Ποιός είναι ο ομώνυμος ήρωας στο σαιξπηρικό έργο «Ριχάρδος ο Γ’» και ποιά η άποψη που ένας σύγχρονος θεατής στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας μπορεί διαμορφώσει γι’αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο θεατρικό τύπο που δημιούργησε ο μεγάλος Άγγλος δραματικός συγγραφέας; Γιατί η σχέση του δραματικού με το ιστορικό πρόσωπο και δι’ αυτού η σχέση του θεάτρου με την ιστορία και αντίστροφα ελάχιστα μπορεί να ενδιαφέρει το σύγχρονο θεατή, αν και το αντίθετο συνέβαινε για το συγγραφέα και το κοινό στο οποίο απευθυνόταν το έργο του.
Τι είναι αυτό που απομένει όμως μετά από μια αποϊστορικοποίηση και αποδόμηση του θεάματος και των όσων περιλαμβάνονται σε αυτό (δράση, συμπεριφορά, σχέσεις, χαρακτήρες), ώστε να διατηρεί ακόμα το ενδιαφέρον και να προκαλεί τη συγκίνηση αυτών που θα παρακολουθήσουν μια παράσταση του έργου σε μεταδραματικό και μεταμοντέρνο περιβάλλον; Πώς τα ιστορικά, θεατρολογικά και κοινωνιολογικά μετρίσιμα στοιχεία που ανιχνεύονται εύκολα στο σαιξπηρικό έργο μπορούν να προσληφθούν από τη συνείδηση ενός σύγχρονου θεατή;
Αυτό αποτελεί πρόκληση και ζητούμενο στη σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά και σε αυτό το ερώτημα επιχειρεί, κατά την άποψή μου, να απαντήσει με τη συγκεκριμένη του προσέγγιση ο σκηνοθέτης.Για να το πετύχει, ξεκινά από την αποδόμηση του ίδιου του δραματικού προσώπου, του Ριχάρδου, αναθέτοντας την υποστήριξη του ρόλου σε γυναίκα και όχι άντρα ηθοποιό. Η επιλογή του αυτή πρέπει να θεωρηθεί μακράν από μια φεμινιστική προσέγγιση, ή ακόμα κάποιο φορμαλιστικό νεωτερισμό που από παλιότερα, (Σάρα Μπερνάρ, Ευαγγελία Παρασκευοπούλου) μέχρι πρόσφατα (Μαριέτα Ριάλδη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), έχει να επιδείξει η Ιστορία της Σκηνοθεσίας σε μεγάλους σαιξπηρικούς ρόλους ( ακόμα και του Ριχάρδου από την Κάθριν Χάντερ κ.ά). Το πρόσωπο του ήρωα, υφιστάμενο διαρκή κρίση από τους άλλους, το εγώ του, αλλά και τη θεώσα συνείδηση των θεατών, κινείται σε ιστορικό, υπαρξιακό, ηθικό και κοινωνικό επίπεδο, επιβάλλοντας μια αντίστοιχη πολλαπλή αντιμετώπιση που ξεφεύγει από την απλή νοηματοδότησή της με βάση το δρων πρόσωπο και οδηγείται σε μια διαφορετικού τύπου σύλληψή του ως «δρώσας δύναμης». Γιατί πέρα από τους χαρακτηρισμούς που κατά καιρούς έχουν αποδοθεί στον κεντρικό ήρωα σε διανοητικό (ιδιάζουσα ευφυΐα), επικοινωνιακό (εξαιρετική ικανότητα ρητορικής και πειθούς), χαρακτηρολογικό (διεστραμμένηπροσωπικότητα), σεξουαλικό (ικανότητα ερωτικής αποπλάνησης),ψυχαναλυτικό (γητευτής), σωματικό (δύσμορφος) επίπεδο, ο Ριχάρδος είναι κάτι ακόμα περισσότερο στο οποίο ενδεχομένως συμποσούνται όλα τα προηγούμενα ή μάλλον εξαιτίας των οποίων προκύπτει ως ειδοποιό γνώρισμα του «είναι» του. Ο Ριχάρδος δηλαδή, δεν είναι ένα απλόιστορικό πρόσωπο, ο ομώνυμος βασιλιάς της Αγγλίας, για τον οποίο έχουμε πια αρκετά σαφείς πληροφορίες και από τη δράση του οποίου εμπνεύσθηκε το έργο του ο Σαίξπηρ. Δεν είναι ούτε καν ένα σκηνικό δρων πρόσωπο, ήρωας στο ομώνυμο έργο, με διαμορφωμένα χαρακτηριστικά σύμφωνα με τις προσδοκίες και τις προσλαμβάνουσες του ‘’εγγεγραμμένου’’ θεατή της εποχής του, σύνθεση των μεσαιωνικών καταλοίπων της φθίνουσας φεουδαρχίας και της ανερχόμενης ‘’ελέω θεού’’ μοναρχίας. Είναι ένα «τέρας», κάτι δηλαδή που ξεπερνά τα όρια και τα μεγέθη του ανθρώπινου και αποκτά διαστάσεις και περιεχόμενο άλλου τύπου. Είναι μια αχαλίνωτη δύναμη, ένα «θέλω της θέλησης» με πλήρη αυτονομία και αυτοσκοπό, που δεν υπολογίζει τίποτα έξω και πέρα από το «εγώ» της. Ίσως είναι η εμφανισιακή του δυσμορφία , η οποία γίνεται (ως μηχανισμός αυτοάμυνας), η σαγηνευτική του δύναμη που καταλύει κάθε νόμο, κάθε συμβατική σχέση και συμπαρασύρει στο δικό της τελετουργικό σχεδόν σύμπαν όσους βρίσκονται στο πεδίο δράσης του. Σαγήνη ερωτική , με τις γυναίκες, σαγήνη πολιτική , με τους άρχοντες, σαγήνη διανοητική , με την επιχειρηματολογία , σαγήνη κοινωνική με τη γοητεία του στο λαό, αυτό είναι το ακαταμάχητο όπλο του Ριχάρδου στην αναζήτηση της εξουσίας.Αν και συνειδητή αυτή η ακατανίκητη ορμή επενεργεί με τρόπο σχεδόν ασυνείδητο, που καθιστά τον ήρωα θύμα και δέσμιο στην ακόρεστη επιθυμία του για δύναμη και όταν κάποτε φτάνει στα όριά της,οδηγεί το μυθοποιημένο πρόσωπο σε ένα απομυθοποιημένο τέλος.
Σε αυτό ακριβώς εδράζεται το στοιχείο καινοτομίας και νεωτερικότητας που προτείνει η συγκεκριμένη παράσταση. Αυτή την απρόσωπη δύναμη, που θα μπορούσε θαυμάσια να αποδοθεί με μια «ubermarionette», ή με ένα προγραμματισμένο ρομπότ, καλείται να υποστηρίξει υποκριτικά η Καίτη Κωνσταντίνου και να μορφοποιήσει σκηνικά ο Τάκης Τζαμαργιάς.