Δι’ εορτάς σχολείων και οικογενειών: ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η συμβολή του στη θεμελίωση του θεάτρου για παιδιά στην Ελλάδα

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951), ένας από τους πολυγραφότερους νεοέλληνες λογοτέχνες, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός της λογοτεχνίας και ακάματος εργάτης του λόγου, αφιέρωσε μέρος της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του και στη λογοτεχνία που απευθύνεται στα παιδιά,[1] σε μια εποχή που αυτό το είδος βρισκόταν ακόμη υπό διαμόρφωση στην Ελλάδα αναζητώντας τον βηματισμό του μέσα στο ευρύτερο πεδίο της λογοτεχνικής έκφρασης. Η ενασχόληση αυτή του Ξενόπουλου δεν είναι βέβαια άσχετη με το γεγονός ότι υπήρξε αρχισυντάκτης και κατόπιν διευθυντής, για μισό περίπου αιώνα, του περιοδικού Η Διάπλασις των παίδων (1896-1945), του σημαντικότερου εντύπου με ποικίλη ύλη που απευθυνόταν αποκλειστικά στα παιδιά και αποσκοπούσε στο να ασκήσει σημαντική παιδαγωγική επίδραση στις νεότερες γενιές. Ο συγγραφέας προσέφερε ιδιαίτερα πλούσιο έργο, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού αυτού, κυρίως ως προς την ανάδειξη του παιδικού κοινού ως κοινού άξιου ιδιαίτερης προσοχής, με τις δικές του ανάγκες και ιδιαιτερότητες, τις οποίες έπρεπε κατεξοχήν να λαμβάνουν υπόψη οι θεράποντες της λογοτεχνίας στη θεματική των έργων τους, αλλά και στην ιδεολογική, αισθητική και παιδαγωγική διάστασή τους. [2]

Στο χώρο του θεάτρου για παιδιά, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος παρήγαγε επίσης ένα σημαντικό σε ποσότητα έργο, με τη συγγραφή δεκάδων σύντομων διαλόγων αλλά και μονόπρακτων δραμάτων που απευθύνονταν σε παιδικό κοινό, σε μια εποχή που αυτό το είδος θεάτρου ήταν σχεδόν ανύπαρκτο στην εγχώρια δραματουργία. Συγκεκριμένα, μόνο κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα είχε εμφανιστεί κάποιο ενδιαφέρον για το είδος του θεάτρου για παιδιά με τη δημοσίευση από τον λογοτέχνη και ιστοριοδίφη Δημήτριο Καμπούρογλου (1852 – 1942) ενός μικρού τόμου με τίτλο Μύθοι και Διάλογοι προς χρήσιν των ανήβων το 1881 όπου περιλαμβάνονταν δύο μόνο πολύ σύντομοι διάλογοι με ήρωες παιδιά.[3] Λίγο αργότερα, ο Αριστοτέλης Κουρτίδης (1858-1928) δημοσίευσε ένα τόμο με τίτλο Παιδικοί Διάλογοι δια παιδιά ηλικίας 7 έως 15 ετών (1883) και το 1887 εξέδωσε το τιτλοφορούμενο Παιδικά δραμάτια και Κωμωδίαι. Παραφρασθέντα υπό Αριστοτέλους Π. Κουρτίδου, από τις εκδόσεις της «Εστίας». Το ενδιαφέρον του Κουρτίδη για την παιδική λογοτεχνία γενικότερα τον ώθησε να εκδώσει έναν ακόμη σχετικό τόμο που τιτλοφορήθηκε Θέατρον Οικογενείας και Σχολείου (1915).

Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη ξεκινήσει κάποια σχετική εκδοτική κίνηση συνδεόμενη με μαθητικές παραστάσεις, αυτή εντοπιζόταν κυρίως σε μητροπολιτικά κέντρα εκτός Αθηνών, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Κέρκυρα.[4] Στην Αθήνα η αντίστοιχη δραστηριότητα περιορίστηκε στις εκδόσεις των έργων του Καμπούρογλου και του Κουρτίδη που προαναφέρθηκαν, καθώς και στη συλλογή του Ιωάννου Παπούλια με τίτλο Παιδικοί Διάλογοι ή Τέρπουσα Διδασκαλία της Παιδικής Ηλικίας, Βιβλιοθήκη του Σχολείου και της Οικογενείας, τυπογρ. Παρασκευά Λεώνη, Αθήναι 1900.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λίγο πριν από την ανάληψη της διεύθυνσης της Διαπλάσεως, εξέδωσε τον πρώτο τόμο με τα θεατρικά του έργα για παιδιά[5], του οποίου μάλιστα η έκδοση αναγγέλθηκε από τις στήλες του περιοδικού με τον χαρακτηρισμό «βιβλίον διδακτικώτατον και τερπνώτατον».[6] Όπως ακριβώς με τις «Αθηναϊκές Επιστολές» που δημοσίευε σε κάθε τεύχος της Διαπλάσεως με το ψευδώνυμο Φαίδων –και που ο ίδιος χαρακτήριζε ως «παιδικά χρονογραφήματα»– ο συγγραφέας επεδίωκε την άμεση ή έμμεση μετάδοση γνώσεων αλλά και την ηθική διαπαιδαγώγηση των νεαρών αναγνωστών της Διαπλάσεως, το ίδιο συνέβαινε και με τα σύντομα θεατρικά έργα που έγραφε για τα παιδιά. Στον Πρόλογο της έκδοσης του 1896 ο ίδιος εξηγούσε ότι: «Ο κ. Ν. Παπαδόπουλος, ο φίλος διευθυντής και εκδότης της “Διαπλάσεως των Παίδων”, ανέθεσεν εις εμέ την συγγραφήν ενός βιβλίου περιέχοντος μονολόγους, διαλόγους και δραμάτια, δι’ εορτάς Σχολείων και Οικογενειών».[7] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η πρόθεση του συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει ότι αποδύθηκε στη συγγραφή των σύντομων αυτών δραμάτων έχοντας στο μυαλό του την ωφέλεια που μπορεί να προκύψει για τα παιδιά από το βιβλίο αυτό: «Το Παιδικόν Θέατρον δεν είνε συλλογή ποιημάτων ή τεμαχίων ρητορικής. Το Παιδικόν Θέατρον δεν είνε ούτε Κατήχησις, ούτε Ηθική, ούτε Πραγματογνωσία, ούτε Ιστορία. Βεβαίως κάθε τεμάχιον πρέπει να έχη το ηθικόν του δίδαγμα και να συνδυάζη το τερπνόν με το ωφέλιμον. Αλλ’ όπως τα ηθικά παραγγέλματα, τα οποία δίδονται ως υπόδειγμα εις την καλλιγραφίαν π.χ. δεν έχουν σκοπόν την ηθικοποίησιν, αλλά πρωτίστως την διδασκαλίαν της καλλιτεχνικής γραφής, ούτω και το Παιδικόν Θέατρον, όσον ηθικόν και αν είνε –και πρέπει να είνε–, δεν έχει άλλον κυριώτερον σκοπόν, παρά την διδασκαλίαν της τέχνης του θεάτρου». [8]

Έτσι, ήδη από τα πρώτα του δράματα για τα παιδιά ο Ξενόπουλος καθιστά σαφή τη φύση του θεάτρου που διαφέρει από την απλή δίοδο «μετακένωσης» γνώσεων προς τους μικρούς θεατές.

Στα 38 θεατρικά έργα για παιδιά που δημοσιεύονται συνολικά, το 1896 σε έναν τόμο και το 1926 στους δύο τόμους με τον τίτλο Παιδικόν Θέατρον, τα θέματα που επιλέγει να πραγματευθεί ο συγγραφέας προέρχονται από την καθημερινή ζωή των παιδιών της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής του. Συγκεκριμένα, πρόκειται κυρίως για την παρουσίαση των ελαττωμάτων των παιδιών και των προβλημάτων που δημιουργούνται στην οικογενειακή και τη σχολική ζωή από αυτά τα ελαττώματα. Στηλιτεύονται οι αδυναμίες και τα ηθικά ψεγάδια, όπως η επιθυμία οικειοποίησης ξένων πραγμάτων («Το Εύρημα»), η έλλειψη γενναιοφροσύνης («Η δεσποινίς Τρομάρα και ο κινέζικος βομβαρδισμός»), η καταφυγή στο ψέμα λόγω φυγοπονίας («Το ψέμα του Πετράκη»), η ροπή προς τη φλυαρία («Εικοστός Τρίτος»), η απληστία («Το καινούργιο φόρεμα»), η λαιμαργία, («Η κυρία Παστακρέμα», «Οι γιατροί του Γιαννάκη»), η επιπολαιότητα, ο εγωισμός και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο («Δύο κομμάτια»), η αχαριστία («Η επίσκεψη της παραμάνας») κ.ά.

Με τα έργα που απευθύνονται στα μεγαλύτερα παιδιά, στοχεύει στην ανάδειξη αυτών των ελαττωμάτων και, μέσα από τη δραματουργία και τη σκηνική παρουσίασή τους, στην απαλλαγή των μικρών θεατών από αυτά. Έτσι επιδιώκει με την πλοκή των έργων του να δημιουργεί αντιπαραθέσεις και διαφοροποιήσεις στη δράση, ώστε με την κατάλληλη χρησιμοποίηση του απρόοπτου και της έκπληξης να επέρχεται η λύση, που αναδεικνύει συνήθως τη μεταμέλεια του ανήλικου ήρωα ή της ηρωίδας, ο οποίος/η οποία συνειδητοποιεί το κακό που προκαλεί η συμπεριφορά του/της στους άλλους και στον ίδιο/α και αποφασίζει να διορθωθεί. Ενδεικτικά, μπορούμε να αναφέρουμε το «Εύρημα»,[9] στο οποίο η Φαίδρα αρνείται πεισματικά να δώσει πίσω στον ιδιοκτήτη του ένα ακριβό βραχιόλι που βρήκε στο δρόμο, υποστηρίζοντας ότι πιθανότατα ο κάτοχός του θα είναι πλούσιος, σε αντίθεση με εκείνη, και άρα δεν το χρειάζεται. Όταν όμως αποκαλύπτεται ότι ιδιοκτήτρια του κοσμήματος ήταν μια από τις καλύτερες φίλες της, που υποφέρει για την απώλειά του, αποφασίζει να το επιστρέψει μετανοώντας για τον τρόπο που μιλούσε νωρίτερα.

Με παρόμοιο τρόπο στα περισσότερα από τα μονόπρακτα δράματά του, ο Ξενόπουλος διαγράφει τις δραματικές καταστάσεις έτσι ώστε οι θεατές να βιώνουν, μέσω της ταύτισης με τους ανήλικους ήρωες, τις συνέπειες της κακής συμπεριφοράς και, συνεπώς, να προσπαθούν να τις αποφύγουν στην πραγματική ζωή. Καταλυτικό ρόλο παίζει, στην πλειονότητα των έργων, κάποιος δραματικός χαρακτήρας ενηλίκου, που διαβλέπει εγκαίρως τα «κακώς κείμενα», προειδοποιεί και, συνήθως, στο τέλος εκφέρει με τον δικό του διδακτικό τόνο το ηθικό μήνυμα του έργου, που συμπυκνώνεται στη συνειδητή αλλαγή της επιβλαβούς συμπεριφοράς. Ενδεικτικά αναφέρουμε το μονόπρακτο δράμα «Εικοστός Τρίτος»,[10] όπου ο μικρός πρωταγωνιστής, ο Άγγελος, έχει το ελάττωμα της φλυαρίας και της έλλειψης εχεμύθειας. Τα αδέλφια και ο εξάδελφός του αποφασίζουν να τον συνετίσουν. Τον υποβάλλουν σε μια δοκιμασία από την οποία γελοιοποιείται μπροστά σε όλους λόγω του ελαττώματός του και το έργο κλείνει με την εξής συμβουλή του μεγαλύτερου εξαδέλφου: «Μια (…) παροιμία όμως λέει “Ο λόγος στην ώρα του αξίζει βασίλειο”. Αυτό θα πη ότι πρέπει να ξέρη κανείς πότε να μιλή και πότε να σωπαίνη, τι να κρύβη και τι να φανερώνη».[11]

Η εικόνα του παιδιού στα θεατρικά έργα του Ξενόπουλου είναι κυρίως η εικόνα του παιδιού της μεσοαστικής ή μεγαλοαστικής αθηναϊκής οικογένειας.[12] Ασχολείται με τα μαθήματά του, έχει τις παρέες των αδελφών και των συνομηλίκων του, απολαμβάνει της προστασίας των γονιών του και των μεγαλύτερων και μεγαλώνει με τη φροντίδα από την «οικοδιδασκάλισσα», όπως είναι η Ερασμία στο «Εύρημα», την «ψυχοκόρη», όπως είναι η Μαργαρώ στην μονόπρακτη κωμωδία «Δυο κομμάτια»[13] ή τους μικρούς υπηρέτες, όπως είναι ο Μήτρος και η Μόρφω στην κωμωδία «Δέκα παιδιά».[14] Αναλαμβάνει δράση, τις περισσότερες φορές έξω από τα όρια του επιτρεπτού από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία, αλλά τελικά υφίσταται τις συνέπειες της επιπολαιότητας ή των αδυναμιών του και διδάσκεται από την εμπειρία του, όπως και οι μικροί θεατές στους οποίους απευθύνονται τα έργα.

Ο χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται αυτή η δράση είναι, σχεδόν σε όλα τα έργα το δωμάτιο ενός αθηναϊκού μεσοαστικού ή μεγαλοαστικού σπιτιού, όπου ζουν και κινούνται οι μικροί πρωταγωνιστές των έργων. Οι σκηνικές οδηγίες είναι ελάχιστες και δεν παρουσιάζουν καμία ποικιλία. Στο «Εύρημα», λ.χ., ο δραματικός χώρος είναι «σαλόνι στο σπίτι της Δώρας» με «επίπλωσιν συνηθισμένη»,[15] στο έργο «Η δεσποινίς Τρομάρα» είναι «τραπεζαρία στο σπίτι της Σοφίας»,[16] στο έργο «Το καινούργιο φόρεμα» ο χώρος είναι «δωμάτιον εργασίας»[17] ή στο έργο «Δύσκολο Πρόγραμμα» είναι «παιδικό σπουδαστήριο σε πλούσιο σπίτι».[18] Ουσιαστικά, ο δραματικός χώρος δεν επηρεάζει σχεδόν καθόλου την εξέλιξη της υπόθεσης, αφού οι ανατροπές στις δραματικές καταστάσεις προκαλούνται από τη συμπεριφορά των παιδιών, αλλά αποτελεί ένα πλαίσιο ενδεικτικό της προστατευμένης οικογενειακής ζωής των μικρών πρωταγωνιστών που ουσιαστικά υποδηλώνει και τους κανόνες που θα έπρεπε απαρέγκλιτα να τηρούν τα παιδιά. Αντίστοιχα για το δραματικό χρόνο, η υπόθεση εκτυλίσσεται σχεδόν πάντοτε στο παρόν και δεν υπάρχουν χρονικά άλματα.

Εξαίρεση σε αυτές τις παρατηρήσεις αποτελούν δύο έργα, το τιτλοφορούμενο «Η Κυρία Παστακρέμα»[19] και το «Ο Ήλιος και ο Άνεμος»,[20] από τον πρώτο και τον δεύτερο τόμο του 1926 αντίστοιχα. Και τα δύο αυτά κείμενα τοποθετούνται σε ένα χώρο σχεδόν απροσδιόριστο, σε μια ουτοπική χώρα το πρώτο και στον χώρο και χρόνο του παραμυθιού το δεύτερο. Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για έργα διασκευασμένα ή μεταφρασμένα από ξένα πρότυπα. «Η Κυρία Παστακρέμα» είναι, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου «Διασκευή, κατά το γαλλικόν της Henriette Bezançon», έργα της οποίας είχαν δημοσιευθεί και στη Διάπλασιν των Παίδων.[21] Η σκηνή αναπαριστά «τη Ζαχαρούπολη» και το εσωτερικό του μαγαζιού της συμπαθητικής γριούλας Παστακρέμας, όπου είναι αραδιασμένα ταψιά με κάθε είδους γλυκίσματα.[22] Η λέξη Ζαχαρούπολη και η περιγραφή του δραματικού χώρου παραπέμπουν αρχικά σε στοιχεία που κατά τις επόμενες δεκαετίες θα χρησιμοποιηθούν στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία ως βάση για το είδος της λογοτεχνικής ουτοπίας.[23] Εδώ βέβαια τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται για να δοθεί έμφαση στην αδυναμία των παιδιών να ελέγξουν τη λαιμαργία και τη βουλιμία τους για τα γλυκά όταν δεν τίθενται όρια και κανόνες από τους μεγαλύτερους. Στο τέλος του έργου η παρέμβαση των γονιών επαναφέρει τις ορθές διατροφικές συνήθειες των παιδιών της Ζαχαρούπολης.

Στο μονόπρακτο «Ο Ήλιος και ο Άνεμος», «η σκηνή παριστάνει εξοχικό δρόμο που διασχίζει ένα δάσος».[24] Εδώ οι δραματικές κατηγορίες του χώρου και του χρόνου ακολουθούν τα στοιχεία του μύθου και του παραμυθιού, με την απροσδιοριστία και τον συνδυασμό ρεαλιστικών και φανταστικών συμβολιστικών δεδομένων. Το κείμενο αυτό είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, «το μόνο κομμάτι του “Παιδικού Θεάτρου” που είναι πιστή μετάφραση» από το σουηδικό κείμενο του Σακάριας Τοπέλιους (1818-1898), του σουηδόφωνου φινλανδού συγγραφέα που έγραψε, μεταξύ άλλων, διηγήματα εμπνευσμένα από τη φινλανδική λαϊκή παράδοση και παιδικά παραμύθια. Ο Ξενόπουλος σημειώνει ότι το έργο μεταπλάθει δραματουργικά το γνωστό μύθο του Αισώπου και ότι εκείνος θεωρεί πως η διασκευή αυτή του Τοπέλιους είναι «η ωραιότερη και ποιητικότερη».[25]

Στα δύο προαναφερθέντα έργα ο Ξενόπουλος αναφέρει τους συγγραφείς των πρωτοτύπων έργων, ενώ σε άλλα σημειώνει απλώς «Παράφρασις» ή «Διασκευή». Ο συγγραφέας όμως διακρίνει τα έργα και ανάλογα με την ηλικία του κοινού στο οποίο απευθύνεται Τα έργα που περιέχονται στον Β΄ τόμο του 1926 (μερικά από τα οποία αναδημοσιεύονται από τον τόμο του 1896), απευθύνονται κυρίως σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας και χαρακτηρίζονται ως «πιο σύντομα και σχετικώς πιο εύκολα κομμάτια, “διάλογοι και μονόλογοι”, για μικρότερα εν γένει παιδία, μερικά δε και για νήπια».[26] Αντίθετα, για τον Α΄ τόμο επισημαίνεται στο Προλογικό Σημείωμα ότι περιέχει «πολυπρόσωπα έργα, είτε μόνο γι’ αγόρια, είτε μόνο για κορίτσια, είτε γι’ αγόρια και κορίτσια μαζί».[27] Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η παρατήρηση ότι ο Ξενόπουλος λαμβάνει μέριμνα για τη δυνατότητα σκηνικής παρουσίασης των έργων του και δίνει τις απαραίτητες συμβουλές προς τους δασκάλους που θα χρειαστεί να προετοιμάσουν τις αντίστοιχες παραστάσεις. Γίνεται έτσι σαφές ότι ο συγγραφέας συνέθεσε τα σύντομα και τα εκτενέστερα δράματα με απώτερο σκοπό την παράστασή τους και όχι την απλή ανάγνωσή τους από τους μικρούς μαθητές.

Ήδη από τον πρώτο τόμο που εξέδωσε το 1896, με τον υπότιτλο Μονόλογοι, Διάλογοι και Δράματα δι’ εορτάς σχολείων και οικογενειών, έκανε σαφή την πρόθεσή του να απευθυνθεί προς τους εκπαιδευτικούς κυρίως που θα επωμίζονταν την ευθύνη να οργανώσουν στο πλαίσιο των σχολικών δραστηριοτήτων τις μαθητικές παραστάσεις και να τους βοηθήσει παρέχοντάς τους το υλικό των δραματικών κειμένων αλλά και τις πολύτιμες συμβουλές της σωστής χρησιμοποίησης αυτού του υλικού για την υλοποίηση της παράστασης. Συγκεκριμένα, μετά από την ανάπτυξη της θέσης του για τον σκοπό που επιτελεί το σχολικό θέατρο ‒και που την παραθέσαμε παραπάνω‒, ο Ξενόπουλος εφιστά την προσοχή των δασκάλων στο γεγονός ότι τα έργα αυτά έχουν «δράσιν σκηνικήν» την οποία τα παιδιά θα κληθούν να ζωντανέψουν πάνω στη σκηνή. Διακρίνει το θεατρικό κείμενο από κάθε άλλου είδους κείμενο και μιλάει για το θεατρικό έργο ως άνθρωπος της τέχνης και της πράξης του θεάτρου: «προ παντός πρέπει να είναι δράμα, δηλαδή να έχη δράσιν, μίαν υπόθεσιν εξελισσομένην κανονικώς και κινούσαν το ενδιαφέρον δια της πλοκής, με δέσιν και με λύσιν».[28]

Στο κείμενο που επιτάσσεται της έκδοσης του δεύτερου τόμου του 1926 και τιτλοφορείται «Δια τον διδάσκαλον», ο Ξενόπουλος δηλώνει ρητά ότι το μάθημα του θεάτρου στο σχολείο είναι «προπάντων πρακτικό»[29] και δίνει οδηγίες που αφορούν τον δάσκαλο ως σκηνοθέτη. Έτσι προτρέπει τους δασκάλους να αποφεύγουν την πολύωρη θεωρητική και ερμηνευτική προσέγγιση του έργου και να εστιάζουν στη βελτίωση της υποκριτικής ικανότητας των παιδιών, ώστε να αποδώσουν σωστά τους ρόλους τους. Θεωρεί επίσης ότι η σωστή διανομή των ρόλων ανάλογα με την ηλικία και τις δυνατότητες κάθε παιδιού είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την επιτυχία της παράστασης. Αξιοσημείωτα είναι εδώ όσα γράφει ο Ξενόπουλος για την ελευθερία στην ανάληψη πρωτοβουλιών που πρέπει να αφήνει ο δάσκαλος στα παιδιά, άποψη πρωτοποριακή για την εποχή που την εξέφραζε: «Αλλ’ εκείνο που πρέπει να προσέχη ιδιαιτέρως ο Διδάσκαλος, είναι ν’ αφίνη στον Μαθητή-ηθοποιό και κάποια πρωτοβουλία, να του την προκαλή μάλιστα και να την υποβοηθή. (…) Είναι μεγάλη ενθάρρυνση για το Μαθητή αυτό κι έχει σημαντική επίδραση στη μελλοντική πρόοδό του».[30]

Ακολούθως, δίνει ειδικότερες οδηγίες για την πιο σωστή εκφορά του λόγου από τους μικρούς ηθοποιούς, που πρέπει να μάθουν να μιλούν πάνω στη σκηνή με φυσικότητα. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη φυσικότητα που την συναρτά με τον ορθό επιτονισμό των φράσεων, ανάλογα με τη δραματική περίσταση, αλλά και με τη γλώσσα του κειμένου.

Αυτή η αναφορά στη γλώσσα και στη φυσικότητά της, μας δίνει την ευκαιρία να επισημάνουμε ότι ο Ξενόπουλος χρησιμοποίησε στα θεατρικά του για τα παιδιά τη δημοτική γλώσσα, ήδη από το 1896, στηρίζοντας και θεωρητικά την επιλογή του αυτή  στο γεγονός ότι στο θέατρο απαιτείται φυσικότητα στην απόδοση των δραματικών καταστάσεων: «Δια να είνε ωραία η υπόκρισις, πρέπει να είνε φυσική· και δια να είνε φυσική πρέπει το έργον να είνε όσω το δυνατόν φυσικόν και αληθές· και η γλώσσα της σκηνής όσω το δυνατόν απλή και απέριττος. Τούτο εζήτησα να επιδιώξω εις την συγγραφήν του παρόντος έργου, ελπίζω δε ότι όχι μόνον δεν θα ξενίση τους διδασκάλους η απλή γλώσσα του διαλόγου, αλλ’ ότι απεναντίας θα διευκολύνη την διδασκαλίαν της όσω το δυνατόν φυσικής παραστάσεως των τεμαχίων».[31]

Η γλώσσα των έργων είναι πράγματι δημοτική, με στοιχεία που ακολουθούν την κοινωνική και ηλικιακή διαφοροποίηση των ηρώων, ώστε να επιτυγχάνεται μια πιο ρεαλιστική αποτύπωση των δραματικών χαρακτήρων. Παράλληλα, ως δεινός τεχνίτης του λόγου, ο συγγραφέας χειρίζεται τη γλώσσα με βαθιά επίγνωση του ρόλου που επιτελεί στο θέατρο για παιδιά και χτίζει έτσι γέφυρες επικοινωνίας με τους μικρούς θεατές. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ζωηρότητας και της προφορικότητας του λόγου που βρίσκεται κοντά στη γλώσσα των παιδιών χωρίς όμως να γίνεται παιδιάστικη και να απομιμείται με γελοίο τρόπο την παιδική ιδιόλεκτο. Το χιούμορ στα περισσότερα έργα πηγάζει από τις δραματικές καταστάσεις που οδηγούν τους πρωταγωνιστές σε παθήματα εξαιτίας της αφροσύνης και των αδυναμιών του χαρακτήρα τους. Υπάρχει όμως και η χρήση της γλώσσας που επιτείνει τις κωμικές καταστάσεις και προκαλεί το γέλιο των θεατών, κυρίως με τη χρήση λογοπαιγνίων ή φράσεων που αναδεικνύουν με φυσικότητα τη χαριτωμένη παιδική αφέλεια. Στο έργο «Τα έξοδα της δίκης» δυο αδέρφια τσακώνονται για τη μοιρασιά ενός γλυκού κοκ, ώσπου παρεμβαίνει ο μεγαλύτερος αδελφός τους ο οποίος για να κάνει δήθεν δίκαιη μοιρασιά τρώει συνεχώς κι από τα δυο κομμάτια και στο τέλος δεν αφήνει τίποτα για τους μικρότερους διεκδικητές. Όταν τους ζητάει να του δώσουν «το μήλον της έριδος» για να δικάσει, το μικρότερο παιδί σπεύδει να τον διορθώσει: «καλέ, ποιο μήλο κάθεσαι και λες; …κοκ είναι!». Και λίγο παρακάτω, όταν όλο το γλυκό καταναλώνεται από τον μεγάλο αδελφό γιατί πρέπει να «πληρωθούν τα έξοδα της δίκης» όπως λέει, ο μικρότερος απαρηγόρητος αναφωνεί ότι θα κάνει «έφεση στο Κακουρ… (τον πιάνουν κλάματα)… κοκ…δικείον!».[32]

Η φροντίδα του Ξενόπουλου για τη σύνθεση έργων με δράση, ζωηρό διάλογο και δραματικές καταστάσεις που να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών είναι φανερή σε όλα τα έργα –και κυρίως στα εκτενέστερα που απευθύνονται σε μεγαλύτερα παιδιά– και έχει άμεση σχέση με την πρόθεσή του να είναι τα έργα του κατάλληλα για σκηνική απόδοση και όχι για απλή ανάγνωση, όπως προαναφέρθηκε. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε στοιχεία από τις μαθητικές και σχολικές παραστάσεις της εποχής που θα αναδείκνυαν τη σκηνική τύχη των έργων του Ξενόπουλου για παιδιά, από τις αναφορές στην έκδοση των δύο τόμων του 1926 αντλούμε στοιχεία για κάποιες παραστάσεις. Συγκεκριμένα, για το έργο «Το Εύρημα», ο συγγραφέας σημειώνει ότι «εγράφη κατά παράκλησιν της κας Μαρίας Αλεξανδρίδου, διευθυντρίας του εσωτερικού Αρσακείου, και επαίχθη από μαθητρίας την Παρασκευήν 10 Ιουνίου 1916, εις την μεγάλην αίθουσαν της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας κατά την ετησίαν Σχολικήν Εορτήν».[33] Στην παράσταση μάλιστα αυτή έλαβαν μέρος και οι θυγατέρες του συγγραφέα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η διευθύντρια του Αρσακείου Μαρία Αλεξανδρίδου, που όπως αναφέρει ο συγγραφέας του ζήτησε ένα θεατρικό έργο για τις Αρσακειάδες, υπήρξε μια σημαντική και φωτισμένη παιδαγωγός που έδινε έμφαση στην αισθητική καλλιέργεια των μαθητριών και όχι μόνο στον εμπλουτισμό των γνώσεών τους.[34] Το δεύτερο έργο του Α΄ τόμου με τον τίτλο «Η Δεσποινίς Τρομάρα και ο κινέζικος βομβαρδισμός» γράφτηκε επίσης «κατά παράκλησιν της κας Μαρίας Αλεξανδρίδου, διευθυντρίας του εσωτερικού Αρσακείου το 1917. Τα τραγούδια έγιναν απάνω στα μέτρα των τραγουδιών μιας ιταλικής σχολικής οπερέττας που την έχει το Αρσάκειο» αναφέρει ο Ξενόπουλος, ο οποίος συνεχίζοντας ενημερώνει τους εκπαιδευτικούς που θα ήθελαν να ανεβάσουν το έργο ότι τα τραγούδια «μπορούν να ταιριάσουν και μ’ άλλη μουσική ή να τονισθούν εκ νέου ή και να παραλειφθούν ολωσδιόλου, αν δεν υπάρχη μουσικός διασκευαστής ή συνθέτης».[35] Μία ακόμη παράσταση που δηλώνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα είναι η παράσταση της μονόπρακτης κωμωδίας «Τα έξοδα της δίκης», η οποία «επαίχθη στον Παρνασσόν, κατά την εορτήν της Τριακονταετηρίδος της “Διαπλάσεως”, το 1909, με τα λογοπαίγνια και το τραγουδάκι που πρόσθεσε ο κ. Ν. Ι. Λάσκαρις».[36] Από τη διανομή διαπιστώνουμε ότι στην παράσταση τον ρόλο του Αντωνάκη υποδύθηκε ο γιος του Ν. Ι. Λάσκαρη, ενώ τον ρόλο του Δημητράκη ο μετέπειτα θεατρικός συγγραφέας Δημήτριος Γιαννουκάκης. Μνεία μίας ακόμη παράστασης γίνεται από τον συγγραφέα σε υποσημείωση στο έργο «Το φόρεμα της Κυρίας» για το οποίο γράφει: «Η κωμωδία αυτή έγινε και σχολική οπερέττα, με τον τίτλο “Η κυρία καμαριέρα” από τον κ. Θ. Σακελλαρίδη, για το παρθεναγωγείο του κ. Η. Κωνσταντινίδη».[37]

Αν συνυπολογίσουμε το ότι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, την εποχή που εκδίδονται οι δύο τόμοι (1926) του «Παιδικού Θεάτρου» του, ήταν ήδη ένας πολύ γνωστός και διακεκριμένος συγγραφέας στο ευρύτερο κοινό αλλά και στο κοινό των εκπαιδευτικών, οι οποίοι θα χρησιμοποιούσαν τα έργα αυτά «δι’ εορτάς σχολείων», τότε είναι σίγουρο ότι οι παραστάσεις σε σχολικές γιορτές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις θα ήταν πολύ περισσότερες από τις ελάχιστες που αναφέρθηκαν. Τα έργα δεν είναι βέβαια απαλλαγμένα από τον διδακτισμό αλλά το γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι σε μια εποχή που το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα, ο Ξενόπουλος προσέφερε στο παιδικό κοινό έργα γραμμένα με τη φροντίδα ενός ανθρώπου του θεάτρου που δεν το αντιμετώπιζε μόνο ως μέσο επίτευξης άλλων σκοπών αλλά και ως αυτόνομο καλλιτεχνικό γεγονός με το οποίο τα παιδιά έπρεπε να εξοικειωθούν.

Μαρία Δημάκη-Ζώρα

Επίκουρη Καθηγήτρια Θεατρολογίας

Π.Τ.Δ.Ε. Πανεπιστημίου Αθηνών

 

* Η εισήγηση αυτή εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος “ΘΑΛΗΣ” που έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο – ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: ΘΑΛΗΣ- ΕΚΠΑ “Το Θέατρο ως Μορφοπαιδευτικό Αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην Εκπαίδευση και την Κοινωνία”.

[1]. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, Θέματα Παιδικής Λογοτεχνίας, πρόλογος Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, Πορεία, Αθήνα 2001, σ. 46-49, 85-102.

[2]. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης, «Οι «Αθηναϊκαί Επιστολαί του Γρηγόριου Ξενόπουλου στη Διάπλασιν των Παίδων (1896-1947)», ό. π., σ.84 και Βίκυ Πάτσιου, «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1922). Το Πρότυπο και η Συγκρότησή του, έβδομη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ.22-25 και passim.

[3]. Βλ. Χάρης Σακελλαρίου, Οι πρωτοπόροι της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας. Θέατρο, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σ. 23-29.

[4]. Βλ. Γεωργία Λαδογιάννη, Το Παιδικό Θέατρο στην Ελλάδα. Ιστορία και κείμενα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 58-77.

[5]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, Παιδικόν Θέατρον. Ήτοι Μονόλογοι, Διάλογοι και Δραμάτια δι’ εορτάς σχολείων και οικογενειών. Α΄, Εκδότης Νικόλαος Π. Παπαδόπουλος, Διευθυντής της Διαπλάσεως των Παίδων, Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, Εν Αθήναις 1896.

[6]. Βίκυ Πάτσιου,  ό. π., σ. 86, σημ. 207.

[7]. Τα αποσπάσματα του Προλόγου αυτού αναδημοσιεύονται εδώ από το βιβλίο: Θανάση Ν. Καραγιάννη, Σχολικό Θέατρο (1871-1974). Πρόλογοι Σχολικού Θεάτρου και Σχολικών Γιορτών [140 Κείμενα με αισθητικό, ιστορικό, παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο], Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2013, σ. 67.

[8]. Θανάση Ν. Καραγιάννη, ό. π., σ. 69.

[9]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, Παιδικόν Θέατρον. Μονόλογοι, Διάλογοι, Δραματάκια και Κωμωδίαι δια εορτάς σχολείων και οικογενειών, τ. Α΄: Δραματάκια και Κωμωδίαι, Εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 1926, σ. 9-25.

[10]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 58-70.

[11]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 70.

[12]. Πρβλ. Ιωάννα Βιδάλη, «Το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα του 20ού αιώνα», στο βιβλίο: Στη Χώρα του Τοτώρα. Θέατρο για ανήλικους θεατές, επιμ. Θόδωρος Γραμματάς, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2010, σ. 126-127.

[13]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 85-99.

[14]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 153-167.

[15]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 9.

[16]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 26.

[17]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 71.

[18]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 78.

[19]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 124-152.

[20]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, Παιδικόν Θέατρον. Μονόλογοι, Διάλογοι, Δραματάκια και Κωμωδίαι δια εορτάς σχολείων και οικογενειών, τ. Β΄: Κωμωδίαι, Διάλογοι και Μονόλογοι. [Τα περισσότερα δια μικρά παιδιά], Εκδότης Ιωάννης Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήναι 1926, σ. 9-17.

[21]. Βλ. Μάρθα Καρπόζηλου, Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1830-1914). Καταγραφή, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς 12, Αθήνα 1987, σ. 94.

[22] .Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., Τόμος Πρώτος, σ.124.

[23] . Bλ. Carrie Hintz & Elaine Ostry (eds.), Utopian and Dystopian Writing for Children and Young Adults, Routledge, New York-London 2003, σ. 4.

[24]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Β΄, σ. 9.

[25]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Β΄, σ. 16.

[26]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Β΄, σ. 6.

[27]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 5.

[28]. Θανάση Ν. Καραγιάννη, ό. π., σ. 69.

[29]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Β΄, σ. 170.

[30]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Β΄, σ. 171.

[31]. Θανάση Ν. Καραγιάννη, ό. π., σ. 69.

[32]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 122.

[33]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 9.

[34]. Βλ. σχετικά τον επετειακό τόμο Φυσιογνωμίαι τινες Αρσακειάδων. Επ’ ευκαιρία της Εκατονταετηρίδος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. 1836-1936, χ. εκδ., [Αθήναι 1936], σ. 44.

[35]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 26.

[36]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 114.

[37]. Γρηγορίου Ξενοπούλου, ό. π., τ. Α΄, σ. 182.

EnglishGreek