Η διδακτορική διατριβή με τίτλο «το ελληνικό Θέατρο για ανήλικους θεατές στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα», συνιστά μία εστιασμένη χωροχρονικά και μεθοδολογικά ερευνητική απόπειρα εξέτασης, ανάλυσης και ανάδειξης των ιδιαίτερων γνωρισμάτων του θεάτρου που παράγεται από ενήλικες επαγγελματίες δημιουργούς της λογοτεχνίας και του δράματος για να καταναλωθεί από ανήλικους θεατές στην Ελλάδα του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα. Ανάδειξης συνεπώς των ιδιαιτεροτήτων:
- μίας συγκεκριμένης και ειδολογικά οριοθετημένης θεατρικής κατηγορίας απόλυτα συνδεδεμένης τόσο με τις αναπαραστάσεις, τις ιδέες ή τις προσδοκίες των ενηλίκων για τη νέα γενιά, όσο και με αυτές καθαυτές τις ανάγκες και επιθυμίες των ανηλίκων·
- μίας θεατρικής κατηγορίας τόσο πρόσφατης, όσο και η αναγνώριση της παιδικής ηλικίας ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με κοινά δομικά γνωρίσματα
- του θεάτρου για ανηλίκους της μεταπολίτευσης -μίας περιόδου, κατεξοχήν δημοκρατικής, ειρηνικής και προοδευτικής στην οποία τόσο η ελληνική κοινωνία, όσο και το θέατρο αναζητούν την ταυτότητα και τη θέση τους στο σύγχρονο κόσμο· μίας περιόδου κατά γενική ομολογία, κομβικής για την εξέλιξη, τον εκσυγχρονισμό και την καταξίωση του είδους.
Το έρεισμα και τελικά ο σχεδιασμός της εργασίας βασίστηκε σε γενικότερους προβληματισμούς, παραδοχές και υποθέσεις, όπως:
- η διαχρονική αμφιθυμικότητα αντιμετώπισης της τέχνης του θεάτρου –ειδικότερα του “παιδικού”- η οποία συστηματικά και επαναληπτικά την έχει οδηγήσει είτε σε αυτοαναφορικές εμμονές (η τέχνη για την τέχνη), είτε στον υπερτονισμό του ωφελιμιστικού (κοινωνικού, πολιτικού, μορφο/παιδευτικού) χαρακτήρα της επηρεάζοντας άλλοτε με ανασταλτικό τρόπο και άλλοτε ανανεωτικά την εξέλιξή της
- ο ρόλος του θεάτρου ως «πολιτιστικού ιδεολογικού μηχανισμού» (ΙΜΚ) συντήρησης και προβολής, ή ανατροπής και αποδόμησης της κυρίαρχης ιδεολογίας (L. Altouser), ως “δείκτης” της ιστορικής πραγματικότητας, όχημα καλλιτεχνικής έκφρασης «με ιδιαίτερη ιδεολογική αποστολή» ή «μέσο άμεσης διάδοση πολιτισμικών αξιών και εννοιών σε ευρύτερα σύνολα» (Θ. Γραμματάς), αλλά και ως τόπος δραματοποίησης, δημιουργία ή μετάπλασης «ταυτοτήτων» (E. Fischer-Lichte)
- η (με κοινωνιολογικούς όρους) αντιμετώπιση του θεάτρου για παιδιά και νέους ως πολιτισμική “επινόηση” εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο ανάπτυξης ενός σταδιακά (από το 19ο αιώνα) εξελισσόμενου και διευρυμένου πλέγματος επαγγελμάτων παροχής υπηρεσιών προς τα παιδιά, που ακολουθεί παράλληλες διαδρομές με την έννοια της “παιδικότητας” σημειώνοντας ως δευτερογενής μεταγλώσσα τις ποικίλες νοηματοδοτήσεις της κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Η αναγκαιότητα της μελέτης προέκυψε εκ της απουσίας μίας εξειδικευμένης, συνθετικής (θεατρολογικής, κοινωνιολογικής και παιδαγωγικής προσέγγισης) και ολιστικής (με θεματικά, επιμέρους ειδολογικά, μορφολογικά και αισθητικά κριτήρια) επιστημονικής θεώρησης για τη θεατρική παραγωγή της εξεταζόμενης θεατρικής κατηγορίας στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα στην Ελλάδα
Η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος κατέστησε παρ’ όλ’ αυτά σαφή την ανάγκη οριοθέτησης της έρευνας η οποία επικεντρώθηκε στη διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης του δραματικού κειμένου ως (απτή ένδειξη) πρότυπου ή υλικού για μία επαγγελματική θεατρική παράσταση, με το ιστορικο/κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι της μεταπολιτευτικής περιόδου. Εστιάζεται ειδικότερα στην εξέταση τριών βασικών λειτουργιών του θεατρικού επικοινωνιακού σχήματος: του δραματικού κειμένου (ως μήνυμα), του συγγραφέα (ως παραγωγού-πομπού του μηνύματος) και του θεατή (ως “εννοούμενου” αποδέκτη). Επιλογή που θεωρήθηκε ότι επιτρέπει την ανάδυση διεισδυτικότερων συμπερασμάτων για τις αμφίδρομες σχέσεις Θεάτρου-Κοινωνίας/Ενηλίκων, Ανήλικου θεατή-Κοινωνίας, Ανήλικου θεατή- Θεάτρου.
Ειδικότερα, η έρευνα στοχεύει στη διερεύνηση, ανάδειξη και αποτίμηση
- των ιδιαιτεροτήτων της μεταπολιτευτικής δραματουργίας στο θέατρο για ανήλικους θεατές (Θ.Α.Θ.) σε σχέση με την παραγωγή προγενέστερων και της επόμενης περιόδου,
- της εξελικτικής –ανανεωτικής- πορείας του Θ.Α.Θ. μετά το 1972 που κατά γενική ομολογία οδηγεί το είδος από την ανυποληψία στην καταξίωση
- της επενέργειας των ιστορικο/κοινωνικών, πολιτικο/οικονομικών, παιδαγωγικών, καλλιτεχνικών εξελίξεων και της ιδεολογίας στην παραγωγή και πρόσληψη του είδους στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αι.
- του ρόλου του Θ.Α.Θ. ως όχημα δευτερογενούς σημείωσης της πραγματικότητας ή προβολής και διάδοσης μηνυμάτων προς υιοθέτηση από τη νέα γενιά
- των αναπαραστάσεων και προβολών της ελληνικής μεταπολιτευτικής κοινωνίας / καλλιτεχνών για την παιδική ηλικία, τη ζωή, τον κόσμο, την τέχνη και το Θ.Α.Θ. (αυτό καθ’ αυτό)
- των όψεων της εμπειρίας του να είσαι ενήλικος δημιουργός ή ανήλικος θεατής στην Ελλάδα του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα
Η Μεθοδολογία της έρευνας
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, κρίθηκε αναγκαία μία διεπιστημονική, συνθετική, συγκριτολογικού χαρακτήρα προσέγγιση ενδο- και δια-κειμενικών παραμέτρων και της αλληλεπίδρασής τους με ενδο- και δια-κοινωνικά συμφραζόμενα της εξεταζόμενης κοινωνίας και εποχής όπως και των στοιχείων που αναδεικνύουν τη “θεατρικότητα” (ή όχι) και τη διαχρονική ή επικαιρική αξία της εξεταζόμενης παραγωγής –προσέγγιση που υπερβαίνει συνεπώς τα όρια της ιστορικοφιλολογικής.
Λαμβάνοντας υπόψη βασικές αρχές και απόψεις καταξιωμένων θεωρητικών και ερευνητών της διεθνούς και ελληνικής θεατρολογικής και διεπιστημονικής κοινότητας, τα ειδοποιά γνωρίσματα του Θ.Α.Θ., την προϊστορία και ιστορία του θέματος (και συγκεκριμένα των ιστορικών, κοινωνικοπολιτικών, παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών / λογοτεχνικών και θεατρικών εξελίξεων), η έρευνα κινήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορικής έρευνας για τη συλλογή
- πρωτογενών πηγών (δραματικά κείμενα που καταξιώθηκαν σκηνικά από επαγγελματικές θεατρικές σκηνές ή θιάσους κατά τη διάρκεια του τελευταίου τέταρτου του 2ου αιώνα) και
- δευτερογενούς υλικού (εισαγωγές, κριτική θεάτρου, προγράμματα παραστάσεων, άρθρα, δημοσιεύσεις, λευκώματα)[1].
Ακολούθησε η εξέταση των “μονάδων” (δραματικών κειμένων) του δείγματος σε μορφολογικό, συντακτικό (μορφική / δομική διάρθρωση), σημασιολογικό (περιεχόμενο, νόημα και συνθήκες γένεσης) και λεκτικό επίπεδο (ύφος, αισθητική, εγγεγραμμένες επικοινωνιακές τεχνικές) Η αποτίμηση συνεπώς των δομών επιφάνειας, των δομών βάθους και των δομών εκδήλωσης κάθε κειμένου. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν μια σειρά έγκυρων εργαλείων, συστηματοποιημένων σχημάτων και τυπολογιών που πιστεύουμε ότι συνέβαλαν στην πολυπρισματική θεώρηση του αντικειμένου και στην αποφυγή κινδύνων παραποίησης ή υποκειμενοποίησης των πορισμάτων που ελλοχεύουν κατά τη χρησιμοποίηση μίας μεθόδου.
Για το σκοπό αυτό, αξιοποιήθηκε το σημειωτικό Δραματικό Μοντέλο των “δρώσων δυνάμεων” του A.J. Greimas που συνδυάζοντας τη συνταγματική και την παραδειγματική ανάλυση αναδείχνει το ενυπάρχον σύστημα αξιών και επιτρέπει την ιδεολογική ανάλυση των έργων.
Για την αποτίμηση των δομών εκδήλωσης που φέρουν τη σφραγίδα του συγγραφέα, των υφολογικών, αισθητικών γνωρισμάτων και επικοινωνιακών πρακτικών δηλαδή που συμβάλλουν στην άρθρωση του κειμενικού συστήματος και τελικά στη μεθόδευση της αφήγησης, επιστρατεύτηκε το “αφηγηματικό μοντέλο” του G. Gennete
Για την εξέταση επιμέρους ζητημάτων, τη συστηματοποίηση της έρευνας και την εξαγωγή πολυπρισματικών συμπερασμάτων, καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά εξειδικευμένων τυπολογιών και θεωρήσεων όπως η τυπολογία του E.M. Forster και οι θεωρήσεις των Μ.Μπαχτίν, M.Wallace, Μ.Nicolajeva (για τους χαρακτήρες), των H. Bergson, Μ. Κανατσούλη, Κ. Κωστίου (για το χιούμορ και το κωμικό), οι παρατηρήσεις των J. Kristeva, J. Still & M. Worton, L. Jenny και Αλ. Ζερβού (για την προσέγγιση και τον τρόπο «μετατόπισης» (εγγραφής, μεταγραφής, διασκευής, μετουσίωσης) των αφετηριακών πηγών στα δραματικά κείμενα ή στοιχείων διακειμενικότητας), οι τυπολογίες των “αξιακών” και των “παιδαγωγικών” προτύπων στο θέατρο για ανήλικους θεατές του Θ. Γραμματά στις οποίες αναδεικνύονται τουλάχιστον έξι τάσεις με τις οποίες οι συγγραφείς του είδους σημειώνουν την πραγματικότητα απευθυνόμενοι στην παιδική ηλικία, και οι αναπαραστάσεις τους για τον εννοούμενο ανήλικο θεατή, αντίστοιχα.
Η περιοδολόγηση της έρευνας
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα διάταξης και διαχείρισης του ερευνητικού υλικού, να φωτιστεί η αμφίδρομη σχέση αλληλεπίδρασης θεάτρου-πραγματικότητας και να διευκολυνθεί η πρόσληψη των αναφυόμενων πληροφοριών και συμπερασμάτων από τον αναγνώστη, κρίθηκε αναγκαία η περιοδολόγηση της έρευνας. Στην κατεύθυνση αυτή το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα διακρίθηκε σε δύο περιόδους και πέντε επιμέρους φάσεις ανάπτυξης επί τη βάση δύο σημαντικών ιστορικών γεγονότων που συνιστούν terminus ante (όριο πριν) και post quem (μετά από) στη σύγχρονη ελληνική και παγκόσμια ιστορία και συγχρόνως συνδέονται με σημαντικές “στιγμές” για την ελληνική δραματουργία και το Θ.Α.Θ.
Ως χρονολογική αφετηρία και ορόσημο στην ιστορία της υπό εξέταση κατηγορίας θεάτρου στην Ελλάδα, τίθεται το 1972 που σχετίζεται με την εκκίνηση της (πρόσκαιρης έστω) φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας με αποτέλεσμα την ορμητική διάχυση προοδευτικών ιδεών στην ελληνική κοινωνία και την ίδρυση της εμβληματικής για την ανανεωτική συμβολή της, “Παιδικής Σκηνής” των Γιάννη Φέρτη-Ξένιας Καλογεροπούλου (Α΄ παρ. Πινόκιο, B. Way). Ως χρονολογικό σημείο καμπής επιλέγεται το 1990 που σηματοδοτεί παγκοσμίως το τέλος του ιδεολογικού διπολισμού και του ψυχρού πολέμου οδηγώντας οριστικά από την πολιτικοποίηση, τη ριζοσπαστικοποίηση και τη μαζικοποίηση των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, στις ατομικιστικές αναζητήσεις και στις καθολικές και διαχρονικές θεωρήσεις για τον άνθρωπο και τη ζωή. Τα κείμενα Όνειρο Καλοκαιρινής νύχτας και Το λουρί του Σωκράτη των Γ. Καλατζόπουλου και Δ. Ποταμίτη αντίστοιχα, σαλπίζουν στο μέτρο που τους αναλογεί, το πέρασμα σε μία νέα εποχή αναστοχασμού, αμφισβήτησης, αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού, κριτικής στα σύγχρονα έθη και ουσιαστικής απαγκίστρωσης από ιδεοληπτικές εμμονές και μονολιθικές θεωρήσεις. Αναγγέλλουν κατ’ αυτό τον τρόπο, την αναπόδραστη μετάβαση σε ένα άλλο θέατρο, σύγχρονο, διαχρονικό, διαπολιτισμικό, διαθεματικό, διηλικιακό.
Οι δύο χρονολογίες οριοθετούν την εκκίνηση δύο μεταβατικών περιόδων, της πρώτης και της ύστερης μεταπολιτευτικής περιόδου. Η πρώτη (1972-1990) υποδιαιρείται σε τρεις φάσεις: “Mετάβαση” (1972-1981), “Αλλαγή” (1981- 1985) και “Μεταίχμιο” (1985-1989), ενώ η δεύτερη σε δύο: “Καμπή” (1990-1994) και “Νέα εποχή” (1994-[2000 …]).
Ως καταληκτικό όριο ορίστηκε για πρακτικούς λόγους το 2000 που συμβατικά σηματοδοτεί το τέλος του 20ου και την εκκίνηση του 21ου αιώνα, αποτελώντας σταθμό για την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας και ορόσημο για τη δραματουργία στο Θ.Α.Θ., αφού συνδέεται με την παρουσίαση του διηλικιακής αναφορικότητας έργου Σκλαβί των Ξ. Καλογεροπούλου και Θ. Μοσχόπουλου (δραματοποιημένη εκδοχής ελληνικού λαϊκού παραμυθιού), του πρώτου στα ελληνικά δεδομένα δραματικού κειμένου για ανήλικους θεατές που βραβεύεται ως το «καλύτερο ελληνικό θεατρικό έργο της χρονιάς» (Βραβείο Κ. Κουν, 2001).
Το ιστορικο/κοινωνικό συγκείμενο
Αντιλαμβανόμενοι πως η αναγωγή των πορισμάτων της ενδο-κειμενικής ανάλυσης στο ιστορικο/κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς απαιτεί επίγνωση της προϊστορίας και της ιστορίας του θέματος, στο 2ο μέρος της διατριβής κατατίθεται μία κατατοπιστική για τον αναγνώστη ανασκόπηση των ιστορικών, κοινωνικοπολιτικών, παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών/καλλιτεχνικών και θεατρικών εξελίξεων στο “παρελθόν” και το “παρόν” της εξεταζόμενης περιόδου.
Η Έρευνα «επί των κειμένων»
Η συγκριτολογική και συνθετική ανάγνωση των ευρημάτων της ενδο και δια-κειμενικής προσέγγισης των δραματικών κειμένων του δείγματος πραγματοποιείται στο 3ο μέρος της διατριβής αναδεικνύοντας με συστηματικό και πολυδιάστατο πιστεύουμε τρόπο, την “ποιητική” της μεταπολιτευτικής δραματουργίας για ανηλίκους θεατές.
Στην κατεύθυνση αυτή, παρουσιάζεται μία επισκόπηση στη δραματουργική παραγωγή που καταξιώνεται στις ελληνικές επαγγελματικές σκηνές μετά το 1972. Η επισκόπηση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία της πρώτης σκηνικής εικονοποίησης των κειμένων, παρουσιάζεται υπό την οπτική τριών διαφορετικών παραμέτρων:
- τη μορφή δραματικής γραφής/έκφρασης ή απόδοσης (μεταφράσεις δραματοποιήσεις, διασκευές, ελληνική πρωτότυπη δημιουργία και διακειμενικές συνθέσεις),
- τις επιμέρους ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις, την εξέταση δηλαδή των τάσεων που εγκαταλείπονται, περιορίζονται, αναβιώνουν, εξελίσσονται ή πρωτοεμφανίζονται στο χώρο και
- το πλαίσιο αναφοράς ή αφετηριακή πηγή άντλησης θεμάτων που όπως προέκυψε αφορά στις περιοχές: Ιστορία, Θρησκεία, Παραμύθι, Λαϊκός Πολιτισμός, Λογοτεχνία και Δραματουργία, Αρχαιοελληνική Γραμματεία, Σύγχρονες πηγές αναφοράς («περιβάλλον και οικολογία», «παιδική ηλικία: διαδικασίες ωρίμανσης», «πολιτική και οικονομία», «κοινωνία και σύγχρονη ζωή», «αξιακά και ιδεολογικά πρότυπα», «θέατρο και πολιτισμός», «τεχνολογία»).
Στη συνέχεια παρατίθενται συστηματοποιημένα στο πλαίσιο μίας κάθετης ανάγνωσης, τα ευρήματα της μικροσκοπικής σημειωτικής ανάλυσης των δραματικών κειμένων: η παρουσίαση των μορφών υποστασιοποίησης των δρωσών δυνάμεων, η διαλεκτική ανάγνωση της σύνταξης του δραματικού κόσμου των κειμένων (προγράμματα δράσης Υποκειμένου, χρονικοποίηση και χωρικοποίηση της δράσης, επίπεδα, αιτίες, αποτελέσματα των δραματικών συγκρούσεων) και τέλος, η κριτική αποτίμηση των χαρακτήρων, η αληθοφάνεια ή το συνδηλωτικό εύρος των οποίων πιστοποιεί τη θεατρική αξία των έργων.
Όσον αφορά στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων της υφολογικής/αισθητικής προσέγγισης αποπειράται η παρουσίαση ενός οδοιπορικού των εξελίξεων που επιτελούνται στο πλαίσιο της αμφίδρομης αλληλεπίδρασης σύγχρονων αισθητικο/καλλιτεχνικών τάσεων και σύγχρονης παιδαγωγικής συμβάλλοντας στην αναμόρφωση, ανανέωση και καταξίωση του σύγχρονου Θ.Α.Θ. στη συνείδηση κατ’ αρχήν της καλλιτεχνικής κοινότητας, της κοινωνίας και της πολιτείας ως ιδιαίτερη αλλά ισότιμη θεατρική κατηγορία με εκείνη του θεάτρου για ενήλικα κοινά. Στη διαδρομή αυτή, το θέατρο, αντίστοιχα όπως και το ταξίδι της ενηλικίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, οδηγείται σταδιακά από τη μονολιθικότητα του αντικειμενικού, στη σχετικότητα των δι-υποκειμενικών θεωρήσεων για τη ζωή, την τέχνη και την κοινωνία και συγκεκριμένα:
- από τον ρεαλισμό (την εποχή της μετάβασης και αποκατάστασης της δημοκρατίας)
- σε καινοφανείς εκφάνσεις σύζευξης του ρεαλισμού με τη φαντασία – στα όρια του μαγικού ρεαλισμού ή της επιστημονικής φαντασίας – που αποκαλύπτουν την αμηχανία, την αμφιθυμικότητα, τα αδιέξοδα και την υποκειμενικότητα των καλλιτεχνών (στο μεταίχμιο μίας νέας εποχής) και ακολούθως,
- στις διαχρονικές και καθολικής αναφορικότητας διασκευαστικές τεχνικές, διακειμενικές, μεταμυθοπλαστικές και μεταθεατρικές μορφές δραματικής έκφρασης υπό την επίδραση του μεταμοντερνισμού (την περίοδο της ύστερης μεταπολιτευτικής/νεωτερικής πραγματικότητας).
Μορφές στις οποίες αμφισβητείται η αυθεντία του συγγραφέα, η δράση κινείται χωρίς χωροχρονικούς περιορισμούς καταλύοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, δραματικού και αληθινού κόσμου, σκηνής και πλατείας, οδηγώντας στην επινόηση ενός νέου υβριδικού δραματικού σύμπαντος –τη χώρα του “Tοτώρα” (Θ. Γραμματάς) – στον οποίο η ψευδαίσθηση της αντικειμενικότητας αντικαθίσταται με την ποικιλία της δι-υποκειμενικότητας προσφέροντας στο σύγχρονο θεατρικό αποδέκτη, τη δυνατότητα πολλαπλών επιπέδων και τρόπων ανάγνωσης, ερμηνείας και επικοινωνίας – αναβιβάζοντάς τον συνεπώς σε συνδημιουργό του νοήματος της θεατρικής παράστασης.
Ακολουθεί η εμβριθής αναζήτηση, εξέταση και παρουσίαση επιλεγμένων δομών εκδήλωσης οι οποίες πιστοποιούν την πορεία προς διαμόρφωση και παγίωση μίας “άλλης” αισθητικής στην οποία η φαντασία, το συμβολικό/κοινωνικό παιχνίδι, οι αποστασιοποιητικές, μεταθεατρικές και μεταμυθοπλαστικές τεχνικές που ενεργοποιούν τη σκέψη, το κωμικό, το χιούμορ και το τραγούδι συμπλέκονται ευρηματικά (προσ)καλώντας τους ανήλικους αποδέκτες σε ένα ευφρόσυνο, γοητευτικό, συναρπαστικό, δημιουργικό και παιδευτικό ταξίδι πολυαισθητηριακής και πολυτροπικής συμμετοχής και διάδρασης … σε ένα ταξίδι ψυχοσυναισθηματικής ανάτασης, πνευματικής εγρήγορσης, κοινωνικού προβληματισμού και ευαισθητοποίησης με ευεργετική επίδραση για την ολόπλευρη ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της προσωπικής τους ταυτότητας. Υπό την οπτική αυτή, το θέατρο αντιμετωπίζεται διττά, ως πολιτιστική πρόκληση / πρόσκληση αντίστασης σε κάθε μορφή χειραγώγησης ή ισοπέδωσης της εποχής στην οποία εγγράφεται, παρέχοντας στη νέα γενιά, εικόνες και μηνύματα που εμπλουτίζουν τις αναπαραστάσεις και τις γνώσεις τους για τη ζωή, τον κόσμο και τον πολιτισμό στο παρελθόν και το παρόν εφοδιάζοντάς την συγχρόνως με αισιοδοξία, ελπίδα, προοδευτική και δημιουργική διάθεση για το μέλλον.
Η “ιστορία” του ελληνικού Θεάτρου για Aνήλικους Θεατές
στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα
Στο 4ο Μέρος η έρευνα ξεφεύγει από το επίπεδο της ανάλυσης των κειμένων προβάλλοντας (με την αρωγή των δευτερογενών πηγών) τα συναγόμενα αποτελέσματα στο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο αναφοράς, προς επαλήθευσή τους (συγκριτολογική οπτική). Πρόκειται ειδικότερα, για μία διαδικασία σύζευξης της σημειωτικής και της αισθητικής με την κοινωνιολογική ανάλυση, για μία κοινωνιοσημειωτική επομένως προσέγγιση ανάδειξης της διαλεκτικής του θεάτρου με την κοινωνική πραγματικότητα, των σχέσεων που αναπτύσσονται σε επίπεδο παραγωγής και πρόσληψης, αλλά και των όψεων των δύο πόλων της θεατρικής επικοινωνίας του συγγραφέα /παραγωγού και του εννοούμενου θεατή /καταναλωτή του θεατρικού προϊόντος (εν προκειμένω του δραματικού κειμένου). Για την άσκηση ακόμη, ενός είδους πολιτιστικής κριτικής και σημασιοδότησης των κοινωνικών μετασχηματισμών ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν στην αντιμετώπιση της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στο θέατρο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, κατατίθεται μία σύντομη αλλά κατατοπιστική αναφορά στην ταυτότητα των συγγραφέων της μεταπολίτευσης και στη σχέση τους με το Θ.ΑΘ., στην οποία καταδεικνύεται η απελευθέρωση των νέων προοδευτικών δυνάμεων, η καθοριστική αλλά σύντομη εμπλοκή επαγγελματιών συγγραφέων στο χώρο και η σταδιακή επικράτηση μίας νέας κατηγορίας συγγραφέων-καλλιτεχνών του θεάτρου: του πολυδύναμου δημιουργού. Ακολουθεί:
- η συζευκτική αποτίμηση όλων των δεδομένων –η “ιστορία” συνεπώς της δραματουργίας και γενικότερα του θεάτρου για ανήλικους θεατές ως ιστός αλληλεξαρτήσεων με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τις πολιτισμικές, εκπαιδευτικές και καλλιτεχνικές/θεατρικές εξελίξεις που προσδιόρισαν την παραγωγή και την πρόσληψή του κατά την εξεταζόμενη περίοδο, και
- η σύνθεση του προφίλ των δύο “συνομιλητών” του θεατρικού επικοινωνιακού σχήματος, του συγγραφέα και του εννοούμενου θεατή – μία επομένως παράλληλη “ιστορία” των αναπαραστάσεων, των προβολών που διατίθενται προς υιοθέτηση, των ρόλων που αναλαμβάνουν ή τους ανατίθεται να εκπληρώσουν και τελικά της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Η αποτίμηση της μελέτης πραγματοποιείται σε πέντε ενότητες που αναφέρονται σε κάθε μία από τις εξεταζόμενες (σύμφωνα με την περιοδολόγηση της έρευνας) φάσεις και στις οποίες διαγράφονται οι εξελίξεις στο χώρο του θεάτρου για ανήλικους θεατές και οι ποικίλες όψεις του, συνεισφέροντας στη δημιουργία μίας εξειδικευμένης στην εξεταζόμενη περίοδο τυπολογίας για το συγγραφέα και τον εννοούμενο θεατή, η οποία διαρθρώνεται ως εξής:
α. Πολιτικοποίηση και ριζοσπαστιστικότητα την εποχή της “μετάβασης” στη δημοκρατία:
ο “προοδευτικός” συγγραφέας-“μέντορας” και ο “ασκούμενος” ενεργητικός θεατής
β. “Αλλαγή” του πολιτικού κατεστημένου, εκδημοκρατισμός και κοινωνικός μετασχηματισμός:
ο συγγραφέας-“πολιτισμικός αναμορφωτής” και ο (κοινωνικο-πολιτικά) “χειραφετημένος” ανήλικος θεατής
γ. Στο “μεταίχμιο” πριν την αποδόμηση των ιδανικών μύθων:
ο “μετέωρος” συγγραφέας και ο “μικρομέγαλος καταναλωτής” / θεατής
δ. Αμφισβήτηση, κριτική και αναστοχασμός στην “καμπή” προς μία νέα πορεία:
ο “κριτικο/στοχαστικός” δημιουργός και ο “ώριμος” ανήλικος θεατής
ε. Οικουμενικότητα, παράδοση και εκσυγχρονισμός στην εποχή της παγκοσμιοποίησης:
ο “οικουμενικός” καλλιτέχνης και ο θεατής-“συλλέκτης πολιτιστικών εμπειριών”
Συμπεράσματα
Η έρευνα κατά την άποψή μας, θεωρούμε ότι είχε ως αποτέλεσμα την εξαγωγή ενδιαφερόντων συμπερασμάτων για την ανάδειξη των κυρίαρχων ιδεολογικών, καλλιτεχνικών και παιδαγωγικών τάσεων, την κατανόηση και ερμηνεία τόσο των αιτιοτήτων όσο και των διεργασιών και των “βημάτων” που γίνονται στην κατεύθυνση της διαφοροποίησης από το “παιδικό θέατρο” των προηγούμενων περιόδων, της ανανέωσης, του εκσυγχρονισμού και τελικά της αναγνώρισης του Θ.Α.Θ. ως ξεχωριστής, αλλά ισότιμης θεατρικής κατηγορίας με το θέατρο για ενήλικα κοινά. Σε κάθε περίπτωση επαληθεύει διαπιστώσεις προηγούμενων ερευνητικών προσπαθειών και των υποθέσεων που τέθηκαν.
Ειδικότερα:
Το θέατρο για ανήλικους θεατές στο τερλευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, ως “πολιτιστική κατασκευή” των ενηλίκων αλλά και ως ιδεολογικός πολιτιστικός μηχανισμός που συμβάλει στη “διάπλαση” των ανηλίκων-μελλοντικών πολιτών επιλαμβάνεται (σε πρώτη φάση) την ευθύνη προβολής προοδευτικών ριζοσπαστικών μηνυμάτων αλλαγής του κόσμου, άσκησης και διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς με στόχο τη συγκρότηση ενεργητικών, πολιτικά, ορθολογικά και συλλογικά σκεπτόμενων μελλοντικών πολιτών, αλλά και επανα-ηθικοποίησης (ή επανα-κοινωνικοποίησης) και πολιτισμικής αναμόρφωσης της ενήλικης κοινωνίας. Ανάγεται συνεπώς σε «τόπο μαθητείας» παραδίδοντας σύμφωνα με τις σύγχρονες ενεργητικές και αντιαυταρχικές παιδαγωγικές αρχές, “μαθήματα” δημοκρατικής πολιτότητας σε ανήλικους και ενήλικες. Παρ’ ολ’ αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις η έντονη πολιτικοποίηση και αντικειμενικοποίηση περιορίζει τη διαχρονική και καθολική αναφορικότητα των έργων υπονομεύοντας την καλλιτεχνική αλλά και παιδαγωγική αξία τους και υποθάλποντας πίσω από προοδευτικά προσχήματα, ιδεολογικές εμμονές και σκοπιμότητες.
Το πέρασμα από το ιδανικό μίας άδολης σοσιαλδημοκρατίας, στην πραγματικότητα του μαζικοδημοκρατικού τρόπου ζωής και τελικά, σε μία κατ’ επίφαση δημοκρατική εποχή, οδηγεί για άλλη μία φορά τους καλλιτέχνες του Θ.Α.Θ. σε διαδικασίες επανεξέτασης και επανακαθορισμού της αποστολής του.
Τελικά η απομυθοποίηση των ιδανικών μύθων ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του διπολισμού λειτουργεί απελευθερωτικά από ιδεολογικές αγκυλώσεις και στερεότυπα, επιτρέποντας τη διάνοιξη στην πολυσημία των καθολικών θεωρήσεων και στον εκσυγχρονισμό του είδους στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και κατ’ επέκταση μίας παγκόσμιας προοπτικής.. Έως τα τέλη του 20ου αιώνα το Θ.Α.Θ. εξελίσσεται, προοδεύει Ανάγεται σε εγγυητή ψυχο/πνευματικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καλλιέργειας του σύγχρονου παιδιού ή εφήβου, ενεργοποίησης και διεύρυνσης των δημιουργικών, κριτικο/στοχαστικών και επικοινωνιακών τους δεξιοτήτων και διαφορετικών οπτικών αντίληψης του κόσμου και της ζωής επί τη βάσει διαχρονικών και οικουμενικών αξιών και προτύπων.
Ελπίζουμε η κατάθεση της παρούσας ερευνητικής προσπάθειας να αποτελέσει στο μέτρο που της αναλογεί, αφετηρία ουσιαστικού και γόνιμου προβληματισμού για κάθε ενεργητικά εμπλεκόμενο στο χώρο, είτε από τη θέση του παραγωγού, είτε του ειδικού αποδέκτη (εκπαιδευτικού, θεατρολόγου, κριτικού θεάτρου ή μελλοντικού ερευνητή):
– Γιατί επιβεβαιώνει ή υπενθυμίζει, πως κάθε μορφή εργαλειακής, ιδεολογικής και ωφελιμιστικής μεταχείρισης της τέχνης όχι μόνο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, αλλά αντιθέτως να οδηγήσει σε παρανοήσεις, ιδεοληπτικές εμμονές, χειραγώγηση, αισθητικο/καλλιτεχνική υποτίμηση, παιδαγωγίζουσες διολισθήσεις και αδιέξοδα.
– Γιατί καταδεικνύει ότι, η ψευδαισθητική, ανώδυνη και ενίοτε “υποκριτική”, αντιμετώπιση του κόσμου και του παιδιού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα και τις απαιτήσεις του παρόντος.
-Γιατί τέλος, αφήνει να εννοηθεί με κάθε τρόπο, πως η επίγνωση του παρελθόντος και των ποικίλων όψεων του είδους όπως διαμορφώνονται από το ιστορικό και κοινωνικο/πολιτικό συγκείμενο κάθε εποχής ή των λόγων που συνέβαλαν άλλοτε στην αναχαίτιση και άλλοτε στην εκτόξευση της πορείας του, κυρίως όμως η κατανόηση και παραδοχή θεμελιωδών αρχών που προσδιορίζουν την υπόσταση και τη λειτουργία του ως κατεξοχήν επινόηση των ενηλίκων, συνιστούν προϋπόθεση για την εδραίωση του ρόλου του ως εγγυητή πολιτιστικής καλλιέργειας, ανθρωπιστικής παιδαγωγίας, κοινωνικής, προσωπικής και τελικά δημιουργικής ενεργοποίησης του ψυχισμού και της διάνοιας του ανθρώπου.
Είμαστε προσωπικά πεισμένοι, πως το σύγχρονο ελληνικό θέατρο για ανήλικους θεατές οφείλει να επιτελέσει την αποστολή του με υπευθυνότητα (χωρίς αισθητικο/καλλιτεχνικές εκπτώσεις ή ιδεοληπτικές αγκυλώσεις) και σεβασμό στα ιδιαίτερα αναπτυξιακά, κοινωνικά, πολιτισμικά ή άλλα ατομικά γνωρίσματα των ανηλίκων, δίνοντας προτεραιότητα στις “πραγματικές” ή “προσωπικές” ανάγκες και προσδοκίες του σύγχρονου παιδιού ή έφηβου θεατή.
Σε κάθε περίπτωση και ιδίως εν μέσω της τρέχουσας κρίσης, να λειτουργήσει ως όχημα αντίστασης και αντίλογος στη βαρβαρότητα και τον εκχυδαϊσμό, στο ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, στο σκοταδισμό και την αμάθεια (ή ημιμάθεια) συμβάλλοντας στην προβολή οικουμενικών, ανθρωπιστικών αξιών και στη διαμόρφωση συγκροτημένων ταυτοτήτων.
Σεπτέμβριος, 2016
Ιωάννα Μενδρινού
Νηπιαγωγός-Διδάκτωρ Π.Τ.Δ.Ε. Ε.Κ.Π.Α.
[1] Η συλλογή ανέκδοτου υλικού – δεδομένου του περιορισμένου αριθμού δημοσιευμένων κειμένων – έγινε από το Μουσείο και Κέντρο Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου, το Σπουδαστήριο του Θεατρικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, το αρχείο του Εθνικού Θεάτρου και του Κ.Θ.Β.Ε., τα αρχεία διαφόρων ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και ιδιωτικά αρχεία.