Η επιλογή του τίτλου της μελέτης μας από το ομώνυμο έργο του Σοπεγχάουερ στην πρώτη έκδοση του 1819 ή την τρίτη του 1851 δεν είναι συμπτωματική. Ξεκινώντας από φιλοσοφικές επισημάνσεις του τύπου νόηση του κόσμου από τη συνείδηση, μορφές εποπτείας (χώρος/χρόνος) κατά την καντιανή έννοια και τα γενικότερα γνωσιοθεωρητικά και γνωσιολογικά προβλήματα που απασχολούν τους ειδικούς του κλάδου, ερχόμαστε να εντοπίσουμε τις βασικές επισημάνσεις του γερμανού φιλοσόφου στο νεοδημιουργημένο επιστημονικό κλάδο της θεωρίας του θεάτρου, δηλ. τη θεατρολογία. Κατά τον Σοπεγχάουερ λοιπόν ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε, συμπεριλαμβανομένου και του σώματός μας, δεν είναι παρά μια δική μας αναπαράσταση και, μ’ αυτή τη σημασία, υπόκειται στις μορφές του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας, που δεν υφίστανται παρά μέσα στο πνεύμα μας. Αλλά καθ’ εαυτόν, ο κόσμος είναι θέληση, όπως μας το αποκαλύπτει η άμεση εμπειρία του σώματος μας, ενώ η αντικειμενικοποίηση αυτής της θέλησης μέσα στον κόσμο της αναπαράστασης, δεν δημιουργεί παρά τον πόνο (Schopenhauer: 1984, IX).
Ξεπερνώντας τον οποιοδήποτε σχολιασμό της άποψης που θα μας οδηγούσε σε μια διαφορετική οπτική, φαινομενολογικού χαρακτήρα, και θα έθετε συνειδητά ή μη σε αμφισβήτηση την αυθυπαρξία του γνωστικού αντικειμένου το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί η εργασία μας αυτή, τη θεατρολογία, προχωρούμε αμέσως στη θεωρητική τοποθέτηση των παραμέτρων του θέματος.
Όταν ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του όριζε την τραγωδία ως μίμηση πράξεων, έθετε ταυτόχρονα και τις θεωρητικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της έννοιας θέατρο. Γιατί η παράσταση, ως σκηνική απόδοση του γραπτού κειμένου, δεν αποτελεί παρά την αναγκαία σύστοιχη παράμετρο, διά της οποίας η πρόθεση του δραματικού συγγραφέα κοινοποιείται στους αποδέκτες της, τους θεατές στην πλατεία, μέσα από συγκεκριμένα σημεία – κώδικες του σκηνικά προβαλλομένου θεάματος. Δι’ αυτών και με απαραίτητη προϋπόθεση τη θεατρική σύμβαση, συντελείται η ουσιαστική λειτουργία του θεάτρου και ολοκληρώνεται η αποστολή του. Μέσα δηλαδή σε συνειδητά, κοινά αποδεκτές εξωπραγματικές συνθήκες χώρου και χρόνου, προβάλλονται καταστάσεις και συντελούνται γεγονότα που, αν και όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι πραγματικά, όμως τα εκλαμβάνουν ως τέτοια. Γιατί οι ηθοποιοί, στη σκηνή, απεκδυόμενοι τον κοινωνικό τους ρόλο, παρουσιάζουν την εικόνα ενός dramatis personae, που δημιούργησε ο συγγραφέας, ενώ οι θεατές, στην πλατεία, προσποιούμενοι ότι αποδέχονται την αντικειμενική υπόσταση των γεγονότων που διαδραματίζονται στη σκηνή, συμμετέχουν ενεργητικά στο θέαμα, αν και γνωρίζουν ότι δεν είναι πραγματικό. Η σκόπιμη και συνειδητά δημιουργούμενη συνθήκη μεταξύ των ηθοποιών και των θεατών, συνιστά τη μια από τις δύο βασικές παραμέτρους της έννοιας θέατρο, την ιδιότητα δηλαδή του φαίνεσθαι όχι ως παράσταση αλλά ανα-παράσταση του πραγματικά υπαρκτού. Αυτή η λειτουργία του θεάτρου, που μπορεί ν’ αποκληθεί: μεταγλωσσική δευτερογενής σημείωση της πραγματικότητας (κατά τον P. Pavis), απεγκλωβίζει τη σκέψη από το ψευδοδίλημμα της ταύτισης ή αντανάκλασης του θεάτρου με την πραγματικότητα και αναδεικνύει το θέατρο ως τον κατεξοχή χώρο της ανα-παράστασης του κόσμου.
Οι προγενέστερες απόψεις για τη σχέση του θεάτρου με την πραγματικότητα (αριστοτελική θεωρία της μίμησης μαρξιστική θεωρία της αντανάκλασης, νατουραλιστική εκδοχή του θεάτρου ως φέτα ζωής) εξελάμβαναν τον κόσμο και τη σκηνική του αναπαράσταση ως δύο ισότιμες και ομοειδείς οντότητες. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αναγωγή της μιας κατάστασης (θεατρική) στην άλλη (πραγματική) και η ερμηνεία του ενός (θέατρο) με όρους του άλλου (πραγματικότητα) ήταν αναπόφευκτη. Αυτό όμως που διέφευγε σ’ όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, είναι το γεγονός ότι στο θέατρο σημασία δεν έχει τόσο το είναι, αλλά το φαίνεσθαι, αφού πρόθεση τόσο του δημιουργού – θεατρικού συγγραφέα, όσο και των συντελεστών της παράστασης δεν είναι να εκφράσουν την πραγματικότητα, αλλά να τηρήσουν κάποιους ρόλους προφάνειας μάλλον και αληθοφάνειας και όχι αλήθειας. Μ’ αυτή την τελευταία σημασία, η θεατρική παράσταση εμφανίζει μια πραγματικότητα στη συνείδηση των θεατών δημιουργημένη αποκλειστικά γι’ αυτούς και εξαιτίας τους. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενη όμως σκηνική κατάσταση σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με την αντικείμενα υπαρκτή, παρά μόνο σ’ ένα επίπεδο ομοιότροπης σύνταξης του οπτικο-ακουστικού σημαίνοντος και καθόλου σ’ αυτό της δι’ εκείνου σημαινομένης αξίας.
Η δεύτερη, εξίσου σημαντική σύμβαση που επισημαίνεται στο θέατρο και το προσδιορίζει ως μορφή τέχνης, αποτελεί η εντελώς ιδιάζουσα μεταγραφή των λεκτικών σημείων του γραπτού λόγου σε οπτικο/ακουστικά σημεία της παράστασης και την ως τέτοια πρόσληψη τους από τη συνείδηση των θεατών που παρακολουθούν στην πλατεία. Γιατί η ολοκλήρωση του δραματικού κειμένου αδυνατεί να συντελεστεί, όπως ίσως άλλες μορφές εντέχνου λόγου, με την απλή ανάγνωση. Απαιτείται η προβολή του ως θέαμα και η πρόσληψη του από τη συνείδηση όχι πια του αναγνώστη, αλλά του θεατή που το παρακολουθεί από την πλατεία. Η επικοινωνιακή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτό και δι’ αυτού ανάμεσα στο δραματικό συγγραφέα και το κοινό, μ’ οποιαδήποτε σημασία κι αν εκληφθεί ο ιδανικός ή δυνατός αναγνώστης του κειμένου, αδυνατεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της ανάγνωσης και μόνο. Η αφηγηματική ανάπλαση του κόσμου (ιστορία) με την υποχρεωτικά μονοδιάστατα προσανατολισμένη από ένα πριν σ’ ένα μετά ανάπτυξη της υπόθεσης, σύμφωνα πάντα με την αρχική βούληση του συγγραφέα, δεν προκύπτει ως άμεση και αποκλειστική απάντηση του αναγνώστη. Αντίθετα, απαιτείται η θέαση του σ’ ένα αντικειμενικά καθορισμένο χώρο και χρόνο (θεατρικό), μέσα σε συνθήκες που δεν εξαρτώνται από το θεατή. Κατ’ αυτό τον τρόπο η βούληση του συγγραφέα αναπαραστατικά εξαντικειμενικοποιημένη, μεταγράφεται με όρους οπτικούς σε θέαμα, με το οποίο επικοινωνεί άμεσα και βιωματικά ο θεατής στην πλατεία. Κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης, το δραματικό κείμενο χάνει την καθαρά λεκτικό/φωνητική μορφή, με την οποία το κατέθεσε ο δημιουργός του ως σώμα του θεατρικού γίγνεσθαι. Εμπλουτιζόμενο με εξω-λογοτεχνικά και παρα-κειμενικά συμφραζόμενα που ανακαλύπτει σ’ αυτό ο σκηνοθέτης, μεταγράφεται σε μια άλλη κατηγορία λόγου, θεατρικά πια προσλαμβανόμενο από τη συνείδηση του κοινού. Η κειμενική εκπεφρασμένη βούληση του συγγραφέα εκλαμβάνεται πια από το θεατή (δια των σημείων της παράστασης), όχι ως μίμηση, ή επαναληπτική εμφάνιση της πραγματικότητας, αλλά ως μορφοποίηση της, που, ξεκινώντας από απλή απεικόνιση του πραγματικού, καταλήγει να θεωρείται ομοίωση εκείνου (Baudrillard: 1971, 16-17). Ο θεατρικός λοιπόν λόγος, σ’ αντιδιαστολή προς τον πραγματικό, μπορεί να θωρηθεί ως πλασματικός, όχι τόσο εξαιτίας της έλλειψης αναφοράς στη συνείδηση του θεατή που τον παρακολουθεί, όσο κυρίως από την ιδιότητά του να ισχυρίζεται μάλλον ότι αναφέρεται σε κάτι, ή ν’ αναφέρεται πραγματικά σ’ αυτό (Searle: 1979, 58-75). Γιατί στο θέατρο οτιδήποτε συμβαίνει στη σκηνή δεν έχει αυτοτέλεια, ούτε αυταξία. Συντελείται αποκλειστικά και μόνο για να προσληφθεί ως τέτοιο από τη συνείδηση του θεατή στην πλατεία. Μια ρητορικού λοιπόν τύπου δράση, δεν μπορεί παρά να στερείται πραγματικού περιεχομένου, αφού στόχο του δεν έχει να εκφράσει, αλλά να σημάνει, να δηλώσει την πραγματικότητα. Η αρχική λοιπόν βούληση του κόσμου, σκηνικά αναπαριστώμενη μετατρέπεται σε ομοίωση του κόσμου, που απαιτεί και προϋποθέτει ανά-γνωση από τη συνείδηση του θεατή, μέσα πάντα στο συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο λειτουργεί και προσιδεάζει στο θεατρικό γεγονός.
Για να υπάρξει όμως το θέατρο μ’ αυτή τη σημασία και να μετατραπεί το κείμενο από λογοτεχνικό προϊόν σε οπτικο/ακουστικό γεγονός προσλαμβανόμενο όχι πια από τη συνείδηση του αναγνώστη, αλλά του θεατή, πρέπει να συντελεστούν σ’ αυτό ουσιαστικές μετατροπές και δαφοροποιήσεις που στο σύνολο τους συνιστούν τη διαδικασία μεταγραφής του δραματικού λόγου. Αυτές συνίστανται στη δημιουργική παρέμβαση του σκηνοθέτη και την αξιοποίηση των δυνάμει εγγεγραμμένων στο κείμενο δραματικών στοιχείων που αποτελούν τη θεατρικότητα του. Στηριζόμενος σ’ αυτές τις μήτρες παραστασιμότητας (κατά την Α. Ubersfeld), ο σκηνοθέτης γίνεται συν-δημιουργός του κειμένου με τη μετατροπή των δυνάμει στοιχείων θεατρικότητας σε ενεργεία θεατρικές καταστάσεις (Durand: 1975, 117). Αλλά η εμφάνιση μιας παρόμοιας κατάστασης, αδυνατεί να συντελεστεί χωρίς την εικονοποιημένη προβολή του κειμένου ως θέαμα στη σκηνή, δηλαδή χωρίς τη μετατροπή του λόγου σε εικόνα με εκ των προτέρων καθορισμένο τον πολυσημικό ρόλο που παίζει η εικόνα στη μετάδοση ενός κωδικοποιημένου μηνύματος που δι’ αυτής από τον πομπό (συγγραφέας) μεταβαίνει στο δέκτη (θεατής). Γιατί η εικόνα, εκτός από την άμεση εξάρτηση της από το εικονιζόμενο αντικείμενο, συνιστά ένα δομικά συγκροτημένο σύστημα δυνάμει αναλύσιμο σε επιμέρους μονάδες και στοιχεία που αναλογούν σε καθαρά λεκτικά και φωνητικά δεδομένα (Eco: 1978, 152). Η αποδόμηση και ερμηνεία επομένως των δι’ αυτής μετεγγεγραμμένων στοιχείων, πραγματοποιείται από τη συνείδηση του θεατή, ανάλογα με τις δικές του πολιτισμικές και ψυχο/πνευματικές εμπειρίες. Στηριζόμενος δηλαδή ο θεατής στα δια της εικόνας / παράστασης προβαλλόμενα, αποδομεί το λόγο του συγγραφέα που εμπεριέχεται σ’ αυτήν, προεκτείνοντας και μεταφράζοντας τον ανάλογα, όχι μόνο με τις δικές του προσλαμβάνουσες, αλλά και την οπτική, κάτω από την οποία κωδικοποιείται σκηνικά από το σκηνοθέτη (Lindekins: 1971, 199). Γιατί, σύμφωνα με νεότερες απόψεις στη θεωρία του θεάτρου, αν από κάπου μπορεί να ξεκινήσει η ανάλυση του θεατρικού γίγνεσθαι, αυτό είναι ο θεατής και το κοινό στην αίθουσα. Αυτός είναι ο ρυθμιστικός παράγοντας που όχι μόνο με την ενεργητική (χειροκρότημα) ή σιωπηρή στάση του επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει το σκηνικό θέαμα, επενεργώντας διορθωτικά στην απόδοση του έργου. Είναι ακόμα ο ίδιος που αποδεχόμενος ή απορρίπτοντας το έργο στο σύνολο του επιβραβεύει και ενισχύει ή αποδοκιμάζει και απωθεί την ίδια τη δραματουργία, γινόμενος τελικός κριτής του συγγραφέα. Αν επομένως η δραματουργία μιας εποχής κι ενός συγκεκριμένου δημιουργού είναι τέτοια ή διαφορετική, δεν είναι πάντα, μόνο από καθαρά προσωπικούς, ατομικούς λόγους που συμβαίνει αυτό, αλλά και γιατί τέτοια είναι γενικά η επιθυμία, η αναμονή και οι προσδοκίες γενικότερα του κοινού, στο οποίο απευθύνεται. Κατ’ επέκταση ο ρόλος του κοινού δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός της σκηνικής αναπαράστασης της βούλησης του συγγραφέα, αλλά επεμβαίνει συνειδητά ή μη στη δημιουργία της ίδιας της παράστασης του για τον κόσμο που τελικά γίνεται απ’ αυτόν, αλλά υποβάλλεται απ’ το κοινό.
Στο θέατρο λοιπόν η ανα-παράσταση του κόσμου προβαλλόμενη σκηνικά ως εικόνα, αποτελεί ένα θέαμα αυτοκαθοριζόμενο διά των επιμέρους σημείων (οπτικά – ακουστικά) που άμεσα ή έμμεσα προτείνονται ή εννοούνται τόσο από τη στατικοποιημένη, αντικειμενικά υπαρκτή φύση του ως δραματικό κείμενο, όσο και τη δεδομένη αλλά όχι μοναδικά υποχρεωτική σκηνική εικονοποίησή του. Κατά τη διάρκεια της, ο αρχικά λεκτικά εκπεφρασμένος λόγος του συγγραφέα χρησιμεύει ως όχημα δια του οποίου υποβάλλεται από το σκηνοθέτη και τελικά προβάλλεται από τον ηθοποιό το a priori υπαρκτό, αλλά a posteriori νοηματοδοτούμενο περιεχόμενο του έργου. Η λειτουργία της θεατρικής εικόνας λοιπόν δεν είναι παρά καθαρά δεικτική, αφού δι’ αυτής και εξαιτίας της πορεύεται ο λόγος του συγγραφέα που διαφορετικά θα παρέμενε νεκρός, αφού η ολοκλήρωση του θα ήταν αδύνατο να συντελεστεί σε διαφορετικό πλαίσιο νοηματοδότησης έξω από τη διαδικασία της θεατρικής παράστασης. Κατ’ επέκταση μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί το θέατρο λειτουργεί ακριβώς και μόνο επειδή η προσλαμβανόμενη εικόνα εκφράζει κάποιο λόγο στην οπτικο/ακουστική του διάσταση, κυριολεκτικά ή μεταφορικά συναπτόμενο προς την παρουσία του αντικειμενικά υπαρκτού. Ο λόγος αυτός, αν και εκφέρεται συμβατικά από τη σκηνή, εκλαμβάνεται ομοιότροπα από την πλατεία σε μια διαρκή ροή ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το εδώ και το αλλού, το τώρα και το άλλοτε, που συνιστά τη μαγεία του θεατρικού γεγονότος: το να γνωρίζουν δηλαδή οι ηθοποιοί στη σκηνή ότι αυτό που γίνεται δεν είναι πραγματικό και όμως να υποκρίνονται ότι είναι πραγματικό, ενώ οι θεατές στην πλατεία να προσποιούνται ότι θεωρούν αληθινά αυτά που ξέρουν ότι δεν είναι παρά μη πραγματικά.
Αλλά για να συντελεστεί από τη συνείδηση του θεατή η πρόσληψη αυτού του εικονιστικά μετεγγεγραμμένου λόγου, πρέπει να κατανοηθούν οι ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν το ίδιο το δραματικό κείμενο και οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας όταν απευθύνεται όχι σε αναγνώστες, αλλά σε θεατές. Το δραματικό λοιπόν κείμενο, σε αντίθεση με κάθε άλλο λογοτεχνικό, είναι εκείνο που από τη φύση του παραμένει ανοιχτό σε πιθανές εκδοχές που θα δοθούν, όχι πια από το συγγραφέα, αλλά στη συνέχεια από κάποιους άλλους συντελεστές που θα μετατρέψουν το λεκτικό του μήνυμα σε εικόνα μέσω των δεδομένων της θεατρικής σημείωσης. Αλλά η ενυπάρχουσα παραστασιμότητα, προϋποθέτει μια διαφορετική δομή, σύνταξη Και χρήση της γλώσσας απ’ αυτή που διαθέτει οποιοδήποτε άλλο αφηγηματικό ή ποιητικό κείμενο (Alter: 1981. 113-139, Feral: 1982, 170-181). Γιατί, σε αντίθεση μ’ αυτά, όπου οι λειτουργίες της αφήγησης και της περιγραφής, της μεταφοράς και της μετωνυμίας, συνιστούν πρωταρχικά ζητούμενα, στο δραματικό έργο τα στοιχεία της δράσης και της σύγκρουσης είναι εκείνα που αποτελούν το βασικότερο γνώρισμα. Ο συγγραφέας δεν καλύπτεται με το πρόσωπο του αφηγητή ή του ήρωα του έργου σε μια ομοδιηγητική (πρωτοπρόσωπη) ή ετεροδιηγητική (τριτοπρόσωπη) αφήγηση. Η παρουσία του είναι άμεση και αποκαλυπτική στις περιπτώσεις των σκηνικών διδασκαλιών, όπου οι υποδείξεις του αποτελούν δεσμευτικές προϋποθέσεις, που ρυθμίζουν την τελική πρόσληψη του έργου από τον αναγνώστη/θεατή (Kowzan: 1970, 220-221). Ο λόγος του δεν είναι ολοκληρωμένος, αλλά σκόπιμα ατελής, απορρητικός και προκλητικός για απάντηση και συμπλήρωση από τον αποδέκτη (Gauber: 1984, 17). Τα κενά, οι σιωπές, η ελευθερία στη συγκεκριμενοποίηση της δραματικής κατάστασης από άλλους εκτός από τον ίδιο συντελεστές, συνιστούν τα βασικά στοιχεία της δομής του θεατρικού λόγου που δεν υφίστανται παρά γιατί, ταυτόχρονα μ’ αυτά, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το οποίο αποτελεί σημείο εστίασης του πρώτου, επενεργεί και λειτουργεί η έννοια της θεατρικής σύμβασης που καθορίζει a priori τη διαδικασία σύνταξης του δραματικού κειμένου (Schaeffer: 1975, 178). Ο δραματουργός δηλαδή συνθέτοντας το έργο του, έχει συνείδηση ότι απευθύνεται όχι σε αναγνώστες αλλά σε δυνάμει ή ενεργεία θεατές. Κατά συνέπεια, στόχος του δεν είναι η διανοητική επικοινωνία του κοινού με το έργο, μέσα από τη λειτουργία της ανάγνωσης, αλλά η πραγμάτωση της διά της οπτικής/εικονιστικής σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στο σκηνικό θέαμα και τους θεατές στην πλατεία κατά τη διάρκεια της παράστασης (Scholes – Klauss: 1984, 12, 30). Η υποβάθμιση του ενδιαφέροντος λοιπόν σε ό,τι συγκροτεί τη λογοτεχνικότητα του έργου και η ιδιαίτερη έμφαση στα δεδομένα της θεατρικότητας (Barthes: 1964, 41-42), αποτελεί πρωταρχική φροντίδα του που εκδηλώνεται ποικιλότροπα κάθε φορά, ανάλογα το θεατρικό είδος και την εποχή, τις προσλαμβάνουσες του κοινού και τα κοινωνικά συμφραζόμενα του έργου. Γιατί οι έννοιες λογοτεχνικότητα και θεατρικότητα στην ιστορία του θεάτρου βρίσκονται σε μια συνάρτηση που εξαρτάται από περισσοτέρους παράγοντες. Έτσι διαπιστώνεται άλλοτε οι λογοτεχνικές αρετές (περιγραφές, συναισθηματική φόρτιση του λόγου, λειτουργία των συμβόλων, έμφαση στη δημιουργία ατμόσφαιρας) όπως στην περίπτωση του Κρητικού Θεάτρου να υπερισχύουν απέναντι στις καθαρά θεατρικές αξίες (συγκρούσεις, διαγραφή χαρακτήρων, πλοκή, στοιχείο απρόοπτου), ενώ άλλοτε (όπως ενδεικτικά στις μέρες μας) να περιορίζονται εντελώς. Μπορεί ακόμα ανάλογα με τα αισθητικά δεδομένα και το είδος στο οποίο ανήκει το έργο να δημιουργούν διαφορετική ισορροπία μεταξύ των λογοτεχνικών και των θεατρικών στοιχείων του (ποιητικό θέατρο του Καζαντζάκη, θέατρο πολυθρόνας, συμβολιστικό δράμα, κ.ά.). Οποιαδήποτε όμως περίπτωση κι αν θεωρήσουμε, ξεκινώντας την ανάλυση μας από την κειμενικά διατυπωμένη βούληση του συγγραφέα προς τη σκηνικά διατυπωμένη παράσταση της, διαπιστώνουμε εύκολα πως ο δραματουργός, αντιλαμβανόμενος ότι ο ρόλος του συμπληρώνεται τη στιγμή κατά την οποία αποδίδει το έργο του στους φορείς της θεατρικής πράξης, προβαίνει στη δημιουργική έκφραση έχοντας κατά νου ότι αυτό που γράφει θα κριθεί τελικά ως σκηνικό θέμα από τη συνείδηση του κοινού. Επομένως, η επικοινωνία που επιδιώκει, το σύνολο των πληροφοριών και αιτημάτων που απευθύνει ως μήνυμα στο κοινό του, αδυνατεί να ολοκληρωθεί μόνο με τη λεκτική (άρα λογοτεχνική) διατύπωση του. Ο θεατρικός του λόγος δε βρίσκει καταξίωση παρά με τη σκηνική παράσταση, αφού πρόθεση του δημιουργού δεν είναι ν’ απευθύνει (μέσα από τους ήρωες του) το λόγο στους αναγνώστες πείθοντας τους για την ορθότητα των σκέψεων, υποβάλλοντας τους με την πληρότητα των συλλογισμών και τελικά επιβάλλοντας τους τις πεποιθήσεις του με την παραστατικότητα των δραματικών του προσώπων. Αντίθετα, επιδιώκει να δημιουργήσει αυτόνομες οντότητες που εκφράζουν σκηνικά μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τη δική του κι ενδεχομένως των θεατών. Να προτείνει ένα τρόπο ζωής που ο ίδιος ίσως δεν υιοθετεί και να υποδείξει μια κατάσταση που εκείνος δε βιώνει. Κατ’ αυτό τον τρόπο η βούληση του συγγραφέα διαθλώμενη μέσα από τους ποικίλους συντελεστές της παράστασης, προσλαμβάνεται από τη συνείδηση του κοινού ως αναπαράσταση του πραγματικού, που μόνο μέσω της θεατρικής σύμβασης μπορεί να συντελεστεί. Η κατ’ αυτό τον τρόπο αναπτυσσόμενη δια-λεκτική θεατρική επικοινωνία, μπορεί να κωδικοποιηθεί και περιγραφεί ως εξής: Στο αρχικό επίπεδο, από το οποίο ξεκινά και στο οποίο στηρίζεται το ίδιο το θέατρο, αυτό της δημιουργίας και ύπαρξης του δραματικού κειμένου, ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας το λόγο με τη σημασία της ανοιχτής διατύπωσης της σκέψης του και στηριζόμενος στην ενδοκειμενική σημασία της θεατρικής σύμβασης προτείνει μια παράσταση του κόσμου που συνιστά την ιδεολογία ή τη βιοθεωρία του. Η σύνταξη αυτή του δραματικού λόγου μένει όμως εγκλωβισμένη στα καθαρά λεκτικό/φωνητικά σημεία του κειμένου. Μ’ αυτή τη σημασία, η αρχική άποψη του δραματουργού μπορεί να θεωρηθεί ως θέση (με τη διαλεκτική σημασία του όρου), σημείο αφετηρίας και έναρξης της διαδικασίας θεατρικής επικοινωνίας που προσδιορίζεται αποκλειστικά από τη χρήση του λόγου (Wells: 1970, 25-26). Σ’ ένα δεύτερο μετεξελιγμένο στάδιο, η επικοινωνιακή λειτουργία συντελείται με τη διαμεσολάβηση του σκηνοθέτη. Το θεατρικό έργο, κατά τη διάρκεια της παράστασης πια, εμπλουτίζεται με νέες διαστάσεις και προοπτικές που αποδομούν ή υπερφορτίζουν την αρχική/θέση του συγγραφέα. Αυτή η σημασία συνιστά το δεύτερο βήμα στη διαλεκτική επικοινωνία που εντοπίσαμε στο θέατρο, με τη μερική μετάπλαση και «ερμηνεία» της βούλησης του συγγραφέα από το σκηνοθέτη.
Σ’ αυτό το μετασχηματισμό ή ακόμα και άρνηση της προηγούμενης θέσης, έρχεται τέλος, σ’ ένα τρίτο επίπεδο, να προστεθεί η αμφίδρομη επενέργεια της δυναμικής υπόκρισης του ηθοποιού από τη σκηνή και της ενεργητικής ανταπόκρισης του θεατή από την πλατεία (Constandinidis: 1984, 63-88). Η κατάσταση αυτή μπορεί να εκληφθεί ως σύνθεση στο εξελικτικό σχήμα, με το οποίο εμφανίζεται η έννοια της δια-λεκτικής παράστασης και ανα-παράστασης του κόσμου από το συγγραφέα και το σκηνοθέτη και την ως τέτοια πρόσληψη της από το θεατή στην πλατεία. Με την τελευταία αυτή σημασία η δια-λεκτική ξεπερνώντας τα δύο προηγούμενα στάδια τα οποία δυνάμει περιέχει, καταλήγει ως επιστέγασμα στην άμεση ταυτόχρονα κι έμμεση αλληλεπίδραση των δύο παραμέτρων του θεατρικού γεγονότος (σκηνή – πλατεία), που συνιστά την ιδιαιτερότητα αυτής της μορφής επικοινωνίας. Δι’ αυτής και εξαιτίας της όχι μόνο ολοκληρώνεται το δραματικό κείμενο, καταξιωνόμενο στη συνείδηση των θεατών, αλλά και λειτουργεί το θέατρο ως λογοτεχνικό είδος, καλλιτεχνικό γεγονός και κοινωνικό φαινόμενο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALTER (J.) «From Text to Performance: Semiotics of Theatrality» Poetics Today 2:3 (1981) 113-139
BARTHES (R.) «Le théâtre de Baudelaire» in: Essais Criti-ques, Paris, Seuil. col. «Tel Quel» 1964
BAUDRILLARD (J.) Simulacres et Simulations, Paris, Galilee, 1981
CONSTANDINIDIS (St.) «Feetback in play Production» Kodica/Code, 7 (1984) 63-88
DURAND (R.) «Problèmes d’ analyse strucuctural et sémiotique de la forme théâtrale» in Sémiologie de la représentation (col.) Bruxelles, éd. Complexe, 1975, 112-120
ECO (U.) «Pour une reformulation du concept de signe iconique» Communications 25 (1978) 141-191
FERAL (J.) «Performance and Theatrality: The subject demystified» Modern Drama 25: 1 (1982) 170-181
GAUBERT (S.) «Les deux scenes, transfusion et préséances» in: Entretiens de Saint Etienne I. Théâtre – Roman. Les 2 scènes de I’ ecriture, Paris, éd. Théâtrales, 1984, 16-19
KOWZAN (T.) Littérature et spectacle, Paris, La Haye Mouton, 1970
LINDEKENS (R.) «Théorie générate des objects iconisés» Sémiotica 3:4 (1971) 197-214
SCHAEFFER (P.) «Représentation et communication» in: Sémiologie de la représentation (col.), Bruxelles, éd. Complexe, 1975, 167-193.
SCHOPENHAUER (A.) Le monde comme νοlοηté et comme représentation, tr. fr. par R. Roos, Paris, P.U.F., 198411
SEARLE (J.) «The logical status of fictional Discourse» in Expression and Meaning Cabridge. University, Press, 1979, 58-75
WELLS (St.) Literature and Drama, London, Routledge and Kegan Paul, 1970