- Ερευνητικά ζητούμενα διατριβής:
Η μελέτη προσανατολίστηκε κυρίως στη μελέτη των θεατρικών κωδίκων και σημείων, τη λειτουργία τους και την αισθητική τους παρουσία στο πλαίσιο της παράστασης αλλά και στη λειτουργική χρήση της ιδιαίτερης γλώσσας της μουσικής που αναδεικνύεται καθ΄εαυτήν, ακόμα και στο πλαίσιο του σκηνικού θεάματος.
Προς αυτή την κατεύθυνση επιχειρήθηκε μια ενδελεχής ανάλυση του περιεχομένου του λόγου της ύπαρξής της μουσικής στη θεατρική παράσταση, εφόσον, ως θεατρικό σημείο παράγει δείξεις και σημασίες και προκαλεί νοητικές και ψυχο-συναισθηματικές διεργασίες. Ταυτοχρόνως όμως δημιουργεί και ακουστικές εμπειρίες που, στην περίπτωση του ανηλίκου, μπορεί να μην αλλάζουν καταφανώς τις, λόγω της ηλικίας, μουσικές του προτιμήσεις, αλλά ενδεχομένως να τις μεταμορφώνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο σκέψης σημειώνεται ότι οι γενικές ή και αόριστες βιβλιογραφικές υποδείξεις περί την μουσική επένδυση (πρωτότυπη μουσική σύνθεση ή μουσική επιμέλεια) δημιουργούν συχνά παρανοήσεις ή υπεραπλουστεύσεις, με αποτέλεσμα συχνά η μουσική στο θέατρο για ανήλικους θεατές να επισκιάζει το θεατρικό συμβάν καθεαυτό, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της χρήσης κλασικής μουσικής, της οποίας το μέγεθος είναι αναντίστοιχο των δραματικών καταστάσεων ή στη χειρότερη περίπτωση να εκλαμβάνεται ως ένα σχόλιο άνευ σημασίας, κυρίως αισθητικής. Το ίδιο συμβαίνει και όταν το μουσικό συμβάν εξαντλείται μόνον στα όρια της ανάδειξης της τραγουδοποιίας ως κυρίαρχο μουσικό θεατρικό γεγονός .
Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη ότι η μουσική στο θέατρο μεταβαίνει σε άλλη κατάσταση, εκείνη του θεατρικού σημείου, αναδείχθηκε ο λειτουργικός της χαρακτήρας καθώς παρατηρείται ενδεχόμενη απομείωση του αισθητικού της χαρακτήρα και μεταβαίνει σε εργαλειακή χρήση στην υπηρεσία του θεάματος.
Επί της ουσίας το βασικό ερευνητικό ερώτημα αφορά στην ανάδειξη της μουσικής ως θεατρικό σημείο στο θέατρο για ανήλικους θεατές, στο πλαίσιο των δηλώσεων, των συνδηλώσεων, της συμβολιστικής και μεταφορικής διάθεσης και κυρίως στην εγκατάστασής της ως σημείο αισθητικού καλλιτεχνικού περιεχομένου.
Η συμπερίληψή της στο ευρύτερο ακουστικό περιβάλλον του θεάτρου, το οποίο επικαθορίζεται σκοπίμως από ήχους, ακουστικά εφέ και παρεμπιπτόντως από τους ήχους που παράγουν οι θεατές της παράστασης, λ.χ. το χειροκρότημα των ανηλίκων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του έργου, εκτιμάται ότι αποσαφηνίζει περαιτέρω τα όρια του ακουστικού και μουσικού τοπίου της παράστασης.
- Δομή και περιεχόμενα της μελέτης:
Η δράση του δευτερεύοντος κώδικα της μουσικής στο θέατρο εν γένει, είναι αυτό που πρόκρινε την ανάδειξη του ερευνητικού ζητουμένου, όχι εξ αντανακλάσεως και ως παρεμπίπτουσα σημείωση, αλλά ως ιδιαίτερη επιστημονική εμβάθυνση στο ιδιαίτερο είδος του θεάτρου για ανήλικους θεατές. Χωρίς να αφίσταται των γενικότερων θεωρήσεων για την παρουσία της μουσικής στο θέατρο, θεωρήθηκε ότι το μουσικό σημείο μπορεί να λάβει πλεοναστικές δείξεις για την ψευδαισθητική αίσθηση που είναι απαραίτητη και σύμφυτη με την αναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού.
Περιελήφθησαν στο μεθοδολογικό εργαλείο ο θεωρητικός λόγος περί την ιστορία του θεάτρου, η σημειωτική, η θεωρία του θεάτρου, oι μελέτες για την ανάδειξη, ως ξεχωριστό είδος, του θεάτρου για ανήλικους θεατές, οι κοινωνιολογικές μελέτες της μουσικής και oι μελέτες για την έκφραση και την αισθητική της μουσικής. Ευχερές πεδίο για την ανάδειξη των ζητουμένων της θεατρικής πράξης αποτέλεσαν οι αναφορές σκηνοθετών.
Ιδιαιτέρως ελήφθησαν υπόψη τα πορίσματα της ψυχολογίας της μουσικής και της αναπτυξιακής ψυχολογίας Στο ερευνητικό περιβάλλον της μεθοδολογίας εντάχθηκαν και οι απόψεις συνθετών που ασχολήθηκαν με το θέατρο και το θέατρο ανηλίκων, γιατί ο θεωρητικός τους λόγος, ο οποίος εκφράζει τη στάση του δημιουργού μέσα στην κινούμενη εικόνα του θεάτρου, αποτελεί όχημα για τη δημιουργική εργασία των συνθετών πρωτότυπης εργασίας στο θέατρο.
Εμπρόθετα, στο κύριο σώμα της μελέτης εντάχθηκαν και μουσικά κείμενα (παρτιτούρες) ως εμπράγματη κατάθεση των θεωρητικών απόψεών τους. Οι αναφορές στη γλωσσολογία και στην εθνογλωσσολογία αφορούν στην εμπλοκή της μουσικής με το λόγο και στην ανάγκη της αναγνώρισης των κοινών κωδίκων επικοινωνίας. Όλες αυτές οι απόψεις στην περίπτωση του θεάτρου για ανήλικους θεατές συμπεριλήφθησαν με την μέθοδο της αναγωγής και της αναλογίας στις περιπτώσεις που τα ζητούμενα για το θέατρο ενηλίκων και ανηλίκων εκφράζονται ομοιότροπα στη λειτουργία των κωδίκων και των σημείων.
Παρά το γεγονός ότι οι γενικές θεωρητικές επισημάνσεις του είδους (θεάτρου) και του υποείδους (θέατρο για ανήλικους θεατές) ισχύουν, εντούτοις στο θέατρο για ανηλίκους παρατηρούνται διαφοροποιήσεις σε μεγάλο ή μικρό βαθμό με κεφαλαιώδη αυτή της κατάργησης της θεατρικής σύμβασης από τους ανήλικους θεατές.
Η μελέτη και η διερεύνηση της λειτουργίας του μουσικού σημείου πρόκρινε δύο οπτικές, συγκλίνουσες και κατά περίπτωση αποκλίνουσες, οι οποίες συστήνουν το θέατρο για ανηλίκους ως διακριτή περίπτωση που απευθύνεται σε κοινό που, ενώ συμμετέχει στον κοινωνικό βίο ισότιμα, δεν αντιλαμβάνεται ισότροπα τις κοινωνικές συμβάσεις και τις εκδηλώσεις του πολιτισμού μέσω της τέχνης. Γιατί τα στάδια της ανάπτυξης του ανηλίκου βρίσκονται σε εξέλιξη και η οπτική του αθώου θεατή βρίσκεται στην πορεία προς τον χειραφετημένο και κριτικό θεατή.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η μελέτη αναπτύσσεται σε δύο μέρη και επιμερίζεται αντίστοιχα σε κεφάλαια και υποκεφάλαια.
Στο πρώτο μέρος με τίτλο Η θεατρική λειτουργία της μουσικής μελετάται
η μουσική ως θεατρικός κώδικας διαμεσολάβησης, ως ενισχυτικός κώδικας της πρόσληψης, ώστε να καθίσταται αμοιβαία η κατανόηση των συμβάντων από τους συμμέτοχους στο θέαμα. Επισημαίνεται παράλληλα η πρόθεση της μουσικής να διευκολύνει την πρόσληψη του ανήλικου θεατή καθώς έχει τη δυνατότητα να υποστασιοποιεί απούσες δυνάμεις ή πρόσωπα, να διατυπώνει ερωτήματα, να συμπληρώνει δραματικά στιγμιότυπα και να στίζει εμφατικά περιστατικά. Το μουσικό συμβάν ως σημείο της θεατρικής παράστασης που παράγει δηλώσεις, συνδηλώσεις και λειτουργεί ως σύμβολο διερευνάται στο πλαίσιο της σημειωτικής του θεάτρου που το συμπεριλαμβάνει στα ακουστικά σημεία της παράστασης. Η σχέση της μουσικής με το θέαμα εξαρτάται από τους όρους και τα όρια της σκηνοθεσίας και στο θέατρο για ανηλίκους, καθώς εκεί εντοπίζεται το έλλειμμα στην κατανόηση της θεατρικής σύμβασης, που αποτελεί μείζον θέμα και το διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό από το θέατρο των ενηλίκων.
Επίσης σημαντικό μέρος της μελέτης αφιερώνεται στις Σκηνικές οδηγίες, διδασκαλίες, προς τον μουσικό της παράστασης, εξωκειμενικές ή ενδοκειμενικές που αναδεικνύονται ως οχήματα για την παραγωγή μουσικών σημάνσεων και τα συμφραζόμενά τους μπορούν να οδηγήσουν στην κατανόηση του χώρου, του χρόνου, του τρόπου και της διευθέτησης της δραματικής έκφρασης. Ταυτοχρόνως αποπειράται μια σύνδεση της μουσικής με τα παραγλωσσικά, κινησιακά, γειτνιαστικά και άλλα σημεία της παράστασης, ούτως ώστε ο μουσικός να παραγάγει αντίστοιχες μουσικές σημασίες. Η μελέτη περίπτωσης των σκηνικών οδηγιών του Μάγου με τα Χρώματα, του Γ. Ξανθούλη που διαθέτει, σχεδόν, όλο το πλήθος των ειδολογικών χαρακτηριστικών των σκηνικών οδηγιών, εκτιμάται ότι προσφέρει τη δυνατότητα μιας επιπρόσθετης μουσικής ανάγνωσης του κειμένου του συγγραφέα αλλά και του σκηνοθετικού κειμένου, τα οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται. Ειδικότερα στο θέαμα για ανήλικους θεατές προκρίνεται η εμφατική στίξη των σκηνικών οδηγιών που δεικνύουν γειτνιαστικά, παραγλωσσικά, κινησιακά σημεία που αποκτούν μεγάλο μέγεθος λόγω του πλεοναστικού χαρακτήρα που δηλώνεται με την υπόκριση.
Στο δεύτερο μέρος της μελέτης εξετάζεται η μουσική στο θέατρο και στο θέατρο για ανήλικους θεατές ως σύνθεση, παραγωγή και αναπαραγωγή καθώς το μουσικό σημείο μετατρέπεται σε θεατρικό αντικείμενο.
Ακολούθως τίθεται το ζήτημα της πρωτότυπης μουσικής σύνθεσης που οφείλει να αποτελεί μια νέα αντίληψη, μια νέα ιδέα που προσαρμόζεται στα δεδομένα της καλλιτεχνικής έκφρασης και παραγωγής. Αντιδιαστέλλεται η εργασία των συνθετών και των τραγουδοποιών, εντοπίζονται προβληματικές περιοχές της τραγουδοποιίας, η οποία αναπαραγάγει, κατά τεκμήριο, το δημοφιλές και το τετριμμένο και δεν εισάγει τον ανήλικο θεατή σε πολυσύνθετες μουσικές φόρμες και μουσικές τάσεις.
Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση εξετάζεται υπό το πρίσμα των εκφραστικών θεωριών της τέχνης που διατυπώθηκαν τον 19ο αιώνα και συστήνουν μέχρι σήμερα διάλογο μεταξύ των θεωρητικών της τέχνης και αναδεικνύεται ο εξωμουσικός χαρακτήρας της μουσικής, όταν μεταβαίνει στην κατάσταση του σημείου της παράστασης.
Τα μουσικά νοήματα και οι αντιδράσεις του θεατή/ακροατή αναδεικνύουν τη μουσική ως σημείο-αντικείμενο, το οποίο μέσω της συμβολικής διάστασης μπορεί να εκφράσει και να διεγείρει συναισθήματα. Η μουσική ταυτότητα του έργου και του συνθέτη εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ανοιχτού διαλόγου του μουσικού και του θεατρικού έργου, της απλής και της σύνθετης φόρμας, του παλιού και του νέου.
Τα χαρακτηριστικά της μουσικής στο θέατρο για ανήλικους θεατές παρουσιάζονται αναλυτικά και επισημαίνονται εμφατικά τα λειτουργικά σημεία που η μουσική αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το θέαμα εντάσσοντας τον θεατή στη θεατρική πράξη με τον μουσικό πρόλογο, ώστε να δημιουργηθεί η κατάλληλη ατμόσφαιρα για την υποδεκτική του στάση.
Η παρουσία της μουσικής επίσης στα κενά δράσης, όπου παρατηρείται η αυτονομία της και εκφράζεται το ελλείπον μιας αφήγησης ή η απάντηση ενός ερωτήματος, δημιουργούν προϋποθέσεις μεσολάβησης, μουσικής γέφυρας μεταξύ του προηγούμενου και του επόμενου αυξάνοντας ή μειώνοντας την ένταση της αναμονής του θεατή.
Η υπογράμμιση της κίνησης ή της ακινησίας δημιουργεί προϋποθέσεις για την έκφραση συγκινησιακών καταστάσεων, παραγωγή νέων σημασιών και κυρίως, περιγραφή των ψυχικών διαθέσεων και των συναισθηματικών αντιδράσεων των ηρώων.
Η μουσική εκμετάλλευση των κύριων ονομάτων οφείλει να απασχολεί τον συνθέτη γιατί τα κύρια ονόματα δεν αποτελούν τυχαίες επιλογές αλλά σημασιολογικές δείξεις που λειτουργούν ως σύμβολα, τα οποία αποκτούν νόημα στο αναπαραστατικό περιβάλλον της θεατρικής πράξης.
Η μουσική συνδηλώνει απούσες δυνάμεις και μέσω της σύμβασης ως δρώσα δύναμη αποκτά πολλαπλές σημασίες. Η μουσική ενισχύει την κίνηση του ηθοποιού και καθίσταται πρόξενος και συνδημιουργός μιας αισθητικής πραγματικότητας που περιλαμβάνει τη χειρονομία, την κίνηση, το χορό σε ένα πλαίσιο συνεκφραστικού συνδυασμού σημείου και κωδίκων. Οι δυνητικές καταστάσεις προβάλλονται ως πραγματικότητες μέσω της μουσικής που έχει τη δυνατότητα να διαλέγεται με το φανταστικό, το υπερβολικό, το απίθανο και το ανοίκειο.
Η αντιστικτική, ειρωνική και κριτική της επέμβαση συμπεριλαμβάνεται στις δείξεις του επικού θεάτρου του Μπρεχτ και η αποστασιοποιημένη της δράση εξετάζεται υπό το πρίσμα της μη παραγωγής συγκίνησης, αλλά της εσωτερικής κίνησης που προκαλεί την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού. Ως μικρή μελέτη περίπτωσης ποιητικού μονολόγου εξετάζεται Η μπαλάντα του έμπορα, του Μπρεχτ, σε μουσική Θ. Μικρούτσικου και κατατίθενται με μουσικά κείμενα (παρτιτούρες) απόψεις συνθετών περί τη λειτουργία του τραγουδιού.
Αναλύονται η μουσική περιγραφικότητα, τα στοιχεία του πλεονασμού και της εκζήτησης που περιλαμβάνονται στη σκηνοθεσία στο θέατρο για ανήλικους θεατές καθώς η μουσική έχει τη δυνατότητα να υπερτονίζει τις δραματικές καταστάσεις και αντιστοίχως να τις αποδραματοποιεί και να διευκολύνει την κάθαρση στο περιβάλλον της υποθετικής ή φανταστικής πραγματικότητας. Ακολούθως μελετάται η μουσική ανάδειξη των διπόλων ως χαρακτηριστικών ανθρώπων, ζώων, συναισθημάτων, καταστάσεων και η μουσική σήμανση των διαλεκτικών αντιθέτων στο πλαίσιο ενός διευρυμένου ηχητικού συμβολισμού.
Στην ενότητα που αφορά στη σύνθεση των τραγουδιών δεικνύεται ο λειτουργικός χαρακτήρας του τραγουδιού που, εφόσον συνίσταται στη σύζευξη του Λόγου και της μουσικής, μπορεί να εκφράσει την ατομική και συλλογική υπόσταση εκφράζοντας συναισθήματα, ιδέες, αστείες πλευρές της ζωής, συνδέεται άμεσα με την κίνηση προς την κατεύθυνση της εκδήλωσης χορευτικών διαθέσεων. Αναδεικνύονται οι διηγητικές αναπτύξεις οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες στο θέατρο για ανήλικους θεατές γιατί συμπυκνώνουν τις δραματικές καταστάσεις και ως αφηγήματα εκθέτουν τα συντελεσμένα, προοικονομούν τα επιγενόμενα και εξωτερικεύουν προσωδιακά τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων.
Το τραγούδι μέσω της στιχουργίας επιτείνει την ιλαρότητα και τη συγκίνηση, αναδεικνύει εμφατικά το κωμικό γεγονός και δημιουργεί ευφρόσυνη διάθεση στους ανηλίκους. Ταυτόχρονα δημιουργεί εντάσεις στην αγωνία του κοινού, αυξάνει τα όρια της προσδοκίας του και καταθέτει αξιολογικές κρίσεις για τις δραματικές καταστάσεις χρησιμοποιώντας ακόμα και τα στοιχεία της ειρωνείας και της κοροϊδίας. Συχνά αναλαμβάνει το ρόλο του αγγελιαφόρου και με την επαναληπτική χρήση του ρεφρέν λειτουργεί ενισχυτικά στην πρόσληψη μιας ανακοίνωσης που πρόκειται να επηρεάσει τη δραματική εξέλιξη.
Στις περιπτώσεις του μουσικού επιμελητή, των ηχητικών εφέ και της επιμέλειας ήχων η μουσική επιμέλεια εκλαμβάνεται ως διαχείριση της προϋπάρχουσας πληροφορίας και επισημαίνεται κριτικά η τάση για την παρουσία της δημοφιλούς μουσικής στην παράσταση η οποία μπορεί και να απομειώνει την πρωτοτυπία που διεκδικεί το θέαμα. Αναδεικνύονται οι προβληματικές περιοχές της επιμέλειας που εστιάζονται κυρίως στην ανομοιογένεια του μουσικού υλικού που δημιουργεί συμφυρμούς και προκαλεί συγχύσεις στο θεατή.
Στη συνέχεια διερευνάται η παρουσία των ηχητικών εφέ ως ακουστικών σημείων της παράστασης σε σχέση με τη λειτουργικότητά τους στο θέαμα για τη παραγωγή νοήματος και σημασίας ιδιαιτέρως στην περίπτωση του ανηλίκου, ο οποίος ως θεατής βρίσκεται σε ένα πολυδιάστατο ακουστικό περιβάλλον το οποίο σε συγκεκριμένο τόπο και χώρο συμπυκνώνει ενδεχομένως όλες τις ακουστικές του εμπειρίες, αλλά τις προβάλλει εσκεμμένα για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού. Αντιδιαστέλλεται το φυσικό εφέ από το εφέ της τεχνολογίας σε σχέση με την πηγή του και εξετάζεται ο ηχητικός σχεδιασμός του θεάτρου σε σχέση με τη τάση που εκφράζεται κυρίως στο χώρο των performances με το Sound Design και την ψηφιακή σύνθεση του ήχου.
Στις ιδιαίτερες λειτουργικές μουσικές εκφράσεις στο θέατρο προβάλλεται η παρουσία του λάιτμοτίφ ως επαναληπτικό θέμα που θέλει να περιγράψει ή να προσδιορίσει πρόσωπο, γεγονός ή κατάσταση και λειτουργεί ω σύμβολο. Επιπροσθέτως παρατίθενται και οι ενιστάμενες απόψεις για την παρουσία του και τον πλεονασμό της χρήσης του. Ειδικότερα στο θέατρο για ανηλίκους το ενδιαφέρον εστιάζεται στη λειτουργία του τραγουδιού ως λάιτμοτίφ με παραδείγματα από θεατρικές παραστάσεις.
Το Μουσικό χαλί παρουσιάζεται ως υπόκρουση του θεατρικού λόγου, σημειώνεται η κατάδειξη της ιστορικής συνέχειας στο θέαμα και δηλώνονται οι προβληματικές περιοχές που συνίστανται στην απορρύθμιση του ρυθμού της παράστασης, στη φλυαρία και τα υφολογικά ολισθήματα της συνοδείας.
Τη μελέτη απασχόλησε και το ιδιαίτερο θέμα του μουσικού δανείου στην πρωτότυπη μουσική σύνθεση ως παράθεμα που ενσωματώνεται στη σύνθεση ώστε να δημιουργήσει τόπο αναφοράς και σημασίας με την ανάκληση της μνήμης του θεατή/ακροατή. Ταυτοχρόνως η χρήση του δανεισμένου υλικού θεωρείται από τον γράφοντα ως περίπτωση μουσικού διακειμένου το οποίο φέρει πληροφορία του παρελθόντος με τη λειτουργία της συμβολικής μεταβίβασης και εγκαθιστά νέες σημασίες.
Στο τέλος της εργασίας παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της μελέτης που αναδεικνύουν ως ιδιαίτερη περίπτωση τη μουσική στο θέατρο για ανήλικους θεατές και προτείνεται εμφατικά η συμμετοχή του ανηλίκου σε διευρυμένα μουσικά περιβάλλοντα σε επίπεδο φόρμας, ώστε να καταστεί κριτικός θεατής/ακροατής, γιατί το θέατρο προσφέρει τη δυνατότητα τα αισθητικά σημεία της παράστασης να παρακολουθούν τις κοινωνικές, πολιτισμικές εξελίξεις και να δημιουργεί νέες προσλαμβάνουσες που οδηγούν στη χειραφέτησή του.
Βασίλης Πανόπουλος
Διδάκτωρ Θεατρολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών