“Vangelis Παπαθανασίου. Ο Μύθος της αιώνιας επιστροφής”

InMemoriam

«Μουσικήν ποίει και εργάζου».

Αυτή η προτροπή του «δαιμονίου» προς τον Σωκράτη, όπως μας μαρτυρεί ο Πλάτων στον «Φαίδωνα», εναρμονίζεται πλήρως με την «περίπτωση» του Vangelis Παπαθανασίου. «Μουσική» όμως, όχι όπως την εννοούμε μέσα από τους ποικίλους, περίτεχνους και καθιερωμένους εκφραστικούς της κώδικες από την εποχή του Παλεστρίνα μέχρι σήμερα, με τις νότες και τα διαστήματα, τις μελωδικές κλίμακες και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, που εγκλωβίζουν, εγκιβωτίζουν και τελικά αποδυναμώνουν τη δημιουργική πνοή της, αλλά ως συμπαντική έκφραση των σπερματικά εγγεγραμμένων σ’ αυτή δυνάμεων, η απελευθέρωση ή έστω απλή κατανόηση των οποίων προκαλεί την αίσθηση του μέλους και της αρμονίας, του κάλλους και της ευδαιμονίας στον άνθρωπο.

Αυτή την «καθαρή» έννοια της «Μουσικής» εισηγείται ο συνθέτης που, κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο, εξοβελίζει όλη τη δυτική της επιστρωμάτωση, αναγόμενος στις αρχετυπικές λεκτικο/φιλοσοφικές και ηχοποίητες κατηγορίες της, όπως αυτές αποδίδονται από την πυθαγόρεια σκέψη και τη σχέση της με τους αριθμούς, τα μαθηματικά και την αρμονία της φύσης, την προσωκρατική φιλοσοφία, τον Όμηρο και τα ιερά κείμενα όλου του ανθρώπινου πολιτισμού, από τις Βραχμανικές Βέδες μέχρι τους Ορφικούς Ύμνους και τη Θεογονία.

Τους φυσικούς εκείνους ήχους της αρχικής δημιουργικής πνοής του κόσμου, που προκαλούνται σαν από δονήσεις των κοσμικών υπερχορδών και αποδίδονται από τα κόρνα των βουδιστικών μονών, έρχεται να υποστασιοποιήσει με το έργο του ο Vangelis Παπαθανασίου, τονίζοντας την έννοια της Mουσικής ως ενοποιού αρχής των πάντων, μέσα από τη διαδικασία της «μνημονικής απεικόνισης» (στο σημείο αυτό αξιοπαρατήρητη είναι η αντιστοιχία με την πλατωνική εικόνα του σπηλαίου από την «Πολιτεία»).

Γιατί, σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η ιδιαιτερότητα της μουσικής του δημιουργίας και η αδυναμία οποιασδήποτε επιστημονικής μεθόδου στην ταξινόμηση και κατάταξή της σε κάποιο ευρύτερο ομοειδές πλαίσιο («τεχνοτροπία» ή «ρεύμα»). Ενώ δηλαδή ο βασικός χαρακτηρισμός της ως «ηλεκτρονικής μουσικής» παραμένει αναντίρρητος, γεγονός που νομιμοποιεί το συσχετισμό ή / και τη σύγκρισή της (σε κάποιο βαθμό) με αντίστοιχα έργα άλλων σύγχρονων κορυφαίων συνθετών, «ηλεκτρονικής», «μινιμαλιστικής» ή όποιας άλλης μουσικής όπως οι Ζαν Μισέλ Ζαρ, Φίλιπ Γκλας, Άντρέα Βολλεβάιντερ, Μάικλ Στερνς, Βίμ Μέρτενς κ.α., τόσο το φιλοσοφικό της υπόβαθρο και η λειτουργικότητά της, όσο ο τρόπος σύνθεσης και έκφρασής της υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια του είδους «ηλεκτρονική μουσική». Μπορεί, ίσως, να χαρακτηρισθεί ως «παλίντροπος αρμονίη» με την ηρακλείτεια σημασία του όρου, αρμονική μελωδική σύνθεση, που συνδυάζει την ευαισθησία και το συναισθηματικό πλούτο της ακουστικής συμφωνικής μουσικής, με την πολυσημική εκφραστικότητα και τον πρωτοποριακό ήχο της ηλεκτρονικής, την υποβλητικότητα του γρηγοριανού μέλους με την απαλότητα της «ambiant music», συγκεραίνοντας ισόρροπα το λυρικό με το γοτθικό στοιχείο, πολύτιμα συστατικά για την πρόσληψη μιας σχεδόν ιδανικής ακρόασης. Οι κριτικοί στέκουν αμήχανοι απέναντί της, προσπαθώντας ανεπιτυχώς και ατελέσφορα, κατά καιρούς, να την κατανοήσουν και να την χαρακτηρίσουν με όρους του τύπου «new age music», «space music», ή ακόμα «progressive» ή / και «symphonic rock».

Για ποια όμως «Μουσική» πρόκειται και σε τι συνίσταται η ειδοποιός της διαφορά από άλλες σημαντικές σύγχρονες δημιουργίες, που την αναδεικνύουν de facto σε μοναδικό και αναγνωρίσιμο είδος; Ο κριτικός νους (πολλώ μάλλον ενός μη ειδικού) αδυνατεί να δώσει μια (οποιαδήποτε) πειστική απάντηση. Γι αυτό και ανατρέχουμε στην ίδια την άποψη που ο συνθέτης έχει κατά καιρούς διατυπώσει για την έννοια της «Μουσικής» ως προς τον τρόπο θεώρησής της (αρχικά), αλλά και μορφοποίησής της (στη συνέχεια) δια της προσωπικής του καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Κατά την άποψή του λοιπόν, «Μουσική» είναι η «άυλος υλοποίηση του θείου, είναι το ίδιο το θείον» που ταυτίζεται με την Απόλυτη Αλήθεια και εμπεριέχει την αρχή και τον κώδικα του Σύμπαντος, αφού είναι ταυτισμένη μαζί του. Η Μουσική «εκ της οποίας τα πάντα απορρέουν, είναι αέναη». Είναι «το αίτιο αλλά και το αιτιατό, ο μορφοποιητικός παράγων, αλλά και η μορφή ταυτόχρονα», που μένει αναλλοίωτη αφού βρίσκεται έξω από το χρόνο. Αυτό που αλλάζει χρονικά είναι η σχέση του ανθρώπου μαζί της, ανάλογα με την πολιτισμική φάση που διανύει η ανθρωπότητα.
Η Μουσική, με τη σημασία αυτή, δεν καθορίζεται από τον άνθρωπο, αλλά μάλλον το αντίθετο. Ο καλλιτέχνης αποτελεί το δίαυλο, δια του οποίου η Μουσική αναδύεται από το χάος των ήχων. Αυτό που προσπαθεί συνειδητά να κάνει ο ίδιος, είναι να συλλάβει ( μέσω αυτής) τον «Λόγο», τον κώδικα του Σύμπαντος και να τον μορφοποιήσει, όσο πιο πιστά και ολοκληρωμένα μπορεί, με στόχο την ανύψωση και τη θεραπεία του ανθρώπου, την αφύπνιση της μνήμης και τελικά την εγρήγορση και τη συνειδητοποίησή του. Κατ’ αυτό τον τρόπο εκφράζει την προσωπική του ανάγκη για την αρμονία και την αντικειμενική αλήθεια που μπορεί να συλληφθούν και να μορφοποιηθούν (αν και είναι έννοιες «universalia»), αφού ο άνθρωπος (όπως αναφέρει) δεν είναι μόνο «μέρος του όλου» αλλά και «όλον του μέρους» και ως τέτοιο (δια της Μουσικής) «μπορεί να έρθει σε επαφή με το θείον».

Στην πορεία αυτή προς τη γνώση και την έντεχνη έκφρασή της, πιστεύει ότι αποκλειστικό σχεδόν όχημα, ως καλλιτέχνης, έχει την μνήμη. Γι αυτό και προσπαθεί να συλλάβει, να «θυμηθεί» τη μουσική χωρίς την επιρροή της νοητικής διεργασίας, να ξεφύγει από τον αναλυτικό λόγο και να φτάσει στη δημιουργία μέσω της «ανάμνησης». Αυτή είναι που αποκαλύπτει την αλήθεια και προκαλεί τη Μουσική, όχι ως συνειδητή λογική διεργασία, αλλά ως μνημονική πια ανάκληση, αντιληπτή μέσω όλων των αισθήσεων και όχι μόνο της ακοής.

Αυτή η οπτικοποίηση του ήχου, βασικό γνώρισμα στη δημιουργία του, ανταποκρινόμενη απόλυτα στην κοινή ρήση «άκου να δεις», βρίσκει την αντιστοιχία της στην εξίσου σημαντική ενασχόληση του καλλιτέχνη με τη ζωγραφική ως σύστοιχο τρόπο έκφρασης.

Για να μορφοποιήσει αυτή την οπτικο / ακουστική του εμπειρία ο Vangelis Παπαθανασίου έχει αναπτύξει ένα προσωπικό τρόπο εργασίας, που έχει χαρακτηρισθεί ως «άμεση τεχνική» και συνδυάζει την χειρωνακτική εργασία του τεχνίτη με τη σύγχρονη τεχνολογία, το αυτοσχεδιαστικό στιλ του βιρτουόζου με την ενδελεχή επιμέλεια του συνθέτη, τη σουρεαλιστική αυτόματη γραφή του ποιητή με τη φιλοσοφική ενατένιση του μύστη.
Αντίθετα με τον Ιάννη Ξενάκη, που πρωτοποριακά διερεύνησε με επιστημονικό τρόπο τις δυνατότητες ηλεκτρονικής έκφρασης της μουσικής, συνδέοντας τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία με την καλλιτεχνική δημιουργία, ο Vangelis Παπαθανασίου συνθέτει με ηλεκτρονικά όργανα που παράγουν εκπληκτικής ποικιλίας ηχοχρώματα και πολυφωνίες μιας ολόκληρης συμφωνικής ορχήστρας, χωρίς όμως να πιστεύει απόλυτα σ’ αυτά, ούτε να εμπιστεύεται στις τεχνικές τους δυνατότητες το αποτέλεσμα της δημιουργικής του έκφρασης.

Γι αυτόν τα μαθηματικά και η επιστήμη, συνδέονται άμεσα με τη μουσική που μπορεί θαυμάσια να προσεγγισθεί με τέτοιο τρόπο. Όμως η δημιουργική στιγμή της μουσικής του σύνθεσης, αν και στηρίζεται στις τεράστιες δυνατότητες της σύγχρονης τεχνολογίας, που περιορίζει στο ελάχιστο την ανθρώπινη επέμβαση που ως λογική μεσολαβεί ανάμεσα στην αρχική στιγμή σύλληψης και την τελική εκτέλεσης του μουσικού έργου, εξοβελίζοντας το «λόγο» και επιτρέποντας να εκδηλωθεί ο αυτοματισμός των μνημονικών συνειρμών του, προκύπτει από τη «διαθεσιμότητα» του ως καλλιτέχνη.

Το «άμεσο κουτί», όπως αποκαλεί το αποκλειστικά δικής του έμπνευσης σύστημα ηλεκτρονικής παραγωγής μουσικής που χρησιμοποιεί, απαρτιζόμενο από πολλά keyboards, κεντρική κονσόλα ήχου, μίκτη και άλλο τεχνολογικό εξοπλισμό, καταφέρνει ταυτόχρονα να παραγάγει μουσική με αυτοσχεδιαστικό τρόπο από τη στιγμή της πρώτης σύλληψης, μέχρι την καταγραφή, τη σύνθεση, την ενορχήστρωση, την εκτέλεση και την εγγραφή της ως τελικού καλλιτεχνικού προϊόντος. Κατ’ αυτό τον τρόπο προκύπτει ένα μοναδικό αποτέλεσμα, συνισταμένη της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού, αλλά και της τεχνολογικής του υποστήριξης, συνδυάζοντας με επιτυχία την τέχνη του ποιητή με την τεχνική του δημιουργού. Με ένα τρόπο «αυτόματης γραφής», (όπως στους σουρεαλιστές ποιητές), που ξεπερνά ακόμα και την ταχύτητα εκλογίκευσης του συναισθήματος και μνημονικής του καταγραφής στην παρτιτούρα, η καλλιτεχνική δημιουργία του συντίθεται ως μουσικό ακρόαμα, ταυτόχρονα σχεδόν με τη σύλληψή της ως μουσικό ερέθισμα ψυχο-διανοητικής προελεύσεως.

Όσο όμως απλή και εύληπτη κι αν είναι για τον ακροατή η καλλιτεχνική δημιουργία του Vangelis Παπαθανασίου, όσο προσιτή και οικεία κι αν φαίνεται για το παγκόσμιο κοινό στο οποίο απευθύνεται, τόσο σύνθετη και πολύπλοκη είναι κατά τη στιγμή της σύλληψης και μορφοποίησής της, τόσο εξεζητημένα επιλεκτικά είναι τα δομικά της συστατικά, που απορρέουν από μια βαθιά, ουσιαστική φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου, του ανθρώπου και της Ιστορίας, σύμφωνα με αρχές και αξίες που ανάγονται άμεσα στην αρχαιοελληνική σκέψη. Ενός κόσμου που αποτελεί ένα μη οριοθετημένο, ανοιχτό σύστημα σε διαρκή εξελικτική διαδικασία, που προκαλεί τον άνθρωπο να αναμετρηθεί με τις «οριακές καταστάσεις» του, την ελευθερία, το θάνατο, το χρόνο, υπερβαίνοντας (έστω και στιγμιαία) τα πλαίσια του συγκεκριμένου και του κοινού.

Όπως λοιπόν το αισθητικό αποτέλεσμα του κάλλους της αρχαιοελληνικής γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής και του θεάτρου, στα οποία για τεχνικούς λόγους οι μεταγενέστεροι απέδωσαν τον όρο «κλασικό», δεν είναι τελικά παρά προϊόν συντεταγμένων (κατά περίπτωση) δομικών χαρακτηριστικών, που με μαθηματικό τρόπο συγκροτούν αναλογίες και συσχετίσεις με γνώμονα το μέτρο και την αρμονία, τη λιτότητα και την αντιστοιχία, κατά τον ίδιο τρόπο «τηρουμένων των αναλογιών» η μουσική του Vangelis Παπαθανασίου μπορεί να συσχετισθεί, άρα και να προσεγγισθεί, με παρόμοια μεθοδολογικά χαρακτηριστικά. Εξ αυτού απορρέουν οι βασικές ιδιότητες που της αποδίδονται, όπως «παγκοσμιότητα» και «διαχρονικότητα», που δεν αποτελούν παρά συνώνυμα του «κλασικού», για τη συνείδηση ενός σύγχρονου, αλλά και μεταγενέστερου πια κοινού.
Αν και έχουν γραφεί πολλά και σημαντικά για την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής πορείας του καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια της εργασίας που επιτελεί ως «τεχνίτης», για τον τρόπο που η νευροφυσιολογία και άλλες επιστήμες μπορούν να «τεκμηριώσουν» ή τουλάχιστον να ερμηνεύσουν το τελικό αποτέλεσμα (για το οποίο ο ίδιος ο δημιουργός δεν έχει ποτέ απόλυτα συναινέσει), αίσθησή μου είναι ότι, όπως άλλωστε κατ’ επανάληψη, αναφέρει ο ίδιος, η γενεσιουργός αρχή και αφετηρία της μουσικής του ανάγεται στο παρελθόν. Ένα παρελθόν όχι όμως μόνο «χρονούμενο» μέσα στην «εν κόσμω» ιστορική παρουσία του, αλλά ένα «αχρονικό παρόν», στο οποίο συμποσούται το όλον και τα μέρη του γενικού, αλλά και της προσωπικής του ύπαρξης ειδικότερα.

Για αυτό και το γηγενές, το «συμβεβικός» της καταγωγής του, αποτελούν την αειφόρο πηγή έμπνευσης και δημιουργίας του, (αφού, κατά την άποψή του, «πατρίδα είναι το μέγιστο αίσθημα μνήμης»), που όμως υπερβαίνουν τις διατάσεις της εντοπιότητας, διαχεόμενες στη σφαίρα του συμπαντικού και του αέναου.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, από τα νεανικά συγκροτήματα των Formix και Aphrodite’s Child των δεκαετιών ’60 και ’ 70 οδηγείται στην ενδοσκόπηση της ελληνικής δημοτικής και θρησκευτικής παράδοσης με τις «Ωδές» (1979) και τις «Ραψωδίες» (1986) μετεξελίσσοντας το δρόμο που χάραξε ο Μανόλης Καλομοίρης με τη «Συμφωνία της Λεβεντιάς», ο Νίκος Σκαλκώτας με τους «Τριάντα έξι Ελληνικούς Χορούς» και ο Μάνος Χατζιδάκις με τις «Πασχαλιές κάτω από τη νεκρή γη». Εξακτινώνοντας την ελληνικότητα από τη διάσταση του γηγενούς, σ’ εκείνη της οικουμενικότητας, κατακτά την παγκόσμια αναγνώριση μέσα από τις εμβληματικές για τη μουσική του δημιουργίες των «Chariots of Fire» (1981), «Antarctica» (1983), «1492 the Conquest of Paradise» (1992), «Blade Runner» (1994), «Mythodea» (2001) χωρίς όμως ποτέ να απεμπολήσει ή να αρνηθεί τις ρίζες του [ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις των συνθέσεών του «Ithaca» (2004) βασισμένης στο ομώνυμο ποίημα του Κ. Καβάφη σε απαγγελία Σων Κόννερυ και «El Greco» (2007)].
Όχημα σ’ αυτό του το διαχρονικό ταξίδι ο μύθος, που από τη φύση του αποτελεί το πιο ευέλικτο και πολυδύναμο σημειωτικό σύστημα, το «είδος συντηρητικού που διατηρεί την πληροφορία μέσα στους αιώνες», κατά μια προσφιλή του διατύπωση. Ένας μύθος όμως, όχι όπως λειτουργούσε στις παραδοσιακές κοινωνίες του παρελθόντος, σε μια προ-λογική φάση ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά όπως τον καθόρισαν ο Ronald Barthes και η σχολή των σημειολόγων (Cl.L. Strauss, U.Eco, Al.Greimas, M. De Marinis). Γι αυτό και η σύγχρονη μυθολογία του ανθρώπου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από επικά έργα του τύπου ανακάλυψη / κατάκτηση μιας ηπείρου (Αμερική / Ανταρκτική) ή του διαστήματος (Μυθωδία), ή ακόμα από δράση ατόμων που σηματοδότησαν με την παρουσία τους τον παγκόσμιο πολιτισμό (Αλέξανδρος, El Greco), εμπνέει τον Vangelis Παπαθανασίου που με το έργο του γίνεται μεσολαβητής στην επαφή της με το σύγχρονο κοινό.
Αυτή η πετυχημένη σύζευξη της μουσικής του με κινηματογραφικές υπερπαραγωγές μεγάλων σκηνοθετών (Oliver Stone, Roman Polanski, Κώστα Γαβρά, Ridley Scott), αλλά και η πλαισίωση σημαντικών θεατρικών παραστάσεων κλασικού ρεπερτορίου («Ηλέκτρα» (1983) του Κακογιάννη, «Μήδεια» (1992) του Nuria Espert, «Τρικυμία» (2002) του Gyorgy Schwajda, «Τρωάδες» (2003) και «Αντιγόνη» (2005) της Ειρήνης Παπά), και μπαλέτου [«Frankestein: The modern Prometheus» (1985), «Beauty and the Beast» (1986)σε χορογραφίες Wayne Eagling] δεν είναι συμπτωματική. Συνδέεται με το θέμα που βρίσκεται στον πυρήνα του φιλοσοφικού στοχασμού του: την αναμέτρηση της ανθρώπινης συνείδησης με τα όριά της. Γι αυτό και το επικό στοιχείο στη μουσική του (όπως και στα θεάματα που αυτή πλαισιώνει) είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το λυρικό, προκαλώντας τη δυναμική, εξελικτική ροή της, ως έκφραση της διαρκούς διελκυστίνδας της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα στην υπέρβαση και στο συμβιβασμό.
Η επιλογή είναι απόλυτα συνειδητή και έρχεται ως σύζευξη και μορφοποίηση της μνημονικής λειτουργίας που αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδυση του μύθου. Γιατί ο δημιουργός δεν ενεργεί ως κλασικός συνθέτης που με τις νότες του πενταγράμμου αποδίδει ηχητικά την έμπνευσή του, αλλά ως «μελωδός ποιητής» που συλλαμβάνει ολιστικά και σφαιρικά το θέμα του και μετατρέπει την εικονοποιημένη έννοια σε ηχητικό σημείο, επιτρέποντας στη συνέχεια, στον ακροατή, να πορευθεί αντίστροφα και με βάση το ηχητικό ερέθισμα να «ανακαλέσει» την οπτική του εικόνα αιχμαλωτίζοντας τις αισθήσεις σε μια νοσταλγική αναπόληση και καθηλώνοντας το νου σε ένα βαθύ στοχασμό. Αυτός είναι ο λόγος που η μουσική επένδυση μιας θεατρικής παράστασης ή μιας κινηματογραφικής ταινίας αποτελεί όχι απλά ένα συνοδευτικό, δευτερογενή κώδικα στην επικοινωνία του θεατή με το θέαμα, αλλά ισότιμη δρώσα δύναμη, που από μόνη της αρκεί να επιτελέσει, (ή κάποτε και να υπερκεράσει), την επικοινωνιακή της αποστολή.

Γι αυτό και η μουσική του για τις ταινίες και τις παραστάσεις, το μπαλέτο και την τηλεόραση, διαθέτει μια αυταξία που την καταξιώνει ανεξαρτήτως από το σύνθετο καλλιτεχνικό δημιούργημα του οποίου αποτελεί μέρος. Γιατί είναι βαθύτατα ελληνική, άρα κλασική και παγκόσμια. Αυτός είναι ο «Μύθος της αιώνιας επιστροφής» του Vangelis Παπαθανασίου.                                                                             

Λόγος που εκφωνήθηκε κατά την επίσημη Αναγόρευση του Vangelis Παπαθανασίου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 8 Μαΐου 2008.

EnglishGreek