Ο Ευριπίδης δίδαξε την «Ελένη» το 412 π.Χ., ένα χρόνο μετά την ολέθρια ήττα των Αθηναίων στη Σικελία. Τις πληροφορίες που τον βοήθησαν να υφάνει τον καμβά της δικής του, της «καινής Ελένης», όπως την ονομάζει ο Αριστοφάνης, συνέλεξε ο Ευριπίδης από τον Ηρόδοτο και το Στησίχορο. Με τρόπο δημιουργικό εμπλούτισε τις βασικές ιδέες, επινοώντας πρόσωπα, συμπλέκοντας καταστάσεις, ερμηνεύοντας δεδομένα. Πρωτοτύπησε στη δραματική δομή και στην πλοκή και «δημιούργησε μύθον».
Η «Ελένη» διαγωνίστηκε ως τραγωδία παρά το φαινομενικό ευτυχές τέλος. Το είδος της δε φαίνεται να αμφισβητείται στην αρχαιότητα και καμία «Υπόθεσις» δεν επισημαίνει ανάλαφρη ατμόσφαιρα στο έργο, σε αντίθεση με την τραγωδία «Άλκηστις», η οποία χαρακτηρίστηκε δράμα «σατυρικώτερον». Αντιθέτως, από το τέλος του 19ου αιώνα οι φιλόλογοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την τραγικότητα της «Ελένης». Μελετητές όπως ο D. Kitto, ο G. Murray, ο Al. Lesky, ο T. B. I. Webster χαρακτήρισαν την «Ελένη» υψηλή κωμωδία, ρομαντικό έργο, περίεργη τραγωδία κ. ά. Στον αντίποδα, άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η «Ελένη» είναι μία γνήσια τραγωδία. Κατά τον Ch. Segal « η ‘’Ελένη’’ είναι τραγωδία, γιατί πέρα απ’ τ’ άλλα, μας υπενθυμίζει τον τρόμο της ανάμειξής μας σε ένα πλανημένο κόσμο πάθους, πολέμου, λεηλατημένων πόλεων και μάταιων επιδιώξεων. […] Το έργο είναι τραγωδία στο μέτρο που ο Ευριπίδης δε μας επιτρέπει ούτε στιγμή να ξεχάσουμε ότι η άβυσσος υπάρχει και ότι είναι αληθινή».
Οι αντιμαχόμενες απόψεις για την ειδολογική κατάταξη της «Ελένης» εκφράστηκαν και στις σκηνικές της παρουσιάσεις. Έλληνες και ξένοι σκηνοθέτες αποφάσισαν να παρουσιάσουν το έργο άλλοτε ως αυθεντική τραγωδία, άλλοτε ως κωμωδία, άλλοτε με συγκερασμό των ειδών. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου σκηνοθέτησε σε παραγωγή του Κ.Θ.Β.Ε. την «Ελένη» παραθεωρώντας κάθε τραγικό στοιχείο. Προσπάθησε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα κωμωδίας και περιβάλλον ιλαρότητας και με τον τρόπο αυτό εκμηδένισε την τραγωδία. Τα αποκαλούμενα «κωμικά» στοιχεία του έργου, όμως, δε στοχεύουν ούτε σε δημιουργία ανάλαφρου κλίματος ούτε σε παραγωγή γέλιου. Πράγματι ο Ευριπίδης ενοφθάλμισε στο έργο του κωμικά στοιχεία με διακριτικότητα. Η εκδίωξη του πολεμιστή Μενέλαου από μία ηλικιωμένη γυναίκα, η ευπιστία του Θεοκλύμενου, η άρνηση του Μενέλαου να αναγνωρίσει τη γυναίκα του θεωρούνται ίσως κωμικά συστατικά. Αλλά τα μοτίβα είναι τραγικά. Η «Ελένη» δεν είναι έργο φυγής, όπως κάποιες κωμωδίες του Αριστοφάνη. Θέτει ερωτήματα για τις αιματοχυσίες στις οποίες σύρεται ο άνθρωπος, για τη βία, για την παραπλάνηση. Τα αντιθετικά ζεύγη είναι-φαίνεσθαι, όνομα-πράγμα, όνομα-σώμα χρησιμοποιούνται ως μέσα κωμικής ειρωνείας και παρανοήσεων. Ωστόσο, στο εστιακό κέντρο ελλοχεύει η τραγική μοίρα της Ελένης, που πάσχει χωρίς να φταίει. Και δεν πρόκειται μόνο για το προσωπικό της πάθος, αλλά για τις συμφορές που επέφερε το όνομά της στους Τρώες, τους Αχαιούς και στην ίδια της την οικογένεια, γεγονός το οποίο της προκαλεί ενοχές και ντροπή.
Η Ελένη είναι θύμα των θεών. Ο Δίας τη χρησιμοποιεί ως σκεύος εκλογής για να δημιουργηθεί ένας πόλεμος, η Ήρα για να εκδικηθεί τον Πάρη που δεν της πρόσφερε το μήλο της Έριδος. Ο άνθρωπος ως όργανο και παίγνιο των θεών, χωρίς δική του βούληση, καθίσταται τραγικός. Η μεταβολή των πραγμάτων προς το ευτυχές τέλος για τους κεντρικούς ήρωες δε μεταβάλει και τη ροή των «αναριθμήτων», όπως τους ονομάζουν οι Διόσκουροι στην Έξοδο. Ούτε οι μυριάδες των Αχαιών, ούτε οι μυριάδες των Τρώων που είδαν «ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια», ούτε καν οι σκλάβες γυναίκες του Χορού θα δουν ποτέ αυτή την ευτυχή κατάληξη.
Όλα αυτά τα στοιχεία που αποτελούν ουσιαστικούς άξονες του έργου επικαλύπτονται στη σκηνοθετική ανάγνωση του Παπαβασιλείου από την προσπάθεια «κωμικοποίησης». Τα μεγέθη σμικρύνονται και απλοποιούνται, κάτι το εμφανές και από την πρώτη εντύπωση που προκαλεί το σκηνικό του Άγγελου Μέντη. Το αποτελούν μικρές χρυσές πυραμίδες και πλαστικοί φοίνικες σε μέγεθος μπονσάι. Η αποθέωση του κιτς.
Ο Χορός στην έναρξη καλωσόρισε το κοινό στο «μπαρ Κάιρο» και έδωσε έτσι τον τόνο της παράστασης που θα ακολουθούσε. Έρχεται ο Τεύκρος με αμφίεση Ρομπέν των Δασών σε καφέ χρώμα, ο οποίος με εκφορά διακωμώδησης του πάλαι ποτέ στόμφου της τραγωδίας πληροφορεί την Ελένη και το κοινό για την πυρπόληση της Τροίας, την αυτοκτονία του Αίαντα και της Λήδας, το ναυάγιο του Μενέλαου και άλλα τέτοια «ευχάριστα» και «κωμικά» κατά το σκηνοθέτη. Ούτε η δραματουργική αξία της σκηνής ούτε η αντανάκλαση της Ελένης στο άλλο αθώο θύμα, τον Τεύκρο, ούτε το διπλό όνομα της Σαλαμίνας αναδεικνύονται. Ακολουθούν παιχνιδάκια της Ελένης με τη λεγόμενη θυμέλη (να πατήσω – να μην πατήσω) και ο τραγικός κομμός μετατρέπεται σε ελαφρολαϊκό σουξέ.
Εμφανίζεται ο Μενέλαος με πάλευκο σωβρακάκι. Ο Ευριπίδης έγραψε μία πρωτότυπη σκηνή αιφνιδιασμού των προσώπων κατά την πρώτη συνάντηση της Ελένης με τον άντρα της με μια διωδία αναγνώρισης. Ο Μενέλαος θεωρεί την πραγματική Ελένη ως μη αληθινή, ενώ πιστεύει ως γνήσια γυναίκα του το είδωλό της που έκρυψε σε μία σπηλιά. Η προώθηση του μύθου έρχεται από τον υπηρέτη του Μενέλαου, που αναγγέλλει την ανάληψη της ψευδο-Ελένης, αλλά ταυτίζει την Ελένη που βλέπει εμπρός του με το είδωλο. Οι θεωρίες του Παρμενίδη και του Πρωταγόρα περί της ουσίας, του είναι και του μη είναι, ο διαλογισμός για το πρόβλημα της γνώσης, η πολυπλοκότητα του θείου και άλλα φιλοσοφικά ζητήματα που εκφράζονται εδώ από τον Ευριπίδη καταποντίστηκαν στην παράσταση από το αριστοφανικό γλέντι που στήθηκε.
Στη συνέχεια, οι κυρίες του Χορού με τα μαγιό του μεσοπολέμου, άπλωσαν τα μπουρνούζια τους στην Ορχήστρα, αλείφθηκαν με το αντιηλιακό τους, διάβασαν περιοδικά και γλυκανάλατα απήγγειλαν το Στάσιμο που αφενός καταγγέλλει τον πόλεμο, αφετέρου προσφέρει το κλειδί για την κατανόηση του έργου με τους περίφημους κατά Σεφέρη στίχους «Τ’ είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ’ ανάμεσό τους;» .
Η παράσταση συνεχίστηκε στη γραμμή των ατοπημάτων. Η Θεονόη ραπάρει, η Ελένη προχωρεί γονυπετής και διακωμωδεί τους πιστούς της Τήνου, ο Θεοκλύμενος κερνάει σαμπάνια, ο υπηρέτης του εμφανίζεται ολόγυμνος και εκφωνεί το μονόλογό του με αληθινό τραγικό ύφος αταίριαστο προς την υπόλοιπη παράσταση και οι Διόσκουροι με λαμέ φόρμες και γυαλιά ηλίου παρηγορούν τον Αιγύπτιο βασιλιά με μαλλί της γριάς.
Η σκηνοθετική υπεραπλούστευση οδήγησε τους ηθοποιούς στη διαμόρφωση ρόλων πλεγμένων με τα νήματα της σάτιρας, της κωμωδίας, της επιθεώρησης, μακράν του τραγικού ήθους και ύφους. Στο πλαίσιο αυτό οι πλέον ταλαντούχοι διασώθηκαν ή και διακρίθηκαν. Το βέβαιο είναι ότι οι ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε. ως ορθά εκτελεστικά όργανα ασπάστηκαν κατά το δέον τη σκηνοθετική άποψη και, όπως όφειλαν, την υποστήριξαν.
Η Έμιλυ Κολιανδρή είχε μία χυμώδη υπόκριση, γοητεία και ρυθμό. Έπλασε την Ελένη τονίζοντας τα θηλυκά στοιχεία του ρόλου από τον οποίο απουσίαζε η εναγώνια ανθρώπινη φύση.
Η πολύφερνη Αγορίτσα Οικονόμου υπερείχε ως Θεονόη με επιβλητική παρουσία, κρυστάλλινη άρθρωση και απόλυτη κυριαρχία στα εκφραστικά της μέσα.
Αντιθέτως, ο Θέμης Πάνου είχε προβληματική άρθρωση, εφιππεύουσες συλλαβές και σκιαγράφησε μία καρικατούρα του Μενέλαου, ένα εξωτερικό σχήμα, χωρίς να αγγίξει το ήθος του ρόλου.
Ο Δημήτρης Μορφακίδης κατέβαλε το μέγιστο των προσπαθειών του για να αποδείξει τα μη αποδείξιμα, ότι δηλ. ο Τεύκρος είναι ένας ρόλος κωμικός. Χωρίς τεχνική, φωνασκούσε αναίτια. Η Έφη Σταμούλη, θυρωρός στη σκηνή της θυροκρουσίας, παρέπεμπε ως σχήμα και εκφορά λόγου στους κινηματογραφικούς ρόλους της Ρένας Βλαχοπούλου.
Ο Γιώργος Καύκας παρουσίασε το Θεοκλύμενο απογυμνωμένο από τα χαρακτηριστικά του τυράννου, είχε όμως ενδιαφέρουσα ευφορία και νευρώδη λόγο.
Η μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα συνέπλεε με τη σκηνοθετική γραμμή. Λόγος ρεαλιστικός, αποκομμένος από το ποιητικό φορτίο του Ευριπίδη.
Τα κοστούμια που σχεδίασε ο Άγ. Μέντης κινήθηκαν στην παλέτα του γεώδους με απαστράπτοντα στοιχεία για ορισμένους ρόλους και στην εικονογράφηση για άλλα. Θεατρικότητα απέπνεε το κοστούμι της Θεονόης.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, με ζωντανή ορχήστρα, περιπλανήθηκε σε δρόμους λαϊκούς, τζαζ, ραπ, σε ρομαντικές μελωδίες και σε ό, τι άλλο απαιτούσε η αποδόμηση του Ευριπίδη από το σκηνοθέτη.
Η «Ελένη» είναι το έργο των πολλαπλών προσλήψεων. Το ειδολογικό ερώτημα δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό. Είναι κυρίως σκηνικό. Η σκηνοθετική επιλογή έγκειται στην απόφαση για την προβολή της ουσίας του έργου ή για την προδοσία της. Ο εύκολος δρόμος είναι το απροβλημάτιστο «χαχάνισμα». Η στενωπός περιέχει την ανάδειξη της «διάνοιας», των ιδεών του έργου, και της υψηλής ποίησης του αρχαίου δράματος συνδυασμένα με τις αρετές της τέλειας θεατρικής πράξης. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου οργάνωσε μία παράσταση με συνοχή, ρυθμό και σκηνικά πειθαρχημένους ηθοποιούς. Το νόημα όμως του έργου έμεινε ανενεργό και το μήνυμα εξαντλήθηκε σε αστειάκια. Ο σκηνοθέτης φυσικά είναι ελεύθερος να πειραματιστεί και να προσφέρει μια παράσταση κατά τη δική πρόσληψη και επιδίωξη. Η αποδοχή ή η απόρριψη είναι έργο του θεατή.
Κόννη Σοφιάδου
Ηθοποιός, Φιλόλογος