Στόχος της εργασίας είναι η συστηματική προσέγγιση αι εμβάθυνση της θεατρικής δημιουργίας στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Πρόθεσή μας είναι να παρουσιάσουμε και να αναλύσουμε τα πρότυπα και τις πηγές έμπνευσης των Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων με οποιαδήποτε προέλευση κι αν αυτά έχουν, γηγενή ή ξενόφερτη, παραδοσιακή ή μοντέρνα, δυτική ή ανατολική, ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός της πρωτοτυπίας και της ιδιαιτερότητάς του. Λόγω της διττής φύσης του θεάτρου, ως δραματικού κειμένου από τη μια και ως σκηνική παράστασης από την άλλη αναπτύσσουμε την κριτική και πραγματοποιούμε την έρευνά μας ταυτόχρονα και στις δύο διαστάσεις. Προσεγγίζουμε δηλαδή και αναλύουμε τη νεοελληνική δραματουργία, αλλά επίσης και τη σκηνική πράξη, πραγματοποιώντας μια παραστασιολογική και παράλληλα κοινωνιολογική ερμηνεία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μελέτη μας υπερβαίνει τα παραδοσιακά πλαίσια μιας παράθεσης στοιχείων και πληροφοριών, που χαρακτηρίζουν την απλή ιστοριογραφικού περιεχομένου προσέγγιση και επεκτείνεται στη διάσταση της κοινωνιολογίας του θεάτρου και των πολιτισμικών σπουδών, στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα. Επομένως, παράμετροι συνυπάρχουν με δεδομένα που αντλούνται από μια ιστορία της δραματικής γραφής και της σκηνοθεσίας, των προσδοκιών και των συνθηκών πρόσληψης του σκηνικού θεάματος από το κοινό.
Επιχειρούμε να παρουσιάσουμε και να αξιολογήσουμε την προσφορά σημαντικών θεατρικών συγγραφέων, όπως οι : Γρ. Ξενόπουλος, Π. Χορν, Αγ. Τερζάκης, Γ. Θεοτοκάς, Ι. Καμπανέλλης, Λ. Αναγνωστάκη, (ανάμεσα σε πολλούς άλλους), σκηνοθετών όπως οι: Κ. Χρηστομάνος, Θ. Οικονόμου, Φ. Πολίτης, Δ. Ροντήρης, Κ. Κουν, Σπ. Ευαγγελάτος, ηθοποιών όπως οι: Μ. Κοτοπούλη, Κυβέλη, Αιμ. Βεάκης, Κ. Παξινού, Α. Μινωτής, Μ. Κατράκης, σκηνογραφών, ενδυματολόγων και ανθρώπων του θεάτρου γενικότερα, όπως οι Α. Φωκάς, Κλ. Κλώνης, Γ. Τσαρούχης, Φ. Κόντογλου, Γ. Στεφανέλλης, Δ. Φωτόπουλος κ.α. Μέσα από το έργο και την προσφορά τους, μπορούμε να αντιληφθούμε παραστατικά τις τάσεις και τις απόψεις που εκφράζονται στο θέατρο, σε σχέση με τις γηγενείς καταβολές, αλλά και τις εξωτερικές επιδράσεις, σε αναφορά πάντα με το κοινό που υποδέχεται και αξιολογεί την προσφορά τους.
Εξίσου όμως σημαντική παράμετρο στην εργασία μας αποτελεί η παρουσίαση και ανάδειξη των θεατρικών χώρων υποδοχής του θεάματος, των κεντρικών δηλαδή και περιφερειακών, των πρωτοποριακών και εμπορικών σκηνών της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας (Εθνικό Θέατρο, Κ.Θ.Β.Ε., ΔΗΠΕΘΕ, Θέατρο Τέχνης, Νέα Σκηνή) μέσα από τις οποίες συντελείται η επικοινωνία του κοινού με το σκηνικό θέαμα, καθιερώνονται και αναδεικνύονται και οι δημιουργοί και τα θεατρικά είδη, ή αντίθετα απορρίπτονται και οδηγούνται στη λήθη.
Αντιλαμβανόμαστε ότι το αρχαίο δράμα από τη μια και ο λαϊκός πολιτισμός από την άλλη, αποτελούν τους δύο πόλους ανάμεσα στους οποίους ποικιλότροπα εξακτινώνεται η θεατρική δημιουργία, τόσο σε επίπεδο δραματικού κειμένου, όσο και σκηνικής πράξης. Γι’ αυτό και στην ανάλυσή τους δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα. Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν και άλλα είδη θεάτρου, τα οποία αν και είναι ιδιαίτερα αγαπητά στο κοινό, δεν χαίρουν της ίδιας εκτίμησης, ούτε της γενικότερης αποδοχής, για ποικίλους λόγους (ιδεολογικούς, οικονομικούς, αισθητικούς). Γι’ αυτό και η επιθεώρηση και το μελόδραμα, το εργατικό και το πατριωτικό δράμα, αποτελούν πεδία στα οποία εκδηλώνεται εξίσου το ερευνητικό μας ενδιαφέρον και (κάποια από αυτά) για πρώτη ίσως φορά βρίσκουν τη θέση τους σε μια μελέτη που φιλοδοξεί να χαρακτηρισθεί ως Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου στον 20ο αιώνα.
Αλλά το θέατρο εκ φύσεως είναι ένα πολυμεσικό και πολυπολιτισμικό φαινόμενο, που τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ της κοινωνίας και της τέχνης, των τεχνών και του πολιτισμού στο σύνολό του. Γι’ αυτό και η προσέγγισή μας πραγματοποιείται εξίσου σε επίπεδο ιδεολογίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας, κοινωνιολογίας και θεατρολογίας. Επιχειρούμε κατά συνέπεια να ανιχνεύσουμε όχι μόνο τα πραγματικά ή/και δυνητικά δραματικά πρότυπα συγγραφέων του παγκοσμίου θεάτρου ( Ίψεν, Ουάιλντ, Λόρκα, Ουίλιαμς, Ιονέσκο, Μπέκετ), αλλά και τους λόγους οι οποίοι συμβάλλουν στην αποδοχή και απορρόφηση κάποιων έργων από την πρωτότυπη ελληνική δραματουργία και την μεταγενέστερη αντικατάστασή τους από κάποια άλλα, ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία στο σύνολό της (αστική ανάπτυξη, εμφύλιος, δικτατορία του ’67, μεταπολίτευση). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν και η μελέτη μας παραμένει αυστηρά σε επίπεδο θεατρικής ιστορίας, όμως σε μεγάλο βαθμό πιστότητας αποδίδει γενικότερη ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τον ελληνικό 20ο αιώνα.
Η δομή της είναι η ακόλουθη:
Χωρίζεται σε εννέα κεφάλαια με πρόλογο, εισαγωγή και επίλογο, στα οποία παρουσιάζεται η μεθοδολογία, πραγματοποιείται μια κριτική αποτίμηση της βιβλιογραφίας μέχρι το 2002, χρονολογία πρώτης δημοσίευσής της και καταλήγουμε, υπό μορφή συμπερασμάτων σε μια αποτίμηση της συνολικής συνεισφοράς του θεάτρου στην ανάπτυξη του πολιτισμού και τη συγκρότηση της ταυτότητας στη σύγχρονη Ελλάδα.
Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται “Για μια προϊστορία του θεάματος. Ευρωπαϊκό- Ελληνικό Θέατρο: Άμπωτις και παλίρροια των πολιτισμικών επιδράσεων (16ος– 19ος αι.)”. Σ’ αυτό πραγματοποιείται μια ιστορική ανασκόπηση των σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στο νεοελληνικό και το ευρωπαϊκό θέατρο, από την περίοδο του Κρητικού Θεάτρου του 16ου αιώνα μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, επισημαίνοντας τα δάνεια και αντιδάνεια από την ιταλική αναγέννηση και το μπαρόκ, τα θεατρικά είδη και τις αισθητικές τάσεις, σε σχέση με τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα της αντίστοιχης περιόδου στην Κρήτη, τα Επτάνησα, την επικράτεια του Διαφωτισμού και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821.
Το δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο “Ιστορική πραγματικότητα και θεατρική δημιουργία” έχει έναν καθαρά ιστορικό χαρακτήρα. Διακρίνουμε ορισμένες βασικές φάσεις και προτείνουμε μια περιοδολόγηση βοηθητική στην ταξινόμηση και ανάλυση του θεάτρου, τόσο ως γραφή, όσο και ως παράσταση.
“Η αξιοποίηση της αρχαίας κληρονομιάς” παίρνει τη θέση της στη συνέχεια ως τρίτο κεφάλαιο στο οποίο εξετάζεται εξίσου τόσο η επίδραση και ενσωμάτωση του αρχαίου δράματος στη νεοελληνική δραματουργία, όσο και οι ποικίλες εκδοχές και σκηνικές ερμηνείες που κατά καιρούς έχουν προταθεί από σκηνοθέτες, αρχής γενομένης από τον Κ. Χρηστομάνο, τον Φ. Πολίτη και τον Δ. Ροντήρη, μέχρι τον Κ. Κουν, Σπ. Ευαγγελάτο και Α. Μινωτή.
Σειρά παίρνει “Η διασκεδαστική Τέχνη” ως τέταρτο κεφάλαιο, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η κωμωδία και οι μορφές της (φάρσα, κομεντί, σάτιρα), με ιδιαίτερη έμφαση στην επιθεώρηση, που αν και το πιο αγαπητό και αντιπροσωπευτικό είδος της νεοελληνικής θεατρικής πραγματικότητας, αδικαιολόγητα παραμένει στη σκιά της θεατρολογικής έρευνας.
Το ίδιο ισχύει και για ένα ακόμα είδος, που αποτελεί θέμα πραγμάτευσης στο πέμπτο κεφάλαιο. “Μελόδραμα και μελοδραματισμός” είναι ο τίτλος του. Μέσα σ’ αυτό επισημαίνουμε την ευρύτητα και διαχρονικότητα με τις οποίες το συγκεκριμένο είδος κάνει την παρουσία του και κατακλύζει τις θεατρικές σκηνές από τις αρχές του 20ου αιώνα, μέχρι το τέλος του.
Το ακόλουθο έκτο κεφάλαιο τιτλοφορείται “θεατρική και πολιτισμική ταυτότητα”. Σ’ αυτό εξετάζεται η σχέση που υφίσταται ανάμεσα στη δραματική παραγωγή και το λαϊκό πολιτισμό, τις όψεις που παίρνει ο δραματικός χώρος και χρόνος στα έργα, ανταποκρινόμενος στα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα κάθε εποχής (αγροτικός, αστικός. βιομηχανικός, μυθολογικός, ιστορικός), ενώ επισημαίνονται οι θεατρικοί ρόλοι και χαρακτήρες (επαρχιώτης, μικροαστός, περιθωριακός), που ανταποκρίνονται σε πραγματικούς κοινωνικούς ρόλους, αντιπροσωπευτικούς του νεοέλληνα σε αντίστοιχες περιόδους.
“Θεατρικός χώρος, σκηνές και σχήματα” είναι ο τίτλος του εβδόμου κεφαλαίου. Εδώ καταδεικνύεται ο ρόλος και η σπουδαιότητα του θεατρικού χώρου και η συμβολή του στην πρόσληψη του σκηνικού θεάματος, μέσα από τη διαμόρφωση ευεπίφορων συνθηκών πρόσληψης του έργου από το θεατή. Δημιουργείται μια οριοθέτηση και ταξινόμηση των θεατρικών σκηνών, ανάλογα τη γεωγραφική τους θέση (πρωτεύουσα- επαρχία), το θεσμικό τους πλαίσιο (κρατικές σκηνές, ΔΗΠΕΘΕ), τον καλλιτενχικό (πειραματικές, πρωτοποριακές σκηνές) ή τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους (σκηνές της Αριστεράς και της αποκέντρωσης), τα οικονομικά τους κίνητρα (εμπορικές σκηνές) ή την χωροταξική τους θέση (κεντρικές- περιφερειακές σκηνές). Με βάση τα προηγούμενα, εξετάζονται οι αντικειμενικές συνθήκες πρόσληψης της παράστασης και καθιέρωσης κάποιων θεατρικών χώρων (Εθνικό Θέατρο, Θέατρο Τέχνης) στη συνείδηση του κοινού.
Το όγδοο κεφάλαιο πραγματεύεται την “Κοινωνιολογία της πρόσληψης. Φορείς της θεατρικής διαμεσολάβησης και μηχανισμοί χειραγώγησης του κοινού”. Σ’ αυτό επιχειρείται μια συστηματική προσέγγιση του θεατρικού φαινομένου και του θεατρικού πρϊόντος ως καταναλωτικού αγαθού. Αναλύεται δηλαδή ο ρόλος της θεατρικής κριτικής και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, οι γενικότερες διαδικασίες προβολής και προώθησης του σκηνικού θεάματος και οι μηχανισμοί χειραγώγησης της γνώμης του θεατή, που τελικά διαμορφώνουν τα κριτήρια και την αισθητική του για την παράσταση, υποβάλλοντας και επιβάλλοντας τον “κανόνα” και την “εξαίρεση”, άρα συντελώντας στην αποδοχή ή την απόρριψη ενός καλλιτέχνη, ενός έργου, μιας θεατρικής σκηνής, ενός είδους.
Στο ένατο κεφάλαιο η ανάλυσή μας προχωρεί στη διάσταση της συγκριτικής θεατρολογίας και των πολιτισμικών σπουδών. “Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία. Η ταυτότητα της διαφοράς. Εμείς και οι άλλοι”. Εδώ επιχειρείται μια συγκριτική προσέγγιση σε έργα και συγγραφείς του νεοελληνικού θεάτρου σε σχέση με αντίστοιχα του παγκόσμιου (Ίψεν, Ουίλιαμς, Μπέκετ), μέσα από την οποία καταδείχνεται ο βαθμός πρωτοτυπίας και η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζουν το θέατρο από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στην Κρήτη τον 16ο αιώνα, μέχρι σήμερα.
Η εργασία μας ολοκληρώνεται με ένα επίλογο, στον οποίο τα συμπεράσματά μας γενικεύονται και εξακτινώνονται στο σύνολο του νεοελληνικού πολιτισμού, καταλήγοντας σε μια ανάγνωση της “ελληνικότητας” ως συνδρόμου και στερεοτύπου στο θέατρο και τον πολιτισμό της Ελλάδας στον 20ο αιώνα.