Από τους μεγάλους εκπροσώπους της πρώτης φάσης του ρεαλισμού, ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ, ήταν, κατά τη γνώμη μου, ο πιο τολμηρός στην αντιμετώπιση της φόρμας (βλ. για παράδειγμα, έργα τόσο διαφορετικά όπως ο σκληρός νατουραλισμός του «Πατέρα» και ο απόλυτος μοντερνισμός του «Ονειροδράματος» και «Προς Δαμασκό»), αλλά και ο πλέον προκλητικός σε ό,τι αφορά τις ιδέες του γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις. Μικρή ένδειξη, το γεγονός ότι και τότε και τώρα οι μελετητές του προσάπτουν κατηγορίες για μισογυνισμό, μισανθρωπισμό και αντισημιτισμό. Ειδικά για το πρώτο, η «Δεσποινίδα Τζούλια» , έργο γραμμένο το 1888, είναι κάτι σαν προσωπικό έμφυλο μανιφέστο.
Τα πάθη της Τζούλιας
Πρόκειται για ένα καλά μελετημένο μείγμα νατουραλισμού και αφαιρετικού ρεαλισμού (σχεδόν πρωτο-εξπρεσιονισμού), όπου ο Στρίντμπεργκ δείχνει σαφώς ότι τον ενδιαφέρει κάτι παραπάνω από μια απλή φωτογράφιση, καταγραφή των πράξεων και των αντιδράσεων των ηρώων του. Τον ενδιαφέρει πρωτίστως η ψυχολογία τους, και μάλιστα σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης, γι’ αυτό αποφεύγει να τους προστατεύσει μέσα από τις τεχνικές και τις διακλαδώσεις μιας συμβατικής πλοκής. Τους αφήνει εκτεθειμένους. Τους περνά μέσα από διάφορα «δοκιμαστικά» στάδια και σαν ένας καλός νατουραλιστής, παρακολουθεί και καταγράφει πώς μεταβάλλεται η φύση τους κάτω από την πίεση των καταστάσεων.
Σε μια κοινωνία ταξικά διαρθρωμένη, αφήνει να μπει σφήνα η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα ανάμεσα στην κόρη ενός κόμη και τον υπηρέτη της, ώστε να φορτίσει το συναισθηματικό γρίφο της σχέσης και ν’ απελευθερώσει τις παθολογικές καταστάσεις που πυροδοτεί, κυρίως στη συμπεριφορά της ηρωίδας του, υστερική και μαζοχίστρια.
Υστερία και μαζοχισμός
Να σημειώσω εδώ πως στα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο της ψυχιατρικής, είχε επικρατήσει η άποψη που έλεγε ότι η υστερία προκαλείται όταν η γυναίκα δεν ικανοποιεί τις σεξουαλικές της επιθυμίες, όταν δηλαδή δεν γίνεται αντικείμενο του έρωτα.
Αυτήν ακριβώς την άποψη αφήνει να κυριαρχήσει στο δράμα του ο Στρίντμπεργκ. Μας καλεί να δούμε τη Τζούλια σαν ένα πλάσμα υστερικό, που αποστρέφεται τους άνδρες και παράλληλα τους ποθεί, ένα πλάσμα που επιδιώκει τον έρωτα και συνάμα τον μισεί, μια στάση ζωής αντιφατική που εξηγεί γιατί τους άνδρες που ερωτεύεται θέλει να τους παγιδεύσει, να τους φυλακίσει. Ακριβώς όπως και η μητέρα της.
Παράλληλα, ο συγγραφέας φορτώνει τη Τζούλια και με τάσεις μαζοχιστικές. Και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στον τρόπο που οδηγείται στην αυτοκαταστροφή. Υποτάσσεται στον Ζαν, ο οποίος από τη μια την κακομεταχειρίζεται και από την άλλη, στο μυαλό της τουλάχιστο, εμφανίζεται ως ο μόνος που μπορεί να τη σώσει.
Όσον αφορά τον ίδιο το Ζαν, η σχέση του μαζί της είναι επίσης σύνθετη, γιατί ακριβώς ορίζεται από τον ταξικό φθόνο που αισθάνεται απέναντί της, αλλά και από το μισογυνισμό του. Ενώ την ποθεί ταυτόχρονα την ταπεινώνει.
Το τέλος του έργου βρίσκει και τους δυο ηττημένους από την εξουσία. Η Τζούλια, σε κατάσταση ύπνωσης, εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια απόδρασης και θέτει τέλος στη ζωή της, και ο Ζαν, στο άκουσμα του ήχου του κουδουνιού, παραδίδεται στη εξουσία του Κόμη-αφεντικού του που μόλις έχει επιστρέψει. Οι αγώνες του φύλου και της τάξης τελειώνουν εδώ.
Όσο για την Κριστίν, ρόλος δεύτερος, σχεδόν σκιώδης, είναι μια φιγούρα υποτίθεται θρησκευόμενη αλλά και υποκρίτρια. Με τίποτα δεν θέλει να ανατρέψει τις υφιστάμενες ιεραρχίες. Στο τέλος αρνείται να βοηθήσει τη Τζούλια, η οποία της το ζητεί απεγνωσμένα. Έχει χάσει κάθε αίσθηση συμπόνιας.
Η παράσταση
Πέρα από τα παραπάνω φιλολογικά, εκείνο που μετράει στην όποια κρίση μας είναι η ίδια η παράσταση, εν προκειμένω η παράσταση που είδαμε στο θέατρο Εγνατία, μια παραγωγή της εταιρείας Λυκόφως, σε μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ και σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.
Τι απ’ όλα όσο είπαμε υλοποίησε η παράσταση; Κατά την άποψή μου, ελάχιστα. Και ο λόγος που απέτυχε νομίζω έγκειται στο γεγονός ότι δεν είχε καθόλου συναίσθημα, πάθη, κάψα, υψηλές θερμοκαρσίες. Ήταν μια κρύα, εγκεφαλική παράσταση. Καταρχάς η τοπογραφία των παθών.
Πώς φαντάστηκε, αλήθεια, ο Γιώργος Γαβαλάς, ένας αποδεδειγμένα καλός σκηνογράφος, ότι το σχεδίασμά του θα μπορούσε να συγκρατήσει και, πολύ περισσότερο, να αναδείξει τα καταστροφικά πάθη του ζευγαριού; Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό αναπροσάρμοσε το αρχικό του σκηνικό ώστε να το βολέψει στην άβολη, σκηνή του «Εγνατία», όμως αυτό που είδα περίπου με προϊδέαζε πώς θα ήταν και το αρχικό: άστοχο. Ας μην ξεχνάμε πως ο Στρίντμπεργκ έγραψε ένα έργο στα όρια και την αισθητική δωματίου. Προφανέστατα ήθελε την ατμόσφαιρα όσο γίνεται πιο αποπνικτική, γιατί ακριβώς το ζητούμενο ήταν η ένταση να βρίσκεται μονίμως στο κόκκινο. Άλλωστε, ξέρουμε ότι για τον Στρίντμπεργκ το θέατρο δεν ήταν ποτέ χώρος για να «δροσίσει» ή να «απαλύνει» τα πάθη του. Ο ίδιος, ασυμβίβαστος, εκκεντρικός, και ακραίος, επιδίωκε το διαμετρικά αντίθετο, κάτι που οι σκηνοθετικές και σκηνογραφικές επιλογές της Μελεμέ δεν πέτυχαν.
Σκηνοθεσία
Στιλιζάροντας τα πάθη του ερωτικού (και ψυχωτικού) αγώνα των δύο χαρακτήρων, η Μελεμέ πιθανόν να στόχευε σε μια πιο ποιητικίζουσα οπτικοποίησή τους, μόνο που έπεσε έξω, γιατί η επιλογή της άμβλυνε τη συγκρουσιακή λογική των συνευρέσεών τους, αφαιρώντας την εύφλεκτη ύλη που πυρπολεί τα πάντα στο διάβα τους. Ενδεικτικό δείγμα, οι βασικές ερωτικές σκηνές. Σε καμιά στιγμή δεν απελευθέρωσαν πάθος, έξαψη. Φώναζαν από μακριά ότι ήταν ένας εκβιασμένος ερωτισμός (μια χαριτωμενιά), που τελικά, και με μαθηματική ακρίβεια, δεν μπορούσε να μην καταλήξει να είναι απόλυτα αντι-ερωτικός.
Επίσης, βρήκα την επιλογή να πασαλειφτεί η Τζούλια με το αίμα του πουλιού απελπιστικά άστοχη ή μάλλον, να το πω διαφορετικά, τόσο πολυφορεμένη που πρόδιδε έλλειψη σκηνοθετικής φαντασίας. Και κάτι άλλο, λεπτομέρεια μεν αλλά καμιά φορά παίζει και αυτή το ρόλο της. Τόσο αίμα από ένα τόσο δα πουλάκι; Τι είχαν κατά νου, να βάψουν όλο το θέατρο; Έλεος.
Ερμηνείες
Ερμηνείες. Χωρίς περιστροφές και περικοκλάδες: καμιά χημεία. Καμιά σκηνική επικοινωνία. Αλλού ο ένας, αλλού ο άλλος. Η Μαρία Κίτσου γενικά μου αρέσει ως ηθοποιός. Έχει μέσα της φλόγα και ξέρει να την απελευθερώνει. Κάνει εύκολα γκελ με την πλατεία. Και το ξέρει. Και το δείχνει, καμιά φορά όμως όχι με ευεργετικά αποτελέσματα. Όπως εδώ, όπου φοβούμαι πως περπάτησε τον ρόλο σε αδιέξοδα μονοπάτια και με λάθος εργαλεία.
Τι ήταν τελικά η Τζούλιά της; Νευρωτική; Ανασφαλής; Υπερόπτης; Κτητική; Συμφεροντολόγα; Μια ευκατάστατη γυναίκα που όταν κοιτάει τον Ζαν πραγματικά τον βλέπει ή μια γυναίκα που ασχολείται μόνο με τις νευρώσεις της; Έχει χώρο και για άλλους; Έχει ταξική συνείδηση; Είναι μαζοχίστρια; Για να ‘μαι ειλικρινής δεν κατάλαβα.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι η Τζούλια είναι ένας πολυσύνθετος χαρακτήρας, μια κλυδωνιζόμενη ψυχή που διαταράσσει το κοινό μέτρο και προκαλεί. Εάν η χημεία των συνευρέσεων της με τον Ζαν δεν το βγάλει αυτό, πολλά διακυβεύονται. Και νομίζω το παίξιμό της Κίτσου δεν βοήθησε ώστε να βγει το βαθύ αίσθημα, να αποκτήσουν ορατότητα οι επικίνδυνες ακροβασίες της ψυχής. Εκείνο που είδα ήταν το προσωπείο μιας θεατρίνας ταλαντούχας και αυτοθαυμαζόμενης. Όμως από ένα σημείο και μετά ήθελα να δω και τι παίζει. Κι αυτό ήταν δυσεύρετο.
Όσο για τον Ζαν του Ορέστη Τζιόβα, έμεινα με την αίσθηση ότι δεν κατάλαβε σε ποια μοντέρνα τραγωδία έπαιζε. Υποτίθεται ότι απλώνει, έστω και υποκριτικά, την προστατευτική του φτερούγα πάνω από την κακόπαθη όσο και ονειροπόλα Τζούλια, και της απαλύνει τον πόνο. Δεν μας το έδειξε. Σε πολλά σημεία η εκρηκτικότητα της Κίτσου τον «κατάπινε», κάνοντάς τον να φαίνεται ακόμη πιο επίπεδος και άχρωμος. Όσο για τη γλώσσα, τη μάτωσε. Λάθος τονισμοί, λάθος χρωματισμοί, λάθος η χρήση των σημείων στίξης. Ο ρεαλισμός του 19ου αιώνα είναι γεμάτος παγίδες. Θέλει ειδική μεταχείριση. Δεν ευτύχησε να την έχει.
Η Αμαλία Αρσένη, σε ένα δεύτερο ρόλο (της Κριστίν), περιορίστηκε στα απολύτως λεία και απαραίτητα. Προσπαθώ να σκεφτώ μήπως η απραξία και ακινησία της είχε να κάνει με τη σκέψη ότι η κατ’ οίκον υπηρετική εργασία αποχαυνώνει το άτομο και καταστρέφει το σώμα.
Συμπέρασμα: μια παράσταση που δεν έπεισε ότι ήξερε ακριβώς τι θέλει να εξορύξει από τα βάθη του έργου αυτού. Έτσι περιορίστηκε σε μια εύκολη επιφάνεια χωρίς λακκούβες. Μια κοινότοπη πια συνεύρεση ενός ποιοτικού brand name και της αγοράς.
Σάββας Πατσαλίδης
Καθηγητής στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης