Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έχει αφομοιώσει το μεταμοντέρνο και τις αρχές του. Και το άφησε να πλανηθεί πάνω από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την παράσταση της «Λυσιστράτης» που σκηνοθέτησε. Μία παράσταση pastiche, στην οποία εξαφανίστηκε κάθε διαφοροποιητικό στοιχείο του δραματικού είδους και εμφανίστηκε η συνύφανση της αναπαράστασης με την αφήγηση, των δρώντων και των δι’ απαγγελίας.
Ο Αριστοφάνης παρουσίασε την κωμωδία του το 411 π.Χ., έτος οριακό για τις δημοκρατικές ελευθερίες της Αθήνας. Η συντριβή της αθηναϊκής δύναμης στη Σικελία χρεώθηκε στους δημοκρατικούς, οι οποίοι αυτοβούλως περιόρισαν τις δικαιοδοσίες τους στην Εκκλησία και συγκρότησαν το ελεγκτικό συμβούλιο των δέκα προβούλων, όργανο με ολιγαρχική ιδεολογική κατεύθυνση. Το συμβούλιο υπέθαλψε την εξέγερση των ολιγαρχικών του 411, η οποία βύθισε την Αθήνα στο φόβο και την αβεβαιότητα. Μετά τη βραχύβια επικυριαρχία του ολιγαρχικού πολιτεύματος επικράτησαν και πάλι οι δημοκρατικοί. Εντός αυτού του ιστορικού πλαισίου ο ποιητής απομακρύνεται από την προσφιλή του κριτική του συστήματος και των συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων και προσανατολίζεται στο γενικό θέμα της ειρήνης. Τιτλοφορεί για πρώτη φορά το έργο του με το όνομα της ηρωίδας και εισάγει γυναικείους κύριους ρόλους. Συρρικνώνει την παράβαση και αφαιρεί την εκτεταμένη απεύθυνση προς το κοινό. Το θέμα του συνδυάζει το κωμικό εύρημα της αποχής των γυναικών από τη συζυγική κλίνη, για να υποχρεώσουν τους άνδρες να συνάψουν ειρήνη, με το εύρημα της κατάληψης του δημόσιου ταμείου στην Ακρόπολη, εφόσον «για τα λεφτά γίνονται οι πόλεμοι», όπως διακηρύσσει η Λυσιστράτη.
Ανάμεσα στις πρωτότυπες ιδέες του αριστοφανικού έργου και τη σκηνοθετική ανάγνωση του Μ. Μαρμαρινού για την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου εμφανίστηκε ένα αβυσσαλέο ρήγμα. Στο νοητό αυτό χώρο παρεισέφρησαν σκοπίμως πολλά και ετερόκλητα στοιχεία σύμφωνα με τις επιταγές του μεταμοντέρνου. Ενώ οι θεατές συνέρρεαν ακόμη στο θέατρο, εισέρχεται η πιανίστα Λενιώ Λιάτσου. Φορά ένα λευκό φόρεμα από δαντέλα και ένα τεράστιο καπέλο. Περιφέρεται, παρατηρεί τους θεατές «σαν βαμπ ξένη που επισκέπτεται αρχαιότητες» κατά το πρόγραμμα και καταλήγει στο πιάνο. Ένας ηθοποιός παρατηρεί το στημένο στη μέση της ορχήστρας ανδρικό άγαλμα και καγχάζοντας το κλέβει και φεύγει. Με τις πρώτες μουσικές νότες εμφανίζεται στοιχηδόν το ημίγυμνο «θεώρημα των Γυναικών». Με το ίδιο ρυθμικό βήμα διασκορπίζονται στην Ορχήστρα, ενώ μία απ’ αυτές (η Λυσιστράτη) ξαπλώνει στο βάθρο του αγάλματος. Κάνει πους απς, σκέφτεται, αλλάζει στάση, μένει ακίνητη κι έπειτα από μία παρατεταμένη σκηνική παύση εμφανίζεται ο υπέρτιτλος «αυτό που βλέπεται είναι μια κανονική γυναίκα». Οι άλλες γυναίκες με διεσπαρμένες φράσεις τη σχολιάζουν τη στιγμή που στίχοι από το ρόλο της Λυσιστράτης αναγράφονται ως υπέρτιτλοι. Εμφανίζεται η Σπαρτιάτισσα Λαμπιτώ, σιωπηλή, ακίνητη, σαν την Αφροδίτη της Μήλου επάνω σε εκκύκλημα. Το κείμενο που της αναλογεί εκφωνούν κατά τον επικό τρόπο γυναίκες του Χορού: «Η Λαμπιτώ είπε …», «στο σημείο αυτό η Λυσιστράτη είπε…» καθώς της αφαιρούν το διάφανο ένδυμά της. Οι γυναίκες αποδέχονται την πρόταση της Λυσιστράτης να οχυρωθούν στην Ακρόπολη και αποσύρονται στο λογείο. Εδώ βρίσκεται και το σκηνικό του Γιώργου Σαπουντζή. Ένα τραπέζι, πολυθρόνες, μια γλάστρα με φίκο μπέντζαμιν και ένα ψυγείο. Η Ακρόπολη των Αθηνών … μαγνητάκι πάνω στο ψυγείο. Η θεατρική σύμβαση στην παράσταση αυτή είναι η κατάργηση κάθε σύμβασης. Η συρρίκνωση των εννοιών και της ιδεολογικής σφραγίδας που φέρουν συνδέεται από τον μεταμοντέρνο καλλιτέχνη με τη φυγή από το χώρο, από το γεωγραφικά και εθνικά παγιωμένο.
Η Πάροδος του Χορού των γερόντων ξεκινά μία αργή διαδοχή επεισοδίων με λόγο εξαρθρωμένο, άρρυθμο, πεζολογικό. Η σκηνή του Πρόβουλου, στη συνέχεια, εξοστρακίζει τη σημασία του θεατρικού διαλόγου. Ο Πρόβουλος (Αιμίλιος Χειλάκης) βουβός στη θέση του ακούει στωικά το ρόλο του να εκφωνείται από την Αγλαΐα Παπά. Και πάλι «ο Πρόβουλος είπε …». Η διαλογική σχέση με το «εσύ» αναιρείται στο μεταμοντερνισμό και ο σκηνοθέτης μεταποιεί το λόγο και δεν του επιτρέπει να αναπαρασταθεί.
Το επόμενο χορικό οδηγεί στην πλήρη αποκάλυψη των γυναικείων σωμάτων. Ο μη ρεαλιστής σκηνοθέτης προσέλαβε ρεαλιστικά την παρότρυνση της Κορυφαίας για την απέκδυση των γυναικών, οι οποίες παρατάχθηκαν μπροστά στους θεατές και πραγμάτωσαν την κωμική προτροπή του Αριστοφάνη. Ο Μ. Μαρμαρινός μετέφερε το κέντρο βάρους της κωμωδίας από την αναζήτηση της συμφιλίωσης ως ύστατου μέσου για τη σωτηρία της πόλης στη λατρεία του (γυναικείου) σώματος. Και βέβαια, η μετατόπιση (εννοιολογική, γεωγραφική, θεματική) υποστηρίζεται από το μεταμοντέρνο, αλλά στην περίπτωση της Λυσιστράτης ελλοχεύει η υποψία ότι η υπεραφθονία γυμνού είχε άλλους στόχους από τους θεατρικούς ή αισθητικούς. Το ερωτικό στοιχείο είναι το θεατρικό εύρημα, σηματοδοτεί το κωμικό, είναι το πρόσχημα για τον Αριστοφάνη. Το σώμα είναι το όργανο για να πραγματωθεί η πρόφαση, όχι ο ποιητικός σκοπός.
Η επιθυμία των γυναικών να συνευρεθούν με τους άνδρες τους ωθεί τη Λυσιστράτη σε παραληρηματικό λογύδριο κατά των ομοφύλων της. Εδώ, σκηνοθέτης και μεταφραστής (Δημ. Δημητριάδης) δράττονται της ευκαιρίας να διαμελίσουν το αριστοφανικό σώμα και να το επανασυνθέσουν με ικανό αριθμό εμβόλιμων. Οι γυναίκες κατηγορούνται διά στόματος Λυσιστράτης ότι υποστήριξαν τον Χίτλερ και ότι ερωτεύονται βιαστές και δολοφόνους, όπως τον Παπαχρόνη, και τους γράφουν γράμματα στη φυλακή! Οι άνδρες δεν πράττουν τέτοια! «Πήρε ποτέ ερωτικό γράμμα η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη;» ρωτά το κοινό η Λυσιστράτη (Λένα Κιτσοπούλου). Η πραγματικότητα και η Τέχνη, το μοντέρνο και το κλασσικό, ο ηθοποιός και ο θεατής επανεξετάζονται και αναδιαμορφώνονται στα πλαίσια της αμφισβήτησης που θέτει το μεταμοντέρνο. Το πρωτογενές υλικό και το συμπλήρωμα δε διαχωρίζονται, έτσι ώστε να οδηγηθούν στην κατανάλωση.
Σκοτάδι στη συνέχεια στο θέατρο της Επιδαύρου. Η θεατρική παράσταση έγινε ραδιοφωνική. Ολόκληρη η σκηνή του χρησμού για την εμψύχωση των γυναικών παίχτηκε χωρίς ίχνος φωτισμού και χαμηλόφωνα. Τα φώτα ανάβουν και πάλι με την είσοδο του Κινησία που κρατά ένα ομοίωμα φαλλού από sex shop. Εκφωνεί τις ατάκες του χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Ο ρόλος της Μυρίνης διαμοιράστηκε σε τρεις ηθοποιούς, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του κωμικού και της θεατρικής λειτουργίας που έχει η σκηνή. Η υποτιθέμενη παρουσία του παιδιού έγινε το έναυσμα για να ξεκινήσει η Λυσιστράτη ένα νέο ηθικοπλαστικό λογύδριο κατά των γονέων που πληγώνουν ψυχικά τα παιδιά τους.
Η παράσταση τελείωσε με συμφιλίωση και προπόσεις υπέρ παρόντων και απόντων και υπέρ του έρωτα, του φέροντος κάθε υπαρκτό και μη επίθετο.
Όταν τα φώτα άναψαν διαπιστώθηκε ότι το κατάμεστο στην αρχή θέατρο της Επιδαύρου είχε αδειάσει κατά το ένα τρίτο. Οι ενστάσεις ήταν φανερές.
Όλοι οι συντελεστές ακολούθησαν πιστά την «ποιητική» του θεατρικού μεταμοντερνισμού. Το παραξένισμα, η παρωδία, το μοντάζ, η σχετικότητα, η αμφισβήτηση κάθε πλαισίου, η ασυνέχεια, η κατάρριψη της ψευδαίσθησης, η εκκεντρικότητα, η συνύπαρξη των αντιθέτων, η υποβάθμιση του υποκειμένου και η απόρριψη της αισθητικής θεωρίας τεκμηριώθηκαν ως χαρακτηριστικά του είδους στην παράσταση της Λυσιστράτης.
Η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη ενεπλάκη στο πλήθος των διακειμένων και εξαφανίστηκε. Τα συνεχή, εκτενή αφηγηματικά εμβόλιμα και η αναίρεση των δραματικών προσώπων στέρησαν από το έργο και την παράσταση τη θεατρικότητα. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού χωρίς ιδιαίτερο ηχόχρωμα. Το σκηνικό με το ψυγείο και τον πλαστικό φίκο στα όρια του κιτς (Γ. Σαπουντζής) και τα κοστούμια, ξεχωριστά για κάθε πρόσωπο, έρχονταν σε αντίθεση με την ισοπέδωση και την ομαδοποίηση των ρόλων (Μαγιού Τρικεριώτη). Η Λένα Κιτσοπούλου προσέδωσε στη Λυσιστράτη οργή υπέρμετρη και δημιούργησε μία καρικατούρα γυναίκας, η οποία πόρρω απέχει από το δραματικό πρόσωπο του Αριστοφάνη. Οι άλλοι γυναικείοι ρόλοι διεσπάρησαν στο σύνολο και απαξιώθηκαν. Οι άνδρες της παράστασης (Γ. Βογιατζής, Χ. Τσιτσάκης, Γ. Μπινιάρης, Θ. Πάνου και Αιμ. Χειλάκης) καταποντίστηκαν εξ αιτίας των σκηνοθετικών επιλογών.
Η σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού έθεσε σε λειτουργία τον ορισμό του Baudrillard, σύμφωνα με τον οποίο το μεταμοντέρνο είναι η εξάλειψη της σημασίας με αποτέλεσμα την αναχαίτιση των ιστοριών, των αναφορών, των σκοπιμοτήτων. Ως προς αυτό η παράσταση είχε συνέπεια και άφηνε να διαφανεί η προσπάθεια για τη δημιουργία πρότασης. Κατέληξε, ωστόσο, να γίνει πληκτική, αδιάφορη, ανούσια και … αριστοφανικά ισχνή. Αν ο λανθάνων σκοπός του μεταμοντέρνου είναι να διώξει το κοινό από το θέατρο, τότε ο κ. Μαρμαρινός πέτυχε το στόχο του.
Κόννη Σοφιάδου
Δρ Π.Τ.Δ.Ε., Ηθοποιός