Θέατρο για παιδιά : σύγχρονες προσεγγίσεις – επιλογές και αξιολογήσεις

Το θέατρο για παιδιά πλέον έχει γίνει ένας ιδιαίτερος χώρος καλλιτεχνικής δημιουργίας με αυξημένες απαιτήσεις, με υψηλές αισθητικές προδιαγραφές, με αυτόνομη παρουσία στο επίπεδο του θεατρικού γίγνεσθαι της σύγχρονης κοινωνίας, με ολοένα και περισσότερο διογκούμενο ρόλο στη διαμόρφωση των προσωπικοτήτων των ανήλικων θεατών. Έχοντας γίνει επαγγελματικό, θεσμικό, με ρόλο διαμεσολαβητή και συνεργάτη στην πολιτιστική ζωή του παιδιού έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες κερδίζοντας περισσότερη καλλιτεχνική αναγνώριση καθώς και κοινωνική και πολιτιστική νομιμότητα. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έχει διαδραματίσει αφενός μεν η κοινή αποδοχή του διττού προσανατολισμού του- καλλιτεχνική δημιουργία και μέσο διαφώτισης, ευαισθητοποίησης και ψυχαγωγίας- αφετέρου δε η προσπάθεια των ανθρώπων του χώρου να λάβουν υπόψη τους το παιδί ως θεατή στην ψυχολογική και κοινωνιολογική διάστασή του. Το είδος αυτό θεάτρου, έχοντας ξεπεράσει πια τη στερεοτυπική αντίληψη που επικρατούσε για την παιδική ηλικία, ότι περισσότερο πρόκειται για ένα στάδιο προς την ολοκλήρωση, και λιγότερο ως αυτόνομη «εποχή» της ύπαρξης του ανθρώπου, δεν αντιμετωπίζει πλέον το παιδί ως το μέλλον της κοινωνίας που επιθυμούν οι ενήλικες, ούτε ως έναν «πρώιμο ενήλικα» που οφείλει να προετοιμαστεί για τη μετέπειτα ζωή του σύμφωνα με ένα ήδη υπάρχον παγιωμένο στάσιμο μοντέλο. Τον προσεγγίζει με το σεβασμό που αξίζει σε έναν εκπρόσωπο του σταδίου που προηγείται εκείνου της εξέλιξης του σε άτομο. Τον αντιλαμβάνεται ως έναν θεατή του οποίου η εξυπνάδα και η ευαισθησία δεν υπολογίζεται σύμφωνα με το μέγεθος και την ηλικία του. Αρνούμενο πλέον τις «γλυκανάλατες» μορφές, τα «παιδιάστικα περιεχόμενα» και τα «ηθικοπλαστικά διδάγματα», σήμερα το συγκεκριμένο είδος θεάτρου, δεν είναι μόνο αναγνωρίσιμο και εκτιμητέο αλλά αποτελεί ένα χώρο καινοτομιών και εκμοντερνισμού, ικανό να στηρίξει μια μεγαλόπνοη πολιτιστική δράση. Το νεαρό κοινό έχει μεταμορφωθεί σε μια δύναμη αναζητήσεων για τους καλλιτέχνες του χώρου, σε μια παρότρυνση, σ’ ένα παιχνίδι πειραματισμού, σε μια πρόκληση για να διασταυρώσουν σκηνικές διαλέκτους και καλλιτεχνικές γλώσσες, αναπτύσσοντας πολύπλοκες μορφές και επενδύοντας σε διάφορα είδη συγγραφής. Με χαρά διαπιστώνουμε από τις εξελίξεις τόσο της σύγχρονης θεατρολογικής έρευνας όσο και της παραστασιολογίας ότι υπάρχουν όλο και περισσότερες παραστάσεις που απευθύνονται στο ανήλικο κοινό με «άποψη», τόλμη και ερευνητική δύναμη. Παραστάσεις που δεν υποκύπτουν στην προχειρότητα και τον ερασιτεχνισμό, ούτε αναπαράγουν τα τετριμμένα κλισέ του παλιού «Παιδικού Θεάτρου» και προσφέρουν ποιότητες επαγγελματισμού και έρευνας όλο και πιο προφανείς. Δίπλα στους «σκαπανείς» του κακοτράχαλου πριν δύο δεκαετίες τοπίου έχουν προστεθεί ομάδες νέων ανθρώπων που αναπτύσσουν παραδειγματική δράση ευαισθητοποίησης και καλλιτεχνικής προσφοράς στο χώρο, μην υποχωρώντας μπροστά στην δημαγωγική ευκολία της παιδιάστικης διασκέδασης και στη διδακτική απλοποίηση της θεατρικής τέχνης υπό το δόλιο πρόσχημα της κατανόησης του περιεχομένου του.

Ταυτόχρονα, όλο και περισσότεροι καταξιωμένοι δημιουργοί στο θέατρο ενηλίκων τολμούν να αναμετρηθούν μ’ αυτό τον χώρο συνειδητοποιώντας τη δυναμική της επικοινωνίας μ’ ένα κοινό πιο «ευαίσθητο», πιο «αγνό», πιο «οξυδερκές», πιο «ελεύθερο» και συνάμα πιο «δύσκολο», πιο απαιτητικό. Δεν είναι επίσης λίγοι αυτοί οι καλλιτέχνες του χώρου που συνειδητοποιούν την ανάγκη του συγκεκριμένου είδους θεάτρου να συγκεντρώσει κάτω απ’ τα πολιτιστικά φτερά του ένα σύνολο των θεατών ανεξαρτήτου ηλικίας, όπως δεν είναι λίγοι και οι ενήλικες που παρευρίσκονται σε θεατρικές παραστάσεις αυτού του είδους με ευχαρίστηση, ανακαλύπτοντας το θέατρο χάρη στα παιδιά. Παρότι όμως όπως φαίνεται έχει σχεδόν εξαλειφθεί η έλλειψη καλλιτεχνικής εκτίμησης και επαγγελματικής υπόληψης για τη δουλειά που απευθύνεται σε ανήλικους θεατές δεν έχουμε δυστυχώς ξεφύγει σε αρκετές περιπτώσεις από ένα πενιχρό δραματολόγιο και μια πάσχουσα παραστασιολογία. Στον κυκεώνα αυτής της υπερπαραγωγής και της ζήτησης αναμφίβολα καραδοκούν οι παγίδες που στήνονται «έντεχνα» απ’ το γενικότερο κύκλωμα εμπορίου της ψυχαγωγίας με «πρόχειρες λύσεις» και «εύκολο» κέρδος.

Ανάμεσα σε όλα αυτά όμως και γύρω απ’ αυτά στέκει ο αποδέκτης όλων αυτών των θεαμάτων, το παιδί του σήμερα, ο μικρός θεατής, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που του προσδίδει η ηλικία του αλλά κυρίως η ίδια η κοινωνία που τον περιβάλλει. Μέσα στη σύγχυση της υπερπληροφόρησης μ’ ένα ασφυκτικά γεμάτο ημερήσιο πρόγραμμα που του επιβάλλουν οι ενήλικες, με μοναδικές αμοιβές τους μοναχικούς ήχους ενός mp3 και τη διασκέδαση- κονσέρβα ενός cd-rom, ο μίτος της φαντασίας του εξαντλείται στα video games και στα γεμάτα χλιδή και life-style παιχνίδια του. Εξοικειωμένος ήδη με την τεχνολογία, το χαοτικό σύμπαν του διαδικτύου και την βιομηχανία του θεάματος, αλλά και στερημένος από τα παραμύθια της γιαγιάς και το σωματικό παιχνίδι σε αγρούς και αλάνες είναι ένας πολύ πιο διψασμένος και ταυτόχρονα απαιτητικός θεατής. Απαιτητικός γιατί χρειάζεται ιστορίες διανοητικά πιο «δύσκολες» και ενημερωμένες, και διψασμένος γιατί στην καθημερινότητα του στερείται την οργανική επαφή με την ζωντανή αφήγηση και τη δράση, με αποτέλεσμα η αισθητηριακή του αντίληψη να εξασκείται μάλλον ελλειμματικά και συρρικνωμένα.

Ανεξάρτητα όμως από τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, αυτός που θα επιλέξει τα θεάματα που θα παρακολουθήσει, είναι ο δάσκαλος τις καθημερινές και ο γονιός τα Σαββατοκύριακα. Αυτό επιφορτίζει τους ενηλίκους συνοδούς με το καθήκον της επιλογής του θεάματος και ταυτόχρονα με την ευθύνη του κατά πόσο η επαφή του παιδιού με το θέατρο θ’ αποτελέσει έναυσμα για την ψυχοπνευματική και αισθητική καλλιέργεια και αγωγή του ή θα περιοριστεί σε μια τυπική διαδικασία διεκπεραίωσης ακόμα μιας «επίσκεψης». Με δεδομένο ότι η ουσία ενός καλλιτεχνικού γεγονότος βρίσκεται μακριά από κανονιστικού τύπου τυπολατρίες και ορισμούς καθώς και το ότι η παράσταση αποτελεί ένα πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο είδος επικοινωνίας η επιλογή των κριτηρίων αξιολόγησης του είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά οι συνοδοί των παιδιών, οφείλουν να στέκονται επιφυλακτικοί απέναντι σε παραστάσεις που μέσα στο γενικότερο κύκλωμα εμπορίου της ψυχαγωγίας, δεν είναι παρά εκμετάλλευση του είδους και ενισχύουν την «προαιώνια» υποτίμηση του σε εύκολο και υποδεέστερο είδος θεάτρου. Να αντιλαμβάνονται άμεσα την «παιδαγωγική κερδοσκοπία», που αγνοεί τις προσλαμβάνουσες και τις προσδοκίες του παιδιού και στερεί από την παιδική παράσταση τον απαράβατα ευχάριστο και «δωρεάν» χαρακτήρα της. Επιβάλλεται να ξεχωρίζουν την απόπειρα δημιουργίας πελατολογίου από ορισμένες επιχειρήσεις και να αντιστέκονται στο «πλάσιμο» του μικρού «καταναλωτή» ψυχαγωγίας. Να μην παρασύρονται από τη λάμψη ενός «ποιοτικίζοντος περιτυλίγματος» και να εντοπίζουν την απουσία περιεχομένου σε παραστάσεις που αναπαράγουν τηλεοπτικά «σούπερ θεάματα» και κινηματογραφικές «υπερπαραγωγές». Ποιό όμως είναι αυτό το θέατρο ποιότητας στο οποίο επιβάλλεται σήμερα όσο ποτέ να στραφούμε, γονείς και δάσκαλοι; Αναντίρρητα ένα θέατρο που σέβεται την ακεραιότητα και την ξεχωριστή προσωπικότητα του παιδιού, που δείχνει εμπιστοσύνη στη διαθεσιμότητα του για πρωτότυπες ανακαλύψεις. Ένα θέατρο που δεν προσεγγίζει το παιδί ως «καρικατούρα» ενηλίκου και συγχρόνως δεν παραβλέπει τις ιδιαιτερότητές του ενώ ταυτόχρονα αφουγκράζεται τους παλμούς της κοινωνίας που το περιβάλλει, κατανοεί τις ανάγκες της, λαμβάνει υπόψη της προσδοκίες της και μοιράζεται τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της μέσα σ’ ένα πνεύμα πάντοτε κριτικής αντιμετώπισης. Στην εποχή της αμφισβήτησης, το θέατρο ποιότητας συναντά τα παιδιά χωρίς υπεκφυγές και χωρίς συγκατάβαση. Αντιπαραθέτει την εμπειρία της συναρπαστικής και δημιουργικής συμμετοχής κόντρα στην τηλεοπτική αποχαύνωση. Στη σύγχρονη καθημερινότητα, όπου το παιδί βομβαρδίζεται από τυποποιημένα μοντέλα συμπεριφοράς και σκέψης καλείται να δημιουργήσει εικόνες που αποκλίνουν απ’ την καθημερινή αντίληψη των πραγμάτων, ν’ αποκαλύψει έτσι μια άλλη διάσταση του κόσμου και να οδηγήσει στην κατανόησή του μ’ ένα διαφορετικό τρόπο. Σ’ ένα σκληρά μοναχικό κόσμο, επιβάλλεται να απαλλάξει τα παιδιά από το ναρκισσιστικό καθρέφτη και να τα ενθαρρύνει να ανακαλύψουν την αξία των μικρών πραγμάτων και των αληθινών συναισθημάτων. Να τα πείσει να μην κλειδώνουν απ’ έξω απ’ το μικρό τους ιδιωτικό σύμπαν τον πόνο, τις αντοχές και τα μικρά θαύματα της καθημερινής ζωής. Οι δημιουργοί ενός τέτοιου θεάτρου, γνωρίζουν κατά πρώτο λόγο πολύ καλά τον αποδέκτη της τέχνης τους. Ο μικρός θεατής δε διαθέτει καμία πολιτιστική προκατάληψη σχετικά με ό,τι βλέπει, δεν ξέρει τί οφείλει να σκεφθεί. Οι επιθυμίες και οι προσδοκίες του είναι ακόμη αδιαμόρφωτες από «αισθητικά» και αισθητικοποιημένα κριτήρια, και από «εγκεφαλικές» και διανοητικοποιημένες εκλογικεύσεις, κι αυτό τις κάνει πιο γνήσιες και καθαρές. Έχει μια άμεση επαφή, μια ακατέργαστη και «αγενή» σχέση με την παράσταση. Αν τον αγγίξει, αν συγκινηθεί, η θέρμη του θα εκφραστεί χωρίς προσποίηση.

Με δεδομένο ότι το θέατρο παραμένει στο βάθος ένας χώρος ανυποταξίας όπου τα θέματα που θίγονται διευρύνουν το πεδίο της σκέψης, το δραματικό κείμενο επιβάλλεται να μην αναλώνεται σε ηθικολογίες, κηρύγματα, ανέμπνευστες διασκευές παραμυθιών, ανεπίκαιρα θέματα, αναμασήματα και αντιγραφές παιδικών εκπομπών. Αντίθετα οφείλει να προσεγγίζει θέματα που «αμελούνται» από άλλους τρόπους ψυχαγωγίας ή καμουφλάρονται από αυτούς για να «πουλάνε». Με ενισχυμένη την προφορικότητα του λόγου το δραματικό κείμενο πρέπει να έχει μια σφιχτά δομημένη πλοκή και να δίνει χώρο στη χρήση του σώματος και την οργανική συμμετοχή ηθοποιών και κοινού. Να διαθέτει αμεσότητα στην αφήγηση και ξεκάθαρο πλαίσιο της υπόθεσης, έντονες δραματικές συγκρούσεις, συγκίνηση που να επιφέρει μίξη του πραγματικού με το φανταστικό ώστε να διεγείρει το πνεύμα του μικρού θεατή και ήρωες που προκαλούν συγκινήσεις και έντονα συναισθήματα. Απαραίτητη είναι η χρήση σύντομων τρόπων για να ειπωθούν πολλά και το πέρασμα πολύπλοκων εννοιών μέσω μιας απλής αλλά όχι απλουστευμένης γλώσσας. Σκόπιμο είναι να συνδυάζονται το επικό με το λυρικό στοιχείο και το δραματικό με το κωμικό μέσα από την ανάπτυξη ηρωικών δράσεων που είναι «φύσει» προσφιλείς προς τα παιδιά.

Θετικό είναι να αφομοιώνει στοιχεία της παιδικής σκέψης και του παιχνιδιού όπως είναι η αντιστροφή, η ελευθερία, η ανατροπή της γραμμικής αφήγησης που ανακατεύει την αλληλουχία αρχής-μέσης-τέλους, η ευρηματικότητα, η έκπληξη, η πρωτοτυπία η επανάληψη και η κατάργηση των συμβάσεων. Επίσης μπορεί με πρωτότυπους τρόπους να υποστηρίζει τεχνικές της αποστασιοποίησης, όπως ο παράμερος λόγος, ο απολογητικός πρόλογος και επίλογος, το «θέατρο μέσα στο θέατρο» κά, οι οποίες αναδεικνύουν τη θεατρικότητα και καλλιεργούν με ευχάριστο τρόπο εκείνα τα στοιχεία που θα στηρίξουν τη μετέπειτα πορεία της θεατρικής παιδείας του μικρού θεατή.

Η καλλιτεχνική διάσταση του παιδικού θεάτρου, επιφορτισμένη και με την παιδαγωγική της ιδιότητα, οφείλει να είναι «διπλά» καλλιτεχνική, με την έννοια ότι πρέπει να επεξεργαστεί, να ενσωματώσει και όχι να προπαγανδίσει μια ακόμη αποστολή, που απευθύνεται, κι αυτή, σε θεατές παιδικής ηλικίας. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να χάνει ποτέ τη διαλεκτική της σχέση με το παιχνίδι που είναι το βαθύτερο ενδιαφέρον του παιδιού. Ο σκηνοθέτης μιας παράστασης που απευθύνεται στα παιδιά καλείται να κατασκευάσει ένα πολυκεντρικό αλλά όχι διασπώμενο σκηνικό σύμπαν όπου οι κώδικες συνεργάζονται με στόχο την όσο τη δυνατόν καλύτερη επικοινωνία με το θεατή. Να δημιουργήσει έναν κόσμο συμβολικό και ταυτόχρονα αφηγηματικό, αφαιρετικό και ποιητικό που να μπορεί να ξεδιπλώνει όλα τα σωματικά αλλά και ποιητικά στοιχεία απευθυνόμενο στη συνείδηση και στην αίσθηση. Βασικό μελημά του είναι να οικοδομήσει το ρυθμό της παράστασης εναρμονίζοντας και συνδυάζοντας όλους τους σκηνικούς κώδικες. Ζητούμενο είναι να γίνεται η παράσταση άμεσα κατανοητή στο πρώτο της επίπεδο, χωρίς αυτό να αναιρεί και την δεύτερη ανάγνωση, την οποία ίσως δεν είναι έτοιμο ακόμη το παιδί να κάνει συνειδητά, είναι όμως ικανό να συλλάβει διαισθητικά κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό, γιατί γίνεται η «μαγιά» για ένα επόμενο στάδιο αποκρυπτογράφησης του κόσμου.Ο κόσμος του θεατή – παιδιού μακριά από τυποποιήσεις, συμβατικότητες και προκαταλήψεις είναι αυτός που θα του δώσει τα ερεθίσματα για να προχωρήσει σε δημιουργικές επεμβάσεις στην πολυεπίπεδη, πολύμορφη και πολύτροπη διαδικασία της θεατρικής παράστασης.. Η ζωντάνια, η επινοητικότητα, ο ενθουσιασμός, η ευρηματικότητα και η διάθεση έκφρασης και δημιουργίας του παιδιού αποτελούν γι’ αυτόν «πηγές έμπνευσης» στη πορεία κατασκευής της «μαγικής» ατμόσφαιρας της παράστασης. Προσφέροντας ανατρεπτικές λύσεις-προστατεύοντας συγχρόνως τη σημασιολογική και υφολογική συνοχή της παράστασης-και υπερβαίνοντας τον ορίζοντα αναμονής του κοινού θα κερδίσει το μικρό θεατή και θα τον παρασύρει στο σκηνικό ταξίδι.

Η άρτια τεχνική και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ερμηνεία του ηθοποιού, αλλά και ο τρόπος που μέσα απ’ αυτήν προσεγγίζει και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδικού κοινού, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων της παράστασης. Σύνηθες λάθος ο παλιμπαιδισμός και η ευκολία στη «μίμηση» ενός παιδιού. Απ’ την άλλη μεριά, η σοβαροφάνεια και ο διδακτισμός στην προσέγγιση ενός ρόλου στο συγκεκριμένο είδους θεάτρου, είναι εξίσου λανθασμένος και πέφτει σε αντιστοιχία με κλισέ «παλιομοδίτη δάσκαλου», που ουδόλως καταφέρνουν να προσελκύσουν το πραγματικό ενδιαφέρον του παιδιού. Όσο εκτελεστικό και να φαίνεται εν πρώτοις το έργο του ηθοποιού σε σχέση με το σύνολο των στοιχείων και των λειτουργιών που διαμορφώνουν μια παράσταση, αυτό είναι εντούτοις το κομβικό σημείο για την επιτυχία η όχι της επικοινωνίας της παράστασης με το παιδί. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτός είναι ο τελικός φορέας των μηνυμάτων και των επιλογών που έχουν αποφασιστεί από τον συγγραφέα και τον σκηνοθέτη, κι αυτός θα επικοινωνήσει ή όχι, με το κοινό του στο «εδώ και τώρα» της παράστασης. Οφείλει να δίνει έμφαση στη γλώσσα του σώματος, να διαθέτει εκφωνούμενο λόγο με ποιότητα στη μορφή του και πλούσιο εκφραστικό και μιμικό κώδικα. Είναι λάθος να καταφεύγει σε τερτίπια, ακκισμούς, υπερβάλλουσες αναλυτικότητες και γενικότερα στα χαρακτηριστικά του «παιδιαρίσματος». Είναι αναγκαίο να βλέπει το θεατή ως συμπαίκτη και να τον προσεγγίζει μα σεβασμό και γνησιότητα. Μακριά από τηλεοπτικές μανιέρες οφείλει να φωτίζει το θεατρικό ήρωα που υποδύεται και να διαμορφώνει τους κώδικες του όπως το παιδί διαμορφώνει εκείνους του παιχνιδιού του λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι όλα επιτρέπονται και όλα επαναπροσδιορίζονται.

Μια παράσταση ποιότητας μιλά με αμεσότητα στις αισθήσεις και τις αιχμαλωτίζει, πριν, και για να απευθυνθεί στο πνεύμα. Εμπνέει ένα είδος σεβασμού χωρίς να εμποδίζει τη γιορτή, αντίθετα την κάνει πιο σημαντική. Προκαλεί το μάτι με τα στοιχεία, τα υλικά, τις γραμμές, τα χρώματα και γοητεύει το αυτί με το κείμενο, τη φωνή, την μουσική, το ηχητικό περιβάλλον. Ενσωματώνει και ενορχηστρώνει πολλά εκφραστικά μέσα και τεχνικές που ασκούν έλξη στο παιδί (μαριονέτα, μάσκα, θέατρο σκιών κ.λπ), και χρησιμοποιεί νέες τεχνολογίες, μέσα πάντα στα πλαίσια των αναγκαιοτήτων που υπαγορεύει η σκηνοθεσία.

Σ’ ένα θέατρο που σέβεται το νεαρό αποδέκτη του, τα κοστούμια και τα σκηνικά δεν εξαντλούνται στη διακόσμηση και τη φαντασμαγορία αλλά προχωρούν σε μια δημιουργική διαλεκτική με όλους τους κώδικες της παράστασης. .Η «εξέλιξή» τους αλλά και οι σχέσεις τους αποτελούν σημαντικό κριτήριο αξιολόγησής τους. Φορείς δράσης, χαρακτήρων αλλά και ατμόσφαιρας ξεφεύγουν απ’ τα πλαίσια του συμβατικού, και αποτελούν πρωτότυπη αισθητική πρόταση. Η λειτουργία της μουσικής δεν είναι απλά «επενδυτική» αλλά οργανικά δεμένη με το θέαμα. Η ιδιότητά της να συμπαρασύρει εύκολα τους μικρούς θεατές είναι λάθος να προσανατολίζεται στη δημιουργία ατμόσφαιρας «πανηγυριού» κοντά στα τηλεοπτικά πρότυπα. Η ζωντανή μουσική αναμφισβήτητα συναντά το παιδί πιο γνήσια, πιο άμεσα και πιο αληθινά, μακριά από την ομοιομορφία των σημερινών του ακουσμάτων. Ο φωτισμός επίσης μόνο τότε αποκτά τη μαγική του ευελιξία, όταν δεν εγκλωβίζεται στις συνήθεις λειτουργίες του, αλλά γίνεται «ζωντανό στοιχείο» της παράστασης και βασικός εκφραστής της σκηνοθεσίας. Έρχεται να ξαφνιάσει, να αποκαλύψει, να αναστατώσει, να σημειώσει ή να σβήσει με έναν τρόπο ιδιαίτερο και συνάμα καθοριστικό για το σκηνικό αποτέλεσμα.

Μια παράσταση ποιότητας επιβεβαιώνει τη διαφορά ανάμεσα στην οπτική πληθωρικότητα και την πραγματική δημιουργία εικόνων μέθεξης, ανάμεσα στο εικαστικό ενδιαφέρον και το διακοσμητικό «φόντο», ανάμεσα στην σκηνική φλυαρία και την ουσιαστική δράση. Δεν υπάρχει κανένα «ελαφρυντικό» εάν δεν πληρείται αυτή η προϋπόθεση, και κάθε προσπάθεια εύκολης εξαγοράς του παιδιού με απομιμήσεις μικροοθονικών εκπομπών αναπαράγει την πνευματική ένδεια της εποχής στα παιδιά κατά τρόπο επιλήψιμο.

Όσες δυνατότητες και να προσφέρει η ποικιλία μέσων που διαθέτει το θέατρο, οι επιλογές πρέπει να είναι συγκεκριμένες, και να μην αφήνουν καμιά αμφιβολία για το «σήμα» που στέλνουν. Αναγκαίο είναι πριν αξιολογήσουμε μια τέτοιου είδους παράσταση να ανιχνεύσουμε την ιδέα, την πρόθεση που οι δημιουργοί μας δηλώνουν ότι έχουν μέσα από τις σκηνικές επιλογές τους, και στη συνέχεια να παρακολουθήσουμε αν αυτή η πρόθεση υπηρετείται με αρτιότητα, συνέπεια και δημιουργικότητα.

Αναμφισβήτητα σήμερα μέσα στον βομβαρδισμό που υφίστανται τα παιδιά από το εμπόριο της βιομηχανίας θεάματος και ψυχαγωγίας, το θέατρο οφείλει να είναι η εναλλακτική όαση ποιότητας και παραγωγής τέχνης. Απαιτείται ουσιαστικό ενδιαφέρον όχι μόνο για την καλλιτεχνική και επαγγελματική ποιότητα των θεαμάτων που προορίζονται για τα παιδιά αλλά και για τις συνθήκες πρόσληψης αυτών των θεαμάτων, τις δραστηριότητες πριν και μετά απ’ τις θεατρικές παραστάσεις και βεβαίως τη θεατρική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που τις περισσότερες φορές αποτελούν τους μεσολαβητές στη σχέση των παιδιών με το θέατρο. Στην εποχή των κακής ποιότητας αναπαραστάσεων, του άκρατου ανταγωνισμού και της ηλεκτρονικής μοναξιάς χρειάζεται συλλογική επαγρύπνηση από την πολιτεία, το σχολείο, την οικογένεια, την καλλιτεχνική και επιστημονική κοινότητα, ώστε να διαφυλαχτεί και να υποστηριχθεί ένα θέατρο που δεν εφησυχάζει, που δοκιμάζει, ανανεώνεται και προχωρεί. Ένα θέατρο για ανήλικους θεατές που ίσως καταφέρει να «ξεδιψάσει» και τους ενήλικες, χαρίζοντας τους το πολυτιμότερο δώρο, μια παιδική ηλικία αήττητη, ακίνητη, χωρίς γίγνεσθαι, απελευθερωμένη απ’ τα γρανάζια του ημερολογίου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

BEAUCHAMP (H.), «Τα παιδιά και το Δραματικό παιχνίδι», μτφ. Ελένη Παντίσκα, Αθήνα, εκδ. τυπωθήτω, 1998.

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ (Θ.), «Fantasyland», «Θέατρο για παιδικό και νεανικό κοινό», Σειρά «Θεατρική Παιδεία 1», εκδ. τυπωθήτω, 1996.

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ (Θ.), «Ιστορία και Θεωρία στη Θεατρική Έρευνα», Αθήνα, Σειρά «Θεατρική Έρευνα 1», εκδ. Τολίδη, 1992.

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ Θ., «Διαδικασία Σύνταξης – Διαδικασία Σύμβασης η διαλεκτική της Θεατρικής Επικοινωνία», Διαβάζω, 234(1990)57-62.

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ Θ., «Δραματουργικές τεχνικές και κώδικες του θεάτρου σε διασκευές κλασικών έργων για ανήλικους θεατές», στο: «Διασκευές έργων του Σαίξπηρ για παιδιά και νέους Θέατρο-Λογοτεχνία»,επιμ.Θ.Γραμματάς,εκδ.ΙΜΠ.Αθήνα,2006.

DELDIME (R.), «Θέατρο για τη παιδική και Νεανική Ηλικία», μτφρ. Θ. Γραμματάς, Αθήνα, εκδ. τυπωθήτω, σειρά «Θεατρική Παιδεία», Νο 2, 1996.

ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ (Α.), «Η πληροφοριακή πολυφωνία της παράστασης και η υποδοχή της από τον κόσμο του ανήλικου θεατή:Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Σαίξπηρ στην παιδική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου»,στο: «Διασκευές έργων του Σαίξπηρ για παιδιά και νέους Θέατρο-Λογοτεχνία»,επιμ .Θ.Γραμματάς, εκδ.ΙΜΠ.Αθήνα,2006.

ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ (Δ.), «Εσωτερικός Μετανάστης», εκδ. Δελφίνι, Αθήνα, 1995.

Αλεξία  Παπακώστα

Δρ ΠΤΔΕ – ΕΚΠΑ , Υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης  Βοιωτίας

EnglishGreek