Οιδίπους, η Ιστορία μίας Μεταμόρφωσης (σκην. Γ.Χουβαρδάς)

Τη συνύφανση των τραγωδιών Οιδίπους Τύραννος και Οιδίπους επί Κολωνώ επιχείρησε ο Γιάννης Χουβαρδάς και αφού μετέφρασε και σύνδεσε τα έργα του Σοφοκλή, διάνθισε το κείμενο με σπαράγματα και στίχους άλλων δημιουργών και δικούς του. Σημειώνεται ότι οι δύο τραγωδίες που αποτελούν τη βάση, δεν απαρτίζουν μέρη κάποιας τριλογίας, δημιουργήθηκαν με μεγάλη χρονική απόσταση (το 428 π.Χ. η πρώτη, το 401 π.Χ. η δεύτερη) και σε διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.

Το έργο του Γιάννη Χουβαρδά δεν προσφέρει μία ευθύγραμμη αφήγηση της μυθικής σειράς. Αν και διατήρησε μεγάλο αριθμό των στίχων του Σοφοκλή, περίπου στο 95%, η σειρά των κειμένων διαφοροποιήθηκε, καθώς η παράσταση αρχίζει από τον επί Κολωνώ, διακόπτεται από στιγμιότυπα του Τυράννου, επιστρέφει στο προηγούμενο έργο και παλινδρομεί αποσπασματικά μεταξύ των δύο δραμάτων εμβάλλοντας αλλότριους στίχους. Η αναζήτηση των τραγωδιών του Σοφοκλή οδηγεί το θεατή σε λανθασμένο ορίζοντα προσδοκιών. Το πλήθος των στίχων ανήκει στο τραγικό σώμα, ωστόσο η συνέχεια και η μυθική ακολουθία διασπάται και η σύμπλεξη των σοφόκλειων στίχων μεταξύ τους και με άλλους συνθέτει δραματουργικά ένα τρίτο έργο. Ο μύθος διαλύεται, η ποιητική λέξη και τα μέτρα πεζολογούν, η διάνοια αλλάζει προσανατολισμό, το κυρίαρχο νόημα εμποτίζεται με μεταφυσική αχλύ και η παράσταση ενοφθαλμίζεται με δάνειες τελετουργίες. Το τραγικό, ο έλεος και ο φόβος υποχωρούν και προσφέρουν τη θέση τους στο δραματικό και την υπαρξιακή αναζήτηση με αποτέλεσμα τη σμίκρυνση και την απομάκρυνση από το καθολικό. Το όλο εγχείρημα με τη μετασκευή του πρωτότυπου υλικού και την όψιν δημιούργησε εσχατολογική ατμόσφαιρα που παρέπεμπε στον «Κρητικό» του Σολωμού ή την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη. Η θρησκευτικότητα, ο χρόνος, οι έννοιες της αυτογνωσίας και της ταυτότητας αποτέλεσαν τους άξονες, οι οποίοι διέτρεξαν την παράσταση.

Στο πρόγραμμα της παράστασης αναγράφεται ο τίτλος «Σοφοκλή – Οιδίπους Τύραννος και Οιδίπους επί Κολωνώ – σε μία ενιαία παράσταση», στοιχείο που αντιφάσκει με τον τίτλο τον οποίο, εντίμως, ο Γιάννης Χουβαρδάς προσέδωσε στο έργο του: «Οιδίπους. Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: από το σκοτάδι στο φως». Πράγματι, για μια ιστορία πρόκειται. Ο διασκευαστής εξικνούμενος από το αρχαίο δράμα παραδίδει ένα μελόδραμα διανθισμένο με τα πορίσματα της ψυχανάλυσης.

Ο Οιδίπους της παράστασης αναβιώνει το τραύμα για να το θεραπεύσει. Η ίαση προκύπτει από την αναπαράσταση του παρελθόντος. Στο επιστημονικό πεδίο της ψυχανάλυσης η επιστροφή στο παρελθόν αποβλέπει στην κατανόηση της αιτίας, στην απέκδυση και την εξουδετέρωση του ενοχικού πλέγματος και στην περαιτέρω διαχείριση της τραυματικής εμπειρίας. Μια τέτοιου είδους ανάγνωση της τραγωδίας παρακάμπτει βασικά συστατικά του μύθου, όπως η αναπόδραστη Μοίρα του Οιδίποδα, αλλά και η επιλογή του βασικού ήρωα να αποκτήσει ταυτότητα με όποιο τίμημα. Επιπλέον, ο Οιδίπους επί Κολωνώ του Σοφοκλή γνωρίζει ήδη και τα παρελθόντα και τα μελλούμενα. Γνωρίζει ήδη τις αιτίες που προκάλεσαν τα γεγονότα, την ταυτότητά του και το ολιγόχρονο μέλλον του. Δε θέτει ερωτήματα. Αντιθέτως, ο επί Κολωνώ του Χουβαρδά στήνει ολόκληρη παράσταση για να γνωρίσει, να αποδώσει και να αναλάβει ευθύνες, να χαράξει νέα εσωτερική πορεία προ του επικείμενου θανάτου δια της επιστροφής στο παρελθόν.

Αφετηρία της βασικής ιδέας στάθηκε, όπως δηλώνει σε συνέντευξή του ο Γιάννης Χουβαρδάς, η αναρώτηση «τι σκέφτεται ένας άνθρωπος όταν φτάνει στο τέλος της ζωής του». Η σκέψη του ετοιμοθάνατου Οιδίποδα στο έργο του Χουβαρδά είναι μία ανάστροφη πορεία από την έσχατη στιγμή του εγκόσμιου βίου προς τη γέννηση. Μέσα σ’ αυτήν την πορεία, με αφηγηματική αναδρομή ο Οιδίπους αγωνίζεται να κατανοήσει γιατί συνέβη ό,τι εξιστορεί ο Σοφοκλής, τους χρησμούς του Απόλλωνα, την έκθεση στον Κιθαιρώνα, την πατροκτονία, την αιμομιξία. Μέλη της οικογένειας και φίλοι παρευρίσκονται για να αναβιώσουν τα γεγονότα και ο Οιδίπους να αποκτήσει με την αρωγή τους τη γνώση, να φωτίσει τις αιτίες, να κατανοήσει την αναγκαιότητα. Ο Θησέας-σωτήρας υποδύεται την Ιοκάστη, η Αντιγόνη – μια βικτωριανή συντηρητική παρθένα – τον Τειρεσία, η Ισμήνη τον Εξάγγελο, ο Πολυνείκης τον Άγγελο και μόνο ο Κρέων διατηρεί την αυστηρή περσόνα του σε όλο το έργο.

Η παράσταση διαδραματίζεται σε ένα νεκροταφείο. Οι φροντιστές των τάφων καθαρίζουν το χώρο, τοποθετούν κοράκια και αναθήματα στους τάφους, στην οθόνη των υπέρτιτλων εναλλάσσεται ο τίτλος της παράστασης με τη ρήση του Έντγκαρ Άλαν Πόε «Είναι όλα όσα βλέπουμε ή φανταζόμαστε όνειρο μέσα στ΄ όνειρο που ονειρευόμαστε;». Ακούγονται σκυλιά που αλυχτούν, ενώ εισέρχονται πρόσωπα απροσδιόριστης ταυτότητας και ρόλου που μεταφέρουν σε φορείο τον Οιδίποδα νεκρό (;), σε κώμα (;), σε ύπνο(;). Σε λίγο ο Οιδίπους με βρυχηθμούς και κραυγές σηκώνεται και προμαντεύει το τέλος του. Θέτει το υπαρξιακό ερώτημα «Γιατί υποφέραμε όλοι» για να συμπληρώσει μόνος του «Πρέπει όλοι ξανά απ’ την αρχή να υποφέρουμε. Όλοι μαζί». Εισέρχεται σε ένα σκηνικό κτίσμα σαν μεγάλη ντουλάπα ή οικογενειακό τάφο, ένα «χρονοντούλαπο της ιστορίας», και εξαφανίζεται μέσα σε αυτό.

Η αναπαράσταση ξεκινά. Τα όρια του χρόνου καταργούνται. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον διαπλέκονται. Η στιγμή καθίσταται ρευστή. Σε ένα διάγραμμα διασποράς γεγονότων χωρίς αλληλουχία οι ρόλοι διανέμονται πολλαπλά, το φύλο καταλύεται, ετερόκλητα υλικά αναμειγνύονται. Ο αρχαιοφύλακας, πρόσωπο επινοημένο από τον διασκευαστή, προσδιορίζει το χώρο ως ιερό και το χρόνο ως εκκλησιαστικό («Είναι μια ώρα προσευχής για τους θνητούς του δειλινού η ώρα») και προειδοποιεί ότι θα παρέμβει, αν χρειαστεί, γιατί οι νεκροί απαιτούν τιμές. Τα κελεύσματα του Θείου που δέχεται ο Οιδίπους, όταν επανεμφανίζεται, μεγιστοποιούνται στην οπτική του θεατή με μυστικιστική τελετουργία και εντυπωσιοθηρική ιεροτελεστία που περιλαμβάνει λουτρό καθαρμού, βάπτιση, ένδυση με λευκά ρούχα, όλα συνοδευμένα από τους ήχους της δυτικότροπης εκκλησιαστικής μουσικής. Τάφοι ανοίγουν και κλείνουν, παρτέρια ποτίζονται με σύγχρονα λάστιχα ποτίσματος, ο Οιδίπους και η Ιοκάστη αναβιώνουν την ερωτική τους έλξη πάνω σε τάφο και ο Κρέων μαγειρεύει κι ανακατεύει τη σούπα στη χύτρα πάνω σε μια εστία υγραερίου στη μέση της σκηνής – υπαινιγμός για τα πολιτικά «μαγειρέματα» και υπενθύμιση της ψαρόσουπας μετά την κηδεία.
Ο Χορός είναι το γραφείο κηδειών που μεριμνά για τα ταφικά έθιμα, αναλαμβάνει το ρόλο των Θηβαίων πολιτών, των Αθηναίων πολιτών και ό,τι άλλο χρειάζεται για να προσεγγίσει το στόχο του το φιλέρευνο πνεύμα του Οιδίποδα. Με άτυπη κινησιολογία συνοδεύει τα περικομμένα χορικά
Τόσο το κείμενο όσο και η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά δεν ενοικούν στο τραγικό πεδίο. Ο διασκευαστής και σκηνοθέτης διέπλευσε τα τραγικά κείμενα και αποβιβάστηκε αβρόχοις ποσί. Όσο και αν οι πρόσθετοι στίχοι διέθεταν υφολογική ομοιογένεια με το περιελιγμένο κείμενο, οι συνεχείς αφηγηματικές αναλήψεις, η σύγχυση ρόλων, ο μυστικισμός και η υπερχειλίζουσα περιπάθεια δεν επέτρεπαν στον αρχέγονο μύθο να προσοικειωθεί από το θεατή. Από την παράσταση εξέλιπε η ευκρίνεια και η τραγική λειτουργία. Τα δύο παράλληλα θέματα των πρωτοτύπων, η λανθασμένη πρόσληψη της βούλησης του Απόλλωνα και η τύχη του σώματος του Οιδίποδα στην Αθήνα, καταποντίστηκαν στους «ψυχολογισμούς» και στη μηχανιστική απόδοση του πάθους. Ο ήρωας του Σοφοκλή συμφιλιώνει την ανθρώπινη βούληση με τη θεία υπακούοντας στα κελεύσματα των υπερβατικών χρησμών. Αρύεται από την προσδοκία συγχώρεσης της Ύβρεως σε αντίθεση με τον κατά Χουβαρδά Οιδίποδα που αναζητά ελεγειακά το εγώ και όσα το καθορίζουν. Το αποτέλεσμα ήταν μία ασπόνδυλη παράσταση χωρίς κρεσέντο, αποτελούμενη από αυτόνομες σκηνές στις οποίες δεν ήταν κατανοητό αν μιλά η Αντιγόνη ή ο Τειρεσίας, ο Τύραννος ή ο επί Κολωνώ, ο Άγγελος ή ο Πολυνείκης.

Τα πρόσωπα περιστρέφονταν γύρω από το πυρηνικό αρχέτυπο του Οιδίποδα και οι ηθοποιοί προσπάθησαν να υπηρετήσουν την παράσταση με ιλιγγιώδεις εναλλαγές. Με τεχνική αρτιότητα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η Στεφανία Γουλιώτη και η Πηνελόπη Τσιλίκα διακρίθηκαν.
Η Καραμπέτη, σκοτεινή, γκόθικ, παρουσίασε τον Κρέοντα ως κατ’ εξοχήν πολιτική φιγούρα, ανοικτίρμονα, προσηλωμένο στα συμφέροντα της πόλης.
Η Γουλιώτη ήταν εκείνη που πρωταγωνιστεί στο τραύμα, η μάνα-γυναίκα Ιοκάστη και το πρόσωπο που προσφέρει άσυλο. Με εξαιρετική δεινότητα έπλασε τον Θησέα ως μητρική μορφή που προστατεύει τον Οιδίποδα.
Η Τσιλίκα δίχως την ελάχιστη ρωγμή κατόρθωσε να καταστήσει διακριτούς τους δύο συμπεπλεγμένους ρόλους της Ισμήνης και του Εξάγγελου. Από την αφηγηματική απόσταση της εξωτερικής εστίασης που προϋποθέτει η αγγελική ρήση, στο σπαραγμό της κόρης με τις ενδιάθετες φράσεις «Αχ! Μητέρα μου, μητέρα» και στην εναλλαγή μεταξύ τρίτου και πρώτου προσώπου κατέθεσε την εγκυρότερη, πιο αληθινή και ενδιαφέρουσα ερμηνεία της παράστασης.

Ο Ορέστης Χαλκιάς σκηνοθετικά ποδηγετούμενος κίνησε την Αντιγόνη σε άνυδρο έδαφος και την εξουδετέρωσε, ενώ στέρησε τον Τειρεσία από το δέος της φριχτής μαντείας και τον μετέτρεψε σε σχεδίασμα ιλαροτραγωδίας.
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής επαρκής ως Άγγελος, χωρίς δυναμική ως Πολυνείκης. Ο Νίκος Χατζόπουλος στο ρόλο του αρχαιοφύλακα δήλωσε το ήθος που του προσέδωσε ο διασκευαστής με ρεαλισμό και μέτρο.
Ο Νίκος Καραθάνος εμπιστεύτηκε τη συγκεκριμένη σύλληψη του έργου και την αιρετική διασκευή, που τον οδήγησαν ελλείψει τραγικού μεγέθους σε ψυχογράφηση του Οιδίποδα. Η ύβρις, η οδύνη και ο προφητικός οίστρος αναλώθηκαν σε φωνητικές ακροβασίες και αναίτια κινητικότητα. Το προσωπείο του θανάτου εκφράστηκε με υψηλόφωνο άγχος και προσποίηση πάθους. Η κατάφαση του υπερβατικού έγινε ένας κραυγάζων πόνος.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ακολούθησαν τις σκηνοθετικές επιταγές. Το ιερό άλσος του Κολωνού, χώρος που δεν κατονομάζεται στη διασκευή, μετατρέπεται από τη σκηνογράφο σε νεκροταφείο στο οποίο τοποθετείται η δράση. Θανάτου τόπος και πύλη προς το υπερβατικό για τον Οιδίποδα υποβάλλει το εναγώνιο ερώτημα «γιατί να γεννηθεί κανείς». Εκεί, ο εκμηδενισμένος χρόνος προσλαμβάνεται σε σχέση με την ανθρώπινη μοίρα. Τα κοστούμια και η συνολική εμφάνιση παρέπεμπαν άστοχα στον καθολικισμό και σε ταινίες του Τιμ Μπάρτον.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς θέλησε να δώσει την «ιστορία μιας μεταμόρφωσης: Από το σκοτάδι στο φως». Μιας μεταμόρφωσης από την άγνοια στη γνώση, από την Ύβριν στη συγχώρεση. Και μεταμόρφωσε: τις τραγωδίες του Σοφοκλή. Θα μπορούσε να δημιουργήσει μία ενδιαφέρουσα παράσταση. Η οπτική στο σοφόκλειο κείμενο, όμως, τον οδήγησε σε εκμετάλλευση των ψυχαναλυτικών διεργασιών, στοιχείο ξένο προς το τραγικό είδος, στο μυστικισμό και στην υπερβολικά επαναλαμβανόμενη σύμπλεξη στίχων. Είναι μάλλον αμφίβολο, εάν κατανοούσαν οι θεατές τι ακριβώς συνέβαινε. Είχε τη δυνατότητα να σκηνοθετήσει τον ή τους Οιδίποδες σε μία σαφή παράσταση. Αλλά, όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Βαρβέρης, «η διασκευή είναι η αντιμισθία της απιστίας».

Κόννη Σοφιάδου
Ηθοποιός, Φιλόλογος PhD

Φωτογραφίες:Elina Giounanli

EnglishGreek