Το θέατρο όχι μόνο θεωρητικά από τη φύση που διαθέτει, άλλα και πρακτικά προβάλλει και τελικά υποβάλλει στους αποδέκτες του τον παιδαγωγικό και μορφωτικό του χαρακτήρα. Αυτό είναι ακριβώς το στοιχείο εκείνο που το αναδεικνύει σε κατ’ εξοχήν προνομιούχο πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, αφού μέσω αυτού πετυχαίνεται με τρόπο εύληπτο και αισθητικά άρτιο η διοχέτευση αξιακών προτάσεων, ηθικών επιταγών, κοινωνικών μηνυμάτων, πολιτισμικών αιτημάτων και ψυχο-πνευματικών παροτρύνσεων. Εκφερόμενα όχι ως άμεσες κατηγορικές προσταγές ούτε ως διδακτικές υποδείξεις απευθυνόμενες από κάποιον που μπορεί, ξέρει και θέλει, προς κάποιους που επιζητούν, επιθυμούν ή απλά υποχρεώνονται να αναζητήσουν τη γνώση, αλλά ως σκηνικές προτάσεις, συνοδευόμενα από αυθύπαρκτη δράση και αναπτύσσοντας αυτοδύναμες δραματικές καταστάσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ηθοποιών – δρώντων προσώπων, δεν προσκρούουν στην αρνητική αντιμετώπισή τους από τους φυσικούς αποδέκτες, τους θεατές στην πλατεία. Αντίθετα, θεωρούμενα ως πραγματικά δεδομένα ικανά να προτρέψουν ή να αποτρέψουν, ενισχύσουν ή αποδυναμώσουν, σίγουρα όμως παραδειγματίσουν θετικά ή αρνητικά, ασκούν εκπληκτική γοητεία και επίδραση στη συνείδηση του κοινού που τα παρακολουθεί.
Η κατ’ αυτόν τον ιδιάζοντα έμμεσο αλλά καθοριστικό τρόπο παρέμβαση του θεατρικού γίγνεσθαι [δηλαδή η συνειδητή σύμβαση μεταξύ σκηνής και πλατείας να εκλαμβάνεται ως αληθινό αυτό που είναι δεδομένο ότι δεν είναι τέτοιο] στο αντικειμενικά υπαρκτό [δηλαδή την αντικειμενική παρουσία και δράση των καθημερινών ατόμων που είτε ως ηθοποιοί είτε ως θεατές μετέχουν στη θεατρική διαδικασία] και συχνή σημασιοδότηση του δεύτερου [πραγματικότητα] από το πρώτο [θέατρο], αποτελούν την απάντηση στην αιτιατή σχέση που εξηγεί την όποια επίδραση ασκεί το θέατρο στην κοινωνία, άρα τελικά και τον παιδαγωγικό του ρόλο.
Η σημασία των προηγούμενων επισημάνσεων μεγεθύνεται και αποκτά πρωτεύοντα ρόλο, όταν αναφερόμαστε όχι πια στο θέατρο γενικά, αλλά ειδικότερα στο «Θέατρο για παιδιά». Γιατί σ’ αυτό, ο χαρακτήρας και η ιδιαιτερότητα προέρχονται και τελικά ανάγονται στον πραγματικό φυσικό αποδέκτη, τον ανήλικο θεατή στην πλατεία.
Ο δικός του ψυχο-πνευματικός κόσμος, οι δικές του προσλαμβάνουσες και ο δικός του ορίζοντας προσδοκίας είναι που καθορίζουν το συγκεκριμένο είδος θεάτρου, αρχής γενομένης τόσο από το ίδιο το δραματικό κείμενο μ’ όποια μορφή κι αν αυτό εμφανίζεται [δραματοποιημένος μύθος ή παραμύθι, διασκευή λογοτεχνικού ή θεατρικού έργου, πρωτότυπη συγγραφή κ.ά.], όσο και τους άμεσους και έμμεσους κώδικες της σκηνικής πράξης [υποκριτική, μουσική, σκηνογραφία, φωτισμός, κ.ά.] ή, τέλος, τη διαμόρφωση του θεατρικού χώρου [σχέση πλατείας – σκηνής, φουαγέ κ.ά.] και την κοινωνιολογική σύσταση του κοινού. Το παιδί στη θεατρική αίθουσα, είτε βρίσκεται μόνο είτε συνοδευόμενο από κάποιον ενήλικο, είτε ανήκει σε μία ευρύτερη ομάδα που παρακολουθεί το θέαμα [σχολείο], είναι αυτό που θα κρίνει και τελικά θα αποφανθεί καταφατικά ή αρνητικά για την όποια αξία του σκηνικού θεάματος.
Όμως το παιδί, για ευνόητους λόγους, είναι ένας αδύναμος θεατής, ένας ευαίσθητος δέκτης προς τον οποίο μπορεί να απευθυνθεί με μεγάλες δυνατότητες πετυχημένης πρόσληψης το σκηνικό μήνυμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται αντιληπτό ότι ο παιδαγωγικός ρόλος του θεάτρου που απευθύνεται σε ένα κοινό ανηλίκων αναδεικνύεται πρωταρχικός, εις βάρος [κάποτε] άλλων εξίσου σημαντικών παραμέτρων [ιδεολογικών, αισθητικών, μεταφυσικών κ.ά.], αφού με τη συμμετοχή του και μόνο σε μία θεατρική παράσταση που έχει αποκλειστικά αυτόν ως αποδέκτη, το παιδί προσλαμβάνει μηνύματα και αξίες κάθε είδους και προελεύσεως [αισθητικό-ιδεολογικά, κ.ά.], τα οποία μπορεί να επενεργήσουν καθοριστικά στη συνείδηση διαμορφώνοντας ανάλογα την προσωπικότητά του.
Με αυτό ως δεδομένο, γίνεται αντιληπτό ότι η σπουδαιότητα της προκείμενης κατηγορίας θεάτρου για την παροχή παιδείας και την ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, με τρόπο γόνιμο και επιτυχή, είναι αναμφισβήτητη, και η ευθύνη τόσο των ανθρώπων που μετέχουν στις διαδικασίες παραγωγής αλλά και πρόσληψης του θεάματος για παιδιά, όσο και της ίδιας της πολιτείας, είναι καθοριστική.
Αν διερευνούμε τη σκέψη μας και προεκτείνουμε τα θεωρητικά μας συμπεράσματα πέρα από τα πλαίσια της προσωπικής μας εμπειρίας, πέρα από τα σύνορα του θεωρούμενου «οικείου» και «γηγενούς» παραδείγματος, και αναχθούμε σε μια ευρύτερη ενότητα όπως αυτή είναι η Ενωμένη Ευρώπη του τέλους του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα, θα μπορέσουμε και πάλι να απαντήσουμε καταφατικά στις αρχικές μας θέσεις; Θα μπορέσουμε δηλαδή να επιβεβαιώσουμε τις απόψεις μας για τη σπουδαιότητα του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει το «Θέατρο για παιδιά» όχι μόνο στην Ελλάδα ή σε όποια συγκεκριμένη μικρή ή μεγάλη ομοιογενή και ομογενοποιημένη κοινωνία, αλλά σε μία ανομοιογενή, ετερόκλητη και πάντοτε αντιφατική πολυεθνική κοινωνία, όπως αυτή διαγράφεται στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης; Πως θα γίνει δυνατό, όχι σε επίπεδο κοινωνικό και οικονομικό, αλλά πολιτισμικό, να ομογενοποιηθούν οι ετερότητες, να εξισορροπηθούν οι ανισότητες και να συγκλίνουν οι διαφορές έτσι ώστε, πέρα από τις όποιες εθνο-φυλετικές, ιστορικό-πολιτισμικές και κοινωνικό-οικονομικές αντιπαραθέσεις και αποκλίσεις, να δημιουργηθεί μια ενιαία πολιτιστική συνείδηση και ταυτότητα όχι πια του μεμονωμένου εθνικού πολίτη, αλλά του μελλοντικού πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Η απάντησή μας στο ερώτημα αυτό είναι αναμφισβήτητα καταφατική και τεκμηριώνεται στη συνέχεια της ανάλυσης που ακολουθεί.
Η θεατρική παράσταση που απευθύνεται σε ένα παιδικό κοινό ανεξάρτητα κοινό ανεξάρτητα από την κοινωνικό-οικονομική, μορφωτική, ακόμα και την εθνο-φυλετική του προέλευση, μπορεί σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό να αγγίξει τη συνείδηση και το ψυχισμό του, δημιουργώντας εντυπώσεις, εμπειρίες και καταστάσεις που έμμεσα ή άμεσα έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Είτε αυτή παρουσιάζεται σε θεατρική αίθουσα οργανωμένη συστηματικά από ηθοποιούς και θιάσους με επαγγελματική συνείδηση, είτε εντάσσεται στο Σχολείο αποτελώντας ελεύθερη έκφραση των ίδιων των μαθητών και των δασκάλων τους, άρα ενσωματωμένη μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής διαδικασίας, είτε τέλος προωθούμενη κατά τρόπο ερασιτεχνικό από κάθε είδους ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα και οργανισμό που στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων, η θεατρική παράσταση έργων που απευθύνονται σε παιδιά αποτελεί ένα ιδανικό μέσο παροχής παιδείας.
Γιατί η αμεσότητα και η εποπτικότητα που δημιουργείται στην επικοινωνιακή σχέση στους ανήλικους θεατές της πλατείας και τους ηθοποιούς της σκηνής, η παραστατικότητα της δράσης και η εικονοποίηση αφηρημένων εννοιών και καταστάσεων συντελούν στην ευκολότερη πρόσληψη των όποιων μηνυμάτων εκπορεύονται από τα σκηνικά δρώμενα, παρά αν τα ίδια διοχετεύονταν στα παιδιά με τη μορφή αναγνώσματος ή διδασκαλίας τόσο κατά τη διάρκεια της σχολικής πράξης, όσο και από ελεύθερη, αυθόρμητη μελέτη του παιδιού.
Η υποστασιοποίηση των θεατρικών ρόλων, η δραματοποίηση των γεγονότων, η μορφοποίηση των χαρακτήρων, η συγκεκριμενοποίηση του δραματικού χώρου και χρόνου αποτελούν τις βασικές παραμέτρους που καταδεικνύουν την υπεροχή αυτής της μορφής επικοινωνίας. Αν σ’ αυτά προστεθούν και τα άλλα στοιχεία της παράστασης, όπως η μουσική και ο φωτισμός, η σκηνογραφία και τα κοστούμια, που από έμμεσοι και κάποτε βοηθητικοί κώδικές στο θέατρο ενηλίκων αναδείχνονται σε κώδικες εξίσου σημαντικούς με αυτούς της υποκριτικής και της κινησιολογίας των ηθοποιών, τότε γίνεται κατανοητό πόσο εύκολο και πετυχημένα μπορεί να διαβιβαστεί το σκηνικό μήνυμα του έργου στα παιδιά – θεατές της πλατείας.
Πολύ περισσότερο, γιατί αυτού του είδους οι επικοινωνιακοί κώδικες καταφέρνουν όχι μόνο να ανταποκριθούν με επιτυχία, αλλά κάποτε να υποκαταστήσουν πλήρως το μόνο ίσως και κατ’ εξοχήν μέσο για άλλες μορφές επικοινωνίας, τη γλώσσα.
Στο θέατρο, όπως είναι γνωστό, παράλληλα και συμπληρωματικά προς τον καθαρά γλωσσικό κώδικα του κειμένου, επενεργούν και άλλα αυτόνομα συστήματα σημασίας, που έρχονται αθροιστικά ή αφαιρετικά προς αυτόν, να ενισχύσουν ή να υπονομεύσουν, να επιτείνουν ή να αποδυναμώσουν τη σημασία του από τον ηθοποιό εκφερόμενου κειμενικού λόγου. Κατά συνέπεια, ως θεατρικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά και μόνο ο από το συγγραφέα κειμενικά εγγεγραμμένος λόγος των δραματικών προσώπων του. Αντίθετα, ως τέτοιος πρέπει να εκληφθεί ο από τη συνείδηση του θεατή στην πλατεία τελικά προσλαμβανόμενος λόγος, που δεν αποτελεί παρά σύζευξη στοιχείων λεκτικών και αλεκτικών, σημείων φυσικών και τεχνητών, τα οποία δημιουργούνται από την αλληλεπενέργεια των επιμέρους κωδίκων της θεατρικής παράστασης.
Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν αναφερόμαστε στο «Θέατρο που απευθύνεται σε παιδιά» και μάλιστα σε παιδιά που δεν έχουν την ίδια μητρική γλώσσα και, συνεπώς, αντιμετωπίζουν προβλήματα στην κατανόηση του σκηνικά εκφερομένου λόγου των ηθοποιών. Η φόρτιση της οπτικής εικόνας και ο εμφατικός ρόλος της μουσικής, η διόγκωση της κινησιολογίας και η ομογενοποίηση των κωδίκων της υποκριτικής, η ενίσχυση του συνόλου των αλεκτικών κωδίκων επικοινωνίας, εις βάρος ίσως του καθαρά γλωσσικού κώδικα του κειμένου, αποτελούν μερικά στοιχεία που αναδεικνύουν το «Θέατρο για παιδιά» ως έναν ιδανικό φορέα διαπαιδαγώγησης νέων ατόμων μιας γλωσσικά τόσο ετερόκλητης κοινότητας, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι όποιες αξίες και τα ιδανικά, οι κοινωνικές σχέσεις και τα πρότυπα συμπεριφοράς, που προτείνονται από τη σκηνή μπορούν να βρουν άμεση και θετική ανταπόκριση από το παιδικό κοινό της πλατείας, το οποίο μπορεί να διαμορφώσει ανάλογα τα δικά του κριτήρια.
Παράλληλα όμως με το περιεχόμενο του έργου που αποδίδεται σκηνικά, το ίδιο το γεγονός της θεατρικής παράστασης αποτελεί ένα σύνθετο καλλιτεχνικό προϊόν, για τη δημιουργία του οποίου συμβάλλουν περισσότεροι τομείς της τέχνης, όπως η λογοτεχνία και η ζωγραφική, ο χορός και η μουσική. Οι όποιες, επομένως, παιδαγωγικές αξίες διοχετεύονται στα παιδιά είναι ταυτόχρονα επενδυμένες και με πλήθος από αισθητικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν το σύστοιχο, καθαρά μορφολογικό αντίβαρο των όποιων άλλων σημαντικών μηνυμάτων του έργου. Ο ανήλικος θεατής, ακόμα και αρκετό χρονικό διάστημα μετά τη συμμετοχή του στη θεατρική παράσταση, αν αυτή ήταν πολυδιάστατα πετυχημένη, ανακαλεί στη μνήμη του όχι μόνο τις ιδέες και τα μηνύματά της αλλά και τις όποιες αισθητικές εμπειρίες έλαβε από αυτή.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο γενικότερος παιδαγωγικός ρόλος του θεάτρου μπορεί να λειτουργεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια της παράστασης και λίγο μετά, αλλά να προεκτείνει την ενεργητική του επίδραση στο χρόνο συντελώντας σημαντικά στη διαμόρφωση της συνείδησης του μετέπειτα ενήλικου ατόμου.
Σώμα και ουσία όμως της θεατρικής παράστασης αποτελεί το κείμενο. Σε αυτό ακριβώς στηρίζεται κι απ’ αυτό απορρέει κάθε παιδαγωγικό μήνυμα και σκοπιμότητα, επομένως σ’ αυτό είναι που πρέπει να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον και να στραφεί η προσοχή μας, αφού μέσα απ’ αυτό είναι που θα διοχετευτούν στο παιδικό κοινό τα πρότυπα και οι αξίες που θα στοχεύουν στη δημιουργία κοινής συνείδησης και ομοιογενούς πολιτισμικής ταυτότητας. Γιατί, μέσα από τη θεατρική παράσταση, ως πεδίο κοινής γλώσσας και συνεννόησης ευρύτερων μαζών, που υπερβαίνει ακόμα και αυτούς τους φραγμούς της λεκτικής επικοινωνίας, διοχετεύοντας κοινά η παρόμοια ερεθίσματα στους αποδέκτες του, θα γίνει δυνατό, σταδιακά και σε κάποια μελλοντική στιγμή, να δημιουργηθούν οι πρώτοι πυρήνες, τα πρώτα σημεία συλλογικής αναφοράς των μελλοντικών γενιών, οι οποίες ενδεχομένως στο πέρασμα του χρόνου θα μπορέσουν κάποτε να συμπεριφερθούν ως ενιαία πολιτισμική κοινωνία, διατηρώντας ταυτόχρονα τα όποια ιδιαίτερα εθνο-φυλετικά και πολιτιστικά γνωρίσματα της χώρας στην οποία ως μεμονωμένα άτομα ανήκουν.
Μέσα λοιπόν από τη σωστή επιλογή των κατάλληλων κειμένων, τα οποία θα αποτελέσουν ένα αρκετά ευρύ ρεπερτόριο έργων που προορίζονται για παιδικό και νεανικό κοινό και τα οποία άλλωστε, ακριβώς εξαιτίας των επικοινωνιακών δυνατοτήτων που παρέχει η θεατρική παράσταση, μπορεί να μην απαιτηθεί να μεταφραστούν με την κλασική σημασία του όρου στη γλώσσα της χώρας που παρουσιάζεται το έργο, αλλά να αποδοθούν κατά τρόπο μεικτό, τόσο με τη διατήρηση δηλαδή στοιχείων της αρχικής γλώσσας όσο και την αντικατάσταση άλλων, που διευκολύνουν την επικοινωνία, με γλωσσικούς κώδικες οικείους στο παιδί, ο παιδαγωγικός ρόλος αυτού του είδους θεάτρου θα διευρυνθεί αποφασιστικά. Οι ανήλικοι θεατές στη θεατρική αίθουσα με τη βοήθεια των θεαματικών στοιχείων της παράστασης [φωτισμού, μουσικής, κίνησης ηθοποιών, κοστουμιών, οπτικό-ακουστικών εφέ, κ.ά.] θα μπορέσουν να κατανοήσουν το κείμενο και να προσλάβουν αβίαστα τα μηνύματα του έργου, τα οποία θα συντείνουν στη δημιουργία μιας ενιαίας πολιτισμικής συνείδησης, που θα υπερβαίνει τόσο τα εθνικά σύνορα και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, όσο και τις πολιτιστικές αποκλίσεις και τις ιστορικές αντιπαραθέσεις της με κάποιες άλλες, προβάλλοντας και τελικά υποβάλλοντας στους θεατές μια κοινή, αρκετά ευρεία αλλά και ευέλικτη φυσιογνωμία, στα πλαίσια της πολυεθνικής κοινωνίας που ήδη αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για να γίνει αυτό θα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις σε θεωρητικό αρχικά επίπεδο. Να καταρτιστούν δηλαδή ομάδες εργασίας από ερευνητές-επιστήμονες περισσότερων γνωστικών πεδίων όπως: θεατρολογία, λογοτεχνία, γλωσσολογία, παιδαγωγική, κοινωνιολογία, ψυχολογία, ιστορία, εθνολογία, ανθρωπολογία, κ.ά., οι οποίες θα εργαστούν παράλληλα και ανεξάρτητα η μία από την άλλη σε εθνικό επίπεδο, διερευνώντας το δικό τους πεδίο με κοινά όμως κριτήρια, μεθόδους και αρχές. Στη συνέχεια, να γίνει μια σύνθεση των επιμέρους πορισμάτων, ύστερα από διεπιστημονική και διακρατική συνεργασία των ειδικών, και να καταλήξουν σε ένα κώδικα δεοντολογίας κοινά εφαρμόσιμο σε όλες τις επιμέρους περιπτώσεις των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, να οδηγηθούν σε συγκεκριμένες προτάσεις ενός ενδεδειγμένου δραματολογίου, κατάλληλα προσανατολισμένου προς τις ανάγκες ενός παιδικού και νεανικού κοινού, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής του. Μ’ αυτά ως δεδομένα μπορεί να δοθεί πια το κείμενο στους πραγματικούς φορείς του, τους ανθρώπους που μετέχουν άμεσα στην πρακτική έκφρασή του [παράσταση] και να επιχειρηθεί η υλοποίηση των αρχικών θεωρητικών παραμέτρων και προϋποθέσεων για την επιδίωξη του κοινού στόχου.
Ενδεικτικές κατηγορίες συγκεκριμένων έργων αλλά και ειδών, από τα οποία μπορεί στη συνέχεια να απαρτιστεί το αντίστοιχο ρεπερτόριο, είναι τα ακόλουθα:
α) Αρχαία ελληνική γραμματεία
Πολλά από τα λογοτεχνικά αλλά και δραματικά κείμενα της αρχαίας Ελλάδας είναι ενδεδειγμένα για παιδικό και νεανικό κοινό. Είτε δηλαδή πρόκειται για τους μύθους του Αισώπου και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, είτε για διασκευές κάποιων τραγουδιών ή δραματοποιημένα κείμενα μεγάλων μορφών του αρχαιοελληνικού πνεύματος, είτε τέλος για τη θεατροποίηση των ομηρικών επών ή οτιδήποτε άλλο, τα θέματα που αντλούνται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο διαθέτουν ένα πλαίσιο, πανανθρώπινης εμβέλειας δυναμικό, κατάλληλο και ικανό για τη διαπαιδαγώγηση νέων ανθρώπων σε κάθε εποχή και κοινωνία. Κατά συνέπεια, η θεατρική τους απόδοση μπορεί να αποτελέσει ιδανικό φορέα μηνυμάτων με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια αναφορικότητα, αφού οι αξίες και τα ιδανικά που μέσω αυτών παρέχονται, αποτελούν διαχρονικές σταθερές του δυτικού πολιτισμού, ζητούμενα του ανθρώπινου πνεύματος σε παγκόσμιο επίπεδο: ελευθερία, δημοκρατία, γνώση, αλήθεια, μεταφυσικός κόσμος, ψυχο-πνευματική ισορροπία κ.ά.
Το ελληνικό «Θέατρο για παιδιά» μας προσφέρει ένα αντιπροσωπευτικό και πετυχημένο δείγμα μια παρόμοιας αξιοποίησης έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ενδεικτικά και μόνο ανάμεσα στ’ άλλα μπορούμε να αναφέρουμε την περίπτωση του Αριστοφάνη που έχει διασκευαστεί από τον Δ. Ποταμίτη [Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη] και τον Γ. Καλατζόπουλο [Όρνιθες, Ειρήνη]˙ του Αισώπου, έργα του οποίου έχουν μεταγραφεί από τον Γ. Νεγρεπόντη [Ο φίλος μας ο Αίσωπος] και του Ομήρου που η «Οδύσσειά» του έχει έμπνευση την Ξ. Καλογεροπούλου [Οδυσεβάχ] και τον Ν. Καμτσή [Οδύσσεια].
β) Κλασικά λογοτεχνικά και δραματικά κείμενα
Η ευρωπαϊκή λογοτεχνία και το θέατρο, από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβάνουν πλήθος από κείμενα που έχουν χαρακτηριστεί «κλασικά». Διαθέτοντας έναν εννοιολογικό πλούτο και μια αισθητική πληρότητα, τα έργα αυτά αναγνωρίζονται διαχρονικά ως μνημεία λόγου με ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Αυτά είναι που γαλούχησαν γενιές και γενιές ανθρώπων και θεμελίωσαν το σύγχρονο πολιτισμό.
Αυτή τους η αναντίρρητη αξία και σπουδαιότητα είναι ακριβώς που συντελεί στο να θεωρηθούν θεμέλια πάνω στα οποία με επιτυχία μπορεί να στηριχθεί η δημιουργία μιας κοινής συνείδησης των Ευρωπαίων πολιτών του 21ου αιώνα. Γιατί έργα όπως των Σαίξπηρ και Ρακίνα, Γκαίτε και Θερβάντες, Τολστόι και Προυστ, Μαίτερλινγκ και Μπρεχτ, που το καθένα με τον τρόπο του σηματοδοτεί μια κορυφάια στιγμή από την πνευματική δημιουργία του νεότερου [ευρωπαϊκού] κόσμου, μπορούν με την κατάλληλη διασκευή τους να γίνουν προσιτά σε ένα παιδικό και νεανικό κοινό. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει ήδη μια θεαματική στροφή, αφού το ρεπερτόριο των θιάσων που απευθύνονται σε παιδιά διαθέτει αρκετά έργα των προαναφερόμενων συγγραφέων σε διαφορετικές πολλές φορές εκδοχές και αποδόσεις. Χαρακτηριστικές [τουλάχιστον για το ελληνικό θέατρο] μπορεί να θεωρηθούν οι μεταγραφές-διασκευές έργων του Σαίξπηρ [Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Η δωδεκάτη νύχτα], του Θερβάντες [Δον Κιχώτης], Μπρεχτ [Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία], Μαίτερλινγ [Το γαλάζιο πουλί], Σαιν Εξυπερύ [Ο μικρός πρίγκιπας] κ.ά. Διασκευασμένα από Έλληνες δραματουργούς, τα έργα αυτά άλλοτε διατηρούν τον αρχικό τους τίτλο και άλλοτε τον παραλλάσουν, μένοντας όπως πιστά στο βασικό πνεύμα και τα μηνύματα του συγγραφέα, που γίνονται προσιτά από ένα κοινό ανηλίκων.
γ) Λογοτεχνικά κείμενα για παιδιά
Η κατηγορία αυτή είναι ιδιαίτερα πλούσια και αγαπητή στο παιδικό κοινό, αποτελώντας το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του είδους. Πρόκειται για γνωστά λογοτεχνικά έργα συγγραφέων όπως οι: Άντερσεν [Η βασίλισσα του χιονιού, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα], Γκριμ [Χένσελ και Γκρέτελ], Κάρολ [Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων], Ντίκενς [Χριστουγεννιάτικο παραμύθι], Σουίφτ [Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ] κ.ά., που είτε στην αυθεντική πρωτότυπη λογοτεχνική τους μορφή, είτε σε θεατρική διασκευή συναρπάζουν τους ανήλικους αναγνώστες και θεατές.
Με τη θεατρική τους απόδοση, το κοινό των ανηλίκων θα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει κοινά σημεία αναφοράς, κοινές εμπειρίες πάνω σε θέματα και αξίες εγνωσμένου κύρους και παιδαγωγικής σκοπιμότητας και να δημιουργήσει κοινές προσλαμβάνουσες που να συντείνουν στον αρχικό στόχο.
δ) Παραμύθια, λαϊκές παραδόσεις
Οι θρύλοι και τα παραμύθια, οι λαϊκές δοξασίες και οι αφηγήσεις, αποτελούν ανέκαθεν τροφή για τη διαπαιδαγώγηση, τη διασκέδαση και τη μόρφωση των παιδιών, αφού με το πλούσιο και πολυδιάστατο περιεχόμενό τους συμβάλλουν ποικιλότροπα στην ανάπτυξη της φαντασίας και της ψυχο-πνευματικής ωριμότητας, της κρίσης και της ιστορικής εμπειρίας τους.
Αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, οι ίδιες παραμυθιακές αφηγήσεις, τα μοτίβα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται, να βρίσκονται ή να επαναλαμβάνονται κατά κοινό ή παρόμοιο τρόπο σε παραμύθια λαών με διαφορετική φυλετική και ιστορική προέλευση και, σε τελευταία ανάλυση, διαφορετικό λαϊκό πολιτισμό. Μακριά από κάθε προσπάθεια εθνολογικής και ιστορικο-φιλολογικής έρευνας για την ανεύρεση των αρχικών πιθανών προτύπων και την επισήμανση των δανείων και των επιδράσεων, που διαθέτοντας συγκριτολογικό χαρακτήρα μοιραία θέτει σε αντιπαλότητα μια πολιτιστική παράδοση με κάποια άλλη, η επισήμανση τέτοιων στοιχείων κρίνεται πολύ σημαντική.
Η δραματοποίηση και τελικά η θεατρική παράσταση θεμάτων, δεδομένων και ιστοριών από τη λαϊκή παράδοση των επιμέρους χωρών της Ευρώπης, που όμοια ή σχετικά συναντώνται και σε άλλες χώρες [με τις όποιες μεταλλαγές], συμβάλλει όχι στην αντιπαράθεση, αλλά μάλλον στη σύγκλιση των διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων και τελικά στην επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση των λαών. Γιατί όσο πιο κοντά είναι τα θέματα που διαπραγματεύεται θεατρικά ένα παραμύθι μιας λαϊκής δημιουργίας στο κοινό μιας άλλης χώρας, όσο οι κοινοί τόποι και οι αντιστοιχίες είναι αυξημένες, τόσο η επικοινωνία γίνεται ευχερέστερη, ο πολιτιστικός διάλογος επιτυχής και τελικά η ενσωμάτωση όλων στον ευρύτερα κοινό υποδοχέα πιο ανώδυνη.
Η θεατρική διασκευή, λοιπόν, παραμυθιών και η δραματοποίηση θεμάτων από τη λαϊκή παράδοση αποτελούν ένα ακόμη σημείο επαφής του παιδικού ευρωπαϊκού κοινού, με τρόπο που να διευκολύνεται η σταδιακή ομογενοποίησή του και η μελλοντική ανάπτυξη μιας κοινής και ενιαίας πολιτισμικής ταυτότητας.
Στόχος και πρόθεση μια ομάδας εργασίας σε αυτό το επίπεδο είναι ο εντοπισμός καταρχήν, σε εθνικό επίπεδο, των στοιχείων εκείνων της λαϊκής πολιτιστικής δημιουργίας που διαθέτουν χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τις εθνοφυλετικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες κάθε λαού. Σε προνομιούχο θέση θα ταξινομηθούν όσα διαπνέονται από πνεύμα ανθρωπισμού και διεθνισμού, που αντιμετωπίζουν με κατανόηση τους άλλους, τους «ξένους» λαούς και πολιτισμούς, προβάλλοντας αξίες με διαχρονική και πανανθρώπινη ισχύ.
Στη συνέχεια, θα γίνει μια επιλογή ανάμεσα σε όσα διαθέτουν, εκτός από τις προαναφερμένες αρετές, και αξίες αισθητικό-καλλιτεχνικές και παιδαγωγικές που μπορούν ν’ ανταποκριθούν σε ενδιαφέροντα και ανάγκες ατόμων από διαφορετική κουλτούρα, με διαφορετική νοοτροπία και ψυχισμός, άρα με διαφορετικές προσλαμβάνουσες ˙ τέλος, η επισήμανση εκείνων που είτε ήδη ανήκουν στην κατηγορία των «δραματικών» κειμένων είτε εμπεριέχουν έντονα στοιχεία θεατρικότητας και μπορούν εύκολα να δραματοποιηθούν και να αποδοθούν στη σκηνή.
Με παρόμοιου είδους κριτήρια μπορεί να καταρτιστεί μια μεγάλη ομάδα κειμένων που άμεσα ή έμμεσα στηρίζονται και προέρχονται από λαϊκά παραμύθια και ιστορίες, είτε αποτελούν αυτούσιες μεταγραφές ή νεότερες διασκευές, αλλά που σ’ οποιοδήποτε περίπτωση ασκούν μια διαχρονική γοητεία πάνω στο παιδικό κοινό, όπως ενδεικτικά ο Πινόκιο και η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα και Η πεντάμορφη και το τέρας.
ε) Πρωτότυπη δημιουργία
Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, τα λαϊκά παραμύθια και τα κλασικά κείμενα περασμένων εποχών μπορούν, κατάλληλα βέβαια προσαρμοσμένα, να ανταποκριθούν στις ανάγκες ενός σύγχρονου παιδικού κοινού και να του διοχετεύσουν με επιτυχία πλούσια μηνύματα και υψηλά νοήματα κατάλληλα για την ψυχο-πνευματική και αισθητικο-καλλιτεχνική του παιδεία.
Οι συνθήκες όμως στο σύγχρονο κόσμο είναι πολύ διαφορετικές απ’ ότι αυτές που περιγράφονται σε κείμενα προγενέστερων εποχών. Οι κοινωνικές σχέσεις και οι νοοτροπίες, η αντικειμενική πραγματικότητα και οι υποκειμενικές ανάγκες των ατόμων έχουν αισθητά διαφοροποιηθεί. Μεγάλες αναντιστοιχίες έχουν ανακύψει μεταξύ των ιδανικών του παρελθόντος και των αναζητήσεων που αντιμετωπίζουν οι νέες γενιές. Η τεχνολογία και η επικοινωνία επιδρούν καταλυτικά στον ψυχο-πνευματικό κόσμο των νέων που υφίστανται καθημερινή άλωση από το ποικιλότροπα διοχετευόμενο ηλεκτρονικό θέαμα. Υπάρχει λοιπόν η άμεση ανάγκη το θέατρο που απευθύνεται αποκλειστικά σε παιδικό κοινό, εκτός από την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών σε επίπεδο σκηνικής πρακτικής, να ανανεώσει και το περιεχόμενό του, σε επίπεδο δραματικού λόγου.
Οι συγγραφείς έργων για παιδιά έχουν συνειδητοποιήσει τις καινούργιες αυτές απαιτήσεις και έχουν στρέψει το ενδιαφέρον και την προσοχή τους στη λογοτεχνική και θεατρική απόδοση των δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας μέσα στην οποία το παιδί συνειδητοποιεί σταδιακά τον εαυτό του.
Θέματα λοιπόν που αντλούνται από τις οικογενειακές σχέσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, προβληματισμοί γύρω από οικολογικά ζητήματα, αντιπαραθέσεις, συζεύξεις του βιωματικού με τον ανιστορικό, φανταστικό χώρο και χρόνο των παιδιών, ζητήματα ένταξης και ενσωμάτωσης των παιδιών στον κόσμο των ενηλίκων, συναντώνται συχνά στα έργα «Θεάτρου για παιδιά». Η περίπτωση αυτή αποτελεί μια εξίσου ενδιαφέρουσα παράμετρο του αρχικού προβληματισμού μας, αφού μέσα από τα κείμενα που γράφονται ειδικά για ένα κοινό ανηλίκων από σύγχρονους συγγραφείς, μπορεί να δημιουργηθεί μια κοινή συνείδηση και, τελικά, κοινή αντιμετώπιση προβλημάτων και ζητουμένων του σύγχρονου κόσμου.
Η κατάλληλη, λοιπόν, επιλογή από υπάρχοντα ήδη έργα και η ενθάρρυνση για νέα, με παρόμοιους άξονες θεματικής και περιεχομένου, μπορούν να αποτελέσουν ένα ακόμα ενδιαφέρον επίπεδο, ώστε μέσα από το θέατρο να διοχετευτούν στο παιδικό κοινό της Ενωμένης Ευρώπης αξίες και αρχές που θεωρούνται ότι συμβάλλουν στη δημιουργία μιας μελλοντικής ενιαίας πολιτισμικής ταυτότητας.
Η ανάλυση που προηγήθηκε κατέδειξε τη σημασία και το ρόλο που μπορεί να παίξει το θεατρικό κείμενο που προορίζεται για ένα κοινό ανηλίκων, προκειμένου να διαβιβαστούν σε αυτό μηνύματα και αξίες που έχουν προκαταβολικά κριθεί ότι απαιτούνται για να επιτευχθεί το αρχικό ζητούμενο.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ξανά ο πρωταρχικός ρόλος που θα παίξει η θεατρική παράσταση, ως το κατ’ εξοχήν όχημα σημασίας για την επικοινωνία του παιδιού – θεατή με το κείμενο και την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου στόχου. Στηριζόμενη σε όσα προαναφέρθηκαν και ως επιστέγασμά τους, η θεατρική παράσταση έρχεται να επιτελέσει με τη σειρά της τη σπουδαία αποστολή με την οποία επιφορτίζεται: να συγκινήσει, να ψυχαγωγήσει και να διαπαιδαγωγήσει το παιδικό κοινό, υπερβαίνοντας τα εμπόδια της γλώσσας, εξοβελίζοντας τις όποιες εννοιολογικές δυσχέρειες για την παρακολούθηση της δράσης και, τελικά, δια του θεάματος ανοίγοντας διόδους επικοινωνίας μεταξύ λαών και πολιτισμών. Η σκηνική μορφοποίηση των χαρακτήρων, η παραστατική απόδοση των δραματικών καταστάσεων και η εικονοποιημένη μεταγραφή του κειμενικού λόγου καταφέρνουν να διοχετεύσουν, με τρόπο επαγωγικό, αξίες και ιδανικά που τέρπουν και συναρπάζουν κατά τρόπο κοινό και όμοιο τους ανήλικους θεατές στην αίθουσα, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και μορφωτικό τους επίπεδο, τα εθνικά χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται δυνατή η διοχέτευση κοινών αξιακών προτύπων, κοινών μοντέλων συμπεριφοράς, κοινών πολιτισμικών σταθερών που, χωρίς βέβαια ποτέ να εξοβελίζουν ή να διαγραφούν τις όποιες εθνικές ιδιαιτερότητες και πολιτισμικές σταθερές κάθε κράτους-μέλους, σταδιακά συνεισφέρουν αποτελεσματικά στη μελλοντική ανάπτυξη μιας ενιαίας πολιτιστικής ταυτότητας για τον Ευρωπαίο πολίτη του 21ου αιώνα.