Τον πολυσήμαντο τίτλο «Εκάβη, όχι Εκάβη» επέλεξε για το έργο που έγραψε ο Tiago Rodrigues, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, και το σκηνοθέτησε για την Comédie Française στην Επίδαυρο. Σε πρώτο επίπεδο προσέγγισης αποσαφηνίζει ο συγγραφέας με τον τιθέμενο τίτλο ότι δεν πρόκειται για τη γνωστότερη «Εκάβη», την τραγωδία του Ευριπίδη. Στη συνέχεια, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως η συγκεκριμένη διατύπωση αφορά στην ιδιόλεκτο ενός παιδιού, το οποίο εκφράζει την απαρέσκεια με ελλειπτική πρόταση και θέτει την άρνηση (pas, not, όχι) πριν από την έννοια που απορρίπτει. Στο τέλος, όταν η παράσταση ολοκληρωθεί, πλανάται το ερώτημα για το νόημα του σημερινού κόσμου (όχι Εκάβη), καθώς αυτός προσλαμβάνεται μέσα από το πρίσμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας (Εκάβη).
Αφετηρία για τη συγγραφή του έργου στάθηκε η υπόθεση της κακοποίησης παιδιών στο φάσμα του αυτισμού σ’ ένα ίδρυμα της Ελβετίας. Η είδηση οδήγησε τον Rodrigues να αναρωτηθεί πώς η κοινωνία μας, αν και θεωρητικά υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αξίες, αδιαφορεί, όταν παραβιάζονται οι στοιχειώδεις ελευθερίες των ευάλωτων ατόμων. Τον προβληματισμό του μετουσίωσε σε καλλιτεχνική δημιουργία αξιοποιώντας την αρχή της υπέρθεσης ή επαλληλίας και οικοδόμησε μία σύγχρονη ιστορία με συνεκτικούς αρμούς στίχους από την «Εκάβη» του Ευριπίδη.
Το κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι η Νάντια, μία ηθοποιός η οποία κάνει πρόβες για την «Εκάβη» του Ευριπίδη. Ενώ η παράσταση προετοιμάζεται, η Νάντια αντιλαμβάνεται ότι ο γιός της υπέστη κακοποίηση στο ίδρυμα που φιλοξενείται. Καταφεύγει στις Αρχές και αναζητεί δικαίωση, όπως ακριβώς ο ρόλος που υποδύεται στο θέατρο, η Εκάβη, καταφεύγει για τον ίδιο λόγο στον Αγαμέμνονα, τον πορθητή της Τροίας. Η Εκάβη είχε εμπιστευθεί το γιό της Πολύδωρο στον βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα για να τον σώσει από τη σφαγή των Αχαιών. Ο Πολυμήστωρ παραβιάζει κάθε όριο ηθικής και δολοφονεί τον φιλοξενούμενό του. Όταν η σκλάβα πλέον Εκάβη το πληροφορείται, παγιδεύει τον Θρακιώτη και τον εκδικείται.
Η Νάντια συναντά αδιαφορία, πρόθεση συγκάλυψης και άρνηση των αρμοδίων για το θέμα του παιδιού της, όμως κηρύσσει ανένδοτο αγώνα ως την τελική δικαίωση. Παράλληλα, συνεχίζει τις πρόβες της και σταδιακά το θέατρο και η ζωή της αλληλοπεριχωρούνται, ενώ υποστηρίζει τις θέσεις της προς τον εισαγγελέα της υπόθεσης με το κείμενο του Ευριπίδη και ο ρόλος συνυφαίνεται με την πραγματικότητα και αντιστρόφως. Η Νάντια πληροφορεί τον εισαγγελέα για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του αυτιστικού παιδιού της: το αγόρι εκφράζει μονοδιάστατα με γλωσσικό κώδικα θέσης – άρσης τις επιθυμίες του (αγκαλιά-όχι αγκαλιά, παιγνίδι-όχι παιγνίδι) και μόνο στη λέξη σοκολάτα δε δίνει άρνηση. Του αρέσει να ακούει μουσική και μάλιστα τα τραγούδια του Ότις Ρέντινγκ, ενώ φοράει τα ακουστικά του που τον απομονώνουν από τον κόσμο. Ότις ονομάζεται και το αγόρι, όνομα που παραπέμπει στην ακουστική ομοιότητα με τη γαλλική λέξη για τον «αυτιστικό» (autist). Ο Ότις παρακολουθεί κατ’ επανάληψη, εμμονικά, σειρά κινουμένων σχεδίων που δείχνουν μια πληγωμένη σκύλα με τρία πόδια να αναζητά το χαμένο κουτάβι της στους δρόμους της πόλης. Για τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτού του παιδιού, δικαιώματα που παραβιάζονται, μάχεται η Νάντια και δημοσιοποιεί την κακοποίηση στον Τύπο.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα, η λειτουργία και η (μη;) αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης σήμερα, τα όρια της θεατρικής τέχνης, η ενσυναίσθηση, η μητρική αγάπη και η αφοσίωση αποτελούν τα βασικά μοτίβα του έργου. Η γραφή είναι πολυεπίπεδη και συνυφαίνει αριστοτεχνικά τον αρχετυπικό μύθο με το σύγχρονο προσωπικό και κοινωνικό δράμα. Η «Εκάβη», η αρχαία ελληνική τραγωδία, καθίσταται ερμηνευτικό μέσο της σύγχρονης τραγωδίας και όχι το αντίστροφο και κατ’ επέκταση το έργο του Rodrigues θέτει το ερώτημα τι είναι τραγωδία σήμερα. Επιπλέον, διερευνά την περίπτωση συνάντησης ανάμεσα στη βία του αρχαίου κόσμου και τη βία του σύγχρονου. Ανάμεσα στην καταπίεση, τον αυταρχισμό, την εκμετάλλευση, το έγκλημα κατά του ασθενέστερου και την αυθαιρεσία της εξουσίας σε τρεις εποχές: στην εποχή του μύθου, στην εποχή του Ευριπίδη και στη σημερινή. Υπάρχει σημείο σύγκλισης των εποχών; Καταφατικά απαντά ο Rodrigues και ορίζει ως σημείο επαφής τον άνθρωπο, τον αδύναμο που καταλήγει πάσχων, ενώ η αδικία κυριαρχεί και συγκαλύπτεται από το οργανωμένο κράτος σε όφελος των ισχυρών.
Για την επίτευξη του πολιτικού και βαθιά ανθρωπιστικού του στόχου ο Tiago Rodrigues μετέρχεται πολλαπλών θεατρικών μέσων. Η εύχρηστη θεατρική φόρμα, κατά την οποία ηθοποιοί υποδύονται τους ρόλους ηθοποιών, εμπλουτίζεται με ένα ακόμη κειμενικό επίστρωμα για να υποδυθούν οι ηθοποιοί-ρόλοι ηθοποιών άλλους ρόλους. Το εγώ του ηθοποιού δραματοποιεί ένα άλλο εγώ, αυτό του ρόλου και αυτό το δραματοποιημένο δεύτερο εγώ παρουσιάζει ένα τρίτο πρόσωπο σε μία διαρκή αλλά διαυγή και εύληπτη για τον θεατή εναλλαγή. Με την τεχνική αυτή, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν και τους ρόλους του Ευριπίδη και εμφανίζονται, εκτός από την Elsa Lepoivre (Νάντια-Εκάβη), να είναι ο Denis Podalydés-Αγαμέμνων-Εισαγγελέας, ο Loïc Corbery-Πολυμήστωρ-Υφυπουργός, ο Eric Génovèse-Χορός-Μπονφουά-Δημοσιογράφος, η Séphora Pondi-Χορός-Δικηγόρος-Λουαγιάλ, η Elissa Alloula-Χορός-Νερίν, η Gaël Kamillindi-Υπηρέτρια-Δημοσιογράφος.
Ο Rodrigues δίδαξε τους ηθοποιούς έτσι ώστε με εξαιρετική δεξιοτεχνία να χρησιμοποιούν και τις δύο μεγάλες Σχολές υποκριτικής, τόσο του ψυχολογικού όσο και του επικού θεάτρου. Οι ηθοποιοί «μπαίνουν» και «βγαίνουν» από τους ρόλους εν ριπή οφθαλμού και δημιουργούν την ίδια στιγμή δίπολη θεατρική συνθήκη και συνύπαρξη των διαφορετικών ειδών στη σκηνοθεσία και την υποκριτική. Όπως, όταν η Νάντια-Εκάβη ταυτίζεται με την πονεμένη μάνα και θρηνεί, η ηθοποιός που παίζει το Χορό αποστασιοποιείται και με απεύθυνση στο κοινό λέει: «Αυτά τα δάκρυα είναι ίσως δάκρυα που ποτέ της δεν είχε χύσει… Είναι ίσως τα δάκρυα που δανείζει τώρα στην Εκάβη, στην πρόβα, ενώ εγώ η Κορυφαία λέω: Φοβερά τα δεινά που υπομένουμε!». O «αρχαίος» Χορός βλέπει το παρόν, τοποθετείται κριτικά απέναντί του και το σχολιάζει. Η διεργασία αυτή αποτρέπει την εκτροπή της συγκινησιακής φόρτισης σε μελό, στο οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει το θέμα του έργου.
Η σκηνική γλώσσα του Rodrigues αποκαλύπτει τη μεταθεατρική λειτουργία που επιτελείται. Η ιστορία του Ότις δεν είναι απλώς επίκαιρη. Συνδιαλέγεται με το αρχαίο κείμενο, με το κοινό, με την ίδια την τέχνη του θεάτρου. Η παράσταση αρχίζει με συνθήκες πρόβας. Συνεχείς παραπομπές στην θεατρική δραστηριότητα και στην υποκριτική, καθώς και στις συνθήκες μιας αληθινής πρόβας, οδηγούν σε εκρήξεις αυτοαναφορικότητας για το θέατρο. Σχόλια για την πολιτική ορθότητα φράσεων του Ευριπίδη, ζητήματα της παράστασης (από πού μπαίνω; Τι θα γίνει με τα σκηνικά; Πλησιάζει η πρεμιέρα) διαπλέκονται με το πρόβλημα του Ότις και το μύθο της Εκάβης και αντικατοπτρίζουν έναν έντεχνο στοχασμό πάνω στο ίδιο το θέατρο και στη ζωή. Στη σύμβαση της θεατρικής παράστασης η Νάντια ανέτοιμη για την ερμηνεία του ρόλου της Εκάβης αναζητεί τα κλειδιά της ερμηνείας στη ζωή της. Καταλήγει να ερμηνεύει τη ζωή της μέσα από το ρόλο.
Οι ηθοποιοί της Comédie Française είναι έξοχοι σε όλα τα πρόσωπα που υποδύονται. Ιδιαίτερη αναφορά απαιτείται στην Elsa Lepoivre για τους ρόλους της Νάντιας και της Εκάβης, τους οποίους κράτησε με ακροβατική ισορροπία στην κόψη του ξυραφιού. Μέτρο, αισθαντικότητα, εκφραστικότητα, αλήθεια χαρακτήρισαν κάθε σκηνή της. Με λεπτές αποχρώσεις, κοιτάζοντας τους θεατές στα μάτια, περιήλθε εξωτερικά τον κύκλο της Ορχήστρας, διατυπώνοντας μόνο τις 47 λέξεις και τις αρνήσεις τους που χρησιμοποιούσε ο Ότις και δημιούργησε μία σκηνή ευαισθησίας και κοινωνικού προβληματισμού με αυτές τις λίγες φράσεις.
Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Ο χώρος και ο χρόνος της κάθε ιστορίας διαστέλλονται και εμφιλοχωρούν. Τα επίπεδα χώρου, χρόνου και έργου προσδιορίζονται με τις εναλλαγές φωτισμού από λευκό σε κίτρινο και αντιστρόφως.
Στο σκηνικό υπάρχει ένα επίμηκες τραπέζι γύρω από το οποίο οι ηθοποιοί κάνουν την ανάγνωση του έργου. Πίσω απ’ αυτό δεσπόζει το γιγάντιο άγαλμα μίας σκύλας με τρία πόδια σε γλυπτική του Fernando Ribeiro. Το κομμένο τέταρτο πόδι βρίσκεται στο κοίλο. Από εκεί θα το παραλάβει ο Πολυμήστωρ-Υφυπουργός και από αυτόν θα το κλείσει τρυφερά στην αγκαλιά της η Νάντια-Εκάβη, όπως το σώμα ενός μικρού παιδιού, του Ότις- Πολύδωρου.
Διττή σημασία αποκτά η παρουσία της τρίποδης σκύλας. Αφενός παραπέμπει στην τραγωδία του Ευριπίδη, στην οποία αναφέρεται ότι η Εκάβη θα παραμείνει στην Τροία, μεταμορφωμένη σε σκύλα με κατακόκκινα μάτια, να αλυχτά από οργή και πόνο για όσα της στέρησε ο πόλεμος, παιδιά, θέση, πατρίδα, και με το ουρλιαχτό της να υπενθυμίζει το διαχρονικό αίτημα για σεβασμό στην αξιοπρέπεια του ατόμου. Αφετέρου παραπέμπει στην προσκόλληση του Ότις στην ιστορία της πληγωμένης σκυλίτσας, που αναζητεί γαυγίζοντας στους δρόμους του Παρισιού το χαμένο της σκυλάκι. Το ακρωτηριασμένο πόδι της σκύλας, η ακρωτηριασμένη ψυχή του κακοποιημένου παιδιού, τα κομμάτια της μάνας Νάντιας-Εκάβης συμπυκνώνονται στο τέλος του έργου και της παράστασης σε ένα κλιμακούμενο γαύγισμα από την Elsa Lepoivre. Μόνη στη σκηνή, απευθύνεται στο κοινό και γρυλίζει σπαρακτικά, αλλά καθόλου μελοδραματικά, όπως η πληγωμένη σκύλα που αναζητά το κουτάβι της, ως μία υπόσχεση συνέχισης του αγώνα για δικαιοσύνη.
Κόννη Σοφιάδου
Ηθοποιός, Φιλόλογος,
PhD Π.Τ.Δ.Ε. – Ε.Κ.Π.Α.