Ποτέ στην ιστορία της η Ευρώπη δεν είχε να επιδείξει τόσο πολλά φεστιβάλ. Και σαν να μην φτάνει αυτό, κάθε μέρα προστίθενται και νέα. Είμαστε μάρτυρες μιας επελαύνουσας «φεστιβαλίτιδας», η οποία, όσο θα ανεβαίνει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις πόλεις για ένα διακριτό brand name, άλλο τόσο αυτή θα μεγαλώνει και θα πληθαίνει όπως τα Pizza Hut και τα McDonald’s.
Πολλοί βλέπουν θετικά αυτή την εξέλιξη, καθώς τη θεωρούν ως δείγμα εκδημοκρατισμού του χώρου, σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε πριν, όταν οι επιλογές ήταν σαφώς περιορισμένες και η δύναμη των ολίγων μάλλον υπερβολική.
Αντιλαμβάνομαι τον ενθουσιασμό τους. Ωστόσο, θα ήθελα εδώ να κάνω το συνήγορο του διαβόλου θέτοντας ένα σοβαρό ζήτημα: όντως ο πολλαπλασιασμός των φεστιβάλ υποδηλώνει εκδημοκρατισμό του χώρου και ποιοτική αναβάθμιση ή μια παράδοση στη λογική της σύγχρονης οικονομίας που λέει ότι όσο ογκωδέστερη είναι η διακίνηση προϊόντων τόσο το καλύτερο; Άρα, μήπως τελικά ο πολλαπλασιασμός οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια και σε μια ποιοτική υποβάθμιση;
Αν και δεν είναι της παρούσης, να σας θυμίσω, δίκην πρόχειρου παραδείγματος, τι έχει γίνει στον χώρο της πολύπαθης θεατρικής κριτικής, η πρώτη τέχνη που πλήρωσε το τίμημα του λεγόμενου διογκωμένου εκδημοκρατισμού.
Η δυνατότητα να γράφει κανείς κριτική και να τη διοχετεύει παντού, ελέω τεχνολογίας, έχει προσφέρει, μέχρι σήμερα τουλάχιστο, ελάχιστα στην ποιοτική αναβάθμιση του θεάτρου. Μάλλον έχει αφαιρέσει. Και αυτό είναι εξηγήσιμο. Όταν όλοι γράφουν κριτική, τότε κανένας δεν είναι κριτικός. Και αυτό, εμμέσως πλην σαφώς, φαίνεται να επιδιώκει η κοινωνία σήμερα: την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης ότι όλοι μπορούμε να εκφραστούμε ελεύθερα. Η κριτική είναι καλοδεχούμενη στο βαθμό που είναι ακίνδυνη. Και είναι ακίνδυνη όταν την ασκούν όλοι.
Και διερωτώμαι: Μήπως ισχύει κάτι τέτοιο και για τα φεστιβάλ; Θέλω να πω, όταν όλοι κάνουν φεστιβάλ, όταν όλοι μπορούν να συμμετέχουν σε ένα φεστιβάλ, μήπως αυτό αφαιρεί από το θεσμό τις ιδιατερότητές του, μετατρέποντάς τον σε μια μηχανή φασόν που διοχετεύει στην αγορά πανομοιότυπα προϊόντα, εύκολα αναγνωρίσιμα και συνεπώς ευπώλητα; Αυτός εν τέλει είναι ο στόχος ενός φεστιβάλ; Κάτι σαν ένα σούπερμάρκετ όπου εκτίθενται και πωλούνται πολιτιστικά προϊόντα; Τι θέλουμε ή τι μπορούμε να έχουμε σε μια κοινωνία η οποία τείνει να πάρει τη μορφή ενός απέραντου φεστιβάλ, μιας πασαρέλας όπου όλοι κάνουν επίδειξη της εικόνας τους, με πρώτους και καλύτερους τους πολιτικούς; Οραματιζόμαστε ένα φεστιβάλ εντελώς ανοικτό, στη λογική του Εδιμπούργου, για παράδειγμα; Θέλουμε ένα φεστιβάλ ποικίλης ύλης, πολυθεματικό ή αυστηρώς θεματικό και ειδολογικά πολύ συγκεκριμένο; Το θέλουμε ετήσιο ή ανά διετία; Το θέλουμε μικρής διάρκειας ή μεγάλης; Αφιερωματικό; Διαγωνιστικό; Πειραματικό; Mainstream;
Και ο καλλιτεχνικός διευθυντής πώς θέλουμε να διορίζεται; Με άμεση ανάθεση; Με ανοικτό διαγωνισμό; Το ίδιο και οι πέριξ αυτόν: με τι προσόντα, τι προϊστορία;
Έχουν ξανατεθεί τα ερωτήματα κάποια χρόνια πριν (αν θυμάμαι καλά και επί Γιώργου Λούκου), χωρίς ωστόσο να λυθούν τα προβλήματα και να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ακόμη μας ταλανίζουν. Όμως, κάποια στιγμή πρέπει να τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία για να προχωρήσουμε. Δέχομαι ότι οι καιροί δεν ευνοούν τις εύκολες απαντήσεις ή λύσεις. Όπως, επίσης, δέχομαι ότι πιο παλιά τα πράγματα ήταν κάπως πιο ξεκάθαρα, χωρίς να σημαίνει και καλύτερα.
Τότε και τώρα
Κάποτε οι αποδέκτες (όσο και οι διοργανωτές) των καθιερωμένων φεστιβάλ είχαν ένα σχετικά συγκεκριμένο προφίλ –εθνικό, θρησκευτικό, γλωσσικό, ταξικό κ.λπ.,– όπως είχαν μια περίπου συγκλίνουσα άποψη περί υψηλής και λαϊκής τέχνης, εθνικής και αλλότριας, που διευκόλυνε ενμέρει την όλη διαδικασία. Και όταν λέω κάποτε, εννοώ λίγο πριν και λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που τα περισσότερα εθνικά φεστιβάλ στήθηκαν με απώτερο στόχο να προβάλουν την τοπική ιστορία, την εθνική κληρονομιά και τα μεγάλα κλασικά κείμενα.
Οι εμπνευστές τους ήταν της άποψης ότι η διαλυμένη από τους μεγάλους πολέμους (και κυρίως το δεύτερο παγκόσμιο) Ευρώπη είχε ανάγκη από κάποια σταθερά και καταξιωμένα σημεία αναφοράς ώστε να ξαναβρεί τον εαυτό της και τον θετικό της προσανατολισμό. Και τι πιο άμεση και δοκιμασμένη λύση από ένα φεστιβάλ κλασικών έργων;
Μέσα σε αυτήν τη λογική κινήθηκε για πολλά χρόνια και το Φεστιβάλ Επιδαύρου: σαν μια πλατφόρμα προβολής του μεγαλείου της τοπικής ιστορικότητας. Που εν πολλοίς συνεχίζει να είναι, αν και εκτιμώ πως πρέπει οπωσδήποτε να υποστεί μια ριζική αναθεώρηση της όλης φιλοσοφίας του. Ο κόσμος άλλαξε, καιρός να αλλάξει κι αυτό. Θα επανέλθω στο θέμα αυτό. Πριν αυτό αυτό, όμως, θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάπως το τοπίο όπου θα κινηθούμε.
Φεστιβαλική αισθητική
Όταν μιλάμε για φεστιβάλ δεν μιλάμε για ένα θεσμό αγγελικά πλασμένο. Ούτε για κάποιο ελιξήριο στα όποια προβλήματα και στις όποιες παθογένειες του θεάτρου. Ούτε υπεράνω σκοπιμοτήτων είναι ούτε καλός Σαμαρείτης. Ήταν και εξακολουθεί να είναι, και μάλιστα πολύ πιο έντονα, ένας θεσμός σφιχταγκαλιασμένος με την οικονομία και την πολιτική (κάτι πολύ οικείο σ’ εμάς τους Έλληνες), άρα, είναι ένας θεσμός φύσει αντιφατικός, υπό την έννοια ότι από τη μια πρεσβεύει (ή ισχυρίζεται ότι πρεσβεύει) την αίρεση και την υπέρβαση και από την άλλη κλείνει το μάτι σε επιχειρηματίες και τραπεζίτες ή σε πολιτικούς για να τον συντηρήσουν.
Ιδού λοιπόν το πρώτο θέμα που πρέπει να ξεκαθαρίσει ένα φεστιβάλ (και κυρίως το δικό μας): τις σχέσεις του με την εκάστοτε εξουσία. Κατά πόσο μπορεί (ή θέλει) να επιβιώσει χωρίς αυτήν ή κι αν δεν μπορεί μέχρι ποιου σημείου θα αφεθεί να συμπορευθεί μαζί της;
Με δυο λόγια, ως έχουν τα πράγματα, πρέπει να διερωτηθεί κατά πόσο υπάρχει χώρος εκτός Συστήματος, που να του επιτρέπει να λειτουργεί ως αίρεση του πραγματικού;
Ομογενοποίηση
Ένα άλλο πρόβλημα που διογκώνεται διαρκώς στους κόλπους του σύγχρονου φεστιβαλικού κυκλώματος και ζητεί άμεση λύση είναι οι έντονες τάσεις ομογενοποίησης. Κι εδώ ας μου επιτραπεί να επεκταθώ λιγάκι, γιατί αφορά ένα μεγάλο μέρος και της ελληνικής θεατρικής και σκηνικής γραφής.
Η Ενωμένη Ευρώπη εξαρχής χρηματοδότησε διάφορα φεστιβαλικά δίκτυα προσβλέποντας σε μια σταδιακή άρση των εθνικών αναντιστοιχιών. Είδε το θεσμό των φεστιβάλ σαν μια ικανή πλατφόρμα συμφιλίωσης των λαών. Αναμφίβολα ήταν μια πολύ καλή σκέψη, όμως, και δυνάμει επικίνδυνη, υπό την έννοια ότι από τη στιγμή που όλοι κυνηγούν τη σύγκλιση μέσω της (αισθητικής κι όχι μόνο) ομοιότητας, μοιραία τείνουν να αποψιλώνουν τη δυναμική της τοπικής διαφοράς. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος να το διαπιστώσει κανείς. Αρκεί μια ματιά στο ρεπερτόριο διάφορων φεστιβάλ. Εκεί βλέπουμε μια γενικευμένη τάση ανακύκλωσης, ένα ασταμάτητο πηγαινέλα όμοιων καλλιτεχνικών προϊόντων που έχουν, συνήθως, ως αφετηρία είτε ισχυρές θεατρικά χώρες/σχολές είτε ισχυρά ονόματα καλλιτεχνών, όπως για παράδειγμα, η περίπτωση των Ρίμινι Προτοκόλ, Forced Entertainment, και Wooster Group, ή της γερμανικής σχολής υποκριτικής και σκηνοθεσίας κ.λπ.
Και για να μην παρεξηγηθώ να διευκρινίσω ότι η εποχή μας δεν πρωτοτυπεί σε αυτόν τον τομέα. Η ανακύκλωση, είτε τεχνικών είτε ονομάτων είτε συμβάσεων, ήταν πάντα ένα κρατούμενο. Εκείνο που την κάνει να διαφέρει αισθητά είναι η ταχύτητά της, η οποία έχει σχέση βεβαίως και με την οικονομία της.
Τέχνη, ταχύτητα, πρωτοπορία
Οι σημερινοί καλλιτέχνες επιδίδονται σε μια κούρσα κόντρα στον χρόνο. Βιάζονται να προλάβουν τη ζωή και τα παράγωγά της που τρέχουν με χίλια. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους οι τέχνες τρέχουν ασθμαίνοντας πίσω από την πραγματικότητα κι όχι μπροστά. Η εποχή του καλλτέχνη-μπροστάρη έχει παρέλθει. Η πραγματικότητα είναι πλέον η πρωτοπορία. Ή, μάλλον καλύτερα, το Σύστημα (που ορίζει την πραγματικότητα) είναι η πρωτοπορία. Κι αν δεν είναι, την εξαγοράζει (πάγια τακτική).
Η πίεση αυτή αφήνει στους καλλιτέχνες ελάχιστο χρόνο να δουλέψουν εργαστηριακά, να αφομοιώσουν τα δάνειά τους και να δοκιμάσουν πιο προσωπικές και επί της ουσίας εναλλακτικές λύσεις. Βολεύονται με την αναπαραγωγή παρά την παραγωγή. Οι περισσότερες προτάσεις που κυκλοφορούν φωνάζουν από μακριά ότι είναι ένα είδος copy/paste, μετάφραση και μεταποίηση από ένα format σε κάποιο άλλο. Χωρίς απολογίες. Υπάρχει πλήρης αποενοχοποίηση της αντιγραφής και πλήρης αποδοχή της φετιχοποίησης του βεβιασμένα καινούργιου.
Για τους καλλιτέχνες τα φεστιβάλ είναι ένα αναγκαίο βήμα για τη δημιουργία ενός αναγνωρίσμου brand name. Κάτι σαν facebook. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε στην εποχή του self-promotion. Όπως η λογική των selfie, έτσι κινδυνεύει να καταλήξει και είναι και η λογική των φεστιβάλ: μια πλατφόρμα αυτοπροβολής.
Χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, έχω τις αμφιβολίες μου κατά πόσο προβληματίζει ο ευρύτερος ρόλος τους. Γιατί υπάρχει; Ποιον εξυπηρετεί; Πού στοχεύει; Ποιοι τα χρηματοδοτούν; Γιατί; Ιδίως οι πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες δεν έχουν καν τον χρόνο για τέτοιες πολυτελείς ομφαλοσκοπήσεις. Τρέχουν από το ένα αεροδρόμιο στο άλλο για να προλάβουν. Δουλειές με φούντες. Εξ ου και η (όχι άδικη) ετικέτα που τους έχουν κολλήσει: airport artists.
Υπ’ αυτήν την έννοια δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι σε όλα τα σύγχρονα φεστιβάλ συρρέουν πια οι ατζέντηδες, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα πολιορκητικό PR, κραδαίνοντας ο καθένας και μία business card ανά χείρας. Είναι ένας χώρος όπου θεωρούν ότι ανήκουν, αφού εκεί εκτίθενται καλλιτεχνικά προϊόντα προς πώληση. Γι’ αυτούς το αν θα πουλήσουν πατατάκια τσιπίτα ή Αισχύλο δεν κάνει και μεγάλη διαφορά. Το αποτέλεσμα μετράει. Οι σύγχρονες συνθήκες έχουν δημιουργήσει ένα ειδικό τύπο παραγωγής και διακίνησης, που περίπου συμφωνεί με τις απαιτήσεις της αγοράς.
Βεβαίως και αναγνωρίζω την προσπάθεια αρκετών σύγχρονων ποιοτικών φεστιβάλ να κρατηθούν όσο γίνεται πιο κοντά στα πράγματα του πλανήτη, όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα σε συνθήκες πρωτόγνωρες και απελπιστικά ανταγωνιστικές. Βεβαίως και αναγνωρίζω τη γενναιοδωρία που δείχνουν σε παραστάσεις που μιλούν τη γλώσσα του διαπολιτισμού, το ότι ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες τους σε ποικίλες κουλτούρες και πρακτικές, το ότι φλερτάρουν με τον κοσμοπολιτισμό.
Από την άλλη, ας μου επιτραπεί να πω ότι εκείνο που έχω αποκομίσει έως τώρα από τα περισσότερα, και μιλώ έχοντας ειδικότερα το θέατρο στο μυαλό μου, είναι ότι εκείνο που πάει να γίνει καθεστώς είναι ένας είδος ευκολοτάξιδης μόδας κι όχι βαθιάς ανάγκης, ένας μάλλον επιφανειακός μεταμοντερνισμός που εμφανίζεται με το προσωπείο μιας εξισορρόπησης ποικίλων πολιτικών, πολιτιστικών και οικονομικών ενδιαφερόντων και συμφερόντων που ακούει στο όνομα διαπολιτισμικότητα, που ναι μεν φιλοδοξεί να ενώσει τις πολιτιστικές αγορές και τις ιστορικές κοινότητες, όμως τείνει να καταλήξει σε ένα trendy πασάλειμμα, μια μεταποιημένη ανάγνωση της ζωής που μόλις οι συγκυρίες υποχωρήσουν, εξαφανίζεται και αυτή χωρίς ν’ αφήσει ίχνη πίσω της.
Με όλα αυτά υπόψη και με την αγορά του θεάματος βασανιστικά υπερπλήρη, δεν είναι διόλου εύκολη δοκιμασία το στήσιμο ενός καλού και ξεχωριστού φεστιβάλ, ενός φεστιβάλ που θα κάνει και τη διαφορά, ενός φεστιβάλ που θα έχει τη μορφή πειραματικής ζώνης, όπου άτομα και τάσεις ποικίλων αποχρώσεων θα έχουν τον χρόνο συνεύρεσης και συζήτησης και συνδημιουργίας.
Και μιας και μιλάμε ειδικότερα για το Φεστιβάλ Αθηνών, το πρώτο πράγμα που πρέπει να απασχολήσει, πέρα από το ξεκαθάρισμα της σχέσης του, όπως προείπα, με την εκάστοτε εξουσία, είναι να δει με νηφαλιότητα σε ποιο κόσμο ζει, σε ποια πόλη σταθμεύει, ποιοι είναι γύρω του, ώστε να επεξεργαστεί σε βάθος και τα δρομολόγια που θα ήθελε να ακολουθήσει. Τι εννοώ;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση
Ζούμε στη Γη-Google, και σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία η οποία πλησιάζει (ή θέλει να πλησιάσει) σε μια νέα μορφή τακτοποίησης των πραγμάτων, σε ένα «μετά» τον μοντερνισμό, μια νέα μορφή καλλιτεχνικής γραφής, πρακτικής και συνεργασίας, της οποίας ο σταθερός χώρος σημείωσης (το εθνικό κείμενο) θα παραμένει, κατά κάποιον τρόπο, αδιάθετο ή θα παραχωρεί τη θέση του στους πολιτισμούς και στα ανθρώπινα τοπία.
Ζούμε σε μια παλιά Ευρώπη, η οποία, έστω και παραπαίοντας, θέλει να γίνει νέα μέσα από ένα ειρηνικό μεταμοντέρνο «δια-κείμενο», όπου θα συντέμνονται, χωρίς να αλληλοαναιρούνται και χωρίς να δυναμιτίζει το ένα το άλλο, η Δύση και η Aνατολή, το Bόρειο και το Nότιο, το εθνικό και το αλλότριο.
Ζούμε σε μια Ευρώπη η οποία αναζητεί μια νέα κουλτούρα που θέλει να αφήσει πίσω της την αιματοβαμμένη ιστορία της, τις αποκλειστικές ομοιότητες, την ακινησία των ριζών, τους καθρέφτες της κλειστής μνήμης, με στόχο μια νέα και πιο ανοικτή τράπεζα μνήμης, όπου θα αποθηκεύονται αυτά που μας ενώνουν και θα αποβάλλονται αυτά που μας χωρίζουν.
Με τα σημερινά δεδομένα, το να είναι κανείς καλλιεργημένος, μας υπενθυμίζει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Λακαριέρ, δεν σημαίνει πλέον να γνωρίζει να διαβάζει τον Όμηρο, τον Tάκιτο ή τον Βιργίλιο από το πρωτότυπο (αυτό ανήκει στη σφαίρα της λογιοσύνης), δεν σημαίνει να γνωρίζει απ’ έξω τα χημικά συστατικά του εδάφους του Άρη ή του Kρόνου, σημαίνει απλώς να αναγνωρίζει την κουλτούρα των άλλων, να αναμετριέται μαζί της, δηλαδή να την (δι)ερευνά. Σημαίνει επίσης, αν χρειαστεί, να ανακατεύεται μαζί της, να διαποτίζεται από αυτήν. Tο να είναι σήμερα κανείς καλλιεργημένος σημαίνει να φέρνει μέσα του μέχρι τον θάνατό του πολλούς άλλους κόσμους πέρα από αυτόν της γέννησής του, σημαίνει να αναζητάει, να διεκδικεί τη διαφορά, την ανομοιότητα.
Και μια φεστιβαλική πόλη, εφόσον θέλει να έχει λόγο στα διαδραματιζόμενα, εφόσον θέλει να εμφανίζεται καλλιεργημένη κι όχι δήθεν, πρέπει να πορευθεί σε νέους λειτουργικούς και αισθητικούς χώρους, να δημιουργήσει νέες συγγένειες και νέες ιδεολογικές και αισθητικές προδιαγραφές.
Οι ταχύτατες κοινωνικές αλλαγές την υποχρεώνουν να αναζητήσει μια πιο ανοιχτή γλώσσα, χωρίς αποκλεισμούς και αγκυλώσεις, μια γλώσσα που θα ρισκάρει, που θα αφομοιώνει χωρίς δυσκολία τις διαφορές και δεν θα πολιτικοποιεί με κάθε τίμημα το λεξιλόγιό της. Και τούτο γιατί όσο πιο έντονα πολιτικοποιεί κάποιος τις τέχνες του τόσο πιο έντονα υποτάσσεται και υποτάσσει άλλους στο παιχνίδι κάποιας εξουσίας, δηλαδή αγκαλιάζει αυτό που υποτίθεται θα ‘πρεπε να αποστρέφεται.
Πολιτικό φεστιβάλ
Στο δικό μου μυαλό πολιτικό δεν είναι εκείνο που επιβάλλει νέες κατηγορίες σκέψης αλλά εκείνο που καταφέρνει και αναστέλλει τις κατηγορίες του ίδιου του πολιτικού, δηλαδή αρνείται, μέσα από την πρακτική του, να επιβάλει νέους νόμους, είτε πρόσληψης είτε δημιουργίας. Και αυτό μπορεί να το επιτύχει εφόσον ανοίξει τη βεντάλια του προβληματισμού του και γίνει άπιαστο στην όποια εξουσία.
Ειδικά για τα φεστιβάλ των «μικρών χωρών», όπου ανήκουμε πληθυσμιακά, τούτο προϋποθέτει, εξ ανάγκης, συμμαχίες, συναντήσεις, αλληλεγγύη, συνέδρια, στρογγυλά τραπέζια, εκπαιδευτικά προγράμματα, συμπαραγωγές, για να δημιουργηθεί ένα στέρεο πολιτιστικό μέτωπο ανομοιοτήτων, ελεύθερου στοχασμού και ελεύθερης συνείδησης, στοιχεία απαραίτητα για την άρθρωση μιας σύγχρονης φεστιβαλικής (και όχι μόνο) γραφής και προβληματικής.
Σε μια εποχή πλανητικών αναστατώσεων, το κάθε σύγχρονο φεστιβάλ, για να επιβιώσει, έχει το ίδιο ανάγκη να αφουγκράζεται και τα άλλα θέατρα και φεστιβάλ και τους άλλους πολιτισμούς, για να έχει την απαίτηση να ακούγεται από αυτά. Ένα φεστιβάλ που θέλει να έχει και διεθνείς φιλοδοξίες, δεν μπορεί να είναι disconnected, δηλαδή να περιορίζεται στο να αποθηκεύει τη μνήμη ενός κλειστού παρελθόντος και μόνο ή να εξασφαλίζει τη ζωτικότητα του εθνικού παρόντος ή να συντηρεί ένα είδος τουριστικού εξωτισμού ή, τέλος, να κτίζει επάνω σε μια αντιπαραθετική λογική του τύπου «εμείς» και οι «άλλοι».
Περί εξωτισμού
Ας είμαστε ρεαλιστές. Ούτε εξωτική χώρα είμαστε ούτε παραδοσιακή. Eίμαστε ή προσπαθούμε να είμαστε ή οφείλουμε να είμαστε χώρα των καιρών μας και του αύριο.
Πιστεύω πως η εποχή του όποιου Zορμπά με τα μπεγλέρια και τα ανοιχτά πουκάμισα ίσαμε τον ομφαλό και τα σπασμένα πιάτα στις πενιές του ζεϊμπέκικου έχει τελειώσει ή και εάν δεν έχει τελειώσει, κάποια στιγμή θα πρέπει να επανεξεταστεί, αφού έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Tέτοια στερεότυπα μπορεί να ενδιαφέρουν για ευνόητους λόγους κάποιους εκδότες και τουριστικά γραφεία, ελάχιστα όμως θα έπρεπε πρωτίστως να ενδιαφέρουν τη ρεπερτοριακή φιλοσοφία ενός υποψιασμένου διεθνούς φεστιβάλ, αφού δεν αφορούν, στον βαθμό τουλάχιστον που νομίζουμε ή θέλουμε να πιστεύουμε. Tο να συντηρούμε φεστιβαλικά ή σε οποιαδήποτε άλλη μορφή αυτό τον εξωτισμό και να τον ονομάζουμε παράλληλα και δείγμα της νέας Eλλάδας, είναι σαν να συντηρούμε την εξωτική άποψη που έχουν για μας οι ξένοι. Kαι αυτό είναι μια άλλη μορφή υποταγής σε αυτό που υποτίθεται αμυνόμαστε.
Xωρίς όλα τούτα να σημαίνουν πως ό,τι έγινε μέχρι τώρα ξεχνιέται. Κάθε άλλο. Σε ένα διεθνές φεστιβάλ τα εθνοτικά στοιχεία είναι από όλους ευπρόσδεκτα, όμως μόνο ως επιμέρους όψεις μιας κοινής πραγματικότητας και όχι αποκλειστικά ως δείγματα ενός εξωτικού, εναλλακτικού κόσμου.
Kαι υπ’ αυτήν την έννοια, το φεστιβάλ που φαντάζομαι για την Αθήνα οφείλει να είναι, παράλληλα, και ένα σχέδιο για το μέλλον. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να βρει τρόπους να πάει και λίγο μακριά, στην καρδιά και άλλων χωρών, ηπείρων και πολιτισμών, για να αποδείξει ότι είναι ικανό για όλες τις μεταγγίσεις.
Η εξαίρεση του κανόνα
Εάν δεχτούμε ότι ο νόμος βάζει τους κανόνες, η τέχνη που φιλοξενείται σε ένα φεστιβάλ οφείλει να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Στο μυαλό μου, η τέχνη ως αισθητική εμπειρία είναι αδιανόητο να μην υπερβαίνει, να μην καταλύει τα όποια συνταγολόγια. Δεν θα είχαμε τέχνη, θεατρική ή άλλης μορφής, χωρίς αναιδείς ατομικότητες.
Δεν έχουμε ανάγκη από παθητικούς μιμητές προτύπων ούτε μοδάτους επαναστάτες ούτε κατευθυνόμενα ή κολλημένα ή σκουριασμένα πολιτικά μυαλά, αλλά από ψαγμένους, «άτακτους» και ενημερωμένους καλλιτέχνες που ξέρουν να διαλύουν την τάξη της πρόσληψης και να δημιουργούν τις προϋποθέσεις γέννησης του απρόβλεπτου. Γιατί μόνο το απρόβλεπτο είναι άπιαστο στην όποια εξουσία, αισθητικής, πολιτικής ή άλλης μορφής.
Ο θεατής
Και αυτό εννοείται ότι έχει άμεση σχέση με τον υποδοχέα του, το θεατή και τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Είναι ένα βασικό ζήτημα που καλείται να λύσει, ένα φεστιβάλ όπως των Αθηνών. Σε ποιους απευθύνεται και σε ποια χρονική στιγμή;
Ας μην ξεχνάμε πως τα φεστιβαλικά δρώμενα αποκτούν διεθνή χαρακτήρα πιο πολύ μέσα από το διεθνές κοινό τους. Που σημαίνει ότι ένας βασικός στόχος ενός φεστιβάλ είναι να γίνει πόλος έλξης ξένων επισκεπτών, έτοιμων να μπουν στη διαδικασία ενός εποικοδομητικού διαλόγου με το τοπικό, όχι ως τουρίστες αλλά ως περίεργοι και παραγωγικοί ερευνητές και συνομιλητές.
Ποιοι ξένοι αλήθεια έρχονται να μας δουν; Και το ποιο βασικό: γιατί να έρθουν να μας δουν, όταν την ίδια στιγμή με το δικό μας φεστιβάλ τρέχουν σε όλη την Ευρώπη δεκάδες άλλα με πανομοιότυπη συνταγή; Έχουμε να προσφέρουμε κάτι το ιδιαίτερο; Απαντώ ευθέως: η Επίδαυρος, και ως όνομα και ως χώρος και ως ιστορία, έχει αυτό το κάτι άλλο, ανεξάρτητα εάν δεν το εκμεταλλεύτηκε σωστά. Δεν το έχει, όμως, το Φεστιβάλ Αθηνών, και αυτό πρέπει να προβληματίσει. Πώς μπορεί να φέρει τον ξένο να παρακολουθήσει;
Μια λύση θα μπορούσε να είναι η φιλοξενία στις δράσεις του ενός αντιπροσωπευτικού εθνικού θεατρικού (εφόσον επιλέξει το θέατρο να λειτουργήσει ως η ναυαρχίδα του) showcase, το οποίο μπορεί (και πρέπει) να συνοδεύεται και από την οργάνωση συνεδρίων, διαλέξεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ανταλλαγών κ.λπ. ώστε να σφυρηλατηθεί με τον καιρό ο αναγκαίος διαπολιτισμικός διάλογος.
Εγχώριο κοινό
Τώρα, σε ό,τι αφορά το εγχώριο κοινό, ας μην ξεχνάμε ότι, σε ένα μεγάλο βαθμό, είναι περίπου το ίδιο με εκείνο που συχνάζει στις διάφορες εναλλακτικές, κυρίως, σκηνές της πόλης κατά τη διάρκεια της κανονικής σεζόν. Αυτό το κοινό δεν έχει μόνο διαφορετικές, σε σχέση με το παρελθόν, απόψεις περί καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και άλλες απόψεις περί επικοινωνίας. Είναι ένα κοινό εκτεθειμένο στον κοσμοπολιτισμό, σε παραγωγές που δημιουργούνται και πέρα από τα εθνικά σύνορα και τις εθνικές γλώσσες και παρουσιάζονται σε όλα τα πλάτη της γης. Τουτέστιν, είναι ένα κοινό που δεν ξαφνιάζεται εύκολα. Είναι surprise proof. Είναι πιο ανεχτικό στη διαφορά. Είναι ένα κοινό που μεγάλωσε με τα ομοιώματα της υψηλής τεχνολογίας και που αναζητεί την ατομικότητά του, την κοινότητά του και την παρουσία του σε δημόσιους χώρους και γεγονότα.
Μιλούμε, δηλαδή, για θεατές που προσέρχονται σε ένα φεστιβαλικό δρώμενο κομίζοντας προσδοκίες που έχουν διαμορφώσει αλλού, στην καρδιά μιας ποπ και τεχνοκρατούμενης κουλτούρας και μιας ιδιόμορφης βιομηχανίας ψυχαγωγίας. Αυτά είναι δεδομένα τα οποία καλείται να διαχειριστεί το αθηναϊκό φεστιβάλ ώστε να πείσει και τους πλέον δισταχτικούς γιατί μια πόλη τόσο πλούσια θεατρικά, όπως η Αθήνα, χρειάζεται ένα τέτοιο φεστιβάλ και μάλιστα μέσα στο κατακαλόκαιρο; Τι θα προσφέρει που δεν το προσφέρει κατά τη διάρκεια του χειμώνα η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών λ.χ. και οσονούπω το Ίδρυμα Νιάρχος ή οι πρωτοβουλίες τολμηρών θιασαρχών ή τα δεκάδες άλλα μικρά φεστιβάλ που ξεφυτρώνουν από δω και από κει σαν μανιτάρια; Με δυο λόγια, ποιος ο λόγος ύπαρξης ενός φεστιβάλ σε μια πόλη τριών εκατομμυρίων κατοίκων και 1300 παραστάσεων;
Μήπως είναι σύμπτωση που ελάχιστες μεγάλες πόλεις με πλούσια θεατρική ζωή έχουν να επιδείξουν κάποια φεστιβάλ αξιώσεων; Όχι, δεν είναι διόλου σύμπτωση. Πάρτε τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Η φεστιβαλική τους εικόνα είναι ιδιαίτερα φτωχή. Δεν είναι, όμως, της Αβινιόν, του Λούισβιλ, του Εδιμβούργου, του Μάριμπορ, της Μπρατισλάβα κ.λπ.
Το φεστιβάλ Αθηνών, λοιπόν, καλείται να λύσει αυτό το ακανθώδες ζήτημα, αφενός του ξένου θεατή που μπορεί να δει τον όποιο Καστελούτσι και Όστερμαγιερ σε δεκάδες άλλα φεστιβάλ και αφετέρου του κουρασμένου και «μπουχτισμένου» Έλληνα θεατή (και κριτικού εννοείται), ο οποίος δεν είναι ό ίδιος με τον προ 10ετίας θεατή. Έκτοτε έχουν αλλάξει άρδην τα πράγματα (ελέω Λούκου, ας μην το ξεχνάμε αυτό). Δεν «τρελαίνεται» πια ούτε νιώθει δέος στο άκουσμα του ονόματος ενός Μαρτάλερ ή ενός Γουίλσον. Υπάρχει γενικά μια, με την καλή έννοια, απομυθοποίηση των μεγάλων ονομάτων. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι αποκλείονται αυτά τα ονόματα. Κάθε άλλο. Αυτό σημαίνει ότι αναζητούνται λύσεις και πέρα από αυτά. Ένα φεστιβάλ που θέλει να κάνει τη διαφορά δημιουργεί τις ευκαιρίες δεν τις περιμένει ούτε χτίζει επάνω στις ευκαιρίες που δημιούργησαν άλλοι.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ένα σύγχρονο και δημιουργικό φεστιβάλ, στο δικό μου τουλάχιστο μυαλό, δεν είναι απλά μια γιορτή του πολιτισμού, αλλά πρωτίστως ένα εργοτάξιο, όπου δοκιμάζονται ιδέες και τάσεις, προκαλούνται ρήξεις, γίνονται λάθη, και παίρνονται ρίσκα. Είναι μια αξιοκρατική πλατφόρμα διαλόγου εκτός πεπατημένης και γι’ αυτό το λόγο μια «επικίνδυνη» πλατφόρμα, που έχει ανάγκη ένα κοινό που αναζητεί νέες εμπειρίες μέσα από φρέσκες και υποψιασμένες παραγωγές, που ξεπερνούν τα όρια καθιερωμένων και προβλέψιμων προτάσεων. Και για να το βρει ή να το δημιουργήσειι αυτό το κοινό πρέπει να βρει τρόπους να προκαλέσει τον ενθουσιασμό αλλά και την απορία του γύρω από αυτό που «πουλά», που προωθεί. Να κάνει τον κάθε δυνάμει θεατή να νιώσει ξεχωριστός κι όχι σαν μέρος μιας μάζας. Δηλαδή, να του δημιουργήσει εκείνη τη μοναδική αίσθηση του once in a lifetime. Με άλλα λόγια, να τον κάνει να «προσέξει», όπως λέει στη Γένεση ο Καστελούτσι («Δώστε προσοχή»), φράση που όχι άδικα επέλεξε ως το σλόγκαν του το λονδρέζικο φεστιβαλ LIFT (Pay Attention), ένα σλόγκαν που συμβαδίζει με ένα άλλο αγαπημένο μου σλόγκαν, εκείνο που χρησιμοποίησε ο Πήτερ Σέλαρς ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ του Λος Άντζελες: Inhale the World, να «εισπνεύσει» τον κόσμο.
Γι’ αυτό είναι σημαντικό, στο μέτρο του δυνατού, να γνωρίζει το φεστιβάλ περίπου το προφίλ του κοινού του που έχει στο στόχαστρο (από πού έρχεται, τι δουλειά κάνει, πώς έμαθε για το φεστιβάλ, τι δεν άρεσε, κ.λπ), ώστε να κινηθεί ανάλογα.
Βέβαια, το κοινό σπάνια γνωρίζει τι θέλει. Μαθαίνει τι θέλει όταν έχει δει τι θέλει. Και εδώ είναι το κλειδί της φεστιβαλικής επιτυχίας: να πείσει τον κόσμο πως αυτό που του προσφέρεται βγαίνει μέσα από ένα εργοτάξιο του δικού του παρόντος, που έχει τις κεραίες στραμμένες στο αύριο. Δηλαδή, τον αφορά. Και αυτό απαντά στο βασικό ερώτημα: γιατί να έρθει κάποιος στο φεστιβάλ; Τι θα κερδίσει;
Ένα φεστιβάλ σίγουρα δεν θα αλλάξει τον κόσμο. Τουλάχιστο, όμως, μπορεί, κάνοντας σοβαρές επιλογές, να προκαλέσει τη ρουτίνα του κόσμου. Και για να το πετύχει αυτό, επαναλαμβάνω, πρέπει το ίδιο να μη ρουτινιάζει. Πρέπει διαρκώς να ανανεώνει την πολιτική του, τον τρόπο που επιλέγει παραστάσεις, συνεργάτες και δρώμενα. Οφείλει να αναστατώνει. Και κάποιος ξαφνιάζει και αναστατώνει όταν, αφού πρώτα μελετήσει, ματώσει και ενημερωθεί, δοκιμάζει τις αντοχές των επιλογών του πέρα από τα κλισέ και τα χιλιοειπωμένα, σε χώρους, κόσμους και τόπους αλλιώτικους. Μόνο τότε μπορεί να μιλά για ανανέωση.
Ένα φεστιβάλ οφείλει διαρκώς να διερωτάται πιο συστηματικά και προβληματισμένα, για την επικαιρότητα αλλά και για το ανεπίκαιρο του λόγου και της πράξης του, και σίγουρα της γεωγραφίας του.
Με άλλα λόγια, ένα φεστιβάλ οφείλει να είναι χώρος ανοικτών πρότζεκτ και εργαστηρίων, εντελώς απαλλαγμένο από οποιαδήποτε πολιτική εποπτεία. Ένα σημείο συνάντησης των πολιτισμών του κόσμου. Μια αντι-καταναλωτική κυψέλη, όπου σφυρηλαντούνται σχέσεις και πλέκονται προτάσεις. Ένας προάγγελος του αύριο, που δεν φοβάται να ονειρεύεται, να ενημερώνεται, και να προτείνει.
Ολοκληρώνοντας
- Προσωπικά βρίσκω πιο αποτελεσματικά τα φεστιβάλ περιορισμένης διάρκειας, γιατι έτσι αποκτούν πυκνότητα οι δράσεις τους και δημιουργούν την αίσθηση κοινότητας. Όσο πιο πολύ απλώνονται χρονικά τόσο ξεχειλώνουν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η μικρή διάρκεια δίνει τη δυνατότητα και στον ξένο επισκέπτη να προγραμματίσει, εφόσον βεβαίως μεριμνήσουν οι υπεύθυνοι το προϊόν που «πουλάνε» να είναι αρκετά ελκυστικό ώστε να τον φέρει στη χώρα. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα τον φέρει ο Στάιν ή ο Νεκρόσιους, γιατί αυτούς, όπως είπα, μπορεί να τους δει ανά πάσα στιγμή και στο σπίτι του, άρα γιατί να ξοδεύεται; Γι’ αυτό θέλει προσοχή οι καλλιτέχνες που φιλοξενούνται στο φεστιβάλ (το δικό μας εν προκειμένω) να είναι οι πιο ικανοί και υποσχόμενοι, γιατί αν δεν είναι τίποτα δεν θα λειτουργήσει σωστά.
- Επίσης, τα φεστιβάλ που οργανώνονται γύρω από έναν κεντρικό άξονα, ένα σκεπτικό, έχουν μια άλλη δυναμική, γιατί ακριβώς δίνουν την ευκαιρία στον κόσμο να δει ένα θέμα από ποικίλες γωνίες. Η πολυπρισματικότητά τους πυροδοτεί τον ενθουσιασμό του καινούργιου, του απρόβλεπτου.
- Σε ό,τι αφορά ειδικά το φεστιβάλ Επιδαύρου και Αθηνών, εκτιμώ πως πρέπει να διαχωρίσουν εντελώς τις λειτουργίες και τις στοχεύσεις τους.
Το Φεστιβάλ της Επιδαύρου θα μπορούσε να έχει δύο πυλώνες. Τον ένα χρόνο οι παραστάσεις να είναι τοπικές παραγωγές και την επόμενη χρονιά διεθνείς (μαζί με επιλεγμένες τοπικές). Διάρκεια: τρεις εβδομάδες τον Ιούλιο (ή Αύγουστο). Εννοείται πάντα με τη συνοδεία δράσεων, όλα σε σχέση με το αρχαίο δράμα (συνέδρια, συμπαραγωγές, σεμινάρια κ.λπ)
- Το Φεστιβάλ Αθηνών θα μπορούσε να μετακινηθεί το Μάρτιο ή Απρίλιο, λίγο πριν αρχίσει η απίστευτα πιεσμένη ευρωπαϊκή φεστιβαλική σεζόν, χρονική στιγμή που επιτρέπει σε ξένους κριτικούς και σχετικούς του χώρου να το επισκεφτούν. Διάρκεια: δύο γεμάτες εβδομάδες.
Σε αντίθεση με την Επίδαυρο που έχει ένα δεδομένο και φορτισμένο brand name, το φεστιβάλ Αθηνών πρέπει να βρει τρόπους να το δημιουργήσει. Και αυτό μπορεί να το πετύχει τόσο μέσα από την όλη ρεπερτοριακή του φιλοσοφία στην οποία αναφέρθηκα πιο πριν όσο και μέσα από τη φιλοξενία κι άλλων δράσεων, όπως πρωτότυπες συζητήσεις, και στρογγυλά τραπέζια επάνω σε φλέγοντα και τρέχοντα θέματα, τολμηρές διαλέξεις που να ξεπερνούν την πεπατημένη και να δείχνουν κάπου αλλού, εργαστήρια δημιουργικής γραφής σε συνεργασία με άλλους οργανισμούς, όπως το Ρόγιαλ Κορτ κ.ά.
Με δυο λόγια
Σε κάθε περίπτωση, το φεστιβάλ που φαντάζομαι για την Αθήνα και την Επίδαυρο πρέπει να σκέφτεται παγκόσμια και να δρα τοπικά. Πρέπει να έχει τις αγωνίες του πολίτη και την ψυχολογία και φιλοσοφία του κοσμοπολίτη. Μιλώ για ένα φεστιβάλ-πλατφόρμα γόνιμης διαπολιτισμικής επικοινωνίας/εμπειρίας στη σημερινή διασπορική Γη της Google.
Σημ. Μέρος του κειμένου αυτού παρουσιάστηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών με τίτλο, «Τι φεστιβάλ θέλουμε;», στην Πειραιώς 260 στις 22/06/2016.
Onlytheatre 30/06/2016