«Το γλυκό πουλί της νιότης» διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Κεντρικά πρόσωπα η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο, μία διάσημη σταρ του Χόλλυγουντ με τη λάμψη της σε φθίνουσα πορεία, και ο Τσανς Γουέην, ένας γοητευτικός επαγγελματίας συνοδός κυριών με όνειρα για καριέρα ηθοποιού. Και οι δύο αντιμετωπίζουν το φάσμα της αποτυχίας και τις επιπτώσεις του πανδαμάτορα χρόνου. Η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο καταφεύγει στο αλκοόλ, τις ουσίες και στον αγορασμένο έρωτα. Ο Γουέην στη φαντασίωση της κοινωνικής ανέλιξης και στην ελπίδα της επανασύνδεσης με την αγαπημένη της πρώτης νιότης του, τη Χέβενλυ. Η Αλεξάντρα και ο Τσανς, οι ευκαιριακοί εραστές, καταλήγουν σ’ ένα ξενοδοχείο στη γενέτειρα του Γουέην, σε μια πόλη η οποία πόρρω απέχει από το τεχνητό σύμπαν των δύο βασικών χαρακτήρων. Μια πόλη που ονομάζεται Σαιντ Κλάουντ, Αγία Νεφέλη, και σε αντίθεση με τ’ όνομά της είναι προσγειωμένη στην αδυσώπητη πραγματικότητα. Το Σαιντ Κλάουντ κυριαρχείται από τη βία και το ρατσισμό, χαρακτηριστικά τα οποία υποστασιοποιούνται στο πρόσωπο του Μπος Φίνλεϋ, πολιτικού παράγοντα της περιοχής και πατέρα της Χέβενλυ. Ο Φίνλεϋ θεωρώντας υπεύθυνο τον Τσανς για το αφροδίσιο νόσημα της κόρης του που κατέληξε στην υστερεκτομή της, έχει απειλήσει τον νέο με ευνουχισμό, εάν πλησιάσει στην πόλη. Η απειλή γίνεται πραγματικότητα τη στιγμή που η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο δέχεται το σωτήριο τηλεφώνημα με το οποίο την καλούν για ένα νέο καλλιτεχνικό ξεκίνημα.
Ο Ουίλλιαμς παρουσίασε μία πρώιμη εκδοχή του έργου το 1956 στη Φλόριδα. Το 1959 το ανέβασε ο Ελίας Καζάν, αφού πρώτα πίεσε το συγγραφέα να το προσαρμόσει στη δική του σκηνοθετική άποψη. Ο Ουίλλιαμς υπέκυψε στις απαιτήσεις, αλλά στην ανάγνωση του έργου διέκοψε τη διαδικασία και έφυγε από το θέατρο απογοητευμένος από τη νέα εκδοχή. Επανήλθε μετά την προτροπή του Καζάν και επέφερε αλλεπάλληλες αλλαγές στο δραματικό κείμενο που οδήγησαν στη σταδιακή απώλεια της συνοχής, στη χαλάρωση της δομής και στην ασυνεχή ανάπτυξη των χαρακτήρων. Η διάρθρωση του έργου επικρίθηκε συχνά ως αδέξια και αποσπασματική. Σχεδόν σταθερή παρέμεινε η πρώτη πράξη από την αρχική εκδοχή του 1956 ως την τελευταία του 1962. Για τη β’ πράξη ο Ουίλλιαμς έγραψε τουλάχιστον δέκα παραλλαγές χωρίς να είναι σίγουρος σε ποια να καταλήξει. Σε συνέντευξή του αποδίδει την αμφιταλάντευση μεταξύ των εκδοχών στην έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους του για τα δραματικά πρόσωπα του Μπος Φίνλεϋ και της Χέβενλυ. Αντιθέτως, ο Τσανς Γουέην και η Αλεξάντρα ντελ Λάγκο ως ήρωες συντετριμμένοι από τη ματαίωση, απέλπιδες, με λυσσώδη ανάγκη για επιβίωση, έλκουν τη συμπάθειά του και αναπτύσσονται με δραματουργική δύναμη. Ο Καζάν χαρακτήριζε μειονέκτημα την επικέντρωση στους δύο χαρακτήρες. Κατά την αντίληψη του σκηνοθέτη, το «Γλυκό πουλί της νιότης έμοιαζε να είναι δύο μονόπρακτα, ένα για την Πριγκίπισσα [την ντελ Λάγκο] κι ένα για τον Τσανς Γουέην και το κορίτσι του». Ωστόσο, οι παράλληλες ιστορίες που αναφύονται, η ιστορία του Τσανς και της Αλεξάντρα, του Τσανς και της Χέβενλυ, καθώς και η ατομική ιστορία του καθενός από τους τρεις, περιβάλλονται από την καταλυτική δύναμη της πολιτικής αναταραχής στο Νότο και διαποτίζονται από την εκφοβιστική παρουσία της Ήττας και του καλπάζοντος Χρόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το «Γλυκό πουλί της νιότης», όπως υποστηρίζει ο Μάριος Πλωρίτης, «παίρνει τελικά τη μορφή της σύγχρονης Αλληγορίας γύρω στο Χρόνο … τον ανελέητο εχθρό, που υπάρχει μέσα στον καθένα μας και κατατρώγει όλων μας τα σπλάχνα».
Η παράσταση στο θέατρο «Άλμα» τοποθέτησε χρονικά τη δράση γύρω στο 1960 με έκδηλα τα στοιχεία της εποχής τόσο στον ενδυματολογικό όσο και στο μουσικό κώδικα. Η σκηνοθεσία της Αναστασίας Ρεβή πρόβαλε τους νοηματικούς άξονες του έργου ακολουθώντας την τροχιά των κύριων χαρακτήρων επί του κοινωνικού και πολιτικού εδάφους, το οποίο συναπαρτίζουν και εκφράζουν οι ελάσσονες χαρακτήρες. Η ατμόσφαιρα ανέδυε τις οσμές του αμερικανικού νότου και υπέβαλε την αίσθηση του κινδύνου που ελλοχεύει σε όλη τη διάρκεια. Η παράσταση ήταν εύρυθμη και λεπτοδουλεμένη με ευρηματικές παντομιμικές προσθήκες.
Τη ρέουσα, πάντα σύγχρονη μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη έχει ήδη καταξιώσει ο χρόνος από την πρώτη της επαφή με τα φώτα της σκηνής στο θέατρο Τέχνης (1959-60).
Τα σκηνικά της Μάιρας Βαζαίου, λιτά και λειτουργικά, ακολούθησαν τις οδηγίες του Ουίλλιαμς. Ο συγγραφέας θεωρούσε ότι τα σκηνικά στο εν λόγω έργο «πρέπει να αντιμετωπίζονται με ελευθερία και φειδώ, όπως στο ‘’Καλοκαίρι και καταχνιά’’ και στη ‘’Λυσσασμένη γάτα’’». Στην παράσταση του Broadway ο σκηνικός χώρος ανακαλούσε στη μνήμη των θεατών το σκηνικό της «Λυσσασμένης γάτας», με ένα κρεβάτι που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής. Ούτε τοίχοι, ούτε πόρτες είχαν κατασκευαστεί. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν όλα τα ανοίγματα του χώρου. Με την αρωγή κυκλοράματος αποδίδονταν ο ουρανός, η θάλασσα και οι φοίνικες, μεταφέροντας στο θεατή το εξωτερικό πλαίσιο του έργου. Η πανοραμική προβολή δημιουργούσε «μία ποιητική αφαίρεση … σ’ ένα ονειρεμένο ανοιξιάτικο καιρό» κατά τον Ουίλλιαμς. Ομοίως, στην παράσταση του θεάτρου «Άλμα», στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου καταφεύγουν ο Τσανς και η Αλεξάντρα, δεσπόζει το μεγάλο κρεβάτι μπροστά από τους αναβαθμούς που καταλήγουν στην τουαλέτα με τον καθρέφτη της Ντελ Λάγκο, ενώ πίσω από αυτά υψώνεται φόντο με φοίνικες. Φοίνικες βρίσκονται και στο προσκήνιο, αριστερά και δεξιά της σκηνής, δημιουργώντας ένα συμβολικά ασφυκτικό κλοιό χώρου στις προσδοκίες των ηρώων. Ο ψευδαισθητικά ήρεμος και ωραίος εξωτερικός κόσμος αντιπαραβάλλεται στον πραγματικό κόσμο της βίας, των ανεκπλήρωτων πόθων και της ατελέσφορης προσπάθειας των ηρώων.
Ό,τι, ωστόσο, μεταποίησε το σκηνογραφικό και το σκηνοθετικό κώδικα σε ζώσα πνοή είναι η ερμηνεία της Κατερίνας Μαραγκού. Φώτισε όλες τις πλευρές του ρόλου και καταβυθίστηκε στον κόσμο της Αλεξάντρα για να ανέλθει ως εμπύρετη μάζα με υποκριτικό οίστρο και ακρίβεια δεξιοτεχνική. Με υποδόρια εσωτερική κλιμάκωση, σπαραγμένο σύμβολο της σταρ και της ανθρώπινης οντότητας ταυτόχρονα, μετέφερε την απελπισία της γυναίκας που ξέρει ότι είναι το προϊόν μιας βιομηχανίας, στην οποία θεωρείται τόσο καλή όσο η τελευταία ταινία της.
Ο Όμηρος Πουλάκης με ευελιξία έπλασε τον Τσανς Γουέην ως ένα νέο που στην προσπάθειά του να προσεγγίσει το ανεπίτευκτο, εγκλωβίζεται στην απόχη του παρελθόντος.
Η Αγγελική Μητροπούλου δήλωσε το ήθος του ρόλου της Χέβενλυ με την πίκρα που εμφανίζει η πληγωμένη αγάπη, η χαμένη αθωότητα, το άνυδρο σώμα και η μαραζωμένη ψυχή. Εξαιρετική στην παντομίμα της έναρξης καθώς και στο χορευτικό ιντερμέδιο με τον επαρκή Λευτέρη Βασιλάκη (Τζωρτζ Σκάντερ).
Ο Μπος Φίνλεϋ του Αργύρη Γκαγκάνη συνδύασε τη συμβολική περσόνα του ρατσισμού, της υποκρισίας και της μισαλλοδοξίας με τη ρεαλιστική εξεικόνιση του συντηρητικού οικογενειάρχη και πολιτικού.
Ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης ισορρόπησε τον Τομ Φίνλεϋ σχοινοβατώντας ανάμεσα στο γκροτέσκο και στην δραματικά απειλητική ιταμότητα. Στην παντομίμα του πολιτικού λόγου με πλήρως οργανωμένες κινήσεις και εκφράσεις.
Η Βέφη Ρέδη ως θεία Νόννι είχε ρυθμό και συναισθηματική ένταση.
Η ποιητική γραφή του Ουίλλιαμς και η σκληρή πραγματικότητα του θέματος και των χαρακτήρων στο «Γλυκό πουλί της νιότης» συμβάδισαν στη σκηνή του θεάτρου «Άλμα» και κατήγγειλαν με μία εμπνευσμένη παράσταση την πλειοδοσία του ανάλγητου κοινωνικού περιβάλλοντος πάνω στο γνήσιο ανθρώπινο συναίσθημα.
Κωνσταντίνα Σοφιάδου
Δρ ΠΤΔΕ-ΕΚΠΑ , Ηθοποιός, Φιλόλογος
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πλωρίτης, Μάριος. (1990). Πρόλογος στο Tennessee Williams – Το γλυκό πουλί της νιότης. Δωδώνη: Αθήνα-Γιάννινα.
Murphy, Brenda. (1992). Tennessee Williams and Elias Kazan: A Collaboration in the Theatre. Cambridge University Press.
Roudané C. Matthew. (1997). The Cambridge Companion to Tennessee Williams. Cambridge University Press.
Weiss, Katherine (ed.). (2014).Tennessee Williams, Sweet Bird of Youth. Bloomsbury Publishing.