Οι «Σφήκες» παρουσιάστηκαν στην Επίδαυρο και σε άλλα θέατρα με συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Βορείου Ελλάδος. Δεν πρόκειται για τη γνωστή κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά για το νέο έργο της Λένας Κιτσοπούλου, το οποίο ανέβηκε με τον κλεψίτυπο τίτλο της ομώνυμης αρχαίας κωμωδίας και καταγράφηκε ως «ελεύθερη διασκευή». Η ενοποιός γέφυρα μεταξύ των δύο έργων είναι η ιδέα του δικομανούς πατέρα, ο οποίος εξ αιτίας αυτής της μανίας του περιορίζεται από το γιό του κατ΄ οίκον. Ερωτήματα για την έννοια της διασκευής, για την «καταλληλότητα» των παραστάσεων στην Επίδαυρο, για τα κριτήρια επιλογής των έργων και άλλα παρόμοια, που συνήθως γράφονται, δε θα μας απασχολήσουν σε αυτό το κριτικό σημείωμα. Άλλωστε, όλα «από πολλούς κι από καιρούς» έχουν απαντηθεί και είναι ως υποθέσεις και αντιεπιστημονικές και παρωχημένες. Η κρίση μας αφορά το παραστασιακό γεγονός και μόνο αυτό.
Ποιοι είναι οι σφήκες; Κατά τη Λένα Κιτσοπούλου είναι όλοι, όσοι έχουν άποψη για όλα, παρατηρούν κοντόφθαλμα την κοινωνία, μισούν, δικάζουν και καταδικάζουν ανελέητα τους πάντες μέσα από τα social και από την ασφάλεια του καναπέ τους. Από το λαϊκό αυτό σύνολο δεν εξαιρεί τον εαυτό της, καθώς μ’ έναν τρόπο αντιφατικό στο τέλος του έργου οικοδομεί μία περσόνα που κεντρίζει το κοινό σαν σφήκα και καυτηριάζει τις παθογένειες. Στο νέο έργο της δεν έσφαξε ελάφια ούτε ακούστηκαν πάλι τραυματικές εκφράσεις όπως «η καλύτερη αποτρίχωση γίνεται με χημειοθεραπεία». Άσκησε κριτική στην πολιτική ορθότητα, στην αστυνομοκρατία, στην τηλοψία εν γένει και στις εκπομπές μαγειρικής, στη βία κατά των γυναικών, στους ψηφοφόρους, στους «φασέους», στη δημαγωγία, στο κατευθυνόμενο δικαστικό σύστημα, στους τουρίστες, στους Έλληνες ως υποχείρια των ΜΜΕ.
Η προσέγγιση ήταν εντελώς επιδερμική. Τα θέματα εξαντλήθηκαν τάχιστα και απορροφήθηκαν από ρητορεία και διδακτισμό με επικάλυψη απόλυτης και άσκοπης βωμολοχίας. Δεν υπήρχαν χαρακτήρες, δεν υπήρχε υπόθεση, δεν υπήρχε θεατρική δομή. Μακρόσυρτα ασύνδετα επεισόδια, κρύα αστεία, η πολλαπλά επαναλαμβανόμενη λέξη της καθημερινότητας, που έχει αντικαταστήσει το όνομα του προσώπου, και η αναγωγή του ρήματος της ερωτικής πράξης σε πολυχρηστικό λεκτικό εργαλείο. Εποικοδομητική σάτιρα δεν υπάρχει στους «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου.
Τόσο το κείμενο όσο και η παράσταση χαρακτήρισαν και κακοποίησαν ανθρώπους ομαδοποιώντας τους. «Μας κακοποιείτε» φώναξε κάποιος θεατής την ώρα της παράστασης. Οι ευτραφείς, οι ομοφυλόφιλοι, οι «μαμάκηδες» βρέθηκαν στο στόχαστρο. Οι σκηνές fat shaming, η κτηνοβασία με τον λούτρινο πελεκάνο φυσικού μεγέθους, τον Πέτρο της Μυκόνου, η περιφορά επί εικοσάλεπτο της γυμνής ηθοποιού που εγκλωβίστηκε στο φόρεμά της και απελευθερώθηκε από αστυνομικούς, οι οποίοι στη συνέχεια τη βίασαν με εξαιρετική αληθοφάνεια, ο σχοινοτενής μονόλογος για τις τρίχες του «Φιλοκλέωνα»-Πατέρα και άλλα τέτοια νοσηρά κατασκευάσματα κυριάρχησαν στο θέαμα.
Πλήθος ονομάτων και προσώπων παρελαύνουν στο έργο: ο Κούγιας, ο Μπιμπίλας, η Καγιά, η Μενδώνη, η Ευαγγελάτου, ο Μαρμαρινός. Χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό, στο επίπεδο της «πλάκας», χωρίς προέκταση, χωρίς κατάληξη. Στο απυρόβλητο βρέθηκαν, όμως, τα πρόσωπα της πολιτικής εξουσίας και οι γενεσιουργοί παράγοντες της ελληνικής παθογένειας. Το κεντρί της σφήκας κυρίας Κιτσοπούλου αποδείχτηκε επιλεκτικό. Η κριτική ασκήθηκε εκ του ασφαλούς και η κριτικός αποκαλύφθηκε ως «τζάμπα μάγκας». Τουλάχιστον ο Αριστοφάνης, που υποτίθεται ότι αποτελεί την πηγή έμπνευσής της, έμπηγε το μαχαίρι στο κόκκαλο, ακόμη και όταν του απαγορεύτηκε το «ὀνομαστί κωμωδεῖν». Στους «Σφήκες» μάλιστα στρέφεται κατά της πολιτειακής δικομανίας. Πορεύεται από το μέρος (Φιλοκλέων) στο όλο (Σφήκες Αθηναίοι) και διευρύνει τα όρια του θέματος καθιστώντας το πρόβλημα πολιτικό. Η κυρία Κιτσοπούλου στρέφεται εναντίον προσώπων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων με επίφαση κοινωνικής κριτικής. Δεν αναφέρθηκε σε αίτια και αιτιατά, μόνο σε εικονογραφημένα συμπεράσματα ή μάλλον μετατόπισε τα προβλήματα στην εικονογραφική τους εκδοχή. Ο τρόπος γραφής και ο τρόπος σκηνοθεσίας αποπροσανατόλιζε. Το ασπαίρον σώμα της βιασθείσας από τους αστυνομικούς λοιδωρήθηκε από τον πρωταγωνιστή, έτσι που μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους από το τραγικό στο γελοίο. Ο Πατέρας του έργου, ο υποτιθέμενος «Φιλοκλέων», εξέφραζε απόψεις ακροδεξιών μορφωμάτων. Οι φασιστικής ιδεολογίας θέσεις του «Πατέρα» δε λειτούργησαν αποτρεπτικά. Μέσα από τα δήθεν αστειάκια προέτρεπαν στην υιοθέτηση των απόψεών του σε επίπεδο ανθρωποφαγίας και καλλιεργούσαν τη διαφθορά του θεατή με όργανο τον εκχυδαϊσμό. Το τολμηρό ντύσιμο ευθύνεται για τους βιασμούς, οι χοντροί πρέπει να τιμωρηθούν, η υιοθεσία παιδιών από τα gay άτομα είναι απαράδεκτη («πόσους μπαμπάδες μπορεί να ΄χει ένα παιδί;» ρωτά το κοινό ο Φιλοκλέων). Με υλακές καταβρόχθισε το μικροαστικό εφησυχασμό την ίδια στιγμή που τον κανάκευε. Η συγγραφέας και σκηνοθέτις ανέμειξε σοβαρά και ελαφρά ζητήματα με ετεροβαρή πραγμάτευση. Αν ήθελε να δείξει μια κοινωνία σε σήψη παρέλειψε να φωτίσει τις ρίζες του κακού. Δεν επιζητούμε κοινωνιολογικό δοκίμιο ασφαλώς, αλλά θεατρικό λογικό ειρμό.
Η ένδεια δραματικού πλούτου, συνοχής και ολοκλήρωσης οδήγησε σε αφελείς ψυχογραφήσεις και αφύσικους διαλόγους. Στα πλαίσια αυτά δεν είναι δυνατή η αξιολόγηση της επίδοσης των ηθοποιών, εξαιρουμένου του Θοδωρή Σκυφτούλη (Φιλοκλέων – Πατέρας), ο οποίος καθοδηγήθηκε να αποδώσει το ρόλο με φωνασκίες και ενοχλητικό νατουραλισμό. Η μίμηση από όλους τους ηθοποιούς ήταν εξωτερική, αβαθής, και πώς όχι, εφόσον δεν υπήρχε ήθος για να το ποιήσουν.
Η σκηνοθεσία συμβάδιζε με το έργο. Η κυρία Κιτσοπούλου και στα δύο περιφρόνησε το κοινό, το καθύβρισε και το λιθοβόλησε. Στις ισοπεδωμένες, χωρίς αναβαθμούς κορύφωσης και εξελικτική ροή, νησίδες επεισοδίων αποτυπώθηκε η ιδέα του λίγο απ’ όλα ή μάλλον πολύ απ’ όλα, καθώς παρελκύονταν ανιαρά οι σκηνές. Με σπασμωδική και κάποτε βίαιη συμπεριφορά ηθοποιοί έμπαιναν κι έβγαιναν από τη σκηνή χωρίς λόγο, φώναζαν, έκλαιγαν, γελούσαν, έβριζαν. Μεταμφιέζονταν σε γορίλες, Αντετοκούμπο, παρενδυτικούς, master chef και συγκροτούσαν ένα ανομοιογενές συνονθύλευμα μιας πληκτικής παράστασης.
Η σκηνογραφία της Μαγδαληνής Αυγερινού περιελάμβανε λυόμενα τραπέζια, πλαστικές καρέκλες και μία επτάμετρη μπασκέτα. Όταν εισήλθε ο βωβός «Αντετοκούμπο», μάταια ελπίσαμε ότι η μπασκέτα θα αποκτούσε λειτουργικό προορισμό. Το αθλητικό εξάρτημα παρέμεινε διακοσμητικό στοιχείο με υπαινικτική ίσως αναφορά, όπως και το παραβάν ψηφοφορίας μέσα στο οποίο μπήκε με λαμέ τουαλέτα και βγήκε με τα εσώρουχα η Λένα Κιτσοπούλου. Στο πρόγραμμα αναφέρεται ως χορογράφος η Αμαλία Μπένετ, αλλά η χορογραφία ήταν μαγική εικόνα, εφόσον δεν έγινε ορατή. Η ενδιαφέρουσα άποψη για τον μονοπρόσωπο Χορό του αρχαίου δράματος συρρικνώθηκε γρήγορα και ο μοναδικός «Σφήξ» κατέληξε κι αυτός σκηνικό αντικείμενο. Η μουσική του Νίκου Κυπουργού κινήθηκε σε ένα ευρύ φάσμα από νότες όπερας ως το ρεμπέτικο.
Η παράσταση τελείωσε με παρλάτα της κυρίας Κιτσοπούλου σε μορφή ραπ. Μακροσκελής και μονότονος μονόλογος που συμπύκνωσε δημαγωγικά και ταυτόχρονα απαξιωτικά για το κοινό την ευτέλεια της παράστασης που προηγήθηκε.
Οι «Σφήκες» δεν κόμισαν γλαύκαν, ούτε αισθητική ή παραστασιακή πρόταση. Το αναρχικό – ανατρεπτικό ιδεολόγημα, στο οποίο υποτίθεται ότι εδράζονται οι «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, αποδεικνύεται έωλο, καθώς μαζί με την προτροπή προς τους θεατές να βάλουν την κριτική τους στον κ… τους, αναπτύσσεται σε ένα αυτάρεσκο παραλήρημα, σε ένα έργο με πολλά έρμα, χωρίς θεατρική ούτε καν κοινωνική προοπτική. Ποιο είναι το διακύβευμα των «Σφηκών»; η καταγγελία; η αφύπνιση; η καλλιτεχνική δημιουργία; το κενόδοξο εγχείρημα απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα επίπεδα. Ευδοκίμησαν μόνο η ματαιοδοξία και η ναρκισσιστική εγωπάθεια.
Δρ Κόννη Σοφιάδου, Π.Τ.Δ.Ε., Ε.Κ.Π.Α.