους την κατάληξη της ανθρώπινης περιπέτειας. Από κει μέσα ξεπροβάλλει ο πολύ καλός «Θάνατος» του Σωτήρη Τσακομίδη, με σκονισμένο σακάκι, σε αναζήτηση «πελατών».

Γύρω από αυτό τον σκοτεινό όγκο ο Χορός, ένα τσούρμο από υποταχτικά πλασματάκια, αντρείκελα της εξουσίας, επιδίδονται σε λογής λογής σχηματισμούς και σπασμωδικές κινήσεις (σε διδασκαλία Πατρίτσιας Απέργη), επενδύοντας στα δρώμενα αύρα παρακμής.

Κερασάκι στην τούρτα το βασιλικό ζεύγος, το οποίο, με την πρώτη εμφάνιση του, βγάζει μαζί και ένα έντονο κοντράστ. Στην άνευρη παρουσία της Άλκηστης (Κίττυ Παϊταζόγλου) η σκηνοθεσία τοποθετεί τη στραβοχυμένη και νευρώδη πόζα του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, στη σωματική στάση του οποίου αποτυπώνεται και η ίδια η λοξή ματιά της παράστασης.

 Χωρίς να αγγίζονται, χωρίς να κοιτούν ο ένας τον άλλο, επιβιώνουν σαν ένα ζευγάρι ξένων στη ίδια  σκηνή, γεγονός που κάνει τον θρήνο του βασιλιά ακόμη πιο γκροτέσκο. Θρηνεί μια γυναίκα που κατά βάση είναι απούσα από τον εσωτερικό του κόσμο. Όπως ενδεχομένως και αυτός από το δικό της κόσμο. Η Αλκηστη δεν πεθαίνει γιατί της περισσεύει ο ηρωϊσμός. Πεθαίνει γιατί επιβάλλει ο νόμος της εποχής. Η γυναίκα θυσιάζεται για τον άνδρα. Είναι μια πράξη comme il faut.

Ναι, υπάρχει μια έντονη σκηνή προς το τέλος όπου ο Άδμητος, απαλλαγμένος από το βαρίδι του ηγέτη-κλόουν ανεβαίνει στο χείλος του τάφου και καταθέτει πόνο, την ίδια ώρα που ο Χορός επιδίδεται σε ένα αυτοκτονικό τρέξιμο πάνω κάτω και γύρω από τον τάφο, λες και  θέλει να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Μου άρεσε η σκηνή. Καθαρό σωματικό θέατρο έντονα δηλωτικό μιας πνιγμένης εσωτερικότητας.

Θέλοντας να εκθέσει το παιχνίδι της πατριαρχικής εξουσίας και όλη τη μυθολογία γύρω από αυτό, ήταν καθόλα φυσιολογικό η σκηνοθεσία να περιποιηθεί και τη φιγούρα του Ηρακλή (Δημήτρης Παπανικολάου), Ο άντρακλας με τα κατορθώματα του εμφανίζεται μπροστά μας με γούνα και από μέσα στολή αλά κολυμβητή δεκαετίας του 1920, ελαφρύς, άμυαλος, λίγο γκέυ, λίγο από όλα. Ταιριαστή φιγούρα με εκείνη του φαντεζί Απόλλωνα. Κι ενώ οι άλλοι κλαίνε (ή περίπου…) στο παλάτι για το χαμό της Άλκηστης αυτός το ρίχνει στο φαγοπότι δηλώνοντας άγνοια. Άλλη μια στιγμή απαξίωσης του θανάτου και της ηρωικής πράξης της θανούσας.

Επιφυλάξεις

Είναι προφανές από αυτά που έχω πει ως τώρα ότι μου άρεσε η παράσταση. Δεν θα πω όμως ότι θα την ανθολογούσα και από πάνω. Ίσως να το έκανα εάν η Ευαγγελάτου μεριμνούσε ώστε να μπουν στην ανάγνωσή της και κάποιες αναγκαίες γκρίζες ζώνες. Και εξηγούμαι.

Η έντονη διάθεσή της να διακωμωδήσει, να εκθέσει και να περιπαίξει ταμπού και έμφυλους κανόνες την οδήγησε να πριμοδοτήσει πολύ πιο γενναιόδωρα το ιλαρό σε βάρος του τραγικού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξαφανιστούν ή να παροπλιστούν τα  σημαίνοντα ημιτόνια. Οι παλινδρομήσεις. Οι φωτοσκιάσεις. Το «τώρα είμαι και τώρα δεν είμαι», το αέναο παιχνίδι ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, το εδώ και τώρα της δράσης των ζωντανών και το εκεί και τότε του «υπο-κειμένου» των νεκρών, της Άλκηστης εν προκειμένω.

Με δυο λόγια: Περίμενα μια πιο πολύχορδη σκηνοθεσία, πιο ταιριαστή με την έννοια της υβριδικότητας, που από μόνη της επιβάλλει τουλάχιστο δύο επίπεδα ανάγνωσης. Δεν είναι ποτέ ένα. Το υβριδικό φιλοξενεί μια διακειμενικότητα από τη φύση της πολλαπλών διαδρομών. Και ναι μεν η ταλαντούχα Ευαγγελάτου μας έδειξε ότι είχε πλήρη επίγνωση ότι σκηνοθετούσε ένα υβρίδιο, από την άλλη ποντάροντας πολύ στην πιο ευανάγνωστη, αναγνωρίσιμη και ευπώλητη διαδρομή της δράσης, θάμπωσε σε ένα βαθμό τον γρίφο και τον βαθμό δυσκολίας του πρωτότυπου.

Η παράσταση νομοθετεί

Εάν βέβαια δεχόμαστε το σκεπτικό που λέει ότι η παράσταση (και όχι ο συγγραφέας με το έργο του) νομοθετεί, τότε σίγουρα η Ευαγγελάτου πέτυχε. Τίμησε αυτό που μας υποσχέθηκε ότι θα κάνει. Το κείμενο της παράστασής της είχε λόγο ύπαρξης ως αυτόνομο γεγονός. Ήταν συνεπές, συγκροτημένο, εύρυθμο, απολαυστικό.

Από την άλλη, εάν δούμε το εγχείρημά της και σε σχέση με το πρωτότυπο, θεωρώ πως σε ένα βαθμό το αδίκησε., Εκτιμώ πως ήταν τελικά λάθος επιλογή να προβάλει «αλήθειες» χωρίς τις αναγκαίες αμφισημίες. Και λέω ήταν λάθος, γιατί έτσι έκανε το αρχαίο έργο πολύ πιο «εύκολο» από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Ενώ στο πρωτότυπο κυριαρχεί μια επικίνδυνη, παραπλανητική φαινομενολογία, η Ευαγγελάτου εστίασε πεισματικά στη μοντερνίστικη (αποκλειστική) λογική του «είτε/είτε», ενώ θεωρώ πως θα πήγαινε πολύ καλύτερα σε αυτό που ήθελε να κάνει το μεταμοντέρνο (και λιγότερο αποκλειστικό) «είτε/αλλά και».

Σε τόνους καθαρά προσωπικούς, θα προτιμούσα να φύγω από το θέατρο με όλα τα ερωτήματα αναπάντητα. Δεν μου αρέσει οι συγγραφείς ή οι σκηνοθέτες να καταλήγουν σε συμπεράσματα. Πιο πολύ χαίρομαι να κουβαλώ στο σπίτι απορίες, ιδίως όταν τις απορίες τις επιβάλλει το κείμενο.

Ερμηνείες

Ο Παπασπηλιόπουλος, ηθοποιός που εκτιμώ, υιοθέτησε ένα παίξιμο  για να ξεμπροστιάσει, να ξεφτιλίσει (και το έκανε εξαιρετικά), όμως από ένα σημείο και μετά το «λοξό» παίξιμό του εγκλωβίστηκε σε μια «ευθεία» και έχασε την αρχική ανοίκεια ορμή του. Η συνεχής επανάληψη της ίδιας σωματική πόζας, της ίδιας κίνησης χεριών, του ίδιου τόνου κ.λπ. δεν άφησε τον ρόλο να εξελιχθεί, να αποκτήσει τα αναγκαία σκαμπανεβάσματα. Η σκηνοθεσία θα μπορούσε ίσως εδώ να τον βγάλει σε ερμηνευτικούς παράδρομους, δημιουργώντας έτσι χώρο και στα κρυμμένα συναισθήματα να βγουν έξω στο φως, στον αέρα και να προβληματίσουν. Αν το έκανε θα είχαμε απολαύσει μια πολύ πληρέστερη και προκλητική ερμηνεία.

Όσο για την Άλκηστη της Κίττυς Παϊταζόγλου, εάν δεν ήξερα το έργο δεν θα είχα καταλάβει το ειδικό βάρος του ρόλου που κλήθηκε να παίξει. Ναι, είναι νεκρή αλλά είναι και μονίμως παρούσα στα δρώμενα. Και έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να αισθανθούμε αυτόν το ρόλο. Ή μάλλον να αισθανθούμε κάτι και από το δικό της κόσμο, πέρα από το πώς συμπεριφέρονται στο σώμα της ο βασιλιάς σύζυγος και οι παρατρεχάμενοι. Γενικά: θαμπή παρουσία. Όχι όμως και του βετεράνου Γιάννη Φέρτη, ο οποίος, αν και με μικρό ρόλο (Φέρης), μας έκανε να τον προσέξουμε. Όπως προσέξαμε και τον «Υπηρέτη» του Ερρίκου Μηλιάρη.

Το σκηνικό της Μανιδάκη με τη  θανατερή τρύπα που καταπίνει τους πάντες, εξαιρετική σύλληψη Το κυπαρίσσι στο τέλος επίσης εμπνευσμένο, καθώς σηματοδοτεί αφενός χώρο κοιμητηρίου και αφετέρου και σημάδι ζωής (έστω, μετά θάνατον). Με εξαιρετική ρυθμικότητα η μουσική του Γιώργου Πούλιου, από μόνη της ένα σπουδαίο δρώμενο. Γοήτευσε.

Συμπέρασμα: παρ’ όλες τις δεύτερες σκέψεις που μου δημιούργησε η παράσταση, θεωρώ πως  στο σύνολό της ήταν μια ενδιαφέρουσα όσο και γόνιμη ανάγνωση. Η Ευαγγελάτου έχει δείξει, μετά από δύο μόλις προσπάθειες (με πρώτη τον «Ρήσο»), ότι μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα στον χώρο του αρχαίου θεάτρου. Έχει ταλέντο, ιδέες, θέσεις, αισθητήριο. Περιμένουμε το επόμενο εγχείρημά της.

Σημ. Πρώτη δημοσίευση Parallaxi 17/09/2017. http://parallaximag.gr/agenda/theatro/peripaichtikialkististodasos

Σάββας Πατσαλίδης

Καθηγητής Θεατρολογίας

Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας, ΑΠΘ

EnglishGreek