Η δραματοποίηση, εκτός του ότι αποτελεί μια τάση στο σύγχρονο θέατρο, εκφράζοντας κατ’ άλλους το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η δραματική γραφή στην μετά το «παράλογο» εποχή, που συμβατικά αποκαλείται «μεταμοντέρνα», ενώ κατ’ άλλους αποτελεί συνέπεια της υποκατάστασης του γραπτού κειμένου από την εικόνα και της αντίστοιχης οπτικοποίησης του λόγου, συνιστά μια νέα διδακτική πραγματικότητα στο σχολείο, που δυναμικά εξελίσσεται σε σύγχρονη μεθοδολογία, που έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες παιδαγωγικές μεθόδους διδασκαλίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ολοένα και περισσότερο ο σύγχρονος θεατής που πηγαίνει στο θέατρο, καλείται να παρακολουθήσει ένα σκηνικό θέαμα, το οποίο δεν αποτελεί πια την ερμηνεία ενός κλασικού ή μοντέρνου δραματικού κειμένου, αλλά τη σκηνική απόδοση και μεταφορά ενός κλασικού αφηγηματικού ή/ και ποιητικού έργου, όπως η Φόνισσα του Αλ. Παπαδιαμάντη και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, ο Ηλίθιος του Φ. Ντοστογιέβσκι και η Άννα Καρένινα του Λ. Τολστόι. Ο κατάλογος των δραματοποιημένων κειμένων που παρουσιάζονται στη σκηνή διογκώνεται ακόμα περισσότερο, όταν ανάμεσά τους συμπεριλάβουμε και όσα έχουν ως αποδέκτες το κοινό ανηλίκων θεατών, όπως ο Δον Κιχώτης του Μ. Θερβάντες και Ο Μικρός πρίγκιπας του Α. ντε Σαιντ Εξυπερύ, Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Λ. Κάρολ και πλήθος από παραδοσιακά και σύγχρονα ελληνικά και ξένα παραμύθια.
Αν στα προηγούμενα, συνυπολογίσουμε και την παράμετρο «διακείμενο», που συχνά συνυπάρχει με τη δραματοποίηση, είτε αυτή απευθύνεται σε ανηλίκους (Οδυσσεβάχ της Ξ. Καλογεροπούλου), είτε σε ενηλίκους (Εις το ρεύμα της ζωής τους του Σ. Δημητρίου) θεατές, τότε γίνεται αντιληπτό ότι η συγκεκριμένη τάση αποτελεί αντιπροσωπευτική για το σύγχρονο θέατρο.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται και στην εκπαίδευση (ιδιαίτερα στην α/βάθμια), όταν όχι μόνο θεωρητικές μελέτες ερευνητικού χαρακτήρα επισημαίνουν τη σημασία και την αναγκαιότητα της δραματοποίησης, τόσο από παιδαγωγική, όσο και από θεατρολογική / καλλιτεχνική διάσταση, αλλά και οι ίδιοι οι συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων προτείνουν συχνά μια τέτοιου είδους δραστηριότητα, στα πλαίσια του μαθήματος.
Τι είναι όμως αυτό που διαθέτει η δραματοποίηση που την καθιστά τόσο σημαντική και την εντάσσει στα πλαίσια των σύγχρονων τρόπων διδασκαλίας, που έρχονται να ανατρέψουν τις παραδοσιακές μεθόδους και να εισηγηθούν νέες αξίες για το Σχολείο του 21ου αιώνα;
Η απάντηση σ’ αυτό το αρχικό ερώτημα, αποτελεί ταυτόχρονα και ανάλυση της σχέσης που έχει η δραματοποίηση με τη φιλαναγνωσία, βασικό ζητούμενο στην παρούσα εργασία.
Αν θεωρήσουμε ότι απαραίτητες αρχές της διδασκαλίας για μια πετυχημένη σχέση διδάσκοντα-διδασκομένων είναι, ανάμεσα στα άλλα, η ενεργοποιημένη συνείδηση των μαθητών, η παρώθηση και η ανάπτυξη θετικών αναμονών για το μάθημα, ταυτόχρονα με την επικέντρωση της προσοχής και τη διεύρυνση του διαφέροντος, αλλά και την ανάπτυξη μιας παραστατικής, βιωματικής, άμεσης και παιγνιώδους μάθησης, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλα αυτά τα ζητούμενα συνυπάρχουν μέσα στη δραματοποίηση. Παράλληλα, δημιουργείται μια νέα επικοινωνιακή σχέση, που ανατρέπει εκ των πραγμάτων τη δασκαλοκεντρική διδασκαλία, θέτοντας στο επίκεντρο τον μαθητή (μαθητοκεντρική) και ευνοώντας την ανάπτυξη της συνεργασίας (ομαδοσυνεργατική), ως τον κατεξοχή τρόπο επαφής με το μαθησιακό περιβάλλον. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα στην εκπαίδευση, δια της οποίας επιτελείται ουσιαστικά η διαθεματική προσέγγιση στη γνώση, ως πρωταρχικό μέλημα του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος.
Όλα αυτά πραγματοποιούνται επειδή, μέσα από τη δραματοποίηση, ξεπερνιέται ο παραδοσιακός τρόπος διδασκαλίας. Ο εκπαιδευτικός αποκτά το ρόλο του εμψυχωτή, που έρχεται να καθοδηγήσει, να εποπτεύσει αλλά όχι να περιορίσει, ούτε να υποχρεώσει δεσμευτικά την ανάπτυξη της γνώσης, επιτρέποντας στους μαθητές να αυτενεργήσουν και να δημιουργήσουν τη δική τους σύνθεση, προϊόν συλλογικής έκφρασης ως απάντηση στη μαθησιακή πρόκληση που τους έθεσε.
Στην προσπάθειά τους αυτή, οι μαθητές αξιοποιούν γνώσεις και πληροφορίες όχι μόνο από το περιορισμένο, συγκεκριμένο μάθημα, αλλά και από άλλες πηγές (επιστημονικές, λογοτεχνικές, δημοσιογραφικές κ.α.), πραγματοποιώντας εκόντες-ακόντες μια διακειμενική σύνθεση, ενώ ταυτόχρονα κατακτούν μια διαθεματική γνώση. Γιατί, μελετώντας το ίδιο θέμα από διαφορετικές πλευρές το προσεγγίζουν με διαφορετικές μεθόδους κάτω από διαφορετικές οπτικές και μέσα σε διαφορετικά πλαίσια αναφοράς, κατακτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια σφαιρική, πολυπρισματική εικόνα για το αντικείμενο. Από τη στιγμή που οι πληροφορίες αυτές έχουν συλλεγεί από έγκυρες πηγές, τότε η επιστημονική διασφάλιση της κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτώμενης γνώσης είναι εγγυημένη, ο παιδαγωγικός ρόλος της δραματοποίησης ως νέας διδακτικής μεθοδολογίας έχει πραγματωθεί και η ανάπτυξη του νέου εκπαιδευτικού πλαισίου έχει συντελεστεί.
Το κέντρο βάρους από το δάσκαλο μετατοπίζεται στο μαθητή και ιδιαίτερα στη σχολική τάξη ως ομάδα, και η αποστήθιση της γνώσης μετατρέπεται σε μια άμεση, βιωματική και (στη συνέχεια) παραστατική μάθηση με παιγνιώδη χαρακτήρα, που ως τέτοια, συνιστά ολοκληρωμένη κατάκτηση από το ψυχο-πνευματικό (συναίσθημα, φαντασία, κρίση) και βιολογικό (σωματική έκφραση) δυναμικό του μαθητή. Γιατί το «εργαστήριο γραφής» (αυτός μπορεί να είναι ο όρος για τη διαδικασία που προηγήθηκε), ακολουθείται και συμπληρώνεται από τη «σκηνική» μετατροπή της γνώσης σε πράξη, μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας. Οι μαθητές, κάτω από την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού-εμψυχωτή «μπαίνουν σε ρόλο» και μορφοποιούν παραστατικά το κείμενο που μόλις δημιούργησαν. Η τάξη τους γίνεται θεατρική σκηνή με όλα όσα αυτό συνεπάγεται για το «μάθημα» και τη «γνώση». Οι ίδιοι, μετατρεπόμενοι σε «ήρωες» βιώνουν τα γνωρίσματα και τις ιδιότητες εκείνων, μορφοποιούν τις σχέσεις και τις συγκρούσεις τους, εμφανίζουν παραστατικά (με τη βοήθεια των εικαστικών κωδίκων της παράστασης) τα δεδομένα που προέκυψαν σύμφωνα με τη δική τους παρέμβαση στο κείμενο και την απόφαση της ομάδας να απαντήσει στα ερεθίσματα του αρχικού θέματος του μαθήματος.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η γνώση γίνεται βίωμα και η εκπαίδευση μετατρέπεται σε εποπτεία, οι αφηρημένες έννοιες και τα θεωρητικά σχήματα υποστασιοποιούνται και αποδίδονται συγκεκριμένα, μέσα από παιχνίδι, χαρά, διασκέδαση και ελεύθερη έκφραση, που δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα. Το σύνολο των προσληπτικών ικανοτήτων των μαθητών ενεργοποιείται και η μάθηση μετατρέπεται σε παιδεία.
Με αυτές τις γενικές επισημάνσεις, γίνεται φανερός ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η δραματοποίηση ως μέθοδος διδασκαλίας στο σύγχρονο σχολείο. Για τους ίδιους λόγους μπορεί να αποτελέσει και βασικό ερέθισμα για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας και τη δημιουργία μιας στροφής των ανηλίκων για το διάβασμα και τη μελέτη του έντεχνου γραπτού λόγου. Γιατί, αν ως φιλαναγνωσία θεωρήσουμε τη στρατηγική ενδυνάμωσης του διαφέροντος του μαθητή για μελέτη λογοτεχνικών κειμένων πέρα από τα συμβατικά όρια και τις απαιτήσεις του στενά σχολικού του προγράμματος, τότε θα πρέπει να επισημάνουμε δυνατούς τρόπους παρώθησης προς αυτή την κατεύθυνση, ή ακόμα να επινοήσουμε νέους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, της δεύτερης κατηγορίας μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τη δραματοποίηση. Μέσα από την αναζήτηση υλικού για το εργαστήριο γραφής και τη διεύρυνση των ορίων του αρχικού κειμένου που υφίσταται μεταγραφή, ο εκπαιδευτικός μπορεί να προτείνει έργα από την παγκόσμια λογοτεχνία και το θέατρο που σχετίζονται με το ζητούμενο. Οι μαθητές και η ομάδα γενικότερα στην επιδίωξή τους να προκαλέσουν το νέο δραματικό είδος λόγου, θα έρθουν σε επαφή με τα πρωτότυπα, θα τα διαβάσουν και σίγουρα θα βρουν σ’ αυτά στοιχεία που τους ενδιαφέρουν, σχετικά πάντα με το «κείμενο-πηγή». Στη συνέχεια όμως, ξεκινώντας από αυτό το ερέθισμα, ενδεχομένως να διευρύνουν από μόνοι τον προβληματισμό τους και να ενσκύψουν περισσότερο στο συγκεκριμένο έργο, ή σε άλλα όμοια, διευρύνοντας τον πνευματικό τους ορίζοντα και καλλιεργώντας τη φιλομάθειά τους.
Ακόμα περισσότερο αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί όταν δραματοποιηθεί ένα εκτενές αφηγηματικό έργο (π.χ. ο Δον Κιχώτης) το οποίο λόγω της έκτασής του φαίνεται αποτρεπτικό για ανάγνωση. Μέσα από τη συμμετοχή του ως ήρωα σε ρόλο, ο μαθητής θα αποκτήσει σίγουρα ενδιαφέρον για την προσωπική και άμεση επαφή με το πρωτότυπο έργο, στη μορφή που αυτό γράφτηκε, μετατρεπόμενος κατ’ αυτό τον τρόπο από θεατής σε αναγνώστη, με μια διαδικασία αντίστροφη από αυτή που ακολουθήθηκε κατά τη δραματοποίηση. Η κατ’ αυτό τον τρόπο συνήθως προκύπτουσα διακειμενική σύνθεση, μετατρέπει τον μαθητή / αναγνώστη/ θεατή σε συνδημιουργό του νοήματος, τον μυεί στην τεχνική της παραγωγής εντέχνου γραπτού λόγου, στους κώδικες του λογοτεχνικού / θεατρικού κειμένου, γεγονός που επιτρέπει (με τη σειρά του) όχι μόνο στην ανάπτυξη της περιέργειας για γνώση και της κριτικής της αποτίμησης, αλλά στη δημιουργία συνείδησης «παραγωγού» και όχι απλού «καταναλωτή» του λογοτεχνικού έργου.
Τέλος, η έννοια του «σκηνικού δοκιμίου», η περίπτωση δηλαδή αυτή κατά την οποία ο εκπαιδευτικός προσεγγίζει το λογοτεχνικό κείμενο, ή το έργο τέχνης γενικότερα (π.χ. ένα πίνακα ζωγραφικής) με την τεχνική του δράματος και του θεάτρου και δίνει στους μαθητές του τη δυνατότητα να «μπουν σε ρόλο» και να «ανακαλύψουν» τη μορφή και το περιεχόμενο του έργου, τόσο στον άξονα του βάθους, όσο και της επιφάνειας, αποτελεί επίσης μια χαρακτηριστική περίπτωση κατά την οποία η δραματοποίηση μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας.
Σε μια εποχή που η εικόνα τείνει να μονοπωλήσει τη γνώση και την πληροφόρηση, που η τεχνολογία θεωρείται πανάκεια για όλους και για όλα, η ανάγκη για ένα νέο ανθρωπισμό εμφανίζεται ολοένα και πιο επιτακτική. Η ανάδειξη των ανθρωπιστικών επιστημών και η αναγκαιότητα για μια ανανέωση του τρόπου διδασκαλίας με μεθόδους που αντλούνται από αυτές, αποτελεί πραγματικότητα που κερδίζει συνεχώς έδαφος. Η δραματοποίηση αποτελεί την πιο ενδεδειγμένη μορφή αξιοποίησης των τεχνικών και των κωδίκων του δράματος και του θεάτρου, προκειμένου να συμβάλει στον εμπλουτισμό των παιδαγωγικών τρόπων μάθησης. Εξίσου όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, παράλληλα με άλλα μέσα και διαδικασίες, για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας που θα εγγυηθεί, με τη σειρά της, τη μελλοντική επιβίωση του ανθρώπου σ’ ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον που μόλις αρχίζει να διαγράφεται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΛΚΗΣΤΙΣ 1983 | Η δραματοποίηση για παιδιά, Αθήνα |
ΑΛΚΗΣΤΙΣ 1989 | Το βιβλίο της δραματοποίησης, Αθήνα |
BEAUCHAMP (H.) 1998 | Τα παιδιά και το Δραματικό Παιχνίδι. Εξοικείωση με το Θέατρο, μτφ. Ελένη Πανίτσκα, Αθήνα, Τυπωθήτω, σειρά Θεατρική Παιδεία 5 |
BOLTON (G.) 1992 | New Perspectives on Classroom Drama, London, Simon and Shuster |
ΒΡΕΤΤΟΣ (Γ.) 1994 | Μη λεκτική συμπεριφορά και επικοινωνία στη σχολική τάξη:Άσκηση με μικροδιδασκαλία, Αθήνα, Ατραπός |
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ (Θ.) 42003 | Θέατρο και Παιδεία, Αθήνα |
ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ (Θ.)–ΤΖΑΜΑΡΓΙΑΣ (Τ.) 2004 | Πολιτιστικές εκδηλώσεις στο σχολείο. Πρωτοβάθμια-Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Αθήνα, Ατραπός |
COURTES (J.) 1976 | Introduction á la sémiotique narratique et discursive. Une lecture sémiotique de «Cendrillon», Paris. Hachette Université |
COURTNEY (R.) 1974 | Play Drama and Thought, N. York, Drama Book Specialist |
DAY (G.)-NORMAN (J.) 1979 | Issues in educational drama, London, Falmer Press |
FLEMING (M.) 1994 | Starting Drama Teaching, London, Danid Fulton Publishers |
HEATHCOTE (D.) 1991 | «Το δράμα ως πρόκληση», Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 6: 76-84 |
KLINBERG (G.) 1970 | The fantastic tale for children: a genre study from the viewpoints of literary and educational research, Gothenburg, Gothenburg School of Education |
ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ (Η.) 1998 | Θεωρία της διδασκαλίας. Η προσωπική Θεωρία ως πλαίσιο στοχαστικο-κριτικής ανάλυσης, Αθήνα, Gutenberg, Παιδαγωγική Σειρά |
ΜΟΥΔΑΤΣΑΚΙΣ (Τ.) 1994 | Η θεωρία του δράματος στη σχολική πράξη. Το θεατρικό Παιχνίδι. Η Δραματοποίηση, Αθήνα, Καρδαμίτσα |
ΜΟΥΔΑΤΣΑΚΙΣ (Τ.) 2006 | Το θέατρο ως πρακτική τέχνη στην εκπαίδευση, Αθήνα, Εξάντας |
ROBINSON (K.) 1980 | Exploring Theatre and Education, London, Heinemann |
ΡΟΝΤΑΡΙ (Τz.) 1985 | Γραμματική της φαντασίας. Πώς να φτιάχνουμε ιστορίες για παιδιά (ελ. μετ. Μ. Βερτσώνη), Αθήνα, Τεκμήριο |
ΣΕΞΤΟΥ (Π.) 1998 | Δραματοποίηση. Το βιβλίο του παιδαγωγού-εμψυχωτή, Αθήνα, Καστανιώτης |
ΣΕΞΤΟΥ (Π.) 2005 | Θεατρο-παιδαγωγικά προγράμματα στα σχολεία, Αθήνα, Μεταίχμιο |
SOMERS (J.) 1980 | Drama in the Curriculum, London, Methuen |
WEBSTER (G.) 1975 | Working with theatre in schools, London, Pitman |