Ποτέ δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να απέχει από τα θεατρικά της Θεσσαλονίκης περισσότερο από τρεις, μάξιμουμ τέσσερις μέρες. Φέτος έφτασα αισίως τις είκοσι και συνεχίζω να προσθέτω. Και από ό,τι φαίνεται θα φτάσω και τις τριάντα και τις σαράντα. Και βάλε. Και διόλου δεν χαλιέμαι. Η αποχή μου δεν έχει να κάνει με κάποια διαμαρτυρία. Να διαμαρτυρηθώ για ποιο πράγμα; Απλούστατα, αφού εξάντλησα τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ και μια-δυο από το ελεύθερο θέατρο, κάθισα στ’ αβγά μου, αφού καμιά (sic!) παράσταση δεν με πείθει να βγω από το σπίτι μου και να πάω να τη δω.
Γκρίζο τοπίο
Ωμά, χωρίς περιστροφές και περικοκλάδες: το τοπίο του ελεύθερου θεάτρου σήμερα, μιλώ κάπως πιο ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, εξελίσσεται σ΄ ένα από χειρότερα των τελευταίων ετών. Έχω την αίσθηση πως βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Τίποτα δεν δείχνει ικανό να την ανακόψει. Το να σκάει μύτη μια παράσταση εκεί και μια εδώ, ούτε τη διαφορά κάνει ούτε φέρνει την άνοιξη, μα ούτε και την υπόσχεση για καλύτερες μέρες.
Και για να προλάβω παρεξηγήσεις, δεν αναφέρομαι μόνο στις θεσσαλονικιώτικες παραγωγές. Ούτε και οι αθηναϊκές, οι περισσότερες τουλάχιστο, που ανηφορίζουν (και δεν είναι διόλου λίγες), κουβαλώντας στις αποσκευές τους βαρύγδουπα και ευπώλητα τσιτάτα (για αφελείς) του τύπου «sold out, σάρωσε, έσκισε, ξέσκισε, έκανε κι έδειξε», πείθουν πια. Εμένα προσωπικά με απωθούν.
Εντάξει, κάποιες παραστάσεις είναι, αυτό που λέμε «συμπαθητικές», «χαριτωμένες», δεν είναι όμως το θέατρο που σου μένει, που θυμάσαι, που σε κάνει να ζηλέψεις γιατί δεν ήσουν εσύ εκείνος που το έκανε. Είναι παραστάσεις μιας χρήσης. Χωρίς βάθος και χωρίς αύριο. Άσε δε που οι περισσότερες είναι μονόλογοι. Νισάφι πια!
Μονολογώντας πέφτουμε
Λύση-πασπαρτού. Φλομώσαμε στους μονολόγους, σε σημείο να ξεχάσουμε τι εστί θέατρο. Και εννοώ πρωτίστως ποιοτικά. Ο μονόλογος είναι επικίνδυνο είδος. Θέλει ανεπτυγμένο και καλλιεργημένο υποκριτικό οπλοστάσιο και αισθητήριο για να σε κερδίσει. Κάτι που, τις περισσότερες φορές, απουσιάζει, οπότε αυτοί τα λένε και αυτοί τ’ ακούνε. Και σκέφτομαι: αφού δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος, γιατί το κάνουν; Αν τόχουν απωθημένο και θέλουν ντε και καλά να αποδείξουν πόσο αξίζουν, ας κάτσουν πρώτα να μετρήσουν το μπόι τους και μετά βουτάνε στα βαθιά.
Αν πάλι το κάνουν για λόγους οικονομικούς, είναι δεδομένο ότι θα μπουν μέσα με τα μπούνια, αφού ο κόσμος έπαψε ν’ ακολουθεί. Ακούει μονόλογο και ανακρούει πρύμναν. Κι έχει δίκιο. Ο μονόλογος είναι παράσταση ειδικών αποστολών για ειδικό κοινό. Εφόσον βέβαια αξίζει. Γιατί όταν δεν αξίζει, που συνήθως αυτό συμβαίνει, ούτε το ειδικό κοινό δηλώνει παρόν.
Αυτοπροβάλλομαι άρα υπάρχω
Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που χαρακτηρίζει, ειδικά τους νέους μας καλλιτέχνες (μιας και αυτοί πρέπει να μας ενδιαφέρουν, αφού αυτοί είναι το μέλλον), είναι η πάση θυσία αυτοπροβολή ως μέσον επιβίωσης (και ο μονόλογος είναι στις επιλογές τους). Από τη στιγμή που κανένας δεν θα προσφερθεί να σώσει κανέναν, ο καθένας για την πάρτη του.
Ζούμε την εποχή της απόλυτα επικίνδυνης και φαινομενικά ελεύθερης (εξού και ο τίτλος της επιφυλλίδας) «δημοκρατίας», όπου όλοι έχουμε (ή νομίζουμε ότι έχουμε) το δικαίωμα να εκφράσουμε την άποψή μας είτε στο σανίδι είτε, και πολύ περισσότερο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θέλεις να δηλώσεις συγγραφέας; Γιατί όχι; Ποιος θα σου απαγορεύσει να δημοσιεύσεις το έργο σου; Θεατρικός κριτικός; Βεβαίως. Ποιος θα σε σταματήσει να κοτσάρεις την άποψή σου στην ουρά της κριτικής ενός επαγγελματία; Σχολιαστής-κριτικός ανάμεσα σε δεκάδες άλλους; Γιατί όχι; Ποιος θα σου πει κάτι εάν ανοίξεις το δικό σου μπλογκ και αρχίσεις τα μπινελίκια; Θες να θάψεις μια παρασταση που δεν είδες ποτέ; Γιατί όχι; Ποιος θα σε ελέγξει; Θες να παίξεις Άμλετ; Βεβαίως. Οι άλλοι, λες από μέσα σου, είναι καλύτεροι; Βεβαίως δεν είναι. Κανένας δεν είναι.
Η (αν)ελεύθερη αγορά
Ναι, η δημιουργία, σε όλες τις μορφές της, έχει πάρει τη μορφή μιας οριζόντιας διαδικασίας. Σαν σπορ χειραφέτησης. Ο καθένας και η άποψή του. Ο καθένας και η δημοκρατία του. Ο καθένας και το θέατρό του. Ο καθένας και το έργο του. Ο καθένας και ο ρόλος του. Ο καθένας και το μεγαλείο του. Ο καθένας και ο μονόλογός του. Εδώ φτάσαμε στο σημείο θέατρα να διαθέτουν «tweet seats», όπου οι χρήστες-θεατές μπορούν να εκφέρουν άποψη για την παράσταση καθώς τρέχει. Κριτικοί σε 24ωρη βάση. Τέτοια ελευθερία!1
Με τον μεταμοντερνισμό πέρασε η εποχή της κυριαρχίας του ενός συγγραφέα. Του ενός κριτικού. Του ενός μεγάλου ηθοποιού. Του ενός μεγάλου θιάσου. Του ενός μεγάλου σκηνοθέτη. Της μίας εφημερίδας. Της μίας αυθεντίας. Πέρασε η εποχή του (αποδεκτού) σημείου αναφοράς. Όπως ήταν κάποτε ο Κάρολος Κουν, για παράδειγμα και το Θέατρο Τέχνης. Ο Βολανάκης. Ο Βογιατζής. Πέρασε η εποχή της μαθητείας. Τώρα είμαστε όλοι λίγο από όλα, κατά πώς μας βολεύει, χωρίς «αφεντικά».
Δε λέω, έχει τα καλά της αυτή η ανατροπή του ενός «ορθού» λόγου, με τις διχαστικές και επικίνδυνες απολυτότητές του. Άνοιξε χώρο ώστε να αναπνεύσουν φιμωμένες φωνές, να δηλώσουν παρόν τάσεις, απόψεις, θέσεις. Όμως, όταν χαλαρώνουν τα πλαίσια χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διαφορετικά καταλήγουμε στο ξεχείλωμα του γνωστού anything goes. Διαφορετικά η ελευθερία οδηγεί στο φασισμό των πολλών. Δηλαδή στη χειρότερη μορφή ανελευθερίας.
Και εδώ βρίσκεται η πρόκληση για τη νέα γενιά: η ευεργετική διαχείριση μιας εποχής η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ πιο σύνθετη και δυσανάγνωστη από την παλιά. Δεν είναι μόνο ότι βρωμάει και ζέχνει από παντού, αλλά είναι μια εποχή όπου όλα βρίσκονται σε μια τροχιά μονίμως φυγόκεντρη, πράγμα που κάνει τη μελέτη, την κατανόηση και εν συνεχεία τη θεατρική της εκμετάλλευση παρασάγγας πιο δύσκολη.
Βιαστικά
Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα-γρίφο, απέναντι σε αυτήν την επιφανειακά και μόνο ελεύθερη κοινωνία, βλέπω όλους αυτούς τους νέους, άλλοι με λιγότερο κι άλλοι με περισσότερο ταλέντο, με πολλά ή λίγα όνειρα και φιλοδοξίες, και διερωτώμαι: Μα γιατί βιάζονται τόσο; Πού θέλουν να πάνε; Τι όνειρα αλήθεια κουβαλούν στις αποσκευές τους; Τι εφόδια; Πώς σκοπεύουν να διαχειριστούν τις υποσχέσεις τους ότι θ’ αλλάξουν τον κόσμο; Τα νιάτα τους τι σημαίνουν γι’ αυτούς πέρα από ένα βιολογικό δεδομένο; Γιατί αυτή η μόνιμη κίνηση σε ρυθμούς fast forward; Γιατί δεν κοντοστέκονται λιγάκι και να διερωτηθούν για τα πράγματα που τους περιβάλλουν; Μήπως φοβούνται ότι σταματώντας κάποιοι άλλοι θα βγουν μπροστά και θα τους φάνε λάχανο;
Είμαι αναφανδόν υπέρ των νέων. Κι αν γράφω με ελεγκτική διάθεση είναι γιατί τους έχω έγνοια. Γιατί πιστεύω πως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει αύριο. Τους παρακολουθώ χρόνια τώρα, στα φεστιβάλ που πηγαίνω, στις δημιουργικές τους προσπάθειες, καταλαβαίνω τις αγωνίες τους. Δεν είναι ατάλαντοι. Έχουν να πουν πράγματα. Μόνο που δεν δίνουν χρόνο στον εαυτό τους να ωριμάσουν μέσα από κάποιες διαδικασίες. Μόλις τελειώσουν κάποια δραματική σχολή βγαίνουν κατευθείαν στην πιάτσα. Και μην μου πείτε ότι βγαίνουν για τα χρήματα. Μία δεν κάνουν (μιλώ για τους δικούς μας νέους, αλλά και για τους νέους των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών). Είτε έτσι είτε αλλιώς θα έβγαιναν. Είναι το κυνήγι. Νιώθουν ότι αν δεν κυνηγήσουν είναι τελειωμένοι. Ο νέος νόμος της ελεύθερης αγοράς. Έτσι, βγαίνουν ανέτοιμοι, σπρώχνουν δεξιά και αριστερά, κάνουν επιθετικές δημόσιες σχέσεις, ξημεροβραδιάζονται μπροστά στον υπολογιστή προβάλλοντας και επαινώντας τη δουλειά τους, μπας και κάτσει κάπου η μπίλια Και για κάποιους κάθεται. Για ένα 95% όμως, τίποτα.
Και το Σύστημα βολεύεται
Βολεύει το Σύστημα αυτή η άκριτη ταχύτητα, ανεξάρτητα από πού προέρχεται. Θα έλεγα μάλιστα πως την ενθαρρύνει με κάθε τρόπο. Όπως είπα πολλές φορές αναφερόμενος στην κατάσταση της κριτικής που είναι και ο χώρος μου, η δυνατότητα όλων να είναι κριτικοί, έχει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα: την αχρήστευση της κριτικής. Να είστε σίγουροι ότι εάν οι πολλές κριτικές φωνές ήταν συνάμα και επικίνδυνες, το Σύστημα θα έβρισκε τρόπους να τις φιμώσει. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τις παραστάσεις.
Όσο περισσότερες τόσο πιο «βολικές», ιδεολογικά, κοινωνικά κ.λπ. Κάπως έτσι εξαερώνεται η υφέρπουσα οργή. Γίνεται τέχνη προς πώληση. Διασκεδάζω διαβάζοντας τα καλλιτεχνικά ρεπορτάζ που το έχουν σαν σημαία επιτυχίας το γεγονός ότι αυξάνονται αλματωδώς οι παραστάσεις. Διακόσιες σου λένε στη Θεσσαλονίκη χίλιες στην Αθήνα. Εντάξει, αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι, καλά τα νούμερα και καλή η πολυχρωμία του θεατρικού χάρτη. Όμως, καλός και ο προβληματισμός: τι μένει μέσα από όλο αυτό το βομβαρδισμό; Ή μάλλον τι δείχνει αυτός ο πληθωρισμός; Δεν θα ‘πρεπε κάπου να οδηγήσει; Ν’ αφήσει κάποια ίχνη; Να ταράξει κάποιες ψυχές;
Αυτό που βλέπω κοιτώντας το σύνολο της θεατρικής μας φρενίτιδας είναι ένα τσούρμο καλλιτεχνών να τρέχουν πέρα δώθε ασθμαίνοντας, σαστισμένοι και πανικόβλητοι, να προλάβουν μια πραγματικότητα που διαρκώς τους διαφεύγει, μια πραγματικότητα την οποία δεν πολυκαταλαβαίνουν, όχι γιατί είναι χαζοί (κάθε άλλο), αλλά γιατί απλούστατα δεν δίνουν χρόνο στον εαυτό τους να στοχαστεί σε βάθος επάνω σε αυτά που βλέπει και που δεν είναι καθόλου ευανάγνωστα. Επείγει να βγει ο επιούσιος, σε βάρος όλων των άλλων.
Σούπερμαρκετ
Βλέπουμε δραματικούς συγγραφείς να γράφουν δυο και τρία έργα τον χρόνο, συν μεταφράσεις συν διασκευές και δεν ξέρω τι άλλο, βλέπουμε νέους (και παλαιότερους) σκηνοθέτες με 5-6 σκηνοθεσίες (και μάλιστα δύσκολες) τον χρόνο, ηθοποιούς σε τρεις και τέσσερις παραστάσεις και πάει λέγοντας. Και σκέφτομαι: Πότε προλαβαίνουν να ενημερωθούν, να δουλέψουν αυτό που θέλουν να κάνουν, να το ξαναδουλέψουν, να εμβαθύνουν, να στοχαστούν, να φρεσκάρουν τα αποθέματά τους; Τι αλήθεια μπορούν να μας δώσουν που να αξίζει τον κόπο να τους ξαναδούμε ή να τους ξαναδιαβάσουμε;
Και συνεχίζω να διερωτώμαι: Γιατί τέτοια αγωνία να παράξουν έργο που δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά μια επανάληψη εκείνου που μόλις έβγαλαν στην αγορά;
Αυτό δεν έχει να κάνει με την κρίση. Ή έχει να κάνει λίγο με την κρίση. Γιατί μην ξεχνάμε ότι τα ίδια και χειρότερα ήταν και πριν ξεσπάσει η κρίση. Αλλού εντοπίζεται το θέμα.
Ειδικά γι’ αυτήν την κατηγορία των «καλλιτεχνών-σούπερμαρκετ», αισθάνομαι πως πολλοί από αυτούς έχουν παγιδευτεί στην εικόνα που τους έφτιαξαν τα μίντια και αφήνονται να τους ξεζουμίσουν. Ίσως να πιστεύουν ότι όσο πιο μεγάλη είναι η ορατότητά τους τόσο μεγαλώνει και η εκτίμηση του κόσμου, άρα και η εμπορευσιμότητα του καλλιτεχνικού τους έργου. Δεν φαίνεται να τους προβληματίζει το γεγονός ότι, ακριβώς επειδή κανένας καλλιτέχνης, όσο ταλαντούχος και να ‘ναι (και αυτοί που έχω στο μυαλό μου είναι), δεν μπορεί να παράγει κάθε λίγο και λιγάκι κάτι καινούργιο (και αξιόλογο), η κατάληξη είναι μια βασανιστική και βαρετή επανάληψη. Σπάνια η καινούργια δουλειά τους κρύβει κάποια έκπληξη. Δημιουργούν ή παίζουν με τις ευκολίες τους. Διεκπεραιώνουν. Τρέχουν με χίλια να προλάβουν. Μόνο που πρέπει να καθίσουν και να σκεφτούν: να προλάβουν τι; Κάπου πρέπει να αντιληφθούν ότι η ασθμαίνουσα καλλιτεχνία ξεψυχά γρήγορα. Γι’ αυτό ας κάνουν κράτει, ώστε να καταθέτουν στην αγορά λίγα και ουσιαστικά.
Ανάγκη από καλό θέατρο
Έχουμε μεγάλη ανάγκη από το βαθύ λόγο. Σκηνικό ή άλλης μορφής. Η οριζόντια γραφή που επιβάλλει η λογική της νέας εποχής, μας έχει μετατρέψει σε σκιέρ που δοκιμάζονται σε άτσαλο σλάλομ επάνω σε γυαλιστερές επιφάνειες. Δεν τα ισοπεδώνω όλα. Υπάρχουν φωτεινές στιγμές, υποσχόμενες εξαιρέσεις, ανήσυχοι, άξιοι και υπομονετικοί καλλιτέχνες. Εδώ μιλώ για μια γενικότερη τάση. Και για να επιστρέψω στην πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη, αναγνωρίζω τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλουν μεμονωμένοι θιασάρχες μικρών θεατρικών χώρων να επιβιώσουν φιλοξενώντας οικονομικά βιώσιμες και παράλληλα ποιοτικά καλές δουλειές. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Ωστόσο δεν αρκεί για να σωθεί η κατάσταση.
Εκείνο που νομίζω πως πρέπει να κοιτάξουν όλοι όσοι ανήκουν στον χώρο του ελεύθερου θεάτρου είναι να δουν τα προβλήματα, να δουν ότι οι παλιές συνταγές δεν λειτουργούν και να ανασυνταχτούν κάπου αλλού, πέρα από τις πεπατημένες ατραπούς, σε πιο ριψοκίνδυνα τοπία, ώστε να προτείνουν νέες πρακτικές, νέες συνεργασίες (κυρίως αυτό!), νέους χώρους, νέες ιστορίες, ιδέες και κριτήρια.
Και ειδικά για τους νέους, και πιο ειδικά για τους νέους που επιλέγουν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη, ας αρχίσουν επιτέλους να δημιουργούν σαν νέοι κι όχι σαν συνταξιούχοι. Πρέπει να καταλάβουν, πριν και πάνω από όλους, ότι έχουμε ανάγκη από μια διεισδυτική καλλιτεχνία, που να μας γνωρίζει πράγματα που διαφορετικά θα μας διέφευγαν. Μια καλλιτεχνία επί της ουσίας «επικίνδυνη», που θα μας κάνει κι εμάς πιο «επικίνδυνους» πολίτες, δηλαδή σκεπτόμενους. Πρέπει να καταλάβουν ότι η ταχύτητα δεν είναι σύμμαχος της σκέψης αλλά της κατανάλωσης. Όσο πιο γρήγορα κινείται ο άνθρωπος τόσο λιγότερο σκέφτεται και τόσο περισσότερο καταναλώνει.
Η κουλτούρα της υψηλής τεχνολογίας την οποία υπηρετούμε όλοι, μα πιο πολύ οι νεότεροι, σίγουρα έχει κομίσει πολλά καλά αλλά έχει κάνει και μεγάλη ζημιά. Μας έβαλε όλους στην πρίζα και μας ανάγκασε να τρέχουμε με χίλια χωρίς δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Κινούμαστε οριζόντια κι όχι κάθετα. Και οι νέοι, που τώρα παίρνουν την τύχη του θεάτρου στα χέρια τους, πρέπει να καταλάβουν ότι η νέα φιλοσοφία που πάει να κυριαρχήσει στο θέατρο απειλεί να το μετατρέψει σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών. Ακόμη και αυτή η εκμετάλλευση καυτών θεμάτων, όπως η μετανάστευση, το περιθώριο, η φτώχεια κ.λπ. τείνουν να πάρουν ολοένα και πιο πολύ τη μορφή εξωτικών λύσεων που πουλάνε. Όλοι έχουν πέσει από πάνω τους και τις έχουν ξεζουμίσει. Τσάτρα πάτρα κι ό,τι βγει. Χρειάζεται προσοχή και υπομονή. Έρευνα. Προβληματισμός.
Οι νέοι μας πρέπει να καταλάβουν ότι έχουμε ανάγκη από ένα θέατρο στο οποίο θα ξαναμπεί από την πόρτα κι όχι από το παράθυρο η σημασία της ευεργετικής μεταφοράς. Ένα θέατρο απρόβλεπτο, φρέσκο, υποσχόμενο, ενημερωμένο. Και μιας και έκανα ειδική αναφορά στους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης, αναγνωρίζω ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο ντεσαβαντάζ σε σχέση με τους συναδέλφους τους στην Αθήνα: δεν ενημερώνονται. Ελάχιστα διεθνή γεγονότα τους προσφέρουν τα ερεθίσματα ώστε να κάνουν συγκρίσεις, να ξανατοποθετήσουν τον πήχη. Είναι εντελώς απομονωμένοι από αυτά που γίνονται διεθνώς.
ΚΘΒΕ
Και εδώ πέφτει το βάρος στο ΚΘΒΕ, χωρίς να υποτιμώ εννοείται και το θεσμό των «Δημητρίων», μόνο που διαρκεί πολύ λίγο. Το ΚΘΒΕ είναι ο φορέας εκείνος που μπορεί να κάνει τη διαφορά και να βοηθήσει και το ελεύθερο θέατρο να κάνει μερικά βήματα μπροστά. Και η αλήθεια είναι ότι γίνονται συντονισμένες και ειλικρινείς προσπάθειες ώστε το ΚΘΒΕ να λειτουργήσει ως εστία αναζήτησης, πόλος έλξης για τους νέους, ένα θέατρο εξωστρεφές και ανήσυχο.
Νομίζω πως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το ΚΘΒΕ, αλλά και το Εθνικό στην Αθήνα, καλούνται να παίξουν ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό και καλλιτεχνικό ρόλο. Τα δύο αυτά θέατρα είναι αυτή τη στιγμή οι σημαντικότεροι εργοδότες των χιλιάδων ανέργων ηθοποιών. Η πολιτεία, αφού εγκατέλειψε με ελαφρά πηδηματάκια τα μικρά σχήματα αναστέλλοντας τις επιχορηγήσεις, ας κοιτάξει να κρατήσει όρθια και υγιή αυτά τα δύο για να μην πάνε όλα κατά διαόλου.
Δύο συμπεράσματα, δίκην συμβουλών: σε μια εποχή αντι-ουμανιστική, επικίνδυνα «θεατρινίστικη» αλλά και πρωτοποριακή, όπως η σημερινή,
Α) για να παραδώσει κάποιος στα κοινά χρήσιμη τέχνη, πρέπει να αρχίσει να δημιουργεί με το σκεπτικό που λέει ότι η τέχνη είναι άχρηστη. Και
Β) Όσοι νέοι θέλγονται από την πρωτοπορία, για να φτάσουν ως εκεί καλό θα ήταν να μην την πάρουν στα σοβαρά, γιατί αν την πάρουν στα σοβαρά τότε πρέπει να σταματήσουν πριν καν αρχίσουν, αφού το ίδιο το Σύστημα είναι η πρωτοπορία.
Σημ. Πρώτη δημοσίευση Parallaxi, http://parallaximag.gr/agenda/theatro/anelefthero–theatro–tis–neas–epochis/
Σάββας Πατσαλίδης
Καθηγητής Θεατρολογίας Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας
Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης