Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε ακριβώς την ώρα που βραδιάζει
φέρνει ένα αγόρι το νεκροσέντονο.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος και ο κουβάς με τον ασβέστη.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει
Θάνατος τ’ άλλα, θάνατος μονάχα.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι από την ποιητική σύνθεση Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας, που έγραψε ο Λόρκα στη μνήμη του ομώνυμου φίλου του ταυρομάχου, που σκοτώθηκε σε ταυρομαχία το 1934, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα θρηνητικό άσμα και ένα απαύγασμα της έννοιας του ΄΄ντουέντε΄΄, που χαρακτηρίζει την ισπανική ψυχή ,αλλά και το ποιητικό και θεατρικό έργο του Ανδαλουσιανού συγγραφέα.
Σε μια πλήρη αντιστικτική αντίθεση με αυτό, βρίσκεται το θεατρικό έργο του Ευγένιου Τριβιζά «Ο ταύρος που έπαιζε πίπιζα», στο οποίο ο συγγραφέας, σύμφωνα με την προσφιλή τακτική του , απομυθοποιεί και ανατρέπει την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων, υπέρ μιας νέας πραγματικότητας. Μια απλή ιστορία έρωτα, διαπλέκεται με επιμέρους δράσεις προσώπων με κωμική ή/και δραματική χροιά, που διανθίζουν τη δράση και δημιουργούν στοιχεία έκπληξης και απρόοπτου, ηρωισμού και ιλαρότητας ,απαραίτητα για την ανάπτυξη της πλοκής και την ενεργό συμμετοχή των ανηλίκων θεατών στο σκηνικό θέαμα.
Το κοινό στο οποίο απευθύνεται το συγκεκριμένο έργο, συναπαρτίζει μια νέα οντότητα, προϊόν ανακατατάξεων και αναζητήσεων στο χώρο του θεατρικού κοινού σε παγκόσμιο επίπεδο, με την «παιδικότητα» , να συνιστά την πεμπτουσία της έννοιας, την ειδοποιό διαφορά του κειμένου που είτε ως θέαμα, είτε ως ανάγνωσμα, απευθύνεται σε κοινό ανηλίκων και όχι ενηλίκων θεατών. Με τη σημασία αυτή, η εστίαση του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από το δημιουργό, στον αποδέκτη του κειμένου, από το αποτέλεσμα στη διαδικασία της επικοινωνίας με το έργο. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η προσοχή και η αναζήτηση του ανηλίκου θεατή, δεν περιορίζονται μόνο στα καθαρά λεκτικά σημεία του κειμένου, αλλά επεκτείνονται εξίσου και στα σημαινόμενά του, τις αξίες, τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες και τις σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσά τους. Αυτό, με τη σειρά του, προκαλεί μια δημιουργική «συναλλαγή» μεταξύ του κειμένου και του αναγνώστη/θεατή, που στηρίζεται τόσο στην «εσωτερική»/«καθοδηγούμενη» , όσο και στην «εξωτερική»/«ανοιχτή» πρόσληψη ,η οποία χαρακτηρίζει κατεξοχήν το θέατρο. Η απουσία όμως θεατρικής σύμβασης, η οποία διαχωρίζει ουσιαστικά τη σκηνή από την πλατεία και προεκτείνει τη δεύτερη στην πρώτη, ταυτίζοντας το πραγματικό της ζωής με το βιωματικό της ψευδαίσθησης, αποτελεί ένα ακόμα βασικό γνώρισμα στο θέατρο για παιδιά, κάτι το οποίο δεν υφίσταται στο θέατρο για ενηλίκους θεατές. Ο δραματικός συγγραφέας, ο οποίος απευθύνεται σ’ ένα τέτοιο κοινό, με οποιοδήποτε τρόπο κι αν το κάνει, οφείλει να είναι ταυτόχρονα λογοτέχνης αλλά και παιδαγωγός. Eίτε αποκρύπτοντας ή ωραιοποιώντας την πραγματικότητα μέσα από το παραμύθι, τη μυθοπλαστική διασκευή ,ή την φανταστική εξιστόρηση, είτε αποκαλύπτοντάς την και επισημαίνοντας τους μηχανισμούς λειτουργίας του συστήματος, μέσα από μια ρεαλιστική εξιστόρηση σύγχρονης θεματικής, οφείλει πάντα να έχει κατά νου αυτές τις παραμέτρους.
Ο Ευγένιος Τριβιζάς, αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις συγγραφέων θεάτρου για παιδιά, που κάθε φορά δείχνει έμπρακτα την εκτίμηση και το σεβασμό που απαιτεί το συγκεκριμένο είδος, παρουσιάζοντας έργα που ανταποκρίνονται με επιτυχία στις προσδοκίες και τα ενδιαφέροντα του ανηλίκου θεατή, προσφέροντάς αισθητική απόλαυση και κοινωνική ευαισθητοποίηση, καλλιτεχνική αγωγή και ψυχο-πνευματική καλλιέργεια, διασκέδαση και παιδεία. Με άμεσες και έμμεσες νύξεις και αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα και θεατρικά έργα από την παγκόσμια δημιουργία, με συνδηλωτικές παραπομπές σε πολιτισμικά και κοινωνικά φαινόμενα και επιστημονικές γνώσεις, με ευρηματικότητα και ευχέρεια στην άρθρωση του θεατρικού λόγου και τη δόμηση τη πλοκής του θέματος που πραγματεύεται κάθε φορά, οδηγείται σε συνθέσεις έργων απόλυτα συμβατών με τις αναμονές και τις προσλαμβάνουσες του σύγχρονου παιδικού κοινού. Η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, οι τεχνικές ανάπτυξης του αφηγηματικού και του δραματικού λόγου, η ρητορική του κειμένου με τον αιφνιδιασμό και το στοιχείο του απρόοπτου, τα σκόπιμα γλωσσικά lapsus και την υπονόμευση του σημαίνοντος από το σημαινόμενο ή το αντίστροφο, αποτελούν ιδιαίτερα στοιχεία της γραφής του, που αναπτύσσουν έντονα τη θεατρικότητα και προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατή. Η κατ’ αυτό τον τρόπο παρεχόμενη διαπολιτισμική αγωγή και ο πολυπολιτισμικός διάλογος, που εύστοχα και συχνά αναπτύσσεται ανάμεσα στους ήρωες, τους τίτλους, ή ακόμα και το περιεχόμενο των έργων του, αποτελούν κάποιες από τις αντιπροσωπευτικές αξίες της θεατρικής του δημιουργίας . Αξιοποιώντας την τεχνική της συνεικόνισης και του διακείμενου, κατορθώνει να δημιουργήσει προσωπικές συνθέσεις που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό εμπεριέχουν στοιχεία, μοτίβα ή θέματα γνωστά και κάποτε ήδη διατυπωμένα διαφορετικά σε προγενέστερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και του θεάτρου, κάνοντας τους ανηλίκους θεατές κοινωνούς με τρόπο διακριτικό και παιδαγωγικά άρτιο, στις διαχρονικές αξίες και τα μηνύματα που απορρέουν από αυτά και προκαλώντας ένα διάλογο του παρελθόντος με το παρόν , που παρέχει στους θεατές πολύτιμη γνώση, εμπειρία και πληροφόρηση.

Το προς ανάλυση θεατρικό έργο (Ο ταύρος που έπαιζε πίπιζα), διαθέτει αμεσότητα στην αφήγηση και ξεκάθαρο πλαίσιο της υπόθεσης, έντονες δραματικές συγκρούσεις και συγκινησιακές καταστάσεις που επιφέρουν μίξη του πραγματικού με το φανταστικό και διεγείρουν το πνεύμα του ανηλίκου θεατή, μέσα από τυποποιημένους χαρακτήρες και αντιπροσωπευτικούς ήρωες, που προκαλούν έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις .Υπάρχουν ζωντανοί διάλογοι και παραστατικότητα στη δράση, διαδοχικές ανατροπές στις καταστάσεις και αμεσότητα στο διάλογο των προσώπων, που αντίστοιχα περιορίζουν τη στατική αφήγηση και τις εκμυστηρεύσεις μέσα από τους μονολόγους, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη της περιπέτειας και του «σασπένς». Το επικό με το λυρικό κα το κωμικό με το δραματικό στοιχείο, συνδυάζονται εύστοχα, μέσα από την ανάπτυξη ηρωικών αλλά ταυτόχρονα και κωμικών δράσεων και ενεργειών που είναι «φύσει» προσφιλείς στα παιδιά. Γιατί πως αλλιώς μπορούμε να θεωρήσουμε τις πλεοναστικές επαναλήψεις των διαδοχικών επισκέψεων που δέχεται στο δωμάτιο του ο ταυρομάχος και τις αντίστοιχες διαψεύσεις των προσδοκιών του να δει την αγαπημένη του Ροζίτα Ιουλίτα Λουκουμίτα, αλλά και την ανατροπή στις προσδοκίες που εκείνη έχει , όταν μαθαίνει ότι ο αγαπημένος της δεν είναι ένας απλός χηνοβοσκός, όπως νόμιζε, αλλά ο τρομερός και φοβερός ταυρομάχος ;Η πώς να αποδεχθούμε την πλήρη αντιστροφή του ηρωικού κοσμοειδώλου που αντιπροσωπεύει ο ατρόμητος ταυρομάχος Ελ Πεπόλδο ντε Θαλούθας ντε Βερέγκας ντε Βεράντας, ο οποίος αποδεικνύεται τελικά ότι είναι ένας ευαίσθητος ανθοκόμος που θα τον ικανοποιούσε περισσότερο η ανθοκομία πάρα η ταυρομαχία, η καλλιέργεια των λουλουδιών, πάρα ο φόνος των ταύρων; Πως ,αντίστοιχα, να πειστούμε (ως θεατές), ότι ο Εβούλσιος , δεν είναι παρά ένας ευαίσθητος μουσικά ταύρος, που ενδιαφέρεται περισσότερο να παίζει πίπιζα από το να μάχεται μέχρι θανάτου με τον ταυρομάχο και μετατράπηκε σε βίαιο ταύρο, από τη θανάτωση του πατέρα του την ημέρα που εκείνος κατέστρεψε το υαλοπωλείο΄΄Αστραφτερόν΄΄του πατέρα του Πεπόλδο; Πως να κατανοηθεί η πλήρης ανατροπή του μίσους που έτρεφε ο ταυρομάχος προς τους ταύρους, εξαιτίας της τραυματικής του εμπειρίας από το παρελθόν, όταν ο μαινόμενος ταύρος Βαλβούσιος, πατέρας του Εβούλσιου, κατέστρεψε ολοσχερώς το υαλοπωλείο στην Παμπλόνα του πατέρα του του νεαρού τότε Πεπόλδο και οδήγησε σε πλήρη οικονομική καταστροφή την οικογένεια, προκαλώντας το μένος του για τους ταύρους, γεγονός που τον ανέδειξε σε ανηλεή φονέα τους δια των ταυρομαχιών ; Πως τέλος να δικαιολογηθεί η αντικατάσταση του αντίστοιχου μίσους που έτρεφε ο ταύρος Εβούλσιος για τους ταυρομάχους, από την ειδυλλιακή εικόνα της αγγλικής εξοχής και του ειρηνικού τρόπου ζωής που ζούσε στο κτήμα του σκωτσέζου Ανγκους Μακ Χάγκινς παίζοντας πίπιζα και ακολουθούμενος από τις τρίδυμες κόρες του, την Ντονάλντα, την Μαλβίνα και την Φιντέλμα;
Αυτή η πλήρης ανατροπή ενός ηρωικού κοσμοειδώλου που συντελεί αντίστοιχα στην πλήρη ανατροπή και αποδόμηση της στερεότυπης εικόνας που έχουμε για τις ταυρομαχίες στην Ισπανία και η υποκατάσταση της από μια ουτοπική απόδοση της πραγματικότητας ,που μετατρέπει την ταυρομαχία σε μουσικοχορευτικό θέαμα, εικονοποιεί το όραμα του συγγραφέα για ένα διαφορετικό κόσμο που καθοδηγείται από τη δύναμη της αγάπης και αποτελεί προσφορά του ενηλίκου δημιουργού στους ανηλίκους αποδέκτες του σκηνικού του θεάματος, αντιπροσωπεύοντας την κατηγορία έργων του είδους που έχει αποκληθεί “φενάκη της ηθοπλασίας’’.
