Λέγοντας θεατρικό χώρο, στην ευρύτητα του όρου, εννοούμε αρχικά την ύπαρξη και θέση του συγκεκριμένου οικοδομήματος μέσα στο γενικότερο πολεοδομικό σχηματισμό της πόλης (κέντρο, περιφέρεια, συνοικία) ,ή ακόμα τον προσδιορισμό του σε σχέση με γεωφυσικές και άλλες περιβαλλοντικές συντεταγμένες (σε περίπτωση που πρόκειται για υπαίθριο κτίσμα). Στη συνέχεια λαμβάνουμε υπόψη την αρχιτεκτονική του κτιρίου με τις όποιες ιδιαιτερότητες (νεοκλασικό οικοδόμημα), καθώς και τη σχέση της σκηνής με την πλατεία (Βoîte Italienne, αμφιθέατρο, ελισαβετιανή σκηνή), τον αρχικό σχεδιασμό και κατασκευή του με αυτό τον προορισμό (να αποτελέσει δηλαδή χώρο θεαμάτων και παραστάσεων), ή την μεταγενέστερη ανακατασκευή και διαμόρφωση από την πρωταρχική του μορφή (βιομηχανικός, επαγγελματικός χώρος) σε θεατρικό.
Εννοούμε ακόμα τα αποκλειστικά γνωρίσματα της αίθουσας, όπως το αν και κατά πόσο προορίζεται μόνο για θεατρική χρήση ή ταυτόχρονα εξυπηρετεί και άλλες ανάγκες (προβολή ταινιών, πολιτιστικές εκδηλώσεις), την ενδεχόμενη λειτουργία της μόνο κατά τη χειμερινή ή και τη θερινή περίοδο, τον πιθανό ιστορικό/αρχαιολογικό χαρακτήρα της και τα γενικότερα εκείνα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη θεατρική δραστηριότητα που εκδηλώνεται σε αυτή, τόσο στο επίπεδο της παραγωγής, όσο και της πρόσληψης του θεάματος από το κοινό.
Γιατί, όπως γίνεται αντιληπτό, οι διαστάσεις και δυνατότητες που προσφέρει η ίδια η σκηνή με την ευκολία ή δυσκολία στην εναλλαγή των σκηνικών και την κίνηση των ηθοποιών σε αυτή, ευνοεί ή δυσχεραίνει την απόδοση κάποιας μορφής θεατρικού λόγου, ενθαρρύνοντας ή αποθαρρύνοντας το ενδεχόμενο σκηνικών και εκφραστικών πειραματισμών, άρα καθορίζει ουσιαστικά το προσφερόμενο θέαμα. Ενδεικτική είναι η περίπτωση ενός αρχαιοελληνικού αμφιθεάτρου, ως ιδανικού χώρου υποδοχής μιας τραγωδίας, ενώ δεν ενδείκνυται για την απόδοση ενός σύγχρονου ψυχολογικού δράματος, το οποίο, με τη σειρά του, αναδεικνύεται σε ένα περιορισμένο, κλειστό θέατρο.
Εξίσου όμως με τις σκηνικές, οι δυνατότητες της πλατείας είναι αυτές που προσδιορίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θεατρικού χώρου, αφού αυτές είναι που διαμορφώνουν την κρίση του θεατή. Αυτό συντελείται, γιατί ο χώρος επηρεάζει όχι μόνο τις νοητικές και ψυχολογικές προσλαμβάνουσες του κοινού, με την μεγέθυνση ή σμίκρυνση της απόστασης του θεατή από τα σκηνικά δρώμενα, άρα την παρεμπόδιση ή ενίσχυση της επιδιωκόμενης επικοινωνίας μεταξύ σκηνής – πλατείας, αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες πραγματοποιείται η θεατρική σύμβαση εξαιτίας του τρόπου μετάβασης του θεατή στο συγκεκριμένο χώρο, τις κοινωνιολογικές του συνυποδηλώσεις και τα γενικότερα πολιτισμικά συμφραζόμενα που σηματοδοτούν πάντα τη θεατρική παράσταση.
Αν τέλος συνεκτιμηθεί και το κοινωνιολογικά ερμηνεύσιμο στοιχείο της κοσμικής λειτουργίας του θεάτρου, η αίσθηση δηλαδή του «πρέπει να έχω δει» και η δεοντολογία συμμετοχής του θεατή σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός που, μακράν από την προσφορά αισθητικής και μόνο απόλαυσης, του προσδίδει κύρος και αποδοχή στην κοινωνική ιεραρχία όχι του «είναι» αλλά του «φαίνεσθαι», τότε οι καθαρά ψυχολογικοί παράγοντες συνδυάζονται με τους ιδεολογικούς που επενεργούν κατά την επιλογή του θεάματος και τη συμμετοχή του κοινού σε αυτό. Οι κατ’ αυτό τον τρόπο αναπτυσσόμενες ευνοϊκές ή δυσχερείς συνθήκες πρόσληψης του δραματικού λόγου, όπως και ο περιορισμός ή διεύρυνση των δυνατοτήτων σκηνικής απόδοσης του έργου, συνιστούν τις δύο επιμέρους συνθήκες, με τις οποίες ο θεατρικός χώρος αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό παράγοντα για την ανάπτυξη της επικοινωνίας στο θέατρο.
Μέσα στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος «Θαλής» του ΕΚΠΑ με τίτλο «Το Θέατρο ως μορφοπαιδευτικό αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην Εκπαίδευση και την Κοινωνία», εκτός από τον μορφοπαιδευτικό ρόλο του Θεάτρου και τη θέση του στην Εκπαίδευση ως «Παμμούσου παιδαγωγίας», που αναπτύχθηκε σε επιμέρους δράσεις, το ερευνητικό μας ενδιαφέρον εστιάσθηκε στη θέση του Θεάτρου στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και το ρόλο που αυτό διαδραματίζει σε μια εποχή έντονης οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης.
Ιδιαίτερο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη δημιουργία ενός Λευκώματος αποτύπωσης των Θεατρικών χώρων της Αθήνας, στο οποίο με καλλιτεχνική αρτιότητα, που εξασφαλίζει η ειδική για τη συγκεκριμένη έκδοση επαγγελματική φωτογράφιση των περιλαμβανομένων σε αυτήν χώρων, αλλά και επιστημονική εγκυρότητα, επιχειρείται μια χαρτογράφηση όχι όλων, αλλά των πιο αντιπροσωπευτικών θεάτρων της Αθήνας, του Πειραιά, των Προαστίων και των όμορων δήμων, δηλαδή όλου του μητροπολιτικού χώρου στον οποίο εκδηλώνεται το μεγαλύτερο μέρος της θεατρικής δραστηριότητας στη σύγχρονη Ελλάδα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ένταξη των θεατρικών κτισμάτων στο χωροταξικό σχεδιασμό της πόλης, με τις κεντρικές ή τις περιφερειακές θεατρικές αίθουσες να λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο ως προς τις παραστάσεις ή τους θιάσους που φιλοξενούν. Στην ελληνική πρωτεύουσα, οι πρώτες προσπάθειες αποκεντρωμένων θεάτρων υπήρξαν ενδεικτικές ως προς την απόπειρα σκηνοθετών και ηθοποιών να υπηρετήσουν τα προσωπικά καλλιτεχνικά τους οράματα απευθυνόμενοι στο ευρύτερο κοινό των αθηναϊκών συνοικιών που θα ήταν πιο δεκτικό σε νέες και μη συμβατικές θεατρικές απόπειρες. Στο Θέατρο «Διονύσια Καλλιθέας» ο θίασος του πρωτοπόρου Αδαμάντιου Λεμού ήδη από το 1947 παρουσιάζει στο κοινό έργα νεοελλήνων συγγραφέων όπως του Τάκη Γαλανού, του Σωτήρη Πατατζή και του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε μια περιοχή μακριά από τα μεγάλα εμπορικά θέατρα του κέντρου και σε μια περίοδο αρκετά δύσκολη. Παρόμοιες πρωτοβουλίες ανέλαβαν αργότερα και άλλοι άνθρωποι του θεάτρου, όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης στη Νέα Ιωνία το 1965, ο Σωτήρης Χατζάκης στην Καισαριανή στη δεκαετία του ’70 και ο Θανάσης Παπαγεωργίου με το Θέατρο «Στοά» στου Ζωγράφου το 1971.
Σήμερα, δεν είναι καθόλου σαφής και αυτονόητη η διάκριση ανάμεσα σε τέτοιου είδους οριοθετήσεις (κέντρο/μεγάλα εμπορικά θέατρα – περιφερειακοί δήμοι/μικρές πρωτοποριακές σκηνές), αφού, στον αιώνα μετά τον μεταμοντερνισμό καμία αυστηρή περιχαράκωση δεν μπορεί να μείνει για πολύ αλώβητη, καθώς τα στιλ αλλάζουν και οι ταυτότητες αμφισβητούνται καθημερινά.
Στο πλαίσιο των παρατηρήσεων και του προβληματισμού που αναπτύχθηκε παραπάνω, ο στόχος της συγκεκριμένης μελέτης επικεντρώθηκε στην καταγραφή και χαρτογράφηση αντιπροσωπευτικών θεατρικών χώρων που βρίσκονται σε λειτουργία στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και των περιαστικών δήμων, δηλαδή ενός “Μητροπολιτικού” χώρου, στον οποίο περιλαμβάνεται η Αθήνα, οι όμοροι Δήμοι, ο Πειραιάς και τα προάστια (Ελευσίνα).
Ο χαρακτήρας της είναι διττός, καλλιτεχνικός από τη μία και επιστημονικός από την άλλη. Με την ειδικά για την παρούσα έκδοση συστηματική φωτογράφηση των θεατρικών χώρων ως οικοδομήματα στον πολεοδομικό ιστό, με την εξωτερική τους εμφάνιση και την οργανική τους ένταξη στη ζωή της πόλης, με τη συστηματική απεικόνιση της εσωτερικής τους διάταξης, των κοινόχρηστων χώρων και των τεχνικών χαρακτηριστικών της κατασκευής τους, αλλά κατεξοχήν της απεικόνισης του είδους της θεατρικής τους σκηνής, της σχέσης της με την πλατεία και τον χώρο υποδοχής και φιλοξενίας των θεατών που παρακολουθούν την παράσταση, επιδιώκεται η όσο το δυνατόν αισθητικά αρτιότερη απεικόνιση των χώρων υποδοχής του θεάτρου στη σύγχρονη Αθήνα.
Παράλληλα όμως, χωρίς να επιβαρύνεται με λεπτομερειακή περιγραφή των γνωρισμάτων του χώρου, ούτε με παράθεση πλεονασματικών πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά κάθε θεάτρου, επιδιώκεται η όσο το δυνατόν πιο έγκυρη και συστηματική παρουσίαση των θεατρικών χώρων, ώστε ο αναγνώστης της παρούσας μελέτης να αποκομίζει μια ολοκληρωμένη αισθητική και επιστημονική εικόνα για το προς πραγμάτευση θέμα, τους αθηναϊκούς θεατρικούς χώρους. Επιπλέον, στόχος υπήρξε να επισημανθούν οι αντιπροσωπευτικοί κατά κατηγορία χώροι, όχι μόνο με τα ιδιαίτερα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, αλλά και τις ιστορικές, κοινωνιολογικές, θεατρολογικές και αισθητικές ιδιαιτερότητες που τους καθιστούν επιλέξιμους ανάμεσα σε άλλους ομοίου είδους.
Η μελέτη δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή ούτε στην παράθεση στοιχείων και πληροφοριών παρατακτικού περιεχομένου. Επιδιώκει να αναλύσει, να αιτιολογήσει, να συνθέσει μια εικόνα για το θεατρικό τοπίο της πρωτεύουσας, με βάση αρχές και στοιχεία από την κοινωνιολογία του θεάτρου.
Η θέσπιση κριτηρίων και μεθοδολογικών αρχών με τη βοήθεια των οποίων θα μπορούσαμε να διεξαγάγουμε μια παρόμοια έρευνα δεν υπήρξε ούτε απλή, ούτε εύκολη, αφού θα ήταν εξίσου θεμιτό και δυνατό να στηριχθούμε σε διαφορετικής φύσεως δεδομένα, όπως το είδος του ρεπερτορίου (επιθεώρηση – κλασικό θέατρο), η οικονομική παράμετρος (εμπορικό θέατρο – θέατρα τέχνης), το θεατρικό σχήμα (θιασαρχικά θέατρα – θεατρικές ομάδες) κ.α., με αντίστοιχο προσανατολισμό των ενδιαφερόντων της μελέτης μας. Επειδή όμως το ζητούμενο εστιάζεται στην έννοια του θεατρικού χώρου, άρα στη χωροταξική και πολεοδομική κατηγοριοποίηση των θεατρικών αιθουσών, υποχρεωθήκαμε να εστιάσουμε την αναζήτησή μας σε άλλου είδους κριτήρια.
Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση όμως, νέα προβλήματα προέκυψαν και νέα ερωτήματα τέθηκαν επιτακτικά, προερχόμενα ακριβώς από την προσπάθειά μας για ομογενοποίηση και αποσαφήνιση των κριτηρίων με καθαρά χωρο-ταξικές συνισταμένες. Αυτό οφείλεται σε παραμέτρους όπως: α) η αλλαγή ονομασίας πολλών θεατρικών χώρων που παλαιότερα λειτουργούσαν με διαφορετικό ιδιοκτησιακό καθεστώς και διαφορετική ονομασία, β) η μετατόπιση του παραδοσιακά θεωρούμενου ως κέντρου και η διεύρυνση των ορίων του, μέσα στο νέο αστικό τοπίο που διαμορφώνεται στην αρχή του 21ου αιώνα, γ) ο συμφυρμός των ποικίλων κατηγοριών που προκύπτει από τη συνύπαρξη περισσοτέρων του ενός χαρακτηριστικών σε ορισμένα θέατρα, έτσι ώστε αυτά να μπορούν να ενταχθούν εξίσου σε δύο ή περισσότερες κατηγορίες και, τέλος δ) ο υπερβολικός αριθμός θεατρικών αιθουσών που λειτουργούν σήμερα στην αθηναϊκή πρωτεύουσα και καθιστούν πολύ δύσκολη τη «χαρτογράφηση» του θεατρικού τοπίου και την κατανομή σε ευδιάκριτες κατηγορίες χώρων, αφού μάλιστα σήμερα σχεδόν καμία περιοχή δεν μπορεί εκ προοιμίου να χαρακτηρισθεί ομοιογενής με ιδεολογικούς, αισθητικούς ή ακόμη και κοινωνιολογικούς όρους.
Με βάση τα προηγούμενα, οδηγηθήκαμε στον εντοπισμό και την υιοθέτηση σύνθετων παραμέτρων αρχιτεκτονικής (υπαίθριοι – κλειστοί χώροι), λειτουργικότητας (χώροι πολυθεάματος – σύγχρονοι πολιτιστικοί χώροι), ιδιομορφίας (πρώην βιομηχανικοί χώροι) και χωροταξίας (κεντρικές – περιφερειακές σκηνές), θεσμικής υπόστασης (επίσημες κρατικές σκηνές), αλλά και καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας (πειραματικές), σύμφωνα με τα οποία οδηγηθήκαμε στον καθορισμό των ακόλουθων κατηγοριών για τους αθηναϊκούς θεατρικούς χώρους:
Υπαίθρια Θέατρα – Ανοιχτοί Χώροι (Αρχαιολογικοί, Σύγχρονοι ανοιχτοί χώροι)
Επίσημες κρατικές σκηνές
Κεντρικές σκηνές
Αποκεντρωμένα Θέατρα
Θέατρα Πειραματισμού και Πρωτοπορίας
Σύγχρονοι Πολιτιστικοί Χώροι
Βιομηχανικοί ή άλλοι χώροι που μετασχηματίσθηκαν σε θεατρικούς
Για τη μελέτη μας αυτή αξιοποιήσαμε στοιχεία από ένα ερευνητικό πρόγραμμα που είχε εκπονηθεί στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης «Θέατρο και Εκπαίδευση», υπό την επιστημονική εποπτεία του καθηγητή Θόδωρου Γραμματά, κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2005-06 και 2006-07, με τον τίτλο «Θεατρική Χαρτογράφηση της Αθήνας» και στο οποίο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες είχαν συλλέξει τα στοιχεία σε συνεννόηση με τους υπεύθυνους των θεάτρων. Μια σύντομη παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έγινε στο περιοδικό Φουαγιέ, τεύχ. 17 (Ιούλιος-Αύγουστος 2007), σσ. 33-35. Προκειμένου να επικαιροποιήσουμε τα στοιχεία αυτά, βασιστήκαμε, επίσης, σε διαδικτυακές πηγές, επιμένοντας στις επίσημες ιστοσελίδες των θεάτρων, όπου αυτές υπήρχαν, σε ενυπόγραφα άρθρα εφημερίδων που αφορούν στα αθηναϊκά θέατρα, καθώς και σε πληροφορίες που ευγενικά μας παραχώρησαν οι υπεύθυνοι των θεάτρων με τους οποίους επικοινωνήσαμε και τους οποίους ευχαριστούμε θερμά, ενώ για τα παλαιότερα θέατρα στηριχθήκαμε στην πάντοτε πολύτιμη δίτομη εργασία της Ελ. Φεσσά – Εμμανουήλ Η Αρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θεάτρου. 1720-1940 που περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία.
Παρά τα ποικίλα προβλήματα και τα εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπισθούν, παρά τα μεθοδολογικά ζητήματα που εγείρονται από τον τρόπο αντιμετώπισης του ζητουμένου και αιτιολόγησης της τελικής επιλογής των χώρων που παρουσιάζονται, κατορθώσαμε να παρουσιάσουμε ένα έργο που απουσίαζε μέχρι τώρα από την ελληνική θεατρική βιβλιογραφία.
Μέσα από τις σελίδες του, ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να έρθει σε μια προσωπική επαφή με παραδοσιακούς και μοντέρνους, με κλειστούς και ανοιχτούς θεατρικούς χώρους και να αποκτήσει μια σφαιρική άποψη για το περιβάλλον υποδοχής και πρόσληψης του θεάματος στη σύγχρονη Αθήνα.
Θόδωρος Γραμματάς – Μαίρη Δημάκη Ζώρα