ALARME: «Μια κατ’ επείγουσα παράσταση» , Θέατρο Άττις, Σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου

Στο πλαίσιο του εορτασμού των 40 χρόνων από την ίδρυση του θεάτρου Άττις, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος επαναφέρει τη σκηνική σύνθεση Alarme. Η παράσταση ανέβηκε αρχικά στην Αθήνα το 2010 και έκτοτε διέγραψε λαμπρή πορεία με συμμετοχές σε διεθνή Φεστιβάλ. Το 2020 παρουσιάστηκε από το κανάλι ALL ARTS της Νέας Υόρκης σε αφιέρωμα για τις πιο επιδραστικές παραστάσεις των τελευταίων ετών.

Με στοιχεία μεταδραματικού θεάτρου και αφορμή την αλληλογραφία της βασίλισσας Ελισάβετ Α΄ με τη βασίλισσα της Σκωτίας Μαρία Στιούαρτ αναπτύσσεται η σύνθεση που έχει ως κύριους θεματικούς πυρήνες την εξουσία, την πολιτική απραξία, τον ερωτισμό, το θάνατο, την αντιπαλότητα θηλυκού και αρσενικού.

Οι δύο γυναίκες παρουσιάζονται ως υποκείμενα αρχετυπικών εξουσιαστικών δράσεων και, αν και φέρουν τα ονόματα ιστορικών προσώπων με καταγεγραμμένες πράξεις, πόρρω απέχουν από τη ρεαλιστική απεικόνιση και αναπαράσταση. Το έργο δεν παρουσιάζει την ιστορία των βασιλισσών. Στο Alarme  η Ιστορία μετατρέπεται σε Τέχνη. Το βασιλικό αξίωμα διαφεύγει του ιστορικού πλαισίου και διαχέεται στις ανθρώπινες σχέσεις και στις κοινωνίες. Το τρίτο πρόσωπο της σύνθεσης, ο εξουθενωμένος και απομονωμένος άνθρωπος,  αναλαμβάνει τη λειτουργία της προειδοποίησης για την κατάληξη του άοπλου και ανενεργού πολίτη απέναντι στη δύναμη του εξουσιαστή.

Η σκηνογραφική εγκατάσταση καθορίζεται από τη γεωμετρική όψη, που διέπει όλες τις παραστάσεις του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Γεωμετρική διευθέτηση γόνιμη, η οποία εκλύει σημασίες και αποκαλύπτει νοήματα. Στο Alarme ο χώρος διακρίνεται σε δύο επίπεδα. Ένα κεκλιμένο επίμηκες στενό επίπεδο, σαν μισό αέτωμα αρχαίου ναού, περιορίζει την κίνηση των θηλυκών προσώπων. Τα εγκλωβίζει και τα καθιστά αδιέξοδα. Τα υποχρεώνει να κινούνται ευθύγραμμα, άλλοτε ανοδικά και άλλοτε καθοδικά. Τα εξαναγκάζει σε μετωπικό αντικατοπτρισμό. Οι δυό βασίλισσες, μορφές παγιδευμένες στο αέτωμα, καθηλωμένες στο πάθος για εξουσία και στην επιθυμία για κυριαρχία, αποκτούν ερπετική υπόσταση, καθώς έρπουν με διαδοχικές παύσεις η μία προς την άλλη πάνω στην επικλινή κατασκευή. Μετατρέπονται σε Σφίγγες, λευκές μορφές σε ένα «μαύρο μουσείο» κατά τον Τερζόπουλο, όπως η προχριστιανική ναξιώτικη ή όπως η σύγχρονη στον πίνακα του Bacon, και ενσαρκώνουν τη σκοτεινή εκδοχή του όντος. Η Σφίγγα, το τέρας που κατανίκησε ο Οιδίπους αντιτάσσοντας στο πρωτόγονο και ερεβώδες τη λογοκρατία, αντιτάσσοντας στο αινιγματικό ερώτημα τον Άνθρωπο.

Αυτός ο άνθρωπος κείται στο δεύτερο επίπεδο, χαμηλότερα από το πρώτο. Διολισθαίνει, ορθώνεται και ξαναπέφτει ως την τελική πτώση.

Μία λέξη μέσα στο κείμενο, ένας χαρακτηρισμός στάθηκε η γενεσιουργός αιτία της μορφής: η μία βασίλισσα επονομάζεται από την άλλη «φίδι». Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναφαίνονται, ως φίδια με γλώσσες διχαλωτές, ιοβόλες. Ακίνητες αρχικά, καταδικασμένες από τη θέση τους σε περιορισμένη από το χώρο μετατόπιση, υποχρεωτικά αντιμέτωπες, σε στάση άμυνας και επίθεσης. Περίκλειστες σε μια δέσμη φωτός καταλήγουν σε αλληλοπεριχώρηση, καθώς η Ελισάβετ φαίνεται να καταβροχθίζει τη Στιούαρτ. Το γεγονός αυτό δε σημειώνεται ως νίκη της Ελισάβετ, αφού και η ίδια καταστρέφεται.

Σε αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν στο ανώτερο επίπεδο, το χώρο της εξουσίας, εμφανίζεται ο άξονας του Αφηγητή. Μια μετωνυμία του λαού, του πληβείου με το αρχέγονο βίωμα. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει το αυτεξούσιο. Οι κινήσεις, οι θέσεις του στο χώρο, η γωνία του προσώπου ακολουθούν αντανακλαστικά και καθρεφτίζουν ως ανεστραμμένο είδωλο τις κινήσεις των βασιλισσών. Εκφράζει υβριστικά την απέχθειά του προς την εξουσία και αυτός ο βίαιος λόγος του είναι η μόνη μορφή αντίστασης, καθώς είναι αδύναμος και παθητικός. «Κλέφτρες, ψεύτρες, η εξουσία σας τύφλωσε», διαμηνύει στις βασίλισσες. Οι κατάρες είναι το όπλο του κατά της ηγεμονίας, που τον κατάντησε περιθωριακό και πάσχοντα. Η εξουσία μιαίνει με το μίσος, το χυδαίο λόγο, τη βία και σύνολη τη νοσηρότητα το λαό και με την υφέρπουσα δύναμή της διαβρώνει τον πολίτη και επιφέρει ηθική αποσύνθεση. Σαν τον πρωτόγονο Κάλιμπαν της Τρικυμίας του Σαίξπηρ ο αφηγητής εκστομίζει κατάδεσμους, που αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια επιβολής της ατομικής θέλησης με τη χρήση δυνάμεων που βρίσκονται πέρα από το ανθρώπινο, όταν η αποτίναξη του ζυγού φαντάζει αδύνατη. Με το επιθετικό λεξιλόγιο εκτονώνει το αδιέξοδο μίσος του και δεν το μετουσιώνει σε αγώνα πολιτικό. Παραδίδεται στην εχθρότητα και παραμένει στην εξαθλίωση, καθώς η τελική του κατάρρευση συνοδεύεται από το αναπάντητο ερώτημα «Γιατί με πας; πού με πας;». «Κάθε άνθρωπος παίρνει επί σκηνής την αξία της κοινωνικής του λειτουργικότητας», υποστηρίζει ο Πισκάτορ και ο Αφηγητής του Alarme υποστασιοποιεί την άποψη αυτή και υποβάλλει έμμεσα στο θεατή το μήνυμα της κοινωνικής αφύπνισης για ενεργοποίηση και δράση.

Η έννοια της εξουσίας διατρέχει την παράσταση. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος απογυμνώνει και αυτή και τους μηχανισμούς της. Αποδομεί και αποθεμελιώνει το εξουσιαστικό σχήμα. Αποτυπώνει την Ελισάβετ και τη Στιούαρτ ως όντα ακόλαστα, ανάλγητα, ύπουλα, ραδιούργα, χυδαία, λυσσαλέα. Χωρίς να παρακάμπτει το σωματικό κώδικα της μεθόδου του, εστιάζει στη φωνή, στους βοκαλισμούς, στην πολυγλωσσία, στη γλωσσολαλία.

Στη σκηνική καταγραφή το σώμα γίνεται στόμα και εκφράζει, υπερνικώντας τον ορθολογισμό της γλώσσας, την αρχέγονη έκφραση του άναρθρου. Η Στιούαρτ εκφράζεται στα γαλλικά, η Ελισάβετ στα αγγλικά και οι δύο, όπως και ο Αφηγητής, στα ελληνικά. Η πολυγλωσσία, εκτός από τις δευτερεύουσας σημασίας ιστορικές παραπομπές, δηλώνει την έλλειψη επικοινωνίας και συνεννόησης και επομένως τις αδιέξοδες σχέσεις. Με αυτό το εύρημα ο Τερζόπουλος εκθέτει τη γλώσσα με τη δύναμη και την αδυναμία της, σε έναν υπόρρητο διάλογο με τον Αντονέν Αρτώ, ο οποίος παραινούσε να εγκαταλείψουμε τη γλώσσα και τους κανόνες της με σκοπό να την υποτάξουμε, για να ανακαλύψουμε μια νέα γλώσσα. Οι βασίλισσες ανταλλάσσουν τυπικές ευγενικές φράσεις, αλλά ανάμεσα σε κουβέντες για τη ζάχαρη στο τσάι παρεμβάλλονται κατηγορίες, ύβρεις, ερωτικά σημαίνοντα και σύγχρονα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στο Ιράκ. Ο λόγος είναι ακατάσχετος, ακούγονται θραύσματα λέξεων που δεν αντιστοιχούν σε σημαινόμενα ή αντιθέτως, αναιρώντας τη φυσική σύνταξη προβάλλεται αντί του ρήματος το αντικείμενο, ο αποδέκτης της ενέργειας. Όταν για παράδειγμα η Ελισάβετ απευθύνει στην αντίπαλό της τις προστακτικές trust me, love me, give me, follow me, shake me, brake me, kill me, hate me επαναληπτικά, με ρυθμό ασθμαίνοντα, σταδιακά τα ρήματα καταποντίζονται και προβάλλεται μόνο η αντωνυμία me, me, me, me … «Ένα εξουσιαστικό Εγώ», κατά τον Decreus. Η λεκτική αυτοπάθεια καταλήγει σε παιδικό τραγουδάκι, οξύμωρα απειλητικό. Η Ελισάβετ έχει ήδη κυριαρχήσει στη Σκωτσέζα με τον ήχο που τον απορροφά το σώμα.

Ιδιοφυή συμβολισμό δημιουργεί ο Τερζόπουλος με τη χρήση ενός στρογγυλού αντικειμένου, το οποίο μεταφέρει η μία στο στόμα της άλλης, ενώ αρθρώνουν τις επιτακτικές φράσεις «πάρε» – «δώσε». Πρόκειται για ένα ευμέγεθες νόμισμα ή για μία όστια; Η σημασία του αντικειμένου είναι διττή: η όστια ως χρήμα, το χρήμα ως θεός, το «πάρε» – «δώσε» του εμπορευματοποιημένου κόσμου, ο οβολός για τη διέλευση στον Κάτω Κόσμο και ταυτόχρονα ο αλληλοσπαραγμός που προμηνύει την αλληλοπεριχώρηση των δύο γυναικών, των δύο αντιπάλων, των δύο φιδιών, την ωμοφαγική μετάληψη του μαιναδικού θιάσου, τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, πρόκειται για υπαινικτική ιστορική παραπομπή στη θρησκευτική διαμάχη μεταξύ της προτεστάντισσας Ελισάβετ και της καθολικής Στιούαρτ και στην πρόφαση της θρησκευτικής διαμάχης, που υποκρύπτει την πραγματική πάλη για την πολιτική εξουσία.

Η πολυγλωσσία και ο ανάλαφρος λόγος καταλήγουν σε αλαλία, σε φαινομενικό λόγο, κατά τον οποίο μόνο η γλώσσα και οι μύες του προσώπου της Ελισάβετ κινούνται παράγοντας άναρθρους ήχους. Απέναντι στην Ελισάβετ η Στιούαρτ αρθρώνει έντρομα “No”, ώσπου από το ορθάνοιχτο στόμα της προβάλλει και κινείται η γλώσσα της για να λάβει κι εκείνη μέρος σε μια άηχη αλλά νοηματικά εύγλωττη συνομιλία αντιπαράθεσης. Η έμφαση δίνεται στη γλώσσα ως όργανο σωματικό και ως σύμβολο πρωτόγονης μιμικής. Οι λέξεις καθαυτές δεν έχουν πια σημασία. Η έκφραση, η επιθυμία, η ενέργεια οδηγούν τη μνήμη στην αρχέγονη επικοινωνία. Ο φωτισμός εστιάζει στα πρόσωπα και οι γλώσσες μοιάζουν αυτόνομες. Τη σκηνή πλαισιώνουν ελισαβετιανοί ύμνοι.

Η Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Ελισάβετ, η Αγλαΐα Παππά ως Μαρία Στιούαρτ και ο Τάσος Δήμας ως Αφηγητής καταθέτουν υποδείγματα Yποκριτικής. Με άψογη τεχνική, απόλυτη συγκέντρωση, εκφραστικότητα, πολυδύναμα εκφραστικά μέσα και τη στόφα της εμπειρίας υποστήριξαν απόλυτα τους ρόλους.

Οι μουσικές επιλογές του Παναγιώτη Βελιανίτη υπογραμμίζουν άριστα την εποχή των δύο βασιλισσών χωρίς να εκτρέπονται σε γραφικότητα, αντιθέτως επιπολάζουν τις υποκριτικές θέσεις της εξουσίας. Η μουσική καθίσταται με τον τρόπο αυτό αναπόσπαστο στοιχείο της παράστασης και υπερβαίνει τη συνοδευτική αισθητική χρήση.

Τα κοστούμια της Λουκίας σύμφυτα με τους χαρακτήρες-τύπους που ντύνουν.

Το κείμενο του Aφηγητή που έγραψε ο Θανάσης Αλευράς ανέδειξε το μοτίβο των παραστάσεων του Τερζόπουλου – τον ηττημένο λαό.

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τη σκηνική εγκατάσταση και τη δραματουργία, καθώς και τους φωτισμούς (μαζί με τον Κωνσταντίνο Μπεθάνη), προσέδωσε στην παράσταση ρυθμούς καταιγιστικούς. Ενώ δεν υπάρχει κινητικότητα, ο θεατής προσλαμβάνει την εσωτερική κίνηση, που δημιουργείται με την ταχύτητα της ανταπόδοσης του λόγου (της ατάκας), τη σταθερή επανάληψη της φράσης, την αναπνοή, την ενέργεια. Στη δραματουργική σύνθεση η γλώσσα είναι πυκνή, με υφολογική ενότητα. Οι διαπιδύσεις των λέξεων παράγουν οβίδες παραληρηματικού λόγου, χωρίς παύσεις, σε ένα κρεσέντο διαρκώς αυξανόμενο ως την πλήρη κορύφωση, που περιλαμβάνει όχι πια το κείμενο αλλά και την κίνηση, καθώς η μία βασίλισσα-φίδι εμφιλοχωρεί στην άλλη και καταλήγει σε μορφοποίηση ερπετού με δύο κεφάλια. Είναι η μοναδική στιγμή που οι δύο σφίγγες στρέφονται προς τους θεατές και τους κοιτάζουν υπαινικτικά.

Η μέθοδος Τερζόπουλου αποκαλύπτεται πλήρως στο Alarme. Ο σωματικός κώδικας, η καθαρότητα της φόρμας, η ενέργεια του ηθοποιού, η προσήλωση και η αφοσίωση, η λεπτομέρεια της στιγμής, η εικονοποίηση περιλαμβάνονται στο παραστασιακό γεγονός. Παράλληλα με την αισθητική και με την ψυχική διεργασία λειτουργεί η πολιτική διάσταση του έργου και της παράστασης. Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ασκεί κριτική μέσω της παράστασης στον εργαλειακό λόγο της εξουσίας, που απωθεί το ένστικτο, την αλήθεια, τον ανθρωπισμό. Η ευρηματική σκηνοθεσία κρούει τον κώδωνα για τον κίνδυνο που ελλοχεύει στην αδράνεια του πολίτη, στο συμβιβασμό του ηττημένου. Alarme, επομένως, για εγρήγορση απέναντι στη δολιότητα. Alarme για μία κατ’ επείγουσα κατάσταση εφησυχασμού, ο οποίος πρέπει να διακοπεί. Alarme για μια, κατά τη φράση του ίδιου του δημιουργού, «κατ’ επείγουσα παράσταση» αφύπνισης.

Κόννη Σοφιάδου

Ηθοποιός, Φιλόλογος, PhD

Οι φωτογραφίες ανήκουν στη Γιοχάννα Βέμπερ και τη Μαριλένας Σταφυλίδου

EnglishGreek