Τους «Όρνιθες» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου παρουσίασε στην Επίδαυρο η Στέγη και συνεχίζει στην Αθήνα.
Αυτή η παράσταση τα έχει σχεδόν όλα. Και τουρτοπόλεμο έχει. Και ελληνορωμαϊκή πάλη έχει. Και Μόντυ Πάιθονς έχει. Και ιπτάμενα μπαλόνια. Και την ινφάντα από τον πίνακα «Las Meninas» του Βελάσκεθ. Και Χαβάη 5-0. Και καρναβάλι του Ρίο. Και παραολυμπιακούς αθλητές. Και οικολογικά μηνύματα. Και γυμνόστηθες έχει. Και τη βασίλισσα της Αγγλίας έχει. Μόνο Αριστοφάνη δεν έχει. Η παράσταση είναι ψευδεπίγραφη. Δεν πρόκειται για το έργο του αρχαίου κωμωδιογράφου, αλλά για διασκευή των Νίκου Καραθάνου – Γιάννη Αστερή με χρήση κειμένων από το πρωτότυπο. Στοιχείο μοναδικό που επιβίωσε και διατυμπανίστηκε ως άποψη του σκηνοθέτη ήταν η ιδέα της ουτοπίας.
Το ανέφικτο αποτελεί πράγματι μία από τις συνιστώσες του έργου, επικρατεί όμως η διάψευση της φαντασίωσης και της φυγής. Ο νέος κόσμος τον οποίο ευαγγελίζεται ο Πεισθέτερος καταρρέει, όταν ο ιδρυτής της πόλης μετατρέπεται σε τύραννο, τιμωρεί τα πουλιά που τον αντιπολιτεύτηκαν και παντρεύεται την εξουσία, τη Βασίλεια. Οι κατά φύσιν ελεύθεροι Όρνιθες, οι οποίοι αρχικά επιτέθηκαν στον Αθηναίο Πεισθέτερο και το φίλο του Ευελπίδη και στη συνέχεια πείσθηκαν απ’ αυτόν να ιδρύσουν πολιτεία στο νεφέλωμα, στο τέλος του έργου ακολουθούν παθητικά ως υπήκοοι τον ηγέτη τους. Ό,τι φαινόταν ως ου-τόπος, έγινε υπαρκτό, αλλά κατέληξε σύντομα σε ένα απείκασμα της Αθήνας του Αριστοφάνη: μιας ηγεμονίας που βρίθει αντιφάσεων. Ο ποιητής αποκαλύπτει σταδιακά το τυραννικό ήθος του Πεισθέτερου με αποκορύφωμα τη βέβηλη επιθυμία του να γίνει, αυτός που είναι θνητός, σύζυγος μιας θεάς. Το κοινό του 414 π.Χ. παρακολούθησε μία παράσταση, η οποία ανέσυρε με ευρηματικούς κωμικούς τρόπους το βαθύτερο φόβο της εποχής για μία πιθανή ανατρεπτική απόπειρα των ολιγαρχικών σε βάρος της δημοκρατίας.
Από τις πολιτικές ιδέες και το δεικτικό σκώμμα του Αριστοφάνη ο Ν. Καραθάνος επιλεκτικά εστίασε στο παραμύθι, στην αλληγορία, στον «πόθο των ανθρώπων για μια άλλη ζωή», όπως δηλώνει. Καθώς δεν υπάρχουν «ιερά κείμενα» ούτε «ιεροί χώροι» στην Τέχνη, ανήκει στην δημιουργική ελευθερία του καλλιτέχνη η δυνατότητα μετάπλασης των υλικών που παραλαμβάνει. Κι όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Στην παράσταση της Στέγης το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο κάθε καλής πρόθεσης και διάθεσης, κατώτερο και του ορίζοντα προσδοκιών του κοινού, το οποίο έσπευσε να ανταποκριθεί στο επίμονο διαφημιστικό κάλεσμα και στα ηχηρά ονόματα.
Η παράσταση είχε αργούς ρυθμούς, τετριμμένα αστεία, επίμονη βωμολοχική επανάληψη για εύκολο εκβιαστικό γέλιο, σκηνές μνημεία ακαλαισθησίας και ανούσιες προσθήκες. Είναι χαρακτηριστική η διάρκεια της παράστασης στα 135 λεπτά, μολονότι το έργο ήταν ακρωτηριασμένο κατά το ήμισυ.
Τα αρνητικά προμηνύματα εμφανίστηκαν όταν ο Πεισθέτερος και ο Ευελπίδης φτάνουν στο χώρο των πουλιών και καλούν τον Έποπα, τον Τσαλαπετεινό που πρώτα ήταν άνθρωπος, να έρθει για να τους βοηθήσει. Ο Έποπας (Χρ. Λούλης) εμφανίζεται. Είναι μια γκροτέσκο φιγούρα από ταινία των Μόντυ Πάιθονς, μία μαυροφορεμένη, με στραβά πόδια, καμπούρα γριά, η οποία αφού ανάψει το τσιγάρο της, θα κατεβάσει το σλιπ ως τους αστραγάλους –και θα το αφήσει εκεί ως το τέλος της σκηνής- για να αποδείξει ότι κάτω από τα (ανύπαρκτα) φτερά είναι άνθρωπος.
Στην Πάροδο τα πουλιά επιτίθενται στους Αθηναίους εισβολείς, αλλά η αιτία της επίθεσης μένει άγνωστη, εφόσον το κείμενο είναι ανύπαρκτο ή «θάβεται» κάτω από τις συνεχείς φωνές. Η κίνηση (Αμαλία Μπένετ) είχε δυναμική αλλά όχι φαντασία, στηριγμένη στη μονότονη μουσική του Άγ. Τριανταφύλλου. Ο Πεισθέτερος πείθει τους Όρνιθες να ιδρύσουν πόλη και από το σημείο αυτό η παράσταση της αττικής κωμωδίας μετατρέπεται σε performance και η αναπαράσταση μεταποιείται σε παρουσίαση ασύνδετων ηχηρών σκηνών.
Η μελωδία της Αηδόνας στη συνέχεια γίνεται απαγγελία σε συμφυρμό με το κοσμολογικό κείμενο των Ορνίθων και ενδιάθετα μηνύματα προς το κοινό να αγαπήσει γιατί «όλοι παιδιά του έρωτα είμαστε». Μετά τις παροτρύνσεις του τύπου «make love not war» ο θίασος καταφεύγει σε ένα λουτρό καθαρμού με τεχνητή βροχή που πλημμυρίζει το πλαστικό νησάκι το οποίο παριστάνει τη ζούγκλα-χώρα των πουλιών. Πολλοί από τους ηθοποιούς μένουν γυμνοί, ο Έποπας φορά μαύρο καλσόν με τρύπα και στηθόδεσμο, ο Πεισθέτερος (Ν. Καραθάνος) και ο Ευελπίδης (Άρης Σερβετάλης) ενδύονται αντί φτερών χαβανέζικα πουκάμισα και μέσα στη γενική ευωχία εμφανίζεται και η Νατάσσα Μποφίλιου στο ρόλο της Μποφίλιου. Γυμνόστηθες ηθοποιοί από το Χορό απειλούν με νεροπίστολα το κοινό και το μαλώνουν διότι πατάει το χαμομήλι και μαδάει τις μαργαρίτες. Έπειτα από τα οικολογικά μηνύματα σειρά έχει το καρναβάλι, γιατί σ’ αυτό ανήκει η εμφάνιση της Ίριδας με τα υπερμεγέθη πολύχρωμα φτερά, φυτά και μποά. Στο τέλος της σκηνής, της πετούν μια τούρτα στο πρόσωπο, αυτή ανταποδίδει και η κατάληξη του τουρτοπόλεμου είναι η πάλη του Πεισθέτερου και της θεάς μέσα σ’ ένα μίγμα σοκολάτας, κρέμας και λάσπης. Το επεισόδιο είναι ατελείωτο, ανούσιο και ακαλαίσθητο με αποτέλεσμα να εγείρει τη διαμαρτυρία του κοινού στο άνω διάζωμα. Άλλοι αποχωρούν, άλλοι σφυρίζουν. Τους υπομονετικούς, όμως, θεατές «ανταμείβει» ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο οποίος με εμφάνιση Σωτηρίας Μπέλλου απονέμει πολλάκις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης προς το κοινό. Το τελευταίο, με αμφιθυμική διάθεση Δελφιναρίου, χειροκροτεί. Εισέρχεται κι ο Προμηθέας με ροζ κουστουμάκι, δείχνει την πληγή από τον αετό του Δία και μ’ ένα ακόμη γλυκανάλατο τραγουδάκι της Μποφίλιου τάσσεται με το μέρος των Ορνίθων προδίδοντας τους θεούς. Η επίδειξη της δήθεν κοινωνικής ευαισθησίας της παραγωγής ολοκληρώνεται με την είσοδο του αθλητή Γιάννη Σεβδικαλή, ο οποίος κάνει το γύρο της Ορχήστρας. Η Φωτεινή Μπαξεβάνη ως ημίγυμνη Βασίλεια συνοδεύει τον Πεισθέτερο στην Έξοδο. Ένα τεράστιο ιπτάμενο μπαλόνι φωτίζεται και ο θίασος προσπαθεί να το πιάσει, αλλά αυτό, το σύμβολο της ευτυχισμένης και ανέμελης ζωής, ολισθαίνει και παραμένει όνειρο.
Για τους ηθοποιούς δεν μπορεί να γίνει ιδιαίτερη μνεία. Οι αναμφισβήτητες ικανότητες ηθοποιών όπως η Αλίκη Αλεξανδράκη, ο Σερβετάλης, ο Λούλης, η Μπαξεβάνη ακυρώθηκαν από τις σκηνοθετικές επιλογές.
Οι «Όρνιθες» της Στέγης επαναφέρουν τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς γύρω από το σύγχρονο θέατρο. Ερωτήματα που σχετίζονται με τη σημερινή πρόσληψη του κλασσικού έργου, το «θάνατο του συγγραφέα», τη σχέση με το κοινό, το μεταδραματικό θέατρο, την πραγμάτωση των οραμάτων του καλλιτέχνη και τα μέσα τα οποία μετέρχεται.
Δεν είναι γνωστό, αν ο κ. Καραθάνος επιθυμούσε μία μεταμοντέρνα παράσταση. Μεταμοντέρνο σίγουρα δε σημαίνει απώλεια της αισθητικής, δε σημαίνει ψευδοσυναισθηματισμός, λαϊκισμός και μπαλαφάρα. Η στείρα διατύπωση της πρόσληψης του έργου ως ουτοπίας με εμμονή στα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν προσέδωσε καλλιτεχνική πνοή στην παράσταση. Η άποψη παρέμεινε αδρανής. Ο παραγκωνισμός του Αριστοφάνη άφησε ανολοκλήρωτη τη θεατρική πράξη, διότι «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι» δε θεμελιώνουν το παραστασιακό οικοδόμημα. Το κατεδαφίζουν.
Κόννη Σοφιάδου
Δρ Π.Τ.Δ.Ε., Ηθοποιός