Η έννοια της διασκευής προσφέρεται για το θέατρο για παιδιά καθώς τα φέρνει σε επαφή με τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με τρόπο προσιτό και ευχάριστο. Επιπρόσθετα, μέσω των διασκευών γνωρίζουν μία αισθητική διαφορετική από τη δική τους. Ταυτόχρονα με την καλλιτεχνική και ψυχαγωγική τους αξία, οι διασκευές κλασικών έργων μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμα εκπαιδευτικά εργαλεία και να λειτουργήσουν ενισχυτικά είτε στο πλαίσιο του σχολείου, είτε σε εργαστήρια έξω από αυτό.
Ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας όλων των εποχών. Τα έργα του αποτελούν πολύτιμες παρακαταθήκες για την παγκόσμια λογοτεχνία και σημαντικά σημεία αναφοράς. Κρίνονται κατάλληλα για παιδικό και νεανικό κοινό διότι ως κλασικά έργα διαθέτουν εννοιολογικό πλούτο, αισθητική πληρότητα, διαχρονικό αξιακό σύστημα και πανανθρώπινη αναφορικότητα. Δίνουν δυνατότητα για πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες και είναι γραμμένα σε μία γλώσσα που είναι παγκόσμια. Επιπλέον, προωθούν και ενισχύουν το φαντασιακό και παραμυθιακό στοιχείο και διαθέτουν πλούσιο λεξιλόγιο. Διακρίνονται για την αισθητική και το αυθεντικό τους χιούμορ, ενώ παρουσιάζουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται αναφορά σε πέντε διασκευές έργων του Σαίξπηρ για παιδιά οι οποίες διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, τόσο σε επίπεδο κειμένου, όσο και σε επίπεδο παράστασης. Πρόκειται για δύο διασκευές του Ονείρου Καλοκαιρινής Νύχτας, δύο της Τρικυμίας και μία του έργου Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Στο σημείο αυτό δημιουργείται ερευνητικό ενδιαφέρον καθώς δίνεται η δυνατότητα επαφής με διαφορετικούς τρόπους γραφής και επεξεργασίας ενός κειμένου. Επιπλέον, σε επίπεδο παράστασης, παρουσιάζονται διαφορετικές σκηνοθετικές προσεγγίσεις καθώς ο κάθε σκηνοθέτης ακολουθεί τη δική του γραμμή προκειμένου να μεταδώσει τα μηνύματα του έργου. Τα συγκεκριμένα έργα αποτελούν έναν εναλλακτικό τρόπο ψυχαγωγίας για τους ανήλικους θεατές. Πέραν όμως από την παρακολούθηση των παραστάσεων, τα παιδιά θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα έργα μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όχι μόνο στα πλαίσια του μαθήματος της Θεατρικής Αγωγής. Ο κάθε εκπαιδευτικός μπορεί να εντάξει τις διασκευές στη μαθησιακή διαδικασία και να τις αξιοποιήσει ως ενισχυτές βασικών μαθημάτων όπως είναι η Νεοελληνική Γλώσσα. Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μία διασκευή και να την ανεβάσει με τους μαθητές του στο τέλος της σχολικής χρονιάς.
Το πρώτο έργο είναι το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Γιάννη Καλατζόπουλου. Το έργο πραγματεύεται τις σχέσεις των δύο φύλων και το σημαντικότερο μήνυμά του είναι η δύναμη της αγάπης. Ο συγγραφέας έχει εκσυγχρονίσει το αρχικό κείμενο κάνοντάς το προσιτό στα παιδιά. Εντάσσει σε αυτό στοιχεία από την καθημερινή ζωή, οι διάλογοι είναι σύντομοι και ταχείς και παρατηρείται ομοιοκαταληξία στους στίχους. Εντοπίζονται ακόμη έξυπνα λογοπαίγνια και καυστικά σχόλια. Δημιουργείται έτσι ένα ιδιαίτερο χιουμοριστικό σύμπαν γύρω από τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται οι ήρωες, οι οποίοι προέρχονται από τρεις διαφορετικούς κόσμους, τον κόσμο των αριστοκρατών, των λαϊκών και εκείνον των ξωτικών. Από την άλλη μεριά, σχετικά με την παράσταση της συγκεκριμένης διασκευής, αυτή έλαβε χώρα στο Θέατρο Σοφούλη στη Θεσσαλονίκη τη σεζόν 2012-2013 σε σκηνοθεσία Παυλίνας Χαρέλα. Η παράσταση είχε ζωντανή μουσική και το σκηνικό της αποτελούνταν από μία παιδική χαρά, περικλείοντας έτσι την έννοια του παιχνιδιού. Τα τραγούδια έδιναν πληροφορίες για το έργο, υπήρχαν εναλλαγές στο φωτισμό ανάλογα με τη δράση και τα κουστούμια των ηρώων προέρχονταν από άλλη δεκαετία.
Το δεύτερο έργο είναι επίσης το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» σε διασκευή του Δημήτρη Αδάμη. Ο δημιουργός μένει πιστός στο πνεύμα του έργου ως προς το γλωσσικό κομμάτι. Παρ’ όλα αυτά, πρωτοτυπεί σε δύο άλλα σημεία. Πρώτον, εντάσσει την έννοια του αφηγητή δίνοντας έτσι στο κείμενό του την αίσθηση παραμυθιού. Δεύτερον, αντί για την ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης, οι μάστορες αναπαριστούν εκείνη του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Το έργο περιλαμβάνει αυθεντικό σαιξπηρικό χιούμορ που πηγάζει από τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται οι ήρωες. Όπως και στην προηγούμενη διασκευή, το σπουδαιότερο μήνυμα είναι εκείνο της αγάπης. Σχετικά με τους ήρωες, αυτοί ανήκουν και εδώ σε τρεις κατηγορίες, τους αριστοκράτες, τους μάστορες και τα ξωτικά. Όσον αφορά στην παράσταση του έργου, αυτή έλαβε χώρα στο Θέατρο Ιλίσια τη σεζόν 2017-2018 σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Αδάμη. Δόθηκε έμφαση στα σημεία του έργου που υπήρχαν ψιθυριστά λόγια και υπήρχε αφηγητής. Τα σκηνικά ήταν απλά και λιτά και πραγματοποιούνταν εναλλαγές στον φωτισμό. Σχετικά με τα κουστούμια των ηθοποιών, αυτά αναφέρονταν στη δεκαετία του 1920-1930. Η μουσική επένδυση της παράστασης αποτελούνταν από ξένα κομμάτια με στίχους του συγγραφέα. Η σκηνοθεσία έδινε βαρύτητα στην κινησιολογία των ηθοποιών που σε αρκετά σημεία ακολουθούσε τους ρυθμούς του τσάρλεστον.
Το τρίτο έργο είναι «Η Τρικυμία» σε διασκευή της Βίλης Σωτηροπούλου. Η γλώσσα του έργου είναι προσιτή στο παιδικό κοινό. Η πρωτοτυπία της διασκευής έγκειται στο ότι ο χαρακτήρας του Πρόσπερο έχει αντικατασταθεί από εκείνον της Προσπέριας και αντίστοιχα ο χαρακτήρας του Αλόνσο από εκείνον της Αλίσιας. Η συγγραφέας κάνει διαφορετική χρήση του χιούμορ και συμπυκνώνει τη δράση του πρωτότυπου έργου. Οι ήρωες προέρχονται από τον κόσμο των ανθρώπων και των κόσμο των ξωτικών. Τα σημαντικότερα μηνύματα του έργου είναι η ανισότητα των κοινωνικών τάξεων, η έλλειψη ηθικών φραγμών, η δύναμη της αγάπης, η δύναμη της γνώσης, η ανάγκη για εκδίκηση, η αναγνώριση του λάθους, η συγχώρεση-μετάνοια. Η Τρικυμία παραστάθηκε στο Θέατρο Λύχνος τη σεζόν 2013-2014 σε σκηνοθεσία της συγγραφέως. Υπήρχαν σύγχρονα στοιχεία στη σκηνοθεσία όπως ο προτζέκτορας και η προβολή ταινίας μικρού μήκους που είχε γυριστεί από τους ηθοποιούς. Ο τρόπος υπόκρισης των ηθοποιών έδινε την αίσθηση παιχνιδιού. Το σκηνικό ήταν ιδιαίτερο και ελκυστικό στο μάτι. Τα κουστούμια των ηθοποιών ήταν αναγεννησιακά και ακουγόταν πρωτότυπη μουσική του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα.
Το τέταρτο έργο είναι επίσης «Η Τρικυμία» σε απόδοση του Νίκου Καμτσή. Το κείμενο περιλαμβάνει πλούσιο λεξιλόγιο και έντονα περιγραφικές εικόνες. Το χιούμορ υπάρχει σε σωστές δόσεις χωρίς να είναι κραυγαλέο. Επιπλέον, έχουν διατηρηθεί αρκετά στοιχεία του πρωτότυπου έργου όπως είναι το χρονικό πλαίσιο της Αναγέννησης, το παιχνίδι σκάκι Μιράντας-Φερδινάνδου. Οι ήρωες προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα. Αναφορικά με τα μηνύματα του έργου, αυτά είναι η δύναμη της συγχώρεσης, η δύναμη της αγάπης, η δύναμη του κακού, η δύναμη της γνώσης, η πάλη του καλού με το κακό, η έννοια της ελευθερίας. Ως προς την παράσταση, αυτή έλαβε χώρα στο Θέατρο Τριανόν τη σεζόν 1998-1999 σε σκηνοθεσία του Νίκου Καμτσή. Υπήρχαν αρκετά αποστασιοποιητικά στοιχεία στη σκηνοθεσία και το έργο εμπλουτιζόταν από την έννοια του «χορού». Το σκηνικό ήταν αναγεννησιακό με καντηλιέρα και προβολέα. Τα κουστούμια των ηθοποιών ήταν επίσης αναγεννησιακά και έμοιαζαν με πειρατικά. Η μουσική επένδυση της παράστασης αποτελούνταν από ήχους μουσικών οργάνων και τραγούδια.
Το πέμπτο και τελευταίο έργο είναι το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (Σαν το σκύλο με τη γάτα) του Γιάννη Καλατζόπουλου. Ο συγγραφέας πρωτοτυπεί καθώς εντάσσει τους πρωταγωνιστές του έργου του στο ζωικό βασίλειο, κάτι που καθίσταται σαφές και με την παραλλαγή του τίτλου του σαιξπηρικού έργου. Επιπρόσθετα, δίνεται διαφορετική αίσθηση της έχθρας και διαφορετικό τέλος στην ιστορία. Παρατηρείται ευρηματική παραγωγή λόγου. Ο συγγραφέας είναι γλωσσοπλάστης και κάνει έξυπνα λογοπαίγνια, κάνοντας χρήση και ξένων λέξεων. Το χιούμορ της διασκευής εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς. Το σημαντικότερο μήνυμά του είναι η δύναμη της αγάπης. Οι ήρωες είναι ιδιαίτερα κωμικοί και εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών. Το έργο παραστάθηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τη σεζόν 2005-2006 σε σκηνοθεσία του συγγραφέα. Ο Γιάννης Καλατζόπουλος πέρα από το κείμενο, προχώρησε σε εκσυγχρονισμό και της παράστασης. Υπήρχε έντονη κινησιολογία από τους ηθοποιούς, οι οποίοι χόρευαν στους ρυθμούς του break-dance. Τα κουστούμια τους ήταν ρούχα σύγχρονης εποχής με μάσκες και γουνάκια και επίσης είχαν έντονο μακιγιάζ. Η παράσταση είχε ιδιαίτερη αισθητική, έδινε αέρα μιούζικαλ με τη μουσική από το Cats και προωθούσε τη συμμετοχικότητα των παιδιών.
Κοινοί τόποι
Τα θέματα του έρωτα και της μαγείας υπάρχουν και στις πέντε διασκευές, απλά προσεγγίζονται με διαφορετικό τρόπο. Εισάγουν τα παιδιά σε έναν κόσμο ονειρικό και διαφορετικό στον οποίο η μαγεία επηρεάζει τα πράγματα και ο έρωτας παίζει καθοριστικό ρόλο.
Πρωτίστως, οι μικροί θεατές στις διασκευές του Νίκου Καμτσή και της Βίλης Σωτηροπούλου έρχονται σε επαφή με την εποχή που έζησε ο Σαίξπηρ και οι ομότεχνοί του. Πρόκειται για την εποχή των «μεγάλων» ταξιδιών και των ανακαλύψεων. Το γεγονός αυτό ενθουσιάζει τα παιδιά διότι η έννοια της εξερεύνησης και της ανακάλυψης είναι στενά συνδεδεμένες με τα παιχνίδια που τους αρέσουν και κατ’ επέκταση την ηλικία τους. Αντίθετα, ο Δημήτρης Αδάμης και ο Γιάννης Καλατζόπουλος διαφοροποιούνται στο σημείο αυτό και εντάσσουν το κείμενό τους σε διαφορετικές εποχές. Ο πρώτος αναφέρεται στη δεκαετία του 1920-1930, ενώ ο δεύτερος στη σύγχρονη εποχή. Όπως προκύπτει με σαφήνεια, οι δύο τελευταίοι συγγραφείς πρωτοπορούν και δεν ακολουθούν τον συνηθισμένο δρόμο. Δίνουν τη δυνατότητα στα παιδιά να βιώσουν ξεχωριστές εμπειρίες, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνονται τη διαχρονικότητα των σαιξπηρικών έργων. Άλλωστε ο Σαίξπηρ κατάφερε να δημιουργήσει έργα που μπορούν να παιχτούν σε οποιοδήποτε χώρο και τόπο και να παραμένουν το ίδιο επίκαιρα.
Σχετικά με τις «Τρικυμίες», και οι δύο συγγραφείς έχουν διατηρήσει τα βασικά σημεία της πλοκής τους πρωτότυπου έργου. Παρ’ όλα αυτά, η Βίλη Σωτηροπούλου έχει συμπυκνώσει αρκετά το αρχικό κείμενο, σε αντίθεση με τον Νίκο Καμτσή ο οποίος μένει περισσότερο πιστός στον σκελετό του. Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι η πρώτη συγγραφέας δεν ξεκινά το κείμενό της με την τρικυμία. Σε αντίθεση με το πρωτότυπο εισάγει το περιστατικό μετέπειτα.
Ο Δημήτρης Αδάμης και ο Νίκος Καμτσής επιλέγουν πιο «εκλεπτυσμένο» τρόπο γραφής που συμβαδίζει με τον σαιξπηρικό και τον αναδεικνύει. Από την άλλη μεριά, τόσο στις δύο διασκευές του Γιάννη Καλατζόπουλου, όσο και σε αυτή της Βίλης Σωτηροπούλου, παρατηρείται τάση εκσυγχρονισμού των θεατρικών κειμένων που προορίζονται για παιδικό και νεανικό κοινό. Από το γεγονός αυτό επηρεάζει αναπόφευκτα και το κομμάτι των παραστάσεων. Σε μία κοινωνία που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, το θέατρο δεν θα μπορούσε να μείνει πίσω και να μην εξελιχθεί. Οι παραπάνω συγγραφείς αφουγκράζονται και αντιλαμβάνονται την ανάγκη αυτή. Συνεπώς, προσαρμόζουν τον τρόπο γραφής τους στη νέα πραγματικότητα σε μία προσπάθεια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου κοινού και να αναδείξουν το μεγαλείο των σαιξπηρικών έργων. O στόχος αυτός επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό στα κείμενά τους, με τον καθένα να παρουσιάζει τις δικές του συγγραφικές αρετές.
Παρατηρείται επίσης ότι και οι τέσσερις συγγραφείς δεν παλιμπαιδίζουν, απευθύνονται στο ώριμο παιδί-θεατή και του δίνουν ερεθίσματα παρατήρηση, ο καθένας με τον δικό του προσωπικό τρόπο. Σε όλα τα κείμενα υπάρχουν αναφορές στην παιδική ηλικία, το παιχνίδι και τη γνώση. Τα στοιχεία αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ζωή του κάθε παιδιού και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για την ενήλικη ζωή του. Το παιδί έχει ανάγκη να διαβάζει σε ένα κείμενο ή να βλέπει σε μία παράσταση πράγματα που κάνει το ίδιο στην καθημερινότητά του και έτσι νιώθει περισσότερη ασφάλεια. Κατ’ επέκταση, το γεγονός αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την πρόσληψη του κειμένου ή της παράστασης με το οποίο έρχεται σε επαφή.
Οι ήρωες και των πέντε διασκευών, όπως συμβαίνει και στα πρωτότυπα έργα, είναι πολύπλευροι και εμφανίζουν μία μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών, τόσο εξωτερικών, όσο και εσωτερικών. Τα παιδιά βρίσκουν έτσι την ευκαιρία να γνωρίσουν ανθρώπινους τύπους και να παρατηρήσουν τις συμπεριφορές τους. Με κάποιους να ταυτιστούν, με κάποιους όχι. Το χιούμορ των κειμένων λειτουργεί καταλυτικά σε αυτή τη διαδικασία. Όλα τα έργα περιλαμβάνουν χιουμοριστικές ατάκες. Παρ’ όλα αυτά, οι διασκευές του Γιάννη Καλατζόπουλου και της Βίλης Σωτηροπούλου έχουν ένα προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα. Και οι δύο πρωτοτυπούν στα αστεία τους, τα οποία προκύπτουν τόσο από τις καταστάσεις, όσο και από τα δικά τους γλωσσικά παιχνίδια.
Τα μηνύματα των πρωτότυπων έργων μεταδίδονται και στις πέντε διασκευές. Η δύναμη της αγάπης, ο αγώνας για την εξουσία, η ανάγκη συμφιλίωσης των ανθρώπων, η πάλη του καλού και του κακού διαπερνούν τα κείμενα και προσφέρουν ευκαιρίες για διαπαιδαγώγηση των θεατών με τρόπο αβίαστο και φυσικό. Πρόκειται για αξίες πανανθρώπινες και διαχρονικές που δεν παύουν ποτέ να υπάρχουν στον κόσμο που ζούμε και να μας απασχολούν.
Παραστασιολογική ανάλυση
Ως προς τις παραστάσεις, η καθεμία έχει κάτι ξεχωριστό να δώσει στο θέατρο για παιδικό και νεανικό κοινό. Στις παραστάσεις των διασκευών του Γιάννη Καλατζόπουλου, το παιδί ψυχαγωγείται ενώ, παράλληλα, οξύνει τον νου του καθώς έρχεται αντιμέτωπο με διλήμματα που υπάρχουν στην πραγματική ζωή, η οποία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Επιπλέον, ο ίδιος καταφέρνει να περάσει μηνύματα στα παιδιά χωρίς διδακτισμό, κουνώντας τους το χέρι και δείχνοντάς τους το σωστό. Οι μικροί θεατές, παρά την «ανωριμότητα» της ηλικίας τους, είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτή του την πρόθεση και να την εκτιμήσουν. Από την άλλη μεριά, ο Νίκος Καμτσής στην παράστασή του έδινε έμφαση στο σκηνικό και είχε δημιουργήσει έντονες εικόνες.
Όσον αφορά στη χρήση των νέων τεχνολογιών ξεχωρίζει η παράσταση της Βίλης Σωτηροπούλου. Στην παράσταση υπήρχε προτζέκτορας με τον οποίο γίνονταν προβολές σχετικές με τους πλανήτες σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Επιπρόσθετα, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ομάδα των ηθοποιών είχε μαγνητοσκοπήσει ένα βιντεάκι σαν ταινία μικρού μήκους, η οποία είχε σχέση με τα ξωτικά και προβαλλόταν σε μία χρονική στιγμή της παράστασης. Τα σημερινά παιδιά ζουν στην εποχή της εικόνας και έχουν συνηθίσει τις πολλές εναλλαγές που συμβαίνουν στα τεχνολογικά μέσα όπως είναι ο υπολογιστής και η τηλεόραση. Η χρήση νέων τεχνολογιών στις παραστάσεις για παιδικό και νεανικό κοινό λειτουργεί ενισχυτικά στη σκηνοθεσία τους μόνο όταν γίνεται με το σωστό τρόπο.
Άμεσα συνυφασμένο στοιχείο με το θέατρο για παιδικό κοινό είναι και ύπαρξη αφηγητή στην παράσταση. Ο Δημήτρης Αδάμης προέβη σε αυτή την πρακτική και έδωσε αυτόματα τόσο στο κείμενο, όσο και στην παράστασή του την αίσθηση του παραμυθιού. Το παραμύθι για τα παιδιά είναι το πιο προσφιλές λογοτεχνικό είδος και εκείνο που γνωρίζουν από τη γέννησή τους. Η αφήγηση, ταυτόχρονα, δίνει πληροφορίες για την πλοκή του έργου και βοηθά τους θεατές να έχουν την εποπτεία των γεγονότων.
Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι στις τέσσερις από τις πέντε προαναφερθείσες παραστάσεις σκηνοθέτες είναι και οι διασκευαστές των έργων. Το γεγονός αυτό διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο καθώς οι σκηνοθέτες, στην προκειμένη περίπτωση, έχουν πλήρη εποπτεία του κειμένου και μπορούν να διαγράψουν τη σκηνοθετική τους γραμμή με περισσότερη ευκολία και ακρίβεια.
Είναι πλέον σαφές ότι οι διασκευές κλασικών έργων της παγκόσμιας δραματουργίας λειτουργούν ευεργετικά για το παιδικό και νεανικό κοινό. Όχι μόνο συμβάλλουν στην γλωσσική καλλιέργεια και στην ενίσχυση της κριτικής τους σκέψης, αλλά ακόμη αναπτύσσουν τη συναισθηματική τους νοημοσύνη. Τα σαιξπηρικά έργα, παρά τη μαγεία και το ονειρικό στοιχείο που περιλαμβάνουν, αναφέρονται με ρεαλιστικό τρόπο στις ανθρώπινες σχέσεις και φέρνουν τα παιδιά σε επαφή τόσο με το θετικό, όσο και με το αρνητικό τους πρόσημο. Ως προς την επίδρασή τους στο θέατρο για παιδιά και νέους, διαπιστώνεται ότι είναι καθοριστική και ανοίγει νέους δρόμους, τόσο σε επίπεδο κειμένου, όσο και σε επίπεδο παράστασης. Επιπλέον, οι θεατρικές διασκευές μπορούν να ενταχθούν στα πλαίσια του σχολείου και να λειτουργήσουν και ως εκπαιδευτικά εργαλεία. Ο τρόπος που θα γίνει αυτό εξαρτάται από την εκάστοτε ομάδα παιδιών και το τι θέλει να πετύχει ο κάθε εκπαιδευτικός με αυτήν. Αναμφίβολα, η ενασχόληση των παιδιών με την τέχνη και πολύ περισσότερο με το Θέατρο που συνδυάζει όλες τις Τέχνες είναι αναγκαία και οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να κάνουν ό, τι καλύτερο μπορούν για την ενισχύσουν.
Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι τα έργα του Σαίξπηρ είναι σημαντικά καθώς ανοίγουν νέους δρόμους στη σκέψη και τη φαντασία των παιδιών. Τους προσφέρουν έναν εναλλακτικό τρόπο ψυχαγωγίας, ενώ παράλληλα καλλιεργούν την κριτική τους ικανότητα. Αποτελούν ακόμη έναν μέσο διαφυγής από την καθημερινότητά τους. Η έννοια της φαντασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη της παιδικής ηλικίας. Έτσι, ο κόσμος του ονείρου και των ξωτικών θα είναι πάντα επίκαιρος για τους μικρούς θεατές, θυμίζοντάς τους πόσο διαφορετικός μπορεί να γίνει ο δικός τους κόσμος με λίγη φαντασία.
Ελένη Κουτσά
Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών “Θέατρο και Εκπαίδευση”, ΠΤΔΕ, ΕΚΠΑ