Ως διασκευή θα θεωρήσουμε τον παραγωγικό εκείνο μηχανισμό που, ύστερα από μια δεύτερη ανάγνωση-ερμηνεία ενός αρχικού λογοτεχνικού έργου, με την αξιοποίηση συγκεκριμένων μετασχηματιστικών τεχνικών και κωδίκων υπερδιόρθωσης (σύμφωνα με τις αρχές που λειτουργούν και διέπουν ένα νέο πολιτισμικό περιβάλλον) καταλήγει στην παραγωγή κάποιου άλλου, μεταγενέστερου κειμένου, το οποίο συνιστά αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία έντεχνου λόγου, με δικό του συγγραφέα και δική του παρουσία στο «σώμα» τις σύγχρονης γηγενούς λογοτεχνικής παραγωγής.
Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, η διασκευή δεν συνιστά απλά μια λεκτική μεταγραφή κάποιου κειμένου σε άλλη ή στην ίδια γλώσσα, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα υπερκειμενοποίησης που ξεκινά από μια πρώτη ανάγνωση του αρχικού «κειμένου-πηγής», για να ολοκληρωθεί με την επανεγγραφή του μεταγραφομένου γλωσσολογικού υλικού σ’ ένα νέο «κείμενο-στόχο», σύμφωνα με εσωτερικά/ υποκειμενικά, αλλά και εξωτερικά-αντικειμενικά δεδομένα.
Τα δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου έργου, όπως ο μύθος και η δράση, η πλοκή και οι δραματικές καταστάσεις, το πλέγμα των αφηγηματικών με τις καθαρά θεατρικές τεχνικές, το αξιακό και εννοιολογικό του σύστημα, πρέπει να συνεχίσουν να αποτελούν τον σταθερό καμβά πάνω στον οποίο θα αναπτυχθεί το δευτερογενές κείμενο. Παρ’ όλα αυτά, είναι σύνηθες το φαινόμενο να υπάρχει μια σχετική απόσταση ανάμεσα στο πρωτότυπο έργο και τη διασκευή του. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη σχεδόν φυσιολογική «απώλεια πληροφοριών» που συντελείται κατά τη διαδικασία τις μετάφρασης, αν πρόκειται για μεταγραφή σε άλλη γλώσσα, αλλά και σε συγκεκριμένες επιλογές του διασκευαστή.
Η προσωπικότητά του, αλλά και η κυρίαρχη ιδεολογία τις εποχής στην οποία γίνεται η διασκευή, η λειτουργία τις γλώσσας ως φορέα συλλογικής πολιτισμικής συνείδησης και η εγγραφή των ψυχο-κοινωνικών κωδίκων έκφρασης και επικοινωνίας τις συνόλου στο διασκευαζόμενο κείμενο, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Δεν πρέπει ακόμα να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο ηθικός, κοινωνικός, αισθητικός και πνευματικός κόσμος των θεατών για τις οποίους γράφτηκε το διασκευαζόμενο έργο έργο (η αθηναϊκή δημοκρατία για τον Αριστοφάνη, η Ελισαβετιανή Αγγλία για τον Σαίξπηρ, ο ισπανικός χρυσός αιώνας για τον Θερβάντες), έχουν για πάντα χαθεί. Η πολιτιστική καλλιέργεια, ο ψυχο-πνευματικός κόσμος, η νοοτροπία των θεατών της εποχής προέλευσης του κλασικού έργου, η εξοικείωσή τους με τους κανόνες και τις συμβάσεις της δραματικής τέχνης, έχουν πια ανεπίστρεπτα ταξινομηθεί στην Ιστορία του Θεάτρου. Τέτοια είναι η περίπτωση έργων ιστορικού και πατριωτικού περιεχομένου, που κατά συρροή έχουν γραφεί τόσο στο 19ο όσο και στον 20ο αιώνα, από συγγραφείς τις ο Ι. Ζαμπέλιος και ο Θ. Αλκαίος, ο Τ. Αμπελάς και ο Δ. Βερναρδάκης, ο Ν. Καζαντζάκης και ο Σπ. Μελάς, ο Γ. Θεοτοκάς και ο Αγ. Τερζάκης, ο Β. Ρώτας και ο Γ. Κοτζιούλας. Τα έργα αυτών των συγγραφέων, με το τόσο σημαντικό από ιδεολογικής απόψεως περιεχόμενο, έχοντας χάσει τη λειτουργικότητά τους σ’ ένα σύγχρονο νεανικό (ιδιαίτερα) κοινό, μπορεί να διασκευαστούν από έναν εκπαιδευτικό, σύμφωνα με μας αρχές και τις τεχνικές που αναπτύσσονται στην παρούσα ενότητα της εργασίας τις. Και αυτό προκειμένου να αποκατασταθεί η χαμένη αναφορικότητά τους με τους σύγχρονους θεατές (ανηλίκους και ενηλίκους) και να αποκατασταθεί η διαταραγμένη σχέση της παραδοσιακής «εθνικής» δραματουργίας, με τους αποδέκτες της.
Κατά συνέπεια, το έντεχνο θεατρικό κείμενο που γράφτηκε με προορισμό να παρασταθεί μπροστά σ’ ένα κοινό ενηλίκων θεατών, όπως το επέβαλλαν οι όροι και οι συνθήκες της εποχής του, καλείται σήμερα να αποδοθεί σ’ ένα εντελώς διαφορετικό ιστορικο-κοινωνικό περιβάλλον, σ’ ένα κοινό (παιδικό-νεανικό), με ιδιαίτερες προσληπτικές δυνατότητες και προσδοκίες. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η διασκευή του κλασικού θεατρικού έργου που έχει ήδη τύχει πολλαπλής και ποικιλότροπης αντιμετώπισης από τους πρακτικούς του θεάτρου, αποτελεί ένα ευαίσθητο εγχείρημα, που ξεπερνά κατά πολύ τις παγιωμένες αρχές τις μεταφραστικής λειτουργίας και προεκτείνεται στη διάσταση του εικονοποιημένου συμβολικού λόγου. Η μορφοπαιδευτική αποστολή και ο παιδαγωγικός ρόλος της διασκευής γίνεται ακόμα πιο φανερός, όταν αναλογισθούμε ότι οι αναγνωστικές και θεατρικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, παραμένουν πάντα στη μνήμη του ενηλίκου και συνεισφέρουν καθοριστικά στη διαμόρφωση τις προσωπικότητάς του. Αν στα προηγούμενα συνυπολογίσουμε την ιδιαιτερότητα του ανηλίκου θεατή, στον οποίο απευθύνεται το διασκευασμένο κλασικό έργο, τότε γίνεται σαφές ότι το ιδεολογικο-πολιτισμικό πλαίσιο του πρωτοτύπου, οφείλει να προσαρμοστεί στα ενδιαφέροντα και τις αναμονές του συγκεκριμένου κοινού. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγονται στοιχεία που απαιτούν σύνθετες νοητικές επεξεργασίες, να περιορίζεται η πολυπλοκότητα των δραματικών καταστάσεων, να σχηματοποιούνται οι συγκρούσεις και να τυποποιούνται οι ήρωες, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες και τις προσδοκίες των «φύσει» αποδεκτών τους.
Σχέση πρωτοτύπου με διασκευή
Η διασκευή που θα δημιουργηθεί για να ανταποκριθεί σε προσδοκίες ενός νεανικού κοινού, δεν μπορεί να αποτελεί απλή μετάφραση, ούτε μεταγραφή του αρχικού κειμένου, αλλά διήθηση των επιλογών του επωνύμου συγγραφέα/διασκευαστή, που συνδιαλέγεται τόσο με τον αξιακό και εννοιολογικό κόσμο του πρωτοτύπου, όσο και με την ιδιαιτερότητα του ανηλίκου αναγνώστη / θεατή. Τις αναμονές του τελευταίου είναι που καλείται να ανταποκριθεί, τις επιδιώξεις του είναι που οφείλει να ικανοποιήσει.
Κατά συνέπεια, από τη στιγμή που πρόκειται για ένα ομοιογενές κοινό, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονο συναισθηματισμό και φαντασία, σε βάρος του διανοητικού και κριτικού στοιχείου, με ομοιότροπη υποδοχή των σκηνικών μηνυμάτων και σχετικά απλουστευμένη σύλληψη της πραγματικότητας, με έντονη την ανάγκη να βρει το μαγικό και το εξωπραγματικό που προσφέρουν ο μύθος και το παραμύθι, γίνεται αντιληπτό ότι ο διασκευαστής προχωρεί στην επιλογή του έργου και επιχειρεί τη διαδικασία μεταγραφής του, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες παραμέτρους. Γι’ αυτό και το υπό διασκευή κείμενο πρέπει να διαθέτει αμεσότητα στην αφήγηση και ξεκάθαρη υπόθεση, έντονες δραματικές συγκρούσεις και συγκινησιακές καταστάσεις που να επιφέρουν μίξη του πραγματικού με το φανταστικό και να διεγείρουν το πνεύμα του ανηλίκου θεατή, μέσα από τυποποιημένους χαρακτήρες και αντιπροσωπευτικούς ήρωες. Να υπάρχουν ακόμα ζωντανοί διάλογοι και παραστατικότητα στη δράση, διαδοχικές ανατροπές στις καταστάσεις και αμεσότητα στον διάλογο των προσώπων, ενώ αντίστοιχα να περιορίζεται η στατική αφήγηση και οι εκμυστηρεύσεις μέσα από τις μονολόγους, γεγονός που θα ευνοεί την ανάπτυξη τις περιπέτειας και του «σασπένς». Σκόπιμο είναι ακόμα να συνδυάζονται το επικό με το λυρικό και το κωμικό με το δραματικό στοιχείο, μέσα από την ανάπτυξη ηρωικών δράσεων και ενεργειών που είναι «φύσει» προσφιλείς στα παιδιά. Η γλώσσα ενδείκνυται να αποδίδει με τρόπο ελεύθερο τα νοήματα του πρωτοτύπου, με ανασύνθεση ή/και συμπύκνωσή τους, με απλούστευση της πιθανής γραμματικο-συντακτικής δομής του πρωτοτύπου, με προοικονόμηση της δράσης, ρητορική εκφορά του λόγου, συγχώνευση των δευτερευόντων προσώπων και έντονη σκηνική εικονοποιία, όπως αυτή που χαρακτηρίζει το λαϊκό θέατρο (Γραμματάς 2004: 18-21).
Η δομή των διακυμάνσεων στο συναισθηματικό ή/και διανοητικό επίπεδο οφείλει να παραμένει αναλλοίωτη, όπως και στο αρχικό κείμενο, προκειμένου να μην προδίδεται ο αξιακός κόσμος του συγγραφέα, ούτε ο τρόπος και ο βαθμός ανάπτυξης των δραματικών καταστάσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διατηρείται ανέπαφος ο δραματουργικός σκελετός του έργου, υφιστάμενος τις επιμέρους μετατροπές, τις νοηματικές απλουστεύσεις και συμπτύξεις, η διατήρηση των κεντρικών μοτίβων που επαναλαμβάνονται, αλλά και των προσφωνήσεων και των χαιρετισμών ανάμεσα στους ήρωες, που χρησιμεύουν στην έμμεση πληροφόρηση του κοινού. Η περίτεχνη συντακτική δομή του πρωτοτύπου, φυσικά αδυνατεί να διατηρηθεί ανέπαφη και στη διασκευή. Απλουστεύεται με αντίστοιχη ανασύνθεση του νοήματος, που στηρίζεται σε ευκολομνημόνευτες γλωσσικές διατυπώσεις.
Μια χιουμοριστική αντιμετώπιση ακόμα και ενός σοβαρού θέματος, επιφέρει συχνά την ανακουφιστική διέξοδο στη συνείδηση του θεατή, που καλείται να γίνει κοινωνός σε εξαιρετικά καίρια υπαρξιακά, κοινωνικά, ακόμα και μεταφυσικά ερωτήματα. Όλ’ αυτά συντελούνται με την υπερφόρτιση των σημαινόντων σε βάρος των σημαινομένων και αντίστοιχο περιορισμό της έκτασης του αρχικού κειμένου, με μια σχηματοποίηση της ψυχογραφίας των ηρώων και απλούστευση της σκηνικής παρουσίας τους. Αυτή θα πραγματοποιηθεί μέσα από φραστικούς και λεκτικούς νεολογισμούς, αστεϊσμούς και ευφυολογήματα, οι οποίοι (–με τη σειρά τους-) θα προκαλέσουν μια νέα μορφή επικοινωνίας του κειμένου με τον θεατή, ισότιμη και αντίστοιχη, mutatis mutandis, με τη γλώσσα του πρωτοτύπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κλασικά έργα όπως η «Ειρήνη» και οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, «Ο μικρός πρίγκιπας» του Σαιντ Εξυπερί, «Ο καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, μπορούν να εκσυγχρονισθούν και να εμπλουτιστούν με στοιχεία από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αντίστοιχα με τις προσδοκίες και τα ενδιαφέροντα των σημερινών ανηλίκων θεατών, διατηρώντας την ισοδυναμία τους όπως τα κλασικά πρότυπα.
Το ίδιο μπορεί να γίνει ακόμα και για κείμενα μικρότερης αισθητικής και δραματουργικής εμβέλειας, όπως για ιστορικά δράματα του τύπου «Νικήρατος» της Ευανθίας Καΐρη και «Ρήγας Βελεστινλής» του Σπύρου Μελά, «Αντάρα στ’ Ανάπλι» του Γιώργου Θεοτοκά και «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Νίκου Καζαντζάκη. Τα έργα αυτά και πολλά άλλα παρόμοια, μπορεί να διασκευαστούν με τρόπο που θα καταστούν πιο λειτουργικά για μια σχολική θεατρική παράσταση, εμπλουτίζοντας αντίστοιχα το ρεπερτόριο των ιστορικών επετείων και κάνοντας κοινωνούς τις ανηλίκους και ενηλίκους θεατές στα υψηλά μηνύματα των συγγραφέων όπως τα διατυπώνουν οι ήρωές τους.
Τεχνικές τις διασκευής
Για να πραγματοποιηθεί με επιτυχία μια διασκευή και να βρει ανταπόκριση τις φυσικούς αποδέκτες τις, τα παιδιά και τις νέους, οφείλει να λάβει υπόψη τους εξής μηχανισμούς και τεχνικές:
i) την αντικατάσταση μορφολογικών δεδομένων
ii) την συνειδητή απόκρυψη λέξεων, φράσεων και εικόνων
iii) την παρεμβολή σκηνών και στοιχείων που δεν εμφανίζονται στο πρωτότυπο και γενικά ανάγονται στη διαδικασία της παράλειψης, ή της προσθήκης δεδομένων.
Δεν είναι εντούτοις σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες με την τεχνική τις «μεταμφίεσης», της «αντικατάστασης» ή της «συνεκδοχής», ο διασκευαστής έργων για κοινό ανηλίκων επιχειρεί να ανασημασιοδοτήσει τα γεγονότα, διατηρώντας αναλλοίωτο το περιεχόμενό τους, προκειμένου να τα καταστήσει προσβάσιμα και κατανοητά από την αντίληψη και τον ψυχισμό των παιδιών. Οι επιλογές του διασκευαστή, μπορεί να οφείλονται στην προσωπική του επιλογή για σύντμηση της έκτασης του αρχικού κειμένου, με εστίαση της δραματικής του έντασης και κορύφωση της δράσης, με «απόκρυψη» ή «απόσυρση» πληροφοριών που κρίνονται ατελέσφορες για την προσλαμβάνουσα συνείδηση του παιδιού.
Αυτό επιτελείται άλλοτε με τον εξοβελισμό στοιχείων που δεν είναι, ή δεν θεωρούνται ότι είναι ενδεδειγμένα για το συγκεκριμένο κοινό, τα οποία, μέσα από μηχανισμούς λογοκρισίας ή ακόμα και αυτολογοκρισίας απορρίπτονται. Άλλοτε, πάλι, με τη διαδικασία τις γενικευμένης παρουσίας μιας πρόσφορης για την κατανόηση λέξης ή φράσης, που ως «leit-motiv» διατρέχει το έργο, επιχειρείται να ενισχυθεί η επικοινωνιακότητα με τον αποδέκτη, ενώ, τέλος, με τη λεκτική υποβάθμιση και τη γλωσσική προσαρμογή στις πραγματικές ή δυνητικές προσδοκίες του παιδικού και νεανικού κοινού στοχεύεται η αμεσότητα και η παραστατικότητα, ως βασικά ζητούμενα. Εμφανές επακόλουθο: ο περιορισμός των εκτενών αφηγήσεων και περιγραφών, η σύμπτυξη των μακροσκελών μονολόγων, που δίνουν τη θέση τους στον έντονο διάλογο και την πλοκή, οι τυποποιημένες αντιθετικές σχέσεις ανάμεσα στους ήρωες, που προκαλούν ένταση στις δραματικές καταστάσεις, διεγείρουν τη φαντασία και κρατούν σε εγρήγορση την προσοχή του ανήλικου θεατή.
(Από το βιβλίο : Θόδωρος Γραμματάς – Τηλέμαχος Μουδατσάκις, «Θέατρο και Πολιτισμός στο Σχολείο. Για την επιμόρφωση Εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», Ρέθυμνο, ΕΔΙΑΜΜΕ, 2008, 50-56 ).