Τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία του Φρανκ Κάστορφ παρουσίασε το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο αρχαίο θέατρο της Αργολίδας. Το δραματικό κείμενο συγκροτήθηκε από τη «Μήδεια» του Ευριπίδη και τα έργα του Χάινερ Μύλλερ «Ρημαγμένη όχθη», «Μήδειας υλικό», «Τοπίο με Αργοναύτες», ενώ την κειμενική σύνθεση διέτρεξαν αποσπάσματα από τα ποιήματα του Αρθούρου Ρεμπώ «Μια εποχή στην κόλαση» και «Εκλάμψεις».
Ο Φρανκ Κάστορφ διαπερνά τα έργα που σκηνοθετεί με άλλα κείμενα, με σκοπό την πολυπρισματική ανάδυση του θέματος. Η μέθοδός του εδράζεται στην αποδόμηση και στη μείξη ετερόκλητων στοιχείων και τεχνικών. Η σύνθεση και η ολοκλήρωση τον απωθούν. «Με ενδιαφέρουν οι ανοιχτές θέσεις, η οδυνηρή όψη των αντιφάσεων», δηλώνει. Στους ηθοποιούς επιτρέπει ελευθερία απόδοσης, ανάδειξη του προσωπικού ύφους και απαιτεί από αυτούς ενέργεια, σωματικότητα και φιλοπόλεμη διάθεση. Από το 2000 χρησιμοποιεί ζωντανό βίντεο στις παραστάσεις, τεχνική που υιοθετήθηκε από μεταγενέστερους σκηνοθέτες.
Στην παράσταση της «Μήδειας» το βίντεο ήταν το κυρίαρχο μέσο έκφρασης και μετάδοσης μηνυμάτων. Η μεγάλη οθόνη προβολής δέσποζε στη σκηνή του θεάτρου. Στο επάνω άκρο της οθόνης το λογότυπο της Coca Cola με τη δεύτερη λέξη διαλυμένη. Μπροστά από την οθόνη, η Ορχήστρα διάσπαρτη από άδεια μπουκάλια νερού, πλαστικές καρέκλες, σακούλες και πέντε αντίσκηνα, που υποδεικνύουν προσφυγικές δομές ή τουριστική επιδρομή. Την προσοχή έλκει ένας οικίσκος, φωτισμένος με κόκκινο, έξω από το θέατρο στο πίσω μέρος της σκηνής.
Με αυτή τη σκηνική διάταξη η παράσταση διαμοιράστηκε σε τρία επίπεδα αφήγησης, στην Ορχήστρα, στο κόκκινο δωμάτιο και στην οθόνη. Στον πρώτο τόπο επιτέλεσης οι ηθοποιοί ζωντανά, αδιαμεσολάβητα, δρουν και παριστάνουν. Στο δεύτερο περίκλειστο χώρο αναπτύσσεται δράση, η οποία προβάλλεται στην οθόνη σε πραγματικό χρόνο. Με όργανο την κάμερα και μέσο το πλάνο ο Κάστορφ εμφανίζει τα σκηνικά επεισόδια που διαδραματίζονται στον κόκκινο οικίσκο με πανοραμικές λήψεις, με γκρο πλαν, με τις αντιδράσεις των άλλων προσώπων πέραν αυτών, τα οποία επιτελούν. Το δωμάτιο είναι διαμορφωμένο ώστε να θυμίζει οίκο ανοχής, μπαρ διακίνησης ουσιών και ανθρώπων, χώρο ύποπτων συναλλαγών. Στον τρίτο τόπο του θεατρικού ιστορήματος, στη γιγαντοοθόνη, τα πλάνα εναλλάσσονται μεταξύ του παραστασιακού γεγονότος και καταιγιστικών εικόνων, που σχολιάζουν και καταγγέλλουν υπαινικτικά την πλύση εγκεφάλου από τα ΜΜΕ, την ερήμωση της χώρας, την κατάχρηση εξουσίας, την έκπτωση του ανθρωπισμού, το κυνήγι του εύκολου κέρδους, την απαξίωση της Τέχνης. Ο Κάστορφ χρησιμοποιεί την εικόνα ως αφηγηματικό κείμενο. Η εικόνα στην οθόνη συνοδεύει τη δράση ή λειτουργεί αυθύπαρκτα, ενώ τα τρία επίπεδα αφήγησης συχνά εγκιβωτίζονται .
Η παράσταση αρχίζει με προβολή. Εικόνες οι οποίες βρίθουν από πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά σημαινόμενα: η κορυφογραμμή του ορίζοντα της Επιδαύρου, θάλασσα, υπερπολυτελείς κατοικίες, ουρανοξύστες, σύγχρονοι χώροι επιχειρήσεων. Παραπέμπουν ίσως στη μακέτα του «Ελληνικού», περιοχή πολυδιαφημισμένη ως υπόδειγμα ανάπτυξης, αλλά και γνωστή ως επιχειρηματικό ξεπούλημα της χώρας. Έπειτα εικόνες τυχοδιωκτισμού, ηλεκτρονικό καζίνο, ρουλέτα και τυχερά παιγνίδια. Στην επόμενη προβολή λιμάνι με εμπορικά πλοία και κοντέινερς. Το αφήγημα μεταφέρεται στην πρωτεύουσα. Ο ήλιος κρυμμένος στο μουντό ορίζοντα πίσω από δορυφορικά πιάτα και κεραίες. Συνωστισμός στους δρόμους. Γραμμένο σε τοίχο με υπογραφή ΚΝΕ το σύνθημα “Capitalism – I can’t breathe”. Σε άλλο τοίχο “For sale”. Δίχτυα ποδοσφαίρου κρατούν παγιδευμένη μία μικρή κούκλα Μίνι Μάους. Τείχος, φυλάκια και συρματοπλέγματα υπενθυμίζουν την απαγόρευση διέλευσης σε πρόσφυγες και μετανάστες. Η Μήδεια είναι μία «ξένη».
Ο Κάστορφ αναγνωρίζει στη Μήδεια ένα αρχέτυπο με πολλαπλές όψεις, συχνά αντιφατικές. Θεωρεί ότι σε κάθε γυναίκα εγκρύπτεται ένα κομμάτι της Μήδειας. Για το λόγο αυτό, ανέθεσε τις πολλαπλές μορφές της Μήδειας σε πέντε ηθοποιούς. Το κάλλος, η οργή, η απομόνωση, η απόγνωση, η αποφασιστικότητα αλλά και ο δισταγμός για το φόνο, η επιθυμία για αγάπη, το πάθος, η ματαίωση των προσδοκιών και η εκδίκηση εκφράζουν τις διαφορετικές πτυχώσεις της Μήδειας, που είναι «φορέας θυμού και εκπρόσωπος του κόσμου των ιδεών και της νόησης» κατά τον Κάστορφ. Το αντιφατικό αυτό πρόσωπο, ταπεινωμένο στο κόκκινο δωμάτιο και υποταγμένο, προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα αρσενικό σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί ο καιροσκοπισμός, η διάτρητη λογική με τα έωλα επιχειρήματα, ο κυνισμός της εξουσίας.
Ο μύθος της Μήδειας είναι για τον Κάστορφ η αφορμή. Στην παράστασή του ξεδιπλώνει το αρχαίο ελληνικό δράμα ως το υπαρκτό δράμα της σύγχρονης Ελλάδας των αντιφάσεων. Η πολιτιστική κληρονομιά, η υψηλή αισθητική της Επιδαύρου, το κάλλος της ελληνικής φύσης βρέθηκαν σε μία ομιλούσα συνύπαρξη με τον καταναλωτισμό, τα σκουπίδια, την εκποίηση του εθνικού πλούτου, την επίπλαστη ευημερία. Ένα ωραίο περίβλημα μιας δολοφονικής συνθήκης. Η Μήδεια στέλνει το δηλητηριασμένο πέπλο στη Γλαύκη μέσα σε κουτί της φίρμας Dior.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης δεν αποδόμησε το κείμενο του Ευριπίδη. Το ανέλυσε λέξη προς λέξη και αναζήτησε τα αίτια που οδηγούν την κάθε λογής Μήδεια στην παιδοκτονία και την αντεκδίκηση ως προέκταση ενός ευνουχισμένου, κατακρεουργημένου ψυχισμού στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Άφησε το φόνο των παιδιών να πλανάται ως απειλή, αλλά δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτόν ούτε τον ανέδειξε ως τραγικό γεγονός. Εξ αιτίας αυτού (αλλά όχι μόνο) αφαιρέθηκε κάθε μεταφυσικό στοιχείο του έργου. Η Μήδεια στο τέλος δεν αποχωρεί με το άρμα του Ήλιου. Η γυναίκα δεν δραπετεύει, παραμένει στην κοινωνία του παραλογισμού και της αντίφασης, να υπομένει και να μάχεται.
Οι πέντε Μήδειες παρουσιάζονται να έχουν επίγνωση της πολιτικής και οικονομικής βάσης της κοινωνίας. Εμφανίζονται ως πολιτικές κρατούμενες, ως εκτοπισμένες της Μακρονήσου, να διηγούνται τα πάθη τους από τις φυλακές και τους τόπους εξορίας. Ο Κρέων καταδικάζει τη Μήδεια σε εξορία.
Οι πέντε Μήδειες παίζουν στην Ορχήστρα το παιγνίδι του πολέμου. Χωρίζουν το έδαφος σε σχηματικό χάρτη κρατών και αναφωνούν «κηρύσσω τον πόλεμο στη Ρωσία /τις ΗΠΑ / την Κίνα / την Τουρκία / τη Γερμανία / το Ισραήλ». Λοιδωρούν άνδρες, όπως ο Ιάσων, που δε διστάζουν να καταστρέψουν τον κόσμο έχοντας διαρκώς το βλέμμα τους προσηλωμένο στο στόχο, το κέρδος. Επιβεβαιώνονται, όταν ο Ιάσων αναφωνεί: «Πίστεψέ με, Μήδεια, το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο είναι το χρυσόμαλλο δέρας». Έτσι οι Μήδειες, που θυσιάζονται για τους Ιάσονες, γίνονται «το σκαλοπάτι στη σκάλα της δόξας», «γυναίκες πιτσιλισμένες με αίμα» (H. Müller). Στο σώμα τους εγγράφονται με βιαιότητα οι κατακτητικές πράξεις των ανδρών.
Οι πέντε Μήδειες ακολούθησαν τη σκηνοθετική άποψη της πολεμικής και του θυμού και απέδωσαν κατά το μέτρο του δυνατού. Η ομοιόμορφη όμως υποκριτική ισοπέδωσε την πρόθεση να αναδειχθούν τα διαφορετικά πρόσωπα της ηρωίδας, καθώς και την ιδέα ότι η Μήδεια είναι η συλλογική έκφραση του γυναικείου φύλου. Οι ηθοποιοί ενσάρκωσαν με αφοσίωση το ρόλο με την εξπρεσιονιστική υποκριτική που τους ζητήθηκε. Η Μαρία Ναυπλιώτου, η Αγγελική Παπούλια, η Σοφία Κόκκαλη (και Γλαύκη) έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στη Στεφανία Γουλιώτη και στην Ευδοκία Ρουμελιώτη, που με εξαιρετική τεχνική, ένταση και εκφραστικότητα απέδωσαν τη δική τους Μήδεια. Ο Αινείας Τσαμάτης σκιαγράφησε τον Ιάσονα, ακριβώς όπως προκύπτει από το έργο του Ευριπίδη, αντιηρωικό και ματαιόδοξο. Ο Νίκος Χανακούλας, ο Κρέων με το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού, με δεξιοτεχνία και ευστοχία επινόησε γλαφυρές λεπτομέρειες και εκφράστηκε με υπαινικτικά βλέμματα. Ο Νίκος Ψαρράς εξαιρετικός, ιδιαιτέρως στις σκηνές στις οποίες χρησιμοποιούσε επιδέξια ειρωνεία. Οι τρεις άνδρες ηθοποιοί διέπρεψαν με αδιατάρακτη υποκριτική ενότητα στο «Τοπίο για Αργοναύτες» του Μύλλερ και το ανέδειξαν σε κορυφαία σκηνή της παράστασης.
Τα κοστούμια της Αντριάνα Μπράγκα Περέτζκι, ετερογενή, φανταχτερά, κιτς, ήταν κατάλληλα για να σαρκάσουν το επίπλαστο λαμπερό περίβλημα της πονεμένης ψυχής και να δημιουργήσουν αντίθεση με το ρυπαρό περιβάλλον του σκηνικού (Αλεξάνταρ Ντένικ). Ταυτόχρονα, η θεατρικότητα των κοστουμιών υπενθύμιζε κατά τον τρόπο του μπρεχτικού θεάτρου ότι όλα είναι ρόλοι.
Η μουσική ποικιλόμορφη, από τους Doors ως την Αρλέτα, δημιούργησε ένα πολυεπίπεδο περιβάλλον, άλλοτε συγκινητικό, άλλοτε σαρκαστικό, άλλοτε δυναμικό. Ο Αντρέας Ντάινερτ στην κινηματογράφηση έγινε αναπόσπαστο μέλος του θιάσου, εφόσον οι λήψεις του καθόρισαν την πορεία της παράστασης.
Ο Φρανκ Κάστορφ ακολούθησε την παράδοση του πολιτικού γερμανικού θεάτρου σε συνδυασμό με τις δικές του ιδιαίτερες τεχνικές. Προσπάθησε να συμπιέσει σε μία θεατρική παράσταση όλα τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου και την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας. Η δραματουργική διεύρυνση επιμήκυνε εξαντλητικά την παράσταση. Υπεραναλυτικές εικόνες και περιττές σκηνές, όπως ο τραυματισμός της Μήδειας, ο περίπατος με το καροτσάκι του μωρού και η σκηνή της Γλαύκης, θα μπορούσαν να απουσιάζουν. Οι πολύ μεγάλης διάρκειας διαμεσολαβημένες σκηνές από το κόκκινο δωμάτιο οδήγησαν το κοινό να αναρωτηθεί, εάν βρίσκεται στο θέατρο ή στο σινεμά «Η Επίδαυρος». Ωστόσο, με μέσο τα κοντινά πλάνα της Μήδειας με τα χρυσοποίκιλτα και τα φτερά, το μακιγιάζ που διαλυόταν σιγά-σιγά και παραμόρφωνε το πρόσωπο, το κακοποιημένο σώμα, αναδύθηκε η γυναίκα ως θύμα μιας κοινωνίας ταξικής και ανδροκρατούμενης. Ο Κάστορφ χρησιμοποίησε τα τεχνολογικά μέσα ως εργαλεία ανάπτυξης του παραστασιακού γεγονότος και όχι ως αφορμές εντυπωσιασμού. Η παράσταση ήταν μία κοινωνική διαμαρτυρία με στοιχεία γκροτέσκο, χιούμορ και αυτοαναφορικότητα. Χαρακτηριστικά της μεταθεατρικής αντιμετώπισης οι ένθετες ατάκες «θα είναι μια παράσταση που θα κρατήσει ώρα», «κι αυτός ο Γερμανός σκηνοθέτης δε βοηθάει», «τι βλέπεις; έχουν μείνει καθόλου θεατές;».
Η «Μήδεια» του Φρανκ Κάστορφ παρά τις αστοχίες είχε σκηνική ενέργεια και συγκροτημένη άποψη. Δεν κατόρθωσε να συνθέσει όλα τα αιχμηρά κείμενα και τις εγκαυστικές εικόνες σε ενιαίο όλο σκηνικής πραγμάτωσης, με αποτέλεσμα την περιστασιακή απώλεια του ενδιαφέροντος. Πέτυχε, όμως, να δημιουργήσει μία παράσταση δυναμική που επικεντρώθηκε ως προς το περιεχόμενο στον πολιτικό στόχο και ως προς τη φόρμα στην ανατροπή κάθε συμβατικής αναπαράστασης, στην ανάδειξη «της οδυνηρής όψης των αντιφάσεων».
Κόννη Σοφιάδου
Δρ. ΠΤΔΕ ΕΚΠΑ