Η αναζήτηση, ο εντοπισμός και η διαπίστωση του εθνικού, του γηγενούς, της ταυτότητας σε μια επιμέρους ή συνολική έκφραση της πολιτιστικής δημιουργίας ενός ευρύτερου συνόλου (έθνους/λαού), δεν μπορεί να γίνει παρά διττά και αμφίδρομα. Από τη μια, ως προς ένα αποφατικό τρόπο, με την κατανόηση του διαφορετικού και της ετερότητας που διακρίνει την άποψη που τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας διατυπώνουν σχετικά με το άλλο, το ανοίκειο σ’ αυτά και από την άλλη, ως προς ένα καταφατικό τρόπο προσέγγισης του ζητουμένου, με την άποψη, που σύστοιχα διατυπώνουν σε αναφορά προς ένα εμείς, που περιλαμβάνει και τη δική τους δημιουργία.
Και ενώ η πρώτη περίπτωση συνειδητά ή μη θέτει την έννοια της αυτοαναφορικότητας των μελών της ομάδας ως προς τα στοιχεία εκείνα που την χαρακτηρίζουν ομοιότροπα καθ’ αυτήν, διαφοροποιητικά ως προς έτερο, η δεύτερη προϋποθέτει την ομογενοποιημένη έκφραση μιας κοινοτυπικής δημιουργίας που διαθέτει γνωρίσματα του στερεότυπου και του ενδεικτικού. Γιατί ο όρος ταυτότητα εμπεριέχει (συνειδητά ή μη) και την έννοια της ετερότητας, του άλλου, του διαφορετικού, ως συνθήκη sine qua non για τον καταφατικό προσδιορισμό της, αφού το ταυτιζόμενο με κάτι άλλο, μοιραία αποξενώνεται από το μη κοινό, άρα καθορίζει δεσμευτικά το οικείο από το ανοίκειο, το κάθε φορά δικό μας από το ξένο.
Παράλληλα όμως η ταυτότητα ως προσδιορισμός της ιδιαιτερότητας σε εθνο-φυλετικό ή/και ιστορικο-πολιτισμικό επίπεδο, προϋποθέτει τη διαφορετικότητα, ως προς τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά τα οποία συναπαρτίζουν την ομοιογένειά της, η οποία (κατά συνέπεια) δεν μπορεί να προκύψει παρά πάντα σε συνάρτηση με κάποιας μορφής σύγκριση που άμεσα ή έμμεσα, λανθάνει ή προβάλλεται μεταξύ μιας κατηγορίας που αποτελεί το εμείς και μιας άλλης που αποτελεί το οι άλλοι.
Με δεδομένο όμως ότι η πραγματικότητα την οποία αποδίδει η όποια μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν αποτελεί πάντα παρά μια εικονοποίηση της πολιτισμικής πραγματικότητας της ατομικής ή συλλογικής συνείδησης που την παρήγαγε, εγγεγραμμένη μέσα σ’ ένα αξιακό και επικοινωνιακό σύστημα σημασίας, γίνεται αντιληπτό ότι, η αναφορά σ’ αυτή, δε συνιστά παρά δευτερογενή, μεταγλωσσικού είδους διεργασία, αφού αναλώνεται στην ερμηνεία της ήδη κωδικοποιημένης έκφρασής της. (Pageaux: 1992, 297-307) Κατά συνέπεια, διαβάζοντας σ’ ένα γραπτό κείμενο την αναφορά σε κάποιες κοινές λέξεις – έννοιες με καθολική ισχύ (αγάπη, ελευθερία, έθνος, λαός, θάνατος, θεός, ευτυχία, κ.ά.), πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι δεν είμαστε αντιμέτωποι με αναπαραστάσεις νοημάτων που αποτελούν πανανθρώπινες σταθερές, αλλά με αποδόσεις των συγκεκριμένων εννοιών που, όσο αρχετυπικό νόημα κι αν διαθέτουν, διαφέρουν από μια πολιτιστική παράδοση σε κάποια άλλη, από μια κοινωνία σε μια άλλη, από μια προγενέστερη εποχή, σε μια μεταγενέστερη. Με βάση τα θεωρητικά αυτά δεδομένα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι: «Η ταυτότητα μιας «εθνικής λογοτεχνίας» προσδιορίζεται συνήθως με τη σύγκριση και την αντιδιαστολή της προς μια ή περισσότερες «άλλες» ξένες λογοτεχνίες, γραμμένες σε άλλες γλώσσες ή/και ανήκουσες σε «άλλες», ξένες πολιτισμικές παραδόσεις. Μια εθνική λογοτεχνία, ωστόσο, διαμορφώνει και αποτυπώνει την ταυτότητά της όχι αποκλεισμένη στο εσωτερικό κάποιων νοητικών, άρα ασταθών ή και ανύπαρκτων πολιτισμικών συνόρων, αλλά με μια διαρκή διαδικασία σύγκρουσης ή αφομοίωσης, σε κάθε πάντως περίπτωση διαδικασία συνύπαρξης και συμβίωσης με πολιτισμούς, των οποίων οι λογοτεχνίες παρέχουν μια διαφορετική εικόνα και ερμηνεία του κόσμου» (Πολίτου-Μαρμαρινού: 2000, 44-45)
Η διαφοροποίηση αυτή μεγιστοποιείται και αποκτά σύνθετες διαστάσεις ανάγνωσης, όταν αναφερόμαστε όχι πια στο γραπτό-λογοτεχνικό κείμενο, αλλά στη σκηνική απόδοσή του. Γιατί το Θέατρο, ως χώρος του πολυσημικού και του συμβόλου, με την μορφή της παράστασης, συνιστά διάσταση υπέρβασης του λογοτεχνικού έργου και ανάδειξης των συμφραζομένων του, που ξεπερνούν την αρχική δημιουργική συνείδηση του συγγραφέα που την παρήγαγε, άρα μεταθέτουν το διαχρονικό του νοήματος στη συγχρονική κάθε φορά εκδοχή του.
Η συγκεκριμένη ερμηνεία που ένα ευρύτερο σύνολο διαθέτει γι αυτές τις εικόνες – σύμβολα, η κοινή και ομοιογενής πρόσληψη, η ομοιότροπη απόδοση και η κοινή αντιμετώπισή τους, συνιστούν στοιχεία της ιδιαιτερότητας, της φυσιογνωμίας και της μοναδικότητάς του ως ομοιογενούς ομάδας ανάμεσα σε άλλες, που στοιχειοθετεί την έννοια εθνικός χαρακτήρας της πολιτιστικής δημιουργίας.
Ως τέτοια ανάγεται στα ευρύτερα ιδεολογήματα μιας μάλλον ρομαντικής αντίληψης, ικανοποιητικής, ενδεχομένως, να απαντήσει σε ζητούμενα μιας προγενέστερης ιστορικής στιγμής, ανεπαρκούς όμως να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης μεταβιομηχανικής κοινωνίας, άρα μεθοδολογικά και ερμηνευτικά προβληματικής. (Szegedy-Maszak: 1986, 45-61) Γιατί το σύνθετο πλέγμα των κοινωνικών παραδόσεων και των ηθικο-πολιτιστικών αξιών, των γεωπολιτικών συνθηκών και των γλωσσικών, ιδεολογικών και θρησκευτικών παραμέτρων αλλά και των επικοινωνιακών σχέσεων, του όγκου της κοινής πληροφόρησης και την παγκοσμιοποιημένη πια αντίληψη του οικονομικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος που δομούν το πλαίσιο του σύγχρονου κόσμου, αντιφάσκει στην έννοια εθνικός χαρακτήρας, την οποία μετασχηματίζει ουσιαστικά. Επομένως οι έννοιες εθνική συνείδηση, ή ταυτότητα έρχονται να διαφοροποιηθούν αισθητά ως προς το παραδοσιακό περιεχόμενο και τα τυποποιημένα συμφραζόμενά τους, χωρίς παρ’ όλα αυτά να χάσουν τη σημασία και τη λειτουργικότητά τους, οριζόμενες και νοούμενες όχι πια κάτω από το πρίσμα της φυσιολογίας στην εξέλιξή τους ως εκφράσεις μιας ομοιογενούς και ομογενοποιημένης φυλετικά ομάδας, αλλά ως απαράβατες συνθήκες αυτοπροσδιορισμού της με όρους πολιτισμικής συνέχειας και συνοχής (Boerner: 1986).
Οι ποικίλες δυνατές προσεγγίσεις που μπορούν να γίνουν σ’ αυτές, τόσο από άποψη νοοτροπιών και ηθικο-πνευματικών κριτηρίων, όσο από καθαρά εξωγενείς αντικειμενικές ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες, σε αντιδιαστολή προς άλλες, διαφορετικών λαών και κοινωνιών, συνεισφέρουν στην καλύτερη και πολυδιάστατη προσέγγιση και κατανόηση των στοιχείων της ιδιαιτερότητας, άρα και της πολιτιστικής τους φυσιογνωμίας. Η κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτώμενη αυτοσυνειδησία ενός έθνους, αποδίδει πιστά τις αναμονές, τις προσδοκίες και τις αναζητήσεις του για τα ιδανικά που θέτει και παράγει τόσο σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή, όσο και διαχρονικά, τα οποία ως ιδεολογικά εννοιολογήματα εκφράζουν την οντότητά του ως έθνους, σαφώς διακριτού από όποιο άλλο. Με τη σημασία αυτή, η έννοια εθνική ταυτότητα σημαίνει, προτείνει και προβάλλει προς υιοθέτηση και αποδοχή τόσο από τα ίδια τα μέλη της, όσο και τους άλλους το πολιτισμικό προϊόν που συνειδητά και σταδιακά δημιουργήθηκε μέσα στο πέρασμα του χρόνου και τις ιστορικές εξελίξεις, με τις πολιτικές και κοινωνικές αξίες ως μεταβλητές που έχουν τη δυνατότητα να δώσουν το έναυσμα και να προκαλέσουν τη γένεση μιας μεταβολής της συλλογικής συνείδησης του έθνους. (Boerner: 1986, 14-15). Παράγοντες όπως η τεχνολογία και η πληροφορική, τα mass-media και η οικονομία, συμβάλλουν καθοριστικά σ’ αυτό. Μέσα στις συνθήκες που αναπτύσσονται στην μεταβιομηχανική κοινωνία, με την παγκοσμιοποίηση των δομών λειτουργίας του σύγχρονου κόσμου και την απόρριψη παραδοσιακών τρόπων αξιολόγησης και μορφών έκφρασης της πολιτισμικής συνέχειας και εξάρτησης της όποιας περιφέρειας από ένα και μοναδικό κέντρο εκπόρευσης της σημασίας (υπό μορφή προτύπου – επιδράσεων), τα δεδομένα αυτά παίρνουν άλλες προοπτικές, το περιεχόμενό τους αποκτά πρισματική διάθλαση που καθιστά την ερμηνεία των φαινομένων δυσχερέστερη. Ακόμα και σ’ αυτή τη νέα όμως πραγματικότητα, η αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία ενός έθνους αποδίδει πιστά τις αναμονές, τις προσδοκίες και τις αναζητήσεις του για τις αξίες και τα ιδανικά που θέτει τόσο συγχρονικά, σε μια περιορισμένη ιστορική εποχή, όσο και διαχρονικά, στο σύνολο δηλαδή της ιστορικής του πορείας, τα οποία εκφράζουν το βαθμό αυτοσυνειδησίας του συγκεκριμένου έθνους και το διαφοροποιούν ως οντότητα διακριτή από κάθε άλλη. (Fischer-Lichte : 1992)
Οι γενικότερες αυτές επισημάνσεις που αφορούν στο πώς ένα έθνος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και ποια εικόνα εκ των υστέρων διατυπώνεται γι αυτό από τα ίδια τα άτομα που το απαρτίζουν, αλλά και από τους άλλους, όσοι βρίσκονται έξω απ’ αυτό, μπορεί να εντοπισθούν σε περισσότερους τομείς της πολιτιστικής του δημιουργίας, κατεξοχήν όμως στο Θέατρο. Γιατί αυτό, χωρίς να αποτελεί είδωλο ή αντανάκλαση της πραγματικότητας, συνιστά ένα δευτερογενές σύστημα σημασίας το οποίο αποδίδει την πραγματικότητα. Η εικόνα την οποία προβάλλει κάθε φορά, δεν είναι παρά σύστοιχη της ιστορικο-κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας του συγκεκριμένου συνόλου, του οποίου συλλογικό δημιούργημα συνιστά.
Λέγοντας όμως Θέατρο, δεν εννοούμε μόνο τη δραματουργία και τη σκηνική μορφοποίησή της, αλλά την ίδια τη θεατρική πράξη, ως αυτονομημένο ενδελεχές πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης ενός συνόλου, το οποίο σχετίζεται βέβαια άμεσα με τις λοιπές συνθήκες διαμόρφωσης και πρόσληψης της δραματικής λογοτεχνίας, αλλά και σε κάποιο βαθμό, τις υπερβαίνει προς μία ίδια πραγματικότητα. Μέσα από αυτή την υπερ-πραγματικότητα της καλλιτεχνικής έμπνευσης και δημιουργίας, είναι που επιχειρήσαμε να εντοπίσουμε τη διαμόρφωση, την εμπέδωση και την ανάδειξη των στοιχείων πρωτοτυπίας και ιδιαιτερότητας του Ελληνικού Θεάτρου στον 20ο αιώνα, σε σχέση με το διεθνές περιβάλλον, τις επιρροές και επιδράσεις τις οποίες δέχεται συνεχώς από αυτό.
Μια παρόμοια όμως προσπάθεια δεν μπορεί να τελεσφορήσει, αν δε στηριχτεί πάνω σε δεδομένα που αποτελούν σταθερά ζητούμενα για την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, για πνευματικές αρχές, ψυχολογικά κριτήρια, εννοιολογήματα και προσλαμβάνουσες δομές, που διαχρονικά συνιστούν τον ομοιότροπο ορίζοντα προσδοκίας της. Αυτός καθορίζεται από την έννοια της ελληνικότητας που ως στερεότυπο σχεδόν δεσπόζει και ανιχνεύεται σε κάθε μορφή πολιτιστικής έκφρασης με τρόπο προφανή ή λανθάνοντα, αποτελώντας ένα διαχρονικό κριτήριο προσέγγισης και ερμηνείας του φαινομένου της Τέχνης, με καταφατικό ή αποφατικό περιεχόμενο.
Με την έννοια αυτή προσδιορίζεται ένα σύνολο από παράγοντες και αξίες με ρεαλιστικό ή ιδεαλιστικό περιεχόμενο, με πραγματική ή φαντασιακή λειτουργία, που προσδιορίζουν τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς των καλλιτεχνών στο Θέατρο, τη Λογοτεχνία και τις άλλες Τέχνες, αντίστοιχα με το ίδιο ερώτημα που απασχολεί όλους τους Έλληνες στη νεότερη εποχή, ως προς τη σχέση ταυτότητας ή διαφοράς με το ιστορικό παρελθόν, αλλά και το συνολικό πολιτισμικό περιβάλλον τους. Η Νεοελληνική Λογοτεχνία και το Θέατρο, αποτελούν τους δύο κατεξοχήν αντιπροσωπευτικούς χώρους, στους οποίους πραγματοποιείται η γονιμοποίηση και «αποτυπώνεται έκδηλα η δημιουργική αφομοίωση διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων», όπου «οι ετερότητες δεν συνυπάρχουν απλώς κατά τρόπο επιφανειακό και τυχαίο, αλλά αποτελούν οργανικά συστατικά της νεοελληνικής ολοκλήρωσης, όπως αυτή αποτυπώνεται σε κορυφαία έργα» (Πολίτου-Μαρμαρινού: 2000, 48).
Το δίπολο Ανατολή/Δύση, που εμβληματικά εκφράζει την αντιπαράθεση του δυτικού ορθολογισμού, της εμπιστοσύνης στην πρόοδο, την έμφαση στην ατομικότητα και το επιστημονικό πνεύμα, απέναντι στην παθητική αντιμετώπιση της ζωής, το συντηρητισμό και (ως συνώνυμό του) την καθυστέρηση, ειδοποιά γνωρίσματα του ανατολισμού, είναι εξίσου ανιχνεύσιμο και σε άλλες περιφερειακές χώρες της Ευρώπης και των Βαλκανίων (όπως ενδεικτικά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία) και απασχολούν εξίσου τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες και τους επιστήμονες που προέρχονται απ’ αυτές (Spiridon: 2000, 222). Κατά συνέπεια οι κρίσεις και τα συμπεράσματα τα οποία διατυπώνονται στην εργασία μας, mutatis mutandis αφορούν στο σύνολο σχεδόν των χωρών του περιφερειακού πολιτισμικού κέντρου (που παλιότερα ήταν μόνο η Δυτική Ευρώπη), ως προς τη σχέση εξάρτησης και αλληλεπίδρασης που διαπιστώνεται μεταξύ του κάθε φορά επίκεντρου και της περιφερειακής έκφρασης της ίδιας ή παρόμοιας πολιτιστικής/θεατρικής δημιουργίας. Με τη σημασία αυτή, οι διαστάσεις της έρευνάς μας ξεπερνούν τα όρια του συγκεκριμένου στο οποίο αναφέρονται (το Ελληνικό Θέατρο στον 20ο αιώνα) και αποκτά την ισχύ ενός παραδειγματικού μοντέλου προσέγγισης και ερμηνείας του θεατρικού φαινομένου σε χώρες με αντίστοιχες συνθήκες όπως η Ελλάδα (βαλκανικές, ανατολικοευρωπαϊκές, βορειοαφρικανικές, νοτιοαμερικανικές).
Μια περαιτέρω ανάπτυξη του συγκεκριμένου αντιθετικού ζεύγματος, μπορεί να συμπεριλάβει την αντιπαράθεση του κοσμοπολιτισμού, προς την εντοπιότητα, του διεθνισμού προς λαϊκισμό, του αστισμού προς τον αγροτισμό, του κριτικού πνεύματος προς τη γραφικότητα, που μεμονωμένα ή από κοινού εντοπίζονται σταθερά σε περισσότερες στιγμές της δραματουργίας.
Ανάμεσα στις διιστάμενες αυτές έννοιες, είναι που κινείται η νεοελληνική σκέψη και η καλλιτεχνική/θεατρική απεικόνισή της, στη διαρκή επιδίωξη συμβιβασμού και εξισορρόπησης, άμεσα αντιληπτές όχι μόνο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά από την ίδια τη στιγμή διαμόρφωσης της εθνικής και πολιτισμικής συνείδησης του ελληνισμού στη νεότερη εποχή.
Η αναζήτηση αυτή, που συχνά προσλαμβάνει τις διαστάσεις συνδρόμου, οδηγεί σε διιστάμενες και αντιφατικές απόψεις άλλοτε σύγκλισης και ταύτισης και άλλοτε απόκλισης και απόρριψης της Ιστορίας και των πολιτισμικών στοιχείων που την αντιπροσωπεύουν, προκρίνοντας άλλοτε τη μια (ανατολική) και άλλοτε την άλλη (δυτική) από τις ταυτότητες που την χαρακτηρίζουν με αντίστοιχη έμφαση στις αξίες του γηγενούς ή του ξενόφερτου, του παραδοσιακού ή του μοντέρνου. Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση, η διαγραφή των ορίων και ο προσδιορισμός του περιεχομένου της ελληνικότητας, αποτελεί ουσιώδες μέλημα των δημιουργών, εύκολα ανιχνεύσιμο στο έργο τους, είτε με την μία, είτε με την άλλη από τις δύο παραμέτρους, είτε (κάποτε) και με κάποια τρίτη συνδυαστική ως προσωπική απάντηση των συγγραφέων και των ανθρώπων του θεάτρου στις προκλήσεις της εποχής τους.
Μια οποιαδήποτε, επομένως, απόπειρα συνθετικής, ολιστικής προσέγγισης και ερμηνείας όψεων του ελληνικού πολιτισμού, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δε ληφθεί σοβαρά υπόψη η συγκεκριμένη παράμετρος, η οποία, στη συνέχεια, μπορεί να αποτελέσει το βασικό μεθοδολογικό άξονα κριτικής ανάλυσης και ιστορικής παράθεσης των δεδομένων που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη υπό ανάλυση κατηγορία πολιτιστικής δημιουργίας (το Θέατρο).
Τα προβλήματα που αναφύονται σε μια προσπάθεια ορισμού και κατανόησης της έννοιας ελληνικότητας, είναι πολλά και ποικίλα, επειδή (συνήθως) οι αφηρημένοι προσδιορισμοί που της αποδίδονται δεν αποτελούν παρά απλά λεκτικά σχήματα κενά περιεχομένου, αφού στο σύνολό της δεν συνιστά παρά νεφέλωμα, ιδεολογικό μηχανισμό απαραίτητο για την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας, που ως τέτοιος «δεν είναι αυθύπαρκτος, ούτε μπορεί να εκλογικευθεί» (Φιλιππίδης: 1983, 220-221). Σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, πρέπει ακόμα να εξετασθεί το επίπεδο στο οποίο τοποθετείται αυτή η αναζήτηση ταυτότητας, καθώς και το υποκείμενο αναφοράς της, αν δηλαδή και κατά πόσον πρόκειται για τη βιωματική καθημερινότητα των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων «ή για την ιδεατοποιημένη έκφραση μιας οντότητας, όπως αυτή μορφοποιείται στη διάσταση της διανόησης και της συνειδητής παραγωγής ή/και αναπαραγωγής της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου συνόλου, σύμφωνα με την άποψη κάποιου επώνυμου δημιουργού» (Τσαούσης: 1983, 20).
Με αυτά ως δεδομένα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ελληνικότητα ως έκφραση της πολιτισμικής ταυτότητας του ελληνισμού, εμφανίζεται ομοιότροποα όπως κατά το παρελθόν και σε άλλες χώρες της περιφέρειας (italianita, hispanidad, mexicanidad (Χατζηνικολάου: 1982, 83-89). Το περιεχόμενό της δεν αποτελείται παρά από «κρυσταλλωμένα ιδεολογήματα που αντιτάσσουν στα επείσακτα θεσμικά πρότυπα της εξάρτησης, τα ουτοπικά και ρομαντικά οράματα της αντίστασης και της αυθεντικότητας» και με αυτή τη σημασία μορφοποιεί τη σύζευξη ανάμεσα στην παράδοση ως «προσήλωση σ’ ένα ιδεολογικοποιημένο παρελθόν» και τον μοντερνισμό ως «εκλογικευμένη μεθόδευση ενός εξίσου ιδεολογικοποιημένου μέλλοντος» (Τσουκαλάς: 1983, 38-39, 45).
Η ταυτότητα όμως αυτή του ελληνισμού σε καμιά περίοδο δεν υπήρξε στατική, ούτε μονοσήμαντη. Ο χαρακτήρας της είναι δυναμικός, αναπροσαρμοζόμενος διαλεκτικά, στα πλαίσια της διαρκούς σχέσης που συνδέει το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο με τον περιβάλλοντα χώρο του, γεγονός που επιβάλλει τη διαρκή αναθεώρησή της σε σχέση προς ένα «εμείς» ή ένα «οι άλλοι», που εκφράζει αντίστοιχα μια «δυναμική/επιθετική» ή μια «παθητική/αμυντική» διάσταση του όρου (Τσαούσης: 1983, 17-18).
΄Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα (σε αντίθεση με τα αξιακά πρότυπα του δυτικού ορθολογισμού), δεν είναι πάντα ενιαία, ούτε μονιστική, αλλά δυαδική, συχνά ετερογενής και πολυσχιδής, στηριζόμενη σε μια διαφορετικού είδους εντελέχεια που συνιστά, τελικά, «την μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά της» (Τζιόβας: 1989, 16). Η αναζήτηση αυτής της ταυτότητας, η έννοια της ελληνικότητας ή όπως αλλιώς κι αν νοηθεί, ως εναγώνιο ζητούμενο της πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας, πηγή έμπνευσης για την αντίστοιχη παραγωγή και ερμηνευτικό ιδεολόγημα για τον κριτικό στοχασμό, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί, ως προς το Θέατρο, με την αρμονική σχέση σύζευξης του κειμένου με την παράσταση, χωρίς την οποία, η όποια αποτίμηση δεν παραμένει παρά μετεωρισμός, στερούμενος αντικειμενικής υπόστασης. Μέσα από αυτή την ιδιάζουσα σύνθετη καλλιτεχνική έκφραση, που αποτελεί ταυτόχρονα αισθητικό προϊόν και κοινωνικό φαινόμενο, είναι που μπορεί να εντοπισθεί η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν ενός λαού και έθνους, ανάμεσα στην πραγματικότητα της ύπαρξης και το ιδεατό της υπόστασής του.
Ανιχνεύοντας τη δραματική παραγωγή, αλλά και τη σκηνική πράξη, χαρτογραφούμε με παραστατικότητα την υποκειμενικότητα των δημιουργών, αλλά και τις προσδοκίες των θεατών, καταλήγοντας με πειστικό τρόπο σε συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας και εποχής με τη συλλογική συνείδηση και την αυτογνωσία της, ως προς το πριν και το μετά, γεγονός που επιτρέπει μια a posteriori εξαγωγή κατά κανόνα αντικειμενικών συμπερασμάτων.
Όπως λοιπόν έγινε φανερό από την ανάλυση που προηγήθηκε, το Ελληνικό Θέατρο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όχι μόνο αποτελεί πεδίο έκφρασης των ενδιαφερόντων, αναζητήσεων και προσδοκιών της κοινωνίας στο σύνολό της, αλλά αντιστοιχεί με μεγάλο βαθμό πιστότητας, στις ιδεολογικές, ψυχοπνευματικές και πολιτισμικές ορίζουσες του ελληνισμού στο σύνολό του. Γι αυτό και τόσο η πρωτότυπη δραματική παραγωγή, όσο και η υποδοχή και αφομοίωση των ξένων προτύπων, όσο και η γενικότερη σκηνική δραστηριότητα, επηρεάζονται και καθορίζονται από παράγοντες που σ’ ένα μεγάλο βαθμό υπερβαίνουν τη διάσταση του αισθητικο-καλλιτεχνικού και ανάγονται σ’ αυτήν της ιδεολογίας.