Ιστορία Θεάτρου
Category
-
Φωτογραφίες απο την Καταληκτήρια Εκδήλωση του Προγράμματος “Θαλής”
-
Διάθλαση του πραγματικού στο θέατρο. Η περίπτωση του Κρητοεφτανησιακού Θεάτρου
Στη μελέτη που ακολουθεί επιχειρείται η διερεύνηση του τρόπου και βαθμού, με τον οποίο η θεατρική πραγματικότητα ενυπάρχει, υπονοείται, ή υποκαθιστά την αντικειμενικά υπαρκτή, ώστε να γίνεται δυνατή η ανάγνωση της μιας μέσω της άλλης, επιτρέποντας την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη σχέση θεάτρου – κοινωνίας. Continue Reading
-
Η ουτοπία της σκηνοθεσίας αρχαίου δράματος. Προοπτικές και αδιέξοδα μετά τον μοντερνισμό
Απαντώντας στην πρόκληση-πρόσκληση γνωστού θεατρικού κριτικού για διάλογο γύρω από τη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος και κριτική των τάσεων που διαπιστώνονται στο ελληνικό και παγκόσμιο θέατρο, απέστειλα προς την εφημερίδα Τα Νέα το ακόλουθο κείμενο. Επειδή ουδέποτε μέχρι σήμερα το κείμενο αυτό είδε το φως της δημοσιότητας, το καταθέτω προς ενημέρωση παντός ενδιαφερομένου, μαζί με το διαβιβαστικό έγγραφο προς τη διεύθυνση της εφημερίδας.
-
Η ελληνική εκδοχή στο “Θέατρο του Παραλόγου”
Ο όρος θέατρο του παράλογου καθιερωμένος και κοινά αποδεκτός από τό κοινό και τους μελετητές, αναφέρεται και περιέχει ανομοιογενή έργα, τα οποία συναπαρτίζουν ένα έτσι αποκαλούμενο δραματουργικό corpus. Continue Reading
-
Το Θέατρο των Καταπιεσμένων του Augusto Boal: τόπος αλλαγών κι ανταλλαγών στη ζωή και στην τέχνη
Σε εποχές που αμφισβητείται όσο ποτέ η παραδοσιακή μορφή του θεάτρου και προωθείται η αναδιαμόρφωση και ο επαναπροσδιορισμός του με ποικίλους τρόπους, αναμενόμενο είναι να ευδοκιμεί και η τάση μετατροπής του σε ένα ανοιχτό χώρο συνδιαλλαγής και διάδρασης. Η «έκρηξη» των τρόπων και των τόπων συνάντησης όλων των συστατικών του, καθώς και η τάση διάσπασης και αυτονόμησής τους δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανένα από τα σύνθετα πεδία συνάντησης θεατή – παράστασης. Η αμφίδρομη σχέση σκηνής πλατείας που αποτελούσε πάντοτε ένα a priori γνώρισμα του θεάτρου με καθοριστική σημασία για τη φυσιογνωμία του, στα πλαίσια μετάβασης της σύγχρονης θεατρικής πράξης από το έργο στη διαδικασία και από την αναπαράσταση στην εμπειρία, έχει λάβει πολλές διαστάσεις άλλοτε προκαλώντας και άλλοτε υπερβαίνοντας τα συμβατικά της όρια.Το φαινόμενο «διάδραση» γίνεται συχνά «μόδα» σε τέτοιο βαθμό ώστε η λέξη interactive να θεωρείται απαραίτητο «αξεσουάρ» για θεάματα που διεκδικούν εμπορική αξία, εκφυλίζοντας συχνά την αξία του πειράματος και την αυθεντικότητα των προθέσεων των δημιουργών. Η συμμετοχή του θεατή δυστυχώς κάποιες φορές αντιμετωπίζεται ως ένα επιβεβλημένο έθιμο που πρέπει να πραγματοποιηθεί για λόγους μοντερνισμού και εκσυγχρονισμού ή καλοπιάσματος του θεατή. Κάποιες άλλες φορές απλώς ανταποκρίνεται στην ανάγκη εύρεσης νέων, θελκτικών και πρωτότυπων προϊόντων που επιβάλλει το εμπόριο της ψυχαγωγίας. Η έρευνα όμως γύρω από τις δυνατότητες της συμμετοχής του θεατή και η πολυπλοκότητα των σχέσεων που μπορούν να αναπτυχθούν ανάμεσα στο θεατή και το παραγόμενο θέαμα είναι τόσο πολυσήμαντη, ανεξάντλητη και επίκαιρη που δεν κινδυνεύει σε καμιά περίπτωση από τον κορεσμό. Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο αριθμός των θεωρητικών και των μεγάλων δημιουργών του παγκόσμιου θεάτρου οι οποίοι από δεκαετίες πριν μέχρι σήμερα ασχολήθηκαν, αναθεώρησαν και ανέτρεψαν τη σχέση του θεατή με το θέαμα προτείνοντας «εναλλακτικούς» και καινοτόμους τρόπους συμμετοχής του.
-
“Η αρχαία ελληνική τραγωδία στο Εθνικό Θέατρο, Τόμος Α΄ (Θωμάς Οικονόμου-Φώτος Πολίτης-Δημήτρης Ροντήρης), Νεφέλη, Αθήνα, 2010”
Κρίνοντας από τη διαρκώς εμπλουτιζόμενη σχετική βιβλιογραφική παρουσία, διαπιστώνεται πως το ενδιαφέρον για τη συστηματική διερεύνηση του παραστατικού γεγονότος έχει ήδη χαράξει μια από τις πιο ελπιδοφόρες ατραπούς για τη θεατρολογική επιστήμη στη χώρα μας. Στον πρώτο τόμο της μελέτης της με τίτλο Η αρχαία ελληνική τραγωδία στο Εθνικό Θέατρο, η Κατερίνα Αρβανίτη πραγματεύεται διεξοδικά τη διαμόρφωση των υφολογικών γνωρισμάτων της εν λόγω σκηνοθετικής και υποκριτικής Σχολής, ξεκινώντας από την έναρξη λειτουργίας του Βασιλικού Θεάτρου (1901-1908) με τον Θωμά Οικονόμου, συνεχίζοντας με τη θεμελίωση της παράδοσης κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του Εθνικού Θεάτρου (1932-1934), που σημαδεύεται από την διδασκαλία του Φώτου Πολίτη, καταλήγοντας στην παγίωση της παράδοσης αυτής με την επικράτηση των αισθητικών και ιδεολογικών προτύπων που εισηγείται στο Βασιλικόν Θέατρον ο Δημήτρης Ροντήρης (από το 1935 ως το 1955).