Όταν ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του όριζε την τραγωδία, έθετε ταυτόχρονα τις θεωρητικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της έννοιας Θέατρο, αφού η παράσταση ως σκηνική απόδοση του γραπτού κειμένου δεν αποτελεί παρά την αναγκαία παράμετρο δια της οποίας η πρόθεση του δημιουργού κοινοποιείται στους αποδέκτες της δια των σημείων της παράστασης και τη δημιουργία της απαραίτητης σύμβασης, η οποία διέπει αυτή τη συγκεκριμένη μορφή επικοινωνίας: τη μέσα σε συνειδητά δηλαδή και κοινά αποδεκτές εξωπραγματικές συνθήκες, εμπρόθετα προς θέα προβαλλόμενη κατάσταση, ως τέτοια εκλαμβανόμενη τόσο απ’ αυτούς που απεκδυόμενοι τον κοινωνικό τους ρόλο την παρουσιάζουν από τη σκηνή (ηθοποιοί), όσο κι εκείνους που προσποιούμενοι ότι υιοθετούν την αντικειμενική υπόσταση των γεγονότων που διαδραματίζονται, τα παρακολουθούν από την πλατεία (θεατές).
Η σκόπιμη και συνειδητή αυτή συνθήκη που συμβατικά δημιουργείται κι εμφανίζεται στην περίπτωση του θεατρικού γεγονότος αποτελεί τη μια από τις δύο βασικές παραμέτρους που συνιστούν την κατηγορία θέατρο. Η ιδιότητα δηλαδή του φαίνεσθαι όχι ως παράσταση αλλ’ αναπαράσταση της πραγματικότητας που προβάλλεται ως ένας άλλος τρόπος ή πεδίο έκφρασης του αντικειμενικά υπαρκτού (ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί απλή σημείωση μάλλον, ή ταύτιση με το είναι), συνιστά μια δευτερογενή μεταγλωσσική πραγματικότητα που ως τέτοια μόνο στο θέατρο βρίσκει την αποκλειστική αναφορά της.
Τη δεύτερη εξίσου σημαντική συνθήκη που οριοθετεί το είδος αποτελεί η επίσης ιδιάζουσα μεταγραφή των λεκτικών σημείων του γραπτού κειμένου που δημιουργεί ο συγγραφέας, σε φωνητικά, οπτικο/ακουστικά σημεία της παράστασης και την ως τέτοια πρόσληψη τους από τη συνείδηση των θεατών που παρακολουθούν στην πλατεία. Γιατί η ολοκλήρωση και λειτουργία του δραματικού λόγου αδυνατεί να συντελεστεί όπως ίσως άλλες μορφές εντέχνου λόγου με την απλή ανάγνωση. Απαιτείται η προβολή του ως θέαμα όχι σε μια προσωπική, εξατομικευμένη σχέση πομπού / δέκτη, συγγραφέα / αναγνώστη, αλλά σε μια συλλογική και δημόσια επικοινωνία των συντελεστών της παράστασης με το κοινό, με τη δημιουργία μιας νέας αντιληπτικής / προσληπτικής σχέσης.
Η καταξίωση του έργου λοιπόν δεν προέρχεται πια από την ανάγνωση του, δηλαδή την αφηγηματική, μονό-δρομη, υποχρεωτικά χρονικά προσανατολισμένη από τη βούληση του δημιουργού, νοητική προσέγγιση στο κείμενο, αλλά τη θέαση του, δηλαδή την αναπαραστατική, εξαντικειμενικοποιημένη παρουσία των συνειδησιακών προϊόντων του δημιουργού σε μια αυτονομημένη ύπαρξη άμεσα βιωματικά προσεγγίσιμη από το θεατή.
Κατά τη διάρκεια της, το θεατρικό έργο εκλαμβάνεται όχι ως απλή μίμηση ή επαναληπτική εμφάνιση της πραγματικότητας (άμεση σχέση αντανάκλασης των στοιχείων της πραγματικότητας σ’ αυτά της θεατρικής πράξης), αλλά ως υποστασιοποίησή της δια των σημείων της παράστασης που, ξεκινώντας αρχικά από την απλή απεικόνιση του πραγματικού, καταλήγουν να θεωρούνται ομοίωση εκείνου (Baudrillard: 1981, 16-17) συντελούμενη με τη μεσολάβηση της θεατρικής σημείωσης που, αν και ανήκει στο θέατρο, ουσιαστικά συνάπτεται και νοηματοδοτείται από το αντικειμενικά υπαρκτό (Marty: 1982, h5 – h6). Ο θεατρικός, κατά συνέπεια, λόγος, σ’ αντιδιαστολή με τον πραγματικό, μπορεί να θεωρηθεί πλασματικός όχι τόσο εξαιτίας της έλλειψης αναφοράς στη συνείδηση του θεατή που τον παρακολουθεί από την πλατεία, όσο κυρίως από την ιδιότητα του να ισχυρίζεται μάλλον ότι αναφέρεται, ή ν’ αναφέρεται πραγματικά σε κάτι (Searle: 1979, 58-75).
Για να λειτουργήσει όμως το θέατρο μ’ αυτή τη σημασία και να μετατραπεί το κείμενο από λογοτεχνικό προϊόν σε οπτικο/ακουστικό μήνυμα ως τέτοιο προσλαμβανόμενο από τη συνείδηση, όχι πια του αναγνώστη αλλά του θεατή, πρέπει να συντελεστούν σ’ αυτό σημαντικές μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Αυτές συνίστανται στη δημιουργική παρέμβαση του σκηνοθέτη στο κείμενο και την ανάπτυξη δραματικών στοιχείων που συνιστούν τη θεατρικότητα του, με βάση τα οποία θα δημιουργήσει την παράσταση ως ενεργεία αποδέσμευση των παραστασιμοποιήσιμων δυνατοτήτων που βρίσκονται σ’ αυτό (Ubersfeld: 198£, Durant: 1975, 117).
Αλλ’ η εμφάνιση μιας παρόμοιας κατάστασης αδυνατεί να συντελεστεί χωρίς την εικονιστική προβολή της ως θέαμα, άρα τη μετατροπή του λόγου σε εικόνα με a priori δεδομένο την πολυσημική λειτουργία και το ρόλο που μπορεί να παίξει αυτή ως διάμεσο στη μεταφορά και απόδοση των κωδικοποιημένων μηνυμάτων που δι’ αυτής από τον πομπό μεταβαίνουν στο δέκτη. Γιατί η εικόνα, πέρα από κάθε έννοια αμεσότητας κι εξάρτησης από το εικονιζόμενο, το οποίο σαφώς τοποθετείται σ’ ένα άλλο διακριτό απ’ αυτήν επίπεδο, συνιστά ένα δομικά κωδικοποιημένο σύστημα δυνάμει αναλύσιμο σε μονάδες και στοιχεία αντίστοιχα μεταγραφόμενα σε καθαρά λεκτικό / φωνητικά σημεία (Eco: 1978, 152). Η αποδόμηση κι ερμηνεία της επομένως, πραγματοποιούμενη με βάση τις πολιτισμικές και ψυχο/πνευματικές εμπειρίες του αναγνώστη / θεατή, στηρίζεται στα δεδομένα της, τα οποία το υποκείμενο προεκτείνει και μεταφράζει ανάλογα όχι μόνο με τις δικές του προσλαμβάνουσες, αλλά και την οπτική κάτω από^ την οποία αποκωδικοποιείται το μήνυμα της (Lindekens: 1971, 199).
Ήδη από τον Peirce (: 1958, 277) είναι γνωστή η διάκριση των εικονιστικών σημείων σε τρείς υποενότητες, την αναπαράσταση ή καθαρή εικόνα, την απαραστατική δύναμη / μεσολάβηση ή δείκτη και το αναπαριστώμενο αντικείμενο ή σύμβολο. Οι ονομασίες αυτές αποτελούν βέβαια συμβατικές διακρίσεις που αντιστοιχούν όμως σε μια γενικά αποδεκτή τριχοτομία, του οπτικού σημείου, ανάλογα με το αν και κατά πόσο δίνεται έμφαση στο ίδιο το οπτικό γεγονός και την εικονοποίηση του αντικειμένου, στη σχέση της εικόνας με το αναπαριστώμενο, ή τέλος την αναγωγή και νοηματοδότησή της σε κάτι έξω και πέρα απ’ τα δύο που μόνο στη διάσταση του συμβολικού ή μεταφορικού μπορεί να εντοπιστεί. Σύμφωνα με νεότερες απόψεις, οι οποίες αποδίδουν διαφορετικά αλλ’ ίσως πειστικότερα τους όρους, το οπτικό / ακουστικό γεγονός μπορούμε να διακρίνουμε σε: α. πρωταρχική εικόνα ή μορφή, με τη βοήθεια της οποίας η αναπαραστατική δύναμη συνάπτεται κι αντιστοιχεί ως προς κάποιο βαθμό ομοιότητας με το αντικείμενο, με τη βοήθεια μιας μονόδρομης σχέσης που συνάπτει την απαράσταση στο ίδιο το αναπαριστώμενο αντικείμενο, β. δευτερογενή εικόνα ή διάγραμμα, η οποία αναφέρει την αναπαράσταση στο ίδιο το αντικείμενο ενεργοποιώντας και συσχετίζοντας μια δυαδική αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία του αντικειμένου και της εικονοποίησής του, στο βαθμό που αυτή ως δείκτης εμπεριέχει μια φυσική σχέση προς το αντικείμενο, γ. Τριτογενή εικόνα ή μεταφορά κατά την οποία μια αναπαραστατική δύναμη ανάγεται σ’ ένα αντικείμενο θέτοντας σ’ ανταπόκριση μια δυαδική σχέση μεταξύ στοιχείων της εικόνας και στοιχείων του αντικειμένου, με κοινή αναγωγή κι αναφορά σ’ ένα τρίτο ενδιάμεσο παράγοντα νοηματικά και όχι ορατά παρόντα στην ανάγνωση / θέαση της εικόνας από το υποκείμενο (Marty: 1982, f6).
Ο εικονιστικός, κατά συνέπεια, λόγος, γλωσσικά στη συνέχεια ερμηνεύσιμος, μπορεί να εκφράσει ένα νόημα ταυτόχρονα με κάποιο άλλο, επειδή, είτε ο δημιουργός κατά τη στιγμή της σύνθεσης, είτε ο δέκτης κατά την επαφή μ’ αυτόν, υπερφορτίζουν νοηματικά ή συναισθηματικά την εικόνα, το δείκτη, ή το σύμβολο σε βάρος κάποιου άλλου, γεγονός που επιτρέπει την τέτοια ή διαφορετική προσέγγιση, άρα την τέτοια ή διαφορετική άποψη για το αισθητικό, ιδεολογικό ή άλλο αποτέλεσμα του.
Στο θέατρο η παράσταση ως εικόνα αποτελεί ένα θέαμα αυτοδύναμο και αυτοκαθοριζόμενο δια των σημείων που άμεσα ή έμμεσα προβάλλονται ή εννοούνται τόσο από τη στατικοποιημένη, αντικειμενικά υπαρκτή όψη του ως δραματικό κείμενο, όσο και τη δεδομένη αλλά όχι υποχρεωτικά μοναδική σκηνική εικονοποιία του. Κατά τη διάρκεια της, με τα σημειωτικά στοιχεία που διαθέτει, υποβάλλονται (αρχικά από το συγγραφέα) επιβάλλονται (στη συνέχεια από το σκηνοθέτη) και προβάλλονται τελικά από τον ηθοποιό) τα δεδομένα εκείνα που συγκροτούν την παραδειγματικά συντασσόμενη εικόνα του έργου κατά τρόπο ταυτόχρονα διαστρωματικό, νοηματοδοτούμενο και νοηματοδοτώντας τη διαφάνεια δια της οποίας προβάλλεται.
Η λειτουργία της εικόνας λοιπόν, δεν είναι παρά δεικτική και συμβολιστική, αφού δι’ αυτής κι εξαιτίας της πορεύεται ο λόγος του συγγραφέα που διαφορετικά θα παρέμενε νεκρός, αδυνατώντας να μορφοποιηθεί και να υπάρξει, αφού όπως είναι γνωστό, η ολοκλήρωση δεν συντελείται κατά την ανάγνωση, αλλά τη θέαση του ως σκηνικά προβαλλόμενη δράση. Αν, όπως όταν περιοριστεί, ή ακόμα κι εκμηδενιστεί ο λόγος, τότε μοιραία θα πάψει να υφίσταται το θέατρο μετατρεπόμενο σε μορφή θεάματος, τότε το ίδιο θα συμβεί όταν νοήσουμε την εικόνα που παρουσιάζει η θεατρική παράσταση στερημένη από τη δεικτική ή συμβολιστική φόρτιση της. Γιατί η θεατρικότητα ως βασικό γνώρισμα του θεάτρου, δυνάμει, εγγεγραμμένη στο κείμενο και ενεργεία εκφραζόμενη κατά τη διάρκεια της σκηνικής του απόδοσης, αδυνατεί να υπάρξει στερημένη από το πρωταρχικό της γνώρισμα που είναι ο λόγος στη φωνητική ή εικονιστική του μορφή.
Η θεατρική λοιπόν κατάσταση και τελικά η ίδια η έννοια θέατρο υπάρχουν ακριβώς και μόνο επειδή η προσλαμβανόμενη εικόνα εκφράζει κάποιο λόγο στην οπτικό / ακουστική του διάσταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά συναπτόμενο προς την παρουσία του αντικειμενικά υπαρκτού, συμβατικά εκφερόμενο και ομοιότροπα εκλαμβανόμενο σε μια διαρκή ροή ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το εδώ και το αλλού, το τώρα και το άλλοτε.
Οι συνθήκες είναι διαφορετικές όταν αναφερόμαστε στην κατηγορία θέαμα, αφού αυτό περιλαμβάνει το ίδιο εύστοχα πλήθος από εκδηλώσεις μέσα στην ιστορικό / πολιτισμική τους εξέλιξη και διαφορά, άμεσα πάντα σχετιζόμενες με κάτι το οποίο θεάται από κάποιους άλλους. Ως τέτοιο μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικά το τσίρκο και η παντομίμα, τα κινούμενα σχέδια και το μπαλέτο, το μιούζικ – χολ και το καλλιτεχνικό πατινάζ, είδη εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κατηγοριοποιημένα με κριτήρια του τύπου αν και κατά πόσο υπάρχει ή όχι ανθρώπινη συμμετοχή ή υπόθεση, αν αναπτύσσονται σε χώρο ή και σε χρόνο, ατομικά ή συλλογικά κ.τ.λ. Σ’ οποιαδήποτε όμως περίπτωση ως απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η λειτουργία ενός επικοινωνιακού σχήματος ανάμεσα στους φορείς του (πομπός) και το κοινό (δέκτης), το οποίο μετέχει συνειδητά στο προσφερόμενο μήνυμα (Kowzan: 1975, 26 – 27 κ.ε.).
Αυτό το τελευταίο αποτελεί και την ουσιαστική συνθήκη αλλά και το περιεχόμενο της έννοιας Θεαματικότητα: την ιδιότητα δηλαδή του να γίνεται η επικοινωνία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους συνομιλητές θέαμα για τη συνείδηση κάποιου τρίτου που την παρακολουθεί. Το γεγονός αυτό συντελείται όταν ο εκφερόμενος λόγος δεν έχει πραγματικό αποδέκτη κάποιον που μετέχει στο ίδιο επίπεδο δράσης, όπως ο πομπός, αλλά τοποθετείται στο επίπεδο της πρόσληψης, αποτελώντας τον ουσιαστικό αποδέκτη του μηνύματος (κοινό) (Alexandrescu: 1984, 58-59). Αντίθετα λοιπόν με το θέατρο, όπου επίσης διαπιστώνεται η ίδια λειτουργία του τύπου που προαναφέρθηκε, ο θεατής που μετέχει στο θέαμα γνωρίζει προκαταβολικά τους κανόνες και τις ιδιότητες που το χαρακτηρίζουν, με συνέπεια να μην περιμένει κανένα στοιχείο απρόοπτου, αλλ’ απλά και μόνο την τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού που διέπουν το κάθε φορά προσφερόμενο θέαμα (Μπάρτ: 1979, 68). Αυτό που απαιτεί το κοινό από το θέαμα, είναι η άμεση ικανοποίηση του περιορισμένου ορίζοντα προσδοκίας τον και σε τελευταία ανάλυση η ικανοποίηση των υπεσχημένων. Γιατί στο θέαμα δεν υπάρχει (τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό) η σύμβαση που υφίσταται το θέατρο, όπου δηλαδή το υποκείμενο από τη στιγμή που μετέχει ως θεατής στο θεατρικό γεγονός προσποιείται ότι θεωρεί αληθινό αυτό που ξέρει ότι δεν είναι. Ενώ στο θέατρο η σύμβαση αυτή καλύπτει τους όρους που αναφέρονται στο χώρο και το χρόνο ως μορφές εποπτείας της συνείδησης που μετέχει στο οπτικό γεγονός σε σχέση με τα σκηνικά διαδραματιζόμενα, σε κάθε άλλη μορφή θεάματος υπάρχει μια αυστηρά περιοριστική δέσμευση, η παρέκβαση από την οποία δημιουργεί την αίσθηση του λάθους της αποτυχίας ή του παραξενέματος. Κατ’ επέκταση αυτό που μπορεί σε μια θεατρική παράσταση να θεωρηθεί ως αρετή, η παρουσία δηλαδή του στοιχείου της έκπληξης και του απρόοπτου στην ανάπτυξη του μύθου, η ευρηματικότητα και πρωτοτυπία του σκηνοθέτη που μπορεί να προσδώσει μοναδικότητα και διαφορά στη συγκεκριμένη απόδοση του έργου, στο θέαμα εκλαμβάνεται ως ακριβώς το αντίθετο. Αυτό που προσδοκά το κοινό στην περίπτωση που αναφερόμαστε, είναι η απόλυτη και στερεότυπη σχεδόν τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού, η εκπλήρωση των ρόλων που έχουν ανακοινωθεί (Hotier: l948, 10) , αφού αυτό που τελικά έχει αξία δεν είναι τόσο το περιεχόμενο, το οποίο άλλωστε σε αρκετές κατηγορίες απουσιάζει εντελώς, όσο το ίδιο το οπτικό γεγονός ( Eco – Pezzini: 1982, 26) ανταποκρινόμενο σε μια άμεση ανάγνωση καταληπτή από όλους (Μπάρτ: 1979, 56).
Η δράση στο βαθμό που υφίσταται, πραγματοποιείται όχι για να συμβάλει καθαυτή στην υπόθεση, ή να δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια μελλοντική εξέλιξη (η πορεία της οποίας αγνοείται τη στιγμή κατά την οποία συντελείται), αλλά για να εμφανιστεί και να εκληφθεί ως τέτοια από τη συνείδηση κάποιου που βρίσκεται έξω από τους κανόνες του παιχνιδιού και παρακολουθεί ως θεατής τα διαδραματιζόμενα.
Μία παρόμοια όμως λειτουργία του θεάματος αδυνατεί να νοηθεί πέρα από την εικονιστική προβολή του, σε τρόπο που η ίδια η εικόνα ως τέτοια αποκτά μια αυταξία που καθίσταται λόγος και περιέχει όλο το από το θέαμα προβαλλόμενο μήνυμα. Από τη στιγμή δηλαδή που η σύνταξή της γίνεται σ’ ένα οριζόντιο άξονα στοιχείων της, η εικόνα στο θέαμα ερανίζεται ως μία δυσδιάστατη εγγραφή στερούμενη βάθους σε τρόπο που ο λόγος της γίνεται προφανής από την ίδια στιγμή της ύπαρξής του.
Οι σχέσεις ανάμεσα στα επιμέρους δεδομένα της οπτικής σημείωσης – εικόνα / αναπαράσταση – δείκτης / αναπαραστατικές δυνάμεις σύμβολο / αναπαριστώμενο αντικείμενο – περιορίζονται στο γεγονός μιας απλής ομοίωσης του προβαλλομένου μηνύματος με το αντικείμενο, άρα δημιουργούν μια πλήρη ταύτιση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο του, σε τρόπο που το καθαρά εικονιστικό προκαλεί και δημιουργεί ένα λεκτικό / φωνητικό που δι’ αυτού εκπορεύεται και λειτουργεί.
Η από το θέαμα προβαλλόμενη λοιπόν εικόνα, χωρίς βέβαια να στερείται από κάποιο κοινά αντιληπτό και από τους θεατές αποδεκτό λόγο, χαρακτηρίζεται όχι κατεξοχή για το απ’ αυτήν εκφερόμενο νόημα, όσο για το ίδιο το περιέχον του προτεινόμενου μηνύματος, ως τέτοιο αυτοδύναμο καταξιωνόμενο στη συνείδηση που το δέχεται εικονιστικά, μέσα στην πληρότητα και αυθυπαρξία της μορφής του. Ο λόγος της εικόνας κατ’ επέκταση, είναι αυτός που κυριολεκτείται στο θέαμα, αφού μόνο μ’ αυτόν γίνεται δυνατό ν’ αποδοθεί η θεαματικότητα στην πλήρη και απόλυτη μορφή της. Το απ’ αυτόν προτεινόμενο οπτικό μήνυμα, εντάσσεται ολοκληρωτικά σ’ ένα διαρκές παρόν, αναπόσπαστα ταυτιζόμενο με τον ιστορικό χρόνο των θεατών που το παρακολουθούν, σε τρόπο που κάθε άλλη διάσταση δραματικού ή και σκηνικού χρόνου υποβαθμίζεται και σχεδόν αποκλείεται εντελώς. Η εικόνα εμφανίζεται συνοπτικά σ’ ένα παρόν που συναιρείται στο χρόνο παρακολούθησης του θεάματος από τις αντιληπτικές ικανότητες του θεατή (Βακαλό: 1989, 85) που δέχεται αυτόν το λόγο της εικόνας ως ένα άλλο τρόπο έκφρασης και συμμετοχής του στην πραγματικότητα από την οποία ούτε στιγμή δεν προφασίζεται, ούτε στοχεύει να διαφύγει.
Στο θέατρο αντίθετα, η από το θεατή προσλαβανόμενη εικονιστική παράσταση, ανταποκρινόμενη σε μια βαθύτερη πραγματικότητα την οποία υπαινίσσεται ή σημειώνει κινείται σ’ ένα επίπεδο φαίνεσθαι τοποθετώντας τη σχέση του σκηνικά αναπαριστώμενου και του πραγματικά υπαρκτού σε πλήρη αντιστοίχιση ανάμεσα στο δείκτη και την εικόνα την εικόνα και το σύμβολο ανάλογα με την αρχική πρόθεση του δημιουργού και την τελική άποψη του θεατή.
Το οπτικά προβαλλόμενο παρόν εμπεριέχει και υπονοεί ένα παρελθόν και κάποιο μέλλον, αφού ο δραματικός λόγος του κειμένου μετατρέπεται σε σκηνικό δια της συγκειμένης εικονοποιίας που δέχεται κατά την παράσταση του. Σαφώς διακριτός απ’ αυτόν της αντικειμενικότητας, στην οποία υπάρχει ο θεατής, αποτελεί μέρος της σύμβασης που διακρίνει το θέατρο, δημιουργώντας μια δευτερογενή, μεταγλωσσικού τύπου πραγματικότητα. Επομένως το προσλαβανόμενο οπτικό γεγονός, δεν είναι παρά η επένδυση, το όχημα, δια του οποίου θα μεταβιβαστεί η πρόθεση του δημιουργού στο φυσικό της αποδέκτη, μετατρέποντας τελικά το οπτικό σε φωνητικό, το λόγο της εικόνας σε εικόνα του λόγου.
Όπως αυτονόητα σχεδόν προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, τόσο το θέατρο ως εικόνα του λόγου, όσο και το θέαμα ως λόγος της εικόνας, αποτελούν δύο επάλληλες κατηγορίες καλλιτεχνικής δημιουργίας που συνάπτονται ως προς ένα πρωταρχικό δεδομένο, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα πεδίο σύγκλισης αλλά και απόκλισης. Πρόκειται για την κοινή αλλ’ ανομοιότροπη ύπαρξη και λειτουργία της εικόνας, που, διαφορετικά κατά περίπτωση, επιτρέπει την αμοιβαία αναγωγή και σημαδιότησή τους σ’ ένα ευρύτερο σημειωτικό σύστημα εικονοποιημένων αντικειμένων, στο οποίο εξίσου θεμιτή είναι η ένταξη και άλλων μορφών τέχνης, όπως η ζωγραφική και ο κινηματογράφος, το βιντεοκλίπ και τα κινούμενα σχέδια. Η τεχνολογική εξέλιξη με τη δημιουργία καινούργιων δεδομένων που επιδρούν στη διαμόρφωση ακόμα και των ίδιων των νοητικών προσλαμβανουσών του υποκειμένου, η επίδραση των mass – media, τα πλεονεκτήματα της εικονοποιημένα παρεχόμενης γνώσης, σε συνδυασμό ίσως και με καθαρά θεατρικούς παράγοντες, όπως το αδιέξοδο του δραματικού λόγου η ενίσχυση της θέσης του σκηνοθέτη και η διαφοροποίηση της αναμονής του κοινού, οδηγούν σε μια σταδιακή ανάπτυξη του θεάματος σε βάρος του θεάτρου. Φυσικά, τα στοιχεία της θεαματικότητας ανέκαθεν υπάρχουν στη θεατρική πρακτική ενισχύοντας ουσιαστικά το προσλαμβανόμενο αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά η παρατηρημένη υπέρμετρη έμφαση σ’ αυτή υποβαθμίζει μοιραία τη θεατρικότητα, θέτοντας σ’ αμφισβήτηση τη μελλοντική πορεία του θεάτρου που, ίσως για πρώτη φορά από τη δημιουργία του, βαδίζει κι αυτό τον αναπόφευκτο δρόμο της ποιοτικής αλλά κι εννοιολογικής του μεταλλαγής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALEXANDRESCU (S.) «Spectacle et spectaculaire» Kodikas / Code 7:1/2 (1984)47 – 62
BAUDRILLARD (J.) Simulacres et Simulations, Paris, Galitee 1981
ΒΑΚΑΛΟ (Ε.) Από την πλευρά του θεατή, Αθήνα, Κέδρος, 1989
DURAND (R.) «Problémes d’ analyse structurale et sémiotique de la forme théâtrale» in: Sémiologie de la représentation (col), Bruxelles, ed. Complexe, 1975, 112- 120
ECO (U.) «Pour une reformulation du concept de signe inonique»
Communications 25 (1978) 141 – 191
ECO (U.) – PEZZINI (I.) «La sémiologie des «Mythologies»
Communications 36 (1982) 19- 42
HOTIER (H.) «La transgression du cirque» Kodikas / Code 7: 1/2 (1984) 9-16
KOWZAN (T.) Litterature et spectacle. La Haye / Paris, Mouton, 1975
LINDEKENS (R.) «Théorie generale des objects iconises» Sémiotica 3:4 (1971) 197-214
MARTY (R.) «Des trois icônes aux trois symboles» Degrés 29 (1982) h1 -h9
ΜΠΑΡΤ (P.) Μυθολογίες, ελ. μετ. Κ. Χατζηδήμου – Ι.Ράλλη, Αθήνα, Ράππας, 1979
PEIRCE (C.) Collected Papers, Harvard, University Press, 1958
SEARGE (C.) «The logical status of Fictional Discourse» in: Expression and Meaning, Cambridge, University Press, 1979, 58 – 75
UBERSFELD (A.) Lire le théâtre, Paris, éd. Sociales, 19824