Το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΕΚΠΑ από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του θεάτρου στην εκπαίδευση ως μέσου αγωγής και παιδείας των μαθητών της πρωτοβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης . Το θέατρο για παιδιά και η παιδαγωγική του θεάτρου, αποτέλεσαν σχετικά γνωστικά πεδία τα οποία καλλιεργήθηκαν συστηματικά τόσο σε επίπεδο προπτυχιακών όσο και μεταπτυχιακών σπουδών. Ένα πλήθος αποφοίτων φοιτητών, μεταπτυχιακών, διδακτόρων και νέων ερευνητών που προήλθαν από το συγκεκριμένο Τμήμα, στελέχωσαν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τις σχετικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, τα ειδικά ερευνητικά και εκπαιδευτικά κέντρα και οργανισμούς, δίνοντας νέα ώθηση στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο, ενώ πλήθος από ειδικές επιστημονικές εργασίες και μονογραφίες μελών ΔΕΠ εμπλούτισαν τη σχετική επιστημονική βιβλιογραφία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προ ετών είχαμε ανακηρύξει σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος τον κ. Λάκη Κουρετζή, διακεκριμένο θεατρο-παιδαγωγό και εισηγητή του Θεατρικού Παιχνιδιού στην Ελλάδα, ενώ σήμερα συνεχίζοντας την ίδια πορεία , προτείνουμε τον ίδιο τίτλο σε μια άλλη διακεκριμένη προσωπικότητα της παιδαγωγικής του θεάτρου, τον κ. Γιάννη Καλατζόπουλο.
Το θέατρο για παιδιά ή με μια πιο σύγχρονη ορολογία το θέατρο ανηλίκους θεατές, αποτελεί μια πραγματικότητα η οποία έχει καθιερωθεί στο ελληνικό, όπως και γενικότερα στο παγκόσμιο θέατρο, αποτελώντας μια διακριτή αλλά ιδιάζουσα μορφή θεάτρου, που συνδυάζει την αισθητική και καλλιτεχνική διάσταση από την μια, με την ψυχο-πνευματική διάπλαση των ανηλίκων θεατών από την άλλη, αποτελώντας μια ιδανική μορφή παιδαγωγίας. Δεν πρόκειται πια για το υποβαθμισμένο, υποτιμητικά αποκαλούμενο «παιδικό θέατρο» με τις κάθε λογής αρνητικές συνυποδηλώσεις του (πρόχειρο, ευτελές καλλιτεχνικό θέαμα, έντονος διδακτισμός, απλουστευτικά μηνύματα), ούτε ακόμα για το αισθητά πιο αξιόλογο, αλλά προγενέστερο είδος του «θεάτρου για παιδιά», με την ανολοκλήρωτη, υβριδική, αισθητικο-καλλιτεχνική μορφολογία του, που επιχειρούσε άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία να συγκεράσει τις αρετές του έντεχνου θεάτρου με τις αξίες και τις προσληπτικές ικανότητες του παιδικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. Πρόκειται για ένα νεότερο προϊόν σύζευξης και δημιουργικής σύνθεσης των προηγουμένων, που στηρίζεται στη θεωρητική γνώση και συγκρότηση του πλαισίου αναφοράς και λειτουργίας παιδαγωγικών, ψυχολογικών, θεατρικών και κοινωνιολογικών παραμέτρων, οι οποίες στο σύνολό τους διαμορφώνουν το νέο είδος του αποκαλούμενου «θεάτρου για ανήλικους θεατές». Σ’ αυτή την κατηγορία, όλες σχεδόν οι μέχρι τώρα παράμετροι έχουν διαφοροποιηθεί: Η εικόνα για το παιδί και την παιδικότητα ξεφεύγει πια από τα αποκλειστικά και μόνο ψυχοπαιδαγωγικά της πλαίσια και αποκτά μια κοινωνιολογική υπόσταση, που τη διαφοροποιεί αισθητά από την προγενέστερη. Ως συνέπεια προκύπτει η αναθεώρηση και απόρριψη του διδακτισμού ,με αντίστοιχη ανάδειξη της παιδαγωγίας δια του θεάτρου, όπως καθιερώνεται στη σύγχρονη επιστήμη της θεατρολογίας και της θεατρο-παιδαγωγικής. Ταυτόχρονα η αισθητική και καλλιτεχνική διάσταση («όψις») της παράστασης, απομακρύνεται κατά πολύ από το πρόχειρο και αντιαισθητικό του προγενέστερου ευτελούς θεάματος (προϊόντος μιας αντίστοιχης θεώρησης του παιδιού-θεατή) και αποκτά πληρότητα και αρτιότητα συχνά ανώτερη και από αυτή του θεάματος για ενήλικους θεατές. Η επικοινωνιακή σχέση της σκηνής προς την πλατεία διαφοροποιείται, αντίστοιχα με τις αναθεωρήσεις που υφίσταται η ερμηνεία αυτής της επικοινωνίας από το κοινό των ανήλικων θεατών, που δεν μπορεί πια να εκληφθούν ως «taboulae rasae» αλλά ως «εν μέρει» και «εν δυνάμει» ενημερωμένοι και συμμέτοχοι στα σκηνικά διαδραματιζόμενα θεατές. Τέλος ,το δραματικό κείμενο, ανεξάρτητα από την προέλευσή του, αν δηλαδή αποτελεί πρωτότυπη σύνθεση του συγγραφέα ή είναι διασκευή προγενέστερου «κλασικού» δραματικού έργου, αν είναι δραματοποίηση λογοτεχνικού κειμένου ή αν συνιστά προϊόν θεατρικού παιχνιδιού και επινοημένου / συμμετοχικού θεάτρου (σύμφωνα άλλωστε με τις σύγχρονες τάσεις που εκδηλώνονται γενικότερα στο θέατρο), χαρακτηρίζεται από γνωρίσματα που είναι απόλυτα συμβατά με τις προσληπτικές δυνατότητες του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Κάθε παραδοσιακό στοιχείο διδακτισμού και ιδεολογικής καθοδήγησης εξοβελίζεται, κάθε διάσταση χειραγώγησης της γνώμης του ανήλικου θεατή αποκλείεται. Το σκηνικά προτεινόμενο έργο απαλλάσσεται από τις αδυναμίες και τα εμφανή μειονεκτήματα προγενέστερων εποχών (έντονος διδακτισμός, έξαρση πατριωτισμού, διάθεση χειραγώγησης του παιδιού) και με την κατάλληλη επεξεργασία και προσαρμογή στη σκηνική πραγματικότητα, αποβάλλει τα μειονεκτήματα και διατηρεί τις αρετές του. Κατά συνέπεια, ούτε ωραιοποιεί ούτε εξιδανικεύει, αλλά προβληματίζει και προκαλεί την ενεργό συμμετοχή του αποδέκτη του, μέσα από μια δραματουργικά ολοκληρωμένη, παιδαγωγικά επιτυχή και λογοτεχνικά εύστοχη σύνθεση, που απευθύνεται σε ανήλικους θεατές και χωρίς να προσδιορίζει δεσμευτικά, προτείνει δρόμους που μπορεί να ακολουθήσει το νέο είδος.
Ανάμεσα στους ανθρώπους που με το έργο και την εν γένει παρουσία τους συντέλεσαν στην καλλιτεχνική, εκπαιδευτική, παιδαγωγική αλλά και επιστημονική ανάπτυξη και καθιέρωση του συγκεκριμένου είδους, είναι ο Γιάννης Καλαντζόπουλος. Η σημερινή τιμητική εκδήλωση και η αναγόρευση του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, αποτελεί μια έμπρακτη δικαίωση της συστηματικής και πολύπλευρης παρουσίας και συμβολής του στην ανάδειξη του συγκεκριμένου είδους ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τη συνεχή και συστηματική διασύνδεση της επιστημονικής γνώσης με την καλλιτεχνική δημιουργία που αποτελεί ζητούμενο για τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Ο Γιάννης Καλαντζόπουλος είναι μια περίπτωση ολοκληρωμένου καλλιτέχνη του θεάτρου, με ταυτόχρονη παρουσία και έργο σε επίπεδο παραγωγής του δραματικού λόγου, σκηνικής του μεταφοράς και απόδοσης, θεωρητικής ανάλυσης και διδακτικής του προσέγγισης, όπως εμφανίζονται με τις ιδιότητες του θεατρικού συγγραφέα, του δραματουργού, του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, του συγγραφέα-μελετητή και του θεατρο-παιδαγωγού. Ο ίδιος βιωματικά έχει ζήσει το θέατρο από την παιδική του ηλικία, έχει ανδρωθεί μέσα σ’ αυτό και έχει αποκτήσει μια άμεση επαφή με τους κλασικούς συγγραφείς ρου παγκοσμίου και νεοελληνικού θεάτρου ( Σαίξπηρ, Μπρεχτ, Μολιέρο, Άρθουρ Μίλερ, Βασίλη Ρώτα, Μαξιμ Γκόρκυ, Σπύρο Μελά, Ζαν Ζιρωντού, Αλφρεντ ντε Μυσσέ ) και τους κορυφαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες που τα ανέδειξαν στη συνείδηση του κοινού (Κάρολο Κουν, Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Έλη Λαμπέτη, Μάνο Κατράκη, Βασίλη Διαμαντόπουλο, Δημήτρη Χορν ),ενώ στη συνέχεια διεύρυνε αυτή του τη σχέση με τη συστηματική ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο. Καταυτό τον τρόπο κατόρθωσε να μετατρέψει την προσωπική, βιωματική εμπειρία σε μάθηση και εμπεριστατωμένη γνώση, που παρουσιάζει μέσα από τα θεατρικά του έργα ως συγγραφέας, από τις θεατρικές παραστάσεις ως σκηνοθέτης και ηθοποιός, από τα θεωρητικά του κείμενα ως ερευνητής του θεατρικού φαινομένου , τη διδασκαλία του, ως εμψυχωτής, επιμορφωτής και θεατρο-παιδαγωγός. Έχοντας αφομοιώσει τις απόψεις του Μπρεχτ για το θέατρο και θεωρώντας τη σκηνική πράξη ως μέσο διαπαιδαγώγησης, προβληματισμού και ενεργοποίησης των θεατών , ακολουθώντας το παράδειγμα του Βασίλη Ρώτα, αντιμετωπίζει το παιδί θεατή, ως ένα ‘’μικρο-μέγαλο ανθρωπάκο’’, με τον οποίο μπορεί να διαλεχθεί και τον οποίο να κάνει συμμέτοχο στη σκηνική δράση. Δίνει έμφαση στη διαδραστική, αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ ηθοποιών και θεατών και προκαλεί ένα συνεχώς ανατροφοδοτούμενο επικοινωνιακό σύστημα μεταξύ της ψευδαισθητικής πραγματικότητας (πάνω στη σκηνή) και της πραγματικότητας της ψευδαίσθησης (στην πλατεία). Κατ’ αυτό τον τρόπο αναπτύσσει μια μοναδική θεατρική σχέση που, στηριζόμενη στην αμεσότητα και βιωματικότητα της συμμετοχής στα σκηνικά διαδραματιζόμενα και στη δυναμική του ζωντανού παραδείγματος, εμπλουτίζεται με καθαρά παιδαγωγικό ρόλο. Με τη νέα αυτή πραγματικότητα επέρχεται μια ισορροπία ανάμεσα στα στοιχεία της θεατρικότητας και εκείνα της θεαματικότητας, που αποτελεί ζητούμενο σε κάθε ολοκληρωμένη παράσταση, ανεξαρτήτως του κοινού στο οποίο απευθύνεται. Η παράσταση, κατά τον Καλαντζόπουλο ,αποτελεί ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό γεγονός αισθητικού χαρακτήρα, επομένως όλοι οι σκηνικοί κώδικες οφείλουν να συντείνουν στην πρόκληση αυτού του αποτελέσματος. Γι’ αυτό και τα σκηνικά και τα κοστούμια, η μουσική και ο φωτισμός είναι ιδιαίτερα προσεγμένα. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν είναι αυτά που πρέπει να αποσπούν την προσοχή του ανήλικου θεατή ,ούτε που αποπροσανατολίζουν τη συμμετοχή του στα σκηνικά διαδραματιζόμενα. Αυτός είναι ο δύσκολος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ο σκηνοθέτης και γι’ αυτό ο Καλαντζόπουλος εκ των πραγμάτων οδηγείται από τη δραματουργία στη σκηνοθεσία και από τη διασκευή στην υποκριτική, προσπαθώντας να έχει μια σύνθετη και ολοκληρωμένη ματιά πάνω στο θέαμα που προσφέρει στο κοινό ανηλίκων κυρίως θεατών στο οποίο κατεξοχήν απευθύνονται τα έργα του.
Ξεκινά από το περιεχόμενο των έργων, που διαφέρει αισθητά από εκείνο του αντίστοιχου, προγενέστερου είδους. Κατ’ αρχήν εμφανίζουν μια νέα θεματική και μια σύγχρονη αντιμετώπιση ακόμα και παραδοσιακών δεδομένων, όπως αυτά που προέρχονται από μύθους και παραμύθια. (Ο στραβομούτσουνος, Τα καινούρια ρούχα του βασιλιά). Σύμφωνα με αυτή, εγκαταλείπεται πια οριστικά η παλιομοδίτικη προσέγγιση και ερμηνεία τους, που με τη σειρά της προκύπτει από μια αντιμετώπιση του ανήλικου αποδέκτη ως ατόμου που αδυνατεί να αντιληφθεί τα πράγματα όπως ο ενήλικος, επομένως χρειάζεται να του δοθεί η γνώση και η πληροφορία προσαρμοσμένη στις δικές του «κατώτερες» προσλαμβάνουσες. Στην προσπάθεια του αυτή, συνειδητοποιεί ότι η μέχρι τότε δραματουργία που απευθύνεται σε παιδιά και νέους, δεν μπορεί πια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τα ενδιαφέροντα ενός σύγχρονου κοινού. Γι αυτό προχωρεί στη διασκευή και τη δραματοποίηση κλασικών κειμένων από την παγκόσμια λογοτεχνία , το θέατρο, ακόμα και το λαϊκό πολιτισμό και παράδοση, δημιουργώντας πρωτότυπες , ενδιαφέρουσες συνθέσεις , με τις οποίες καταξιώνεται στο συγκεκριμένο είδος που υπηρετεί. Ως αποτέλεσμα προκύπτει ένα έργο που δεν είναι πια παιδιάστικο, με εννοιολογικούς και ιδεολογικούς αποκλεισμούς και αυτολογοκρισίες από την πλευρά του συγγραφέα, με φραστικές και λεκτικές απλοποιήσεις και υφολογικές παραχωρήσεις, στο όνομα δήθεν της παιδικότητας. Αντίθετα προκύπτουν κείμενα που δεν ωραιοποιούν ούτε συγκαλύπτουν, δεν αποσιωπούν ούτε διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, εκλαμβάνοντας τον θεατή ως «Puer aeternis» που αδυνατεί να λάβει μέρος στην πραγματικότητα, όπως αυτή συντελείται γύρω του και μαζί του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γίνεται εισηγητής μιας νέας δραματουργίας και παιδιά και νέους, που μπορούν ισότιμα να απολαύσουν τα αριστουργήματα της παγκόσμιας κλασικής δραματουργίας, με τρόπο απόλυτα συμβατό , προσαρμοσμένο στις δικές τους ψυχο-πνευματικές υποδοχές και δυνατότητας. Προχωρεί λοιπόν στη δημιουργία διασκευών δραματοποιήσεων και διακειμενικών συνθέσεων , που κάνουν τους ανήλικους θεατές των παραστάσεών του κοινωνούς στις αξίες και τα διαχρονικά μηνύματα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Αρχή γίνεται με τον Αριστοφάνη και τις διασκευές των κωμωδιών του, όπως η Ειρήνη, οι Βάτραχοι και οι Όρνιθες. Οι διασκευές κωμωδιών του Αριστοφάνη καταλαμβάνουν μια ξεχωριστή θέση στο σώμα της δραματουργίας, του θεάτρου για κοινό ανηλίκων θεατών, στοχεύοντας στον έμμεσο προβληματισμό και τη διαπαιδαγώγησή των νεαρών αποδεκτών, καθώς και την επαφή τους με την αρχαιοελληνική γραμματεία .Επιχειρούν να ανασημασιοδοτήσουν τον Αριστοφανικό Λόγο, εντάσσοντας τον μέσα στα σύγχρονα πολιτισμικά και ιστορικο- κοινωνικά του συμφραζόμενα και να διοχετεύσουν το πλούσιο εννοιολογικό και ιδεολογικό του φορτίο στο ανήλικο κοινό. «Η Χώρα των Πουλιών» αποτελεί μια πρωτότυπη μεταγραφή του Αριστοφανικού κειμένου («Όρνιθες») σε σύγχρονο θεατρικό έργο για κοινό ανηλίκων θεατών, που πραγματοποίησε ο Γιάννης Καλαντζόπουλος διατηρώντας τη ζωντάνια και τη λειτουργικότητα του αρχικού έργου , προσαρμοσμένου όμως στις ιδιαιτερότητες του είδους, αλλά και στα ενδιαφέροντα, τις προσλαμβάνουσες και τις ανάγκες του σύγχρονου ανήλικου κοινού. Ο διασκευαστής τολμά τη δημιουργική ανάπλαση του κειμένου πιστός στο Αριστοφανικό πνεύμα, χωρίς να προδίδει τη δομή και τη δράση και στήνει το δραματικό πλαίσιο με υπόθεση πανομοιότυπη, αμετάβλητα τα πρόσωπα, αναλλοίωτη τη δράση, τις καταστάσεις και τη συμμετοχή των ηρώων. Ακόμη, διατηρεί την ιδεολογική γραμμή και μεταφέρει τον πολιτικο-κοινωνικό προβληματισμό στο οικείο περιβάλλον. Διερευνά και εντοπίζει τη διαλεκτική σχέση του κειμένου ως όχημα αξιών, στάσεων και συμπεριφορών με το ιστορικό / κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι μέσα στο οποίο καλείται να ανταποκριθεί το παραστασιακό εγχείρημα. Επιδιώκει έναν δημιουργικό διάλογο με τα φαινόμενα και της τάσεις των εποχών, χωρίς να εγκλωβίζεται στον εντυπωσιασμό, την ευκολία και την προχειρότητα, αλλά πιστά συνεπής στον κύριο προσανατολισμό του, την ψυχοπνευματική, πολιτιστική προαγωγή και τη συναισθηματική απελευθέρωση του ανήλικου κοινού. Αναγνωρίζει τη λειτουργία του πρωτοτύπου σε πολλά επίπεδα σημασίας. Αποφεύγει την ευκολία της «απλοποίησης» και τις παγίδες του «παιδιάστικου» και χρησιμοποιεί πλούτο κωδίκων (αυτόνομα και συνδυαστικά), ώστε να συγκροτήσει υψηλής ποιότητας σκηνικές εικόνες, ενώ με τον αναχρονισμό και την παρωδία, προσπαθεί να μυήσει τους ανήλικους θεατές σε όψεις της ζωής και της κοινωνίας των ενηλίκων, της οποίας οφείλουν να αποτελέσουν ενεργούς πολίτες. Κάτι παρόμοιο πραγματοποιεί με τον Κύκλο με την κιμωλία του Μπρεχτ , έργο στο οποίο ο τίτλος μετατρέπεται σε Η Σολομώντεια Λύση, αποδίδοντας την ουσία του έργου ,απόλυτα συμβατή και κατανοητή από τους ανηλίκους θεατές, ενώ εξίσου πρωτότυπη και δημιουργική είναι η μετατροπή του τίτλου Ρωμαίος και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ,σε Σαν το σκύλο με τη γάτα, θέλοντας να τονίσει την αντιπαλότητα των δύο οικογενειών, των Καπουλέτων και των Μοντέγων και το ρόλο που έπαιξαν οι δυο ερωτευμένοι νέοι στην υπέρβασή της. Άλλες διασκευές τέτοιου τύπου, είναι το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ, η Τουραντώ του Κάρλο Γκότσι και Οι Φασουλήδες του Κατσιπόρα , που με τίτλο Που να σκάσεις Κριστομπίτα δε θα πάρεις τη Ροζίτα, ,μεταφέρει τα παιδιά στον κόσμο του Λόρκα, μέσα από τις κούκλες και τα φανταστικά-υπερρεαλιστικά στοιχεία του έρωτα του ηλικιωμένου και δύσμορφου Δον Κριστομπάλ προς την όμορφη νεαρή Δόνα Ροζίτα. Το ίδιο πραγματοποιεί και με δραματοποιήσεις λογοτεχνικών έργων , όπως το Δον Κιχώτης του Θερβάντες ,Η Σταχομαζωχτρα, δραματοποίηση του γνωστού διηγήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη, του πεζογραφήματος του Χρίστου Μπουλώτη Το άγαλμα που κρύωνε (με τίτλο Το Προσφυγάκι) ,αλλά και παραμυθιών από τη λαϊκή ελληνική και παγκόσμια παράδοση, όπως Τα Καινούργια Ρούχα του Βασιλιά, δραματοποίηση του γνωστού παραμυθιού του Χ.Κ.Άντερσεν, Η Νεράιδα του Φεγγαριού, δραματοποίηση ενός Γιαπωνέζικου θρύλου, Φυλλο-Φυλλο την Κουκιά, δραματοποίηση ενός λαϊκού παραμυθιού από την Μήλο, Το Ξύλινο Σπαθί, δραματοποίηση ενός λαϊκού παραμυθιού από το Αφγανιστάν κ.ά.
.
Το σύγχρονο θέατρο για κοινό ανηλίκων θεατών αναζητά τρόπους να αναδείξει την πολιτειότητα, ως ζητούμενο του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος .Την πίστη δηλαδή του ατόμου στις ηθικές αξίες , το αδιέξοδο της βίας ,το παράλογο και το ανώφελο του πολέμου, την καταπίεση και εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Επιδιώκει να προβάλλει τους ατομικούς και συλλογικούς αγώνες που αναδεικνύουν τα αυτονόητα δικαιώματα και τις διαχρονικές αξίες ατόμων και λαών και προσεγγίζουν διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες , όπως η δικαιοσύνη, η ειρήνη, η ελευθερία , η δημοκρατία και προβάλλουν την προοπτική μιας δίκαιης, ευνομούμενης και δημοκρατικής κοινωνίας .Ο ανήλικος θεατής-αποδέκτης του σκηνικού θεάματος, μελλοντικός πολίτης σε αυτή την κοινωνική πραγματικότητα, θα πρέπει να διαθέτει όλες αυτές τις υποδοχές, γνώσεις και εμπειρίες, που μέσα από το θέατρο, ως ζωντανής, βιωματικής επικοινωνίας, θα μπορέσει να υλοποιήσει. Η Θεατρική Παιδαγωγία ,την οποία εισηγείται ο Γιάννης Καλαντζόπουλος, αποτελεί ένα ιδανικό όχημα σημασίας, ένα μεσολαβητή δια του οποίου μπορεί να αναδειχθεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς και νοηματοδότησης όλου του σύγχρονου κόσμου, είτε αυτός αναφέρεται σε ένα κοινό ανηλίκων , είτε σε ένα κοινό ενηλίκων θεατών.