Ζητούμενα σε μια σχολική θεατρική παράσταση

Παιδαγωγική σκοπιμότητα και ιδεολογική λειτουργία

Η αντιστοιχία του «θεατρικού» με το «πραγματικό», στηριζόμενη στη σύμβαση μεταξύ ηθοποιών και θεατών κατά τη διάρκεια της παράστασης και η αμοιβαία αποδοχή της «ψευδαίσθησης» του θεάματος, όχι μόνο δεν υπονομεύουν ή αναιρούν την αξία των σκηνικά εκπορευομένων μηνυμάτων, αλλά μάλλον επιτείνουν την αξία τους και ενισχύουν την αναφορικότητά τους στη συνείδηση των θεατών στην πλατεία, γεγονός που καθιστά το θέατρο κατεξοχή μέσο διαφώτισης των μαζών, παιδείας ή ακόμα και προπαγάνδας, ανάλογα με τις κρατικές αρχές ή τις κοινωνικές δυνάμεις που το ελέγχουν. Η σαφής αυτή διαπίστωση που συνοδεύει το θέατρο από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του στην αρχαία Αθήνα, μέχρι σήμερα, αποτελεί αναντίρρητο στοιχείο του είδους.

Υπάρχει βέβαια κάποια δραματουργία, η οποία διατείνεται ότι είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικούς επικαθορισμούς, αφού οι συγγραφείς της συνειδητά και επίμονα απέχουν από κάθε διάθεση κοινωνικής κριτικής και προβολής μηνυμάτων πολιτικού ή ιδεολογικού χαρακτήρα [θέατρο του παραλόγου]. Αντίστοιχη, μπορεί να χαρακτηρισθεί και κάποια άποψη για τη σκηνοθεσία ή για τη θεατρική παράσταση, αναγόμενη με τη σειρά της στη θεωρία «η Τέχνη για την Τέχνη», ενός αισθητισμού, που στοχεύει αποκλειστικά στην αισθητική τέρψη του κοινού και τίποτα περισσότερο.

Αλλά και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση, η εμμονή στην απουσία κάθε «μηνύματος», αποφατικά προβάλλει ένα άλλο «μήνυμα», το οποίο αποκωδικοποιείται αντίστοιχα στη συνείδηση του θεατή πολύ περισσότερο γιατί αυτό συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη στάση και συμπεριφορά του σκηνικά δρώντος προσώπου, το οποίο άμεσα και εποπτικά γίνεται αντιληπτό από τη συνείδηση του θεατή.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, τουλάχιστον στο θέατρο, ο ιδεολογικός χαρακτήρας και η εξυπηρέτηση [άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή μη] κάποιων παρόμοιων σκοπιμοτήτων ενυπάρχει, άσχετα με την όποια κατηγορηματική περί του αντιθέτου δήλωση των συνεργατών της παράστασης. Αυτό δε συζητείται καθόλου στην αντίθετη περίπτωση, σ’ εκείνη δηλαδή κατά την οποία τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο σκηνοθέτης, είτε μεμονωμένα, είτε από κοινού, εντάσσονται στο χώρο της «στρατευμένης τέχνης» και με την καλλιτεχνική τους δημιουργία στοχεύουν στην εξυπηρέτηση κάποιων ιδεολογικών σκοπιμοτήτων.

Αλλά και σε περίπτωση, τέλος, που τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, όπως ενδεικτικά στον Μπ. Μπρεχτ και του Ερ. Πισκάτορ, τον Β. Ρώτα και τον Α. Δαμιανό, είναι σύνηθες φαινόμενο το θέατρο, ως παράσταση, να τίθεται στην υπηρεσία κάποιων στόχων ιδεολογικού, κοινωνικούς εθνικού, κ.α. περιεχομένου.

Ενδεικτικά  το Ιησουιτικό θέατρο και το Θέατρο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, για να σταθούμε σε δύο κατηγορίες θεάτρου που αφορούν άμεσα το θέμα μας, αποτελούν μορφές «στρατευμένου» θεάτρου, αφού η εξυπηρέτηση θεολογικών για το πρώτο, πατριωτικών, για το δεύτερο, στόχων είναι περισσότερο από προφανής.

Όπως λοιπόν γίνεται φανερό, η διοχέτευση μηνυμάτων και αξιών με ποικίλο χαρακτήρα και περιεχόμενο [πίστη, ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, θεός, αγάπη], όπως επίσης η επιδίωξη κάποιων στόχων [παιδαγωγικών, ιδεολογικών, πολιτικών] είναι αυτονόητα δεδομένα σε κάθε θεατρικό έργο.

Αυτό που διαφέρει και αυτό που ενδιαφέρει να εντοπίζεται κάθε φορά, είναι το είδος των μηνυμάτων αυτών, η ποιότητά τους σε σχέση με τους αποδέκτες της παράστασης  και ο όγκος των παρόμοιων πληροφοριών που διοχετεύονται, σε σχέση πάντα με τις άλλες αξίες [αισθητικο-καλλιτεχνικές] του έργου και της παράστασης.

Η αρμονική συνύπαρξη των μορφολογικών χαρακτηριστικών με τα γνωρίσματα του περιεχομένου ενός έργου, συνιστά την καλλιτεχνική του αξία, γεγονός εύκολα αναστρέψιμο υπέρ του ενός ή του άλλου σκέλους και αντίστοιχη δημιουργία ενός «θεάτρου αισθητισμού» από τη μια, ή ενός «θεάτρου ιδεών» από την άλλη.

Η ιστορική πορεία του είδους που μας απασχολεί (σχολικό θέατρο) χαρακτηρίζεται από τη δεύτερη περίπτωση. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του στα ιησουιτικά κολέγια, μέχρι σχεδόν σήμερα, η παράμετρος του περιεχομένου, των δια της παράστασης εκπορευομένων μηνυμάτων στα παιδιά και η παιδαγωγική γενικότερα φόρτιση, αποτελεί δεσπόζουσα παράμετρο. Το «Θέατρο στο Σχολείο» κατ’ αυτό τον τρόπο οδηγείται μοιραία σε μια πλήρη σχεδόν ενσωμάτωση στο υπόλοιπο πρόγραμμα διδασκαλίας ποικίλων γνωστικών πεδίων και μαθημάτων, αφού κυριολεκτικά ο βασικός του στόχος είναι οι μαθητές μέσα απ’ αυτό να μάθουν, να γνωρίσουν, να μορφωθούν. Η επιλογή της δραματουργίας είναι το πρώτο όπλο σε μια παρόμοια αξιοποίηση του θεάτρου. Τα έργα που επιλέγονται για να παρασταθούν, είναι έργα που διαθέτουν βασικά παιδαγωγικά μηνύματα και αξίες, ανάλογα με τα γενικότερα εκπαιδευτικά πρότυπα της εποχής.

Εξετάζοντας κατά συνέπεια το ρεπερτόριο και μόνο των σχολικών παραστάσεων, μπορούμε να καταλήξουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν όχι μόνο στο εκπαιδευτικό σύστημα, τις παιδαγωγικές αξίες και τα πρότυπα μιας κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη εποχή, αλλά στη συνέχεια να δημιουργήσουμε μια πειστική εικόνα για το ιδεολογικό οικοδόμημα, για τις αξίες και τα μοντέλα συμπεριφοράς που επιβάλλει η άρχουσα τάξη κάθε φορά.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η αξιακή τριάδα «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» που στήριξε και εξέφρασε την κυρίαρχη ιδεολογία στην  Ελλάδα τουλάχιστον μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο και  τον εμφύλιο και τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» που ανέκαθεν υπηρετούσε το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του ελληνικού κράτους, βλέπουμε να εμφανίζονται παραστατικά στα έργα θεάτρου που παριστάνεται από μαθητές στο Σχολείο.

Αυτός ο ιδεολογικός επικαθορισμός, αυτός ο «παν-παιδαγωγισμός», συνοδευόμενος άλλοτε από συνειδητή περιφρόνηση προς την αισθητική του θεάτρου και άλλοτε από άγνοια, ανικανότητα και αδυναμία επίτευξης παρόμοιων στόχων, ευθύνεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό για τη φθίνουσα πορεία του «σχολικού θεάτρου» και την αρνητική εικόνα που είχε δημιουργήσει τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα. Στο όνομα της παιδαγωγικής σκοπιμότητας, για χάρη της «μόρφωσης», υποτίθεται, των μαθητών και την εξυπηρέτηση εκπαιδευτικών-αναγκών, οι εκπαιδευτικοί [εκόντες-άκοντες] έθεταν το θέατρο στην εξυπηρέτηση, τελικά, κάποιων ιδεολογικών σκοπών και μετέτρεπαν την εντελεχή  παιδαγωγική του φόρτιση και την παιδευτική του αποστολή, σε παράγοντα άπωσης και αντίδρασης των μαθητών απέναντι στο θέατρο.

Κατ’ αυτό τον τρόπο η θεατρική παράσταση στο Σχολείο βαθμιαία έχασε την αξία και το ενδιαφέρον της και κατέληξε να οδηγηθεί σ’ αυτή τη μορφή του επετειακού θεάματος, του εθνικο-πατριωτικού σκετς, στερημένου από κάθε καλλιτεχνική διάσταση και κάθε παιδαγωγική αναφορά στους φυσικούς αποδέκτες του, τους μαθητές του Σχολείου, την οποία συναντούμε μέχρι σήμερα.

Αυτός ο κακώς νοούμενος διδακτισμός, αυτός ο, συνειδητά ή μη, ιδεολογικός επικαθορισμός, αυτός ο παν-παιδαγωγικός λειτουργισμός του «Θεάτρου στο Σχολείο» πρέπει να καταργηθεί. Το θέατρο, πρώτα απ’ όλα είναι Τέχνη. Και ως Τέχνη εξυπηρετεί εξίσου την αισθητική και την ψυχοπνευματική καλλιέργεια του ατόμου.

Πολύ περισσότερο: το παιδαγωγικό μήνυμα και η αντίστοιχη αποστολή του «Θεάτρου στο Σχολείο» θα εξυπηρετηθεί καλύτερα, όταν περάσει μέσα από τη διαδικασία της αισθητικής απόλαυσης. Ο θεατής και ιδαίτερα ο νέος, θα πρέπει πρώτα να συγκινηθεί αισθητικά, να συμπαρασυρθεί καλλιτεχνικά από το σκηνικό θέαμα, για να μπορέσει στη συνέχεια να επικοινωνήσει διανοητικά με τα μηνύματα του έργου. Είναι η θεαματικότητα της δράσης, η παραστατικότητα της συμπεριφοράς των ηρώων, η εποπτικότητα των καταστάσεων, που θα προκαλέσουν το ερέθισμα στη συνείδηση του θεατή στην πλατεία για να ενεργοποιηθεί, να παρακολουθήσει και τελικά να αποδεχθεί τα αξιακά πρότυπα, τα ιδεολογήματα, τα παιδαγωγικά μηνύματα του έργου, έτσι όπως ζωντανά, άμεσα και βιωματικά προκύπτουν από την επικοινωνία του με το σκηνικό θέαμα.

Αν, επομένως, στόχος είναι η πραγματοποίηση του παιδευτικού ρόλου του «Θεάτρου στο Σχολείο», αν ζητούμενο είναι η ανανέωση του εκπαιδευτικού συστήματος, αν πρόθεση είναι η δημιουργία μιας νέου τύπου σχέσης μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων, τότε αυτό το παραδοσιακού τύπου θέατρο, πρέπει να καταργηθεί.

Ο νέος ρόλος του «καλλιτέχνη-παιδαγωγού», είναι που θα πρέπει να αντικαταστήσει τον αυτοδίδακτο εκπαιδευτικό, όχι μόνο σε θέματα που αφορούν στον τρόπο και το είδος θεάτρου που θα παρουσιαστεί στο Σχολείο, αλλά γενικότερα στον τρόπο εισαγωγής και διδασκαλίας των καλλιτεχνικών μαθημάτων σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στην α/ βάθμια. Αυτός είναι που θα επιμεληθεί τη σκηνοθεσία, θα βρει τους κατάλληλους ηθοποιούς ανάμεσα από τους μαθητές του Σχολείου του, θα τους εκπαιδεύσει με υπομονή και σύστημα, στοχεύοντας, στο μέτρο του δυνατού, την ικανοποίηση βασικών αρχών της υποκριτικής. Θα επιμεληθεί με τους άλλους συνεργάτες του το σκηνικό θέαμα και θα παρουσιάσει ένα αποτέλεσμα αισθητικά τουλάχιστον αξιοπρεπές, συνδυάζοντας την καλλιτεχνική επιδίωξη, με την παιδαγωγική σκοπιμότητα.

 

Αισθητική απόλαυση

Η αισθητική παράμετρος είναι πρωταρχική στη θεατρική παράσταση, αφού μόνο από μια παρόμοια συγκίνηση  το κοινό μπορεί να επικοινωνήσει με το σκηνικό θέαμα, να ενεργοποιηθεί απ’ αυτό, να το αποδεχθεί καταφατικά και κατ’ επέκταση να υποστεί την επίδραση όλου του πνευματικού κόσμου και του ιδεολογικού δυναμικού του έργου.

Μια παρόμοια αποτίμηση αποτελεί ζητούμενο σε κάθε είδους θεατρική παράσταση, είτε αυτή γίνεται στο Σχολείο από μαθητές, είτε στο Πανεπιστήμιο από φοιτητές, είτε σε επίσημη θεατρική αίθουσα από επαγγελματίες ηθοποιούς. Φυσικά η προτεραιότητα που μπορεί να δίνεται σ’ αυτή τη μορφολογική αρτιότητα ή στο περιεχόμενο του έργου, εξαρτάται από την άποψη του σκηνοθέτη κάθε φορά και τις αναζητήσεις του κοινού.

Κατά συνέπεια, η παράσταση θεατρικού έργου στο Σχολείο υφίσταται υποχρεωτικά μια παρόμοια αποτίμηση, με πιθανά θετικά ή αρνητικά συμπεράσματα. Αποτελεί άποψη ευρύτατα διαδεδομένη, ότι το «Θέατρο στο Σχολείο» διαθέτει μια καθαρά παιδαγωγική αποστολή, στο όνομα της οποίας κάθε άλλου είδους κριτική εξοβελίζεται, αφού η παρόμοια σκοπιμότητα είναι αρκετή να δικαιολογήσει κάθε είδους αισθητική έλλειψη ή αδυναμία. Η τέτοια προσέγγιση, είναι αυτονόητο ότι είναι λαθεμένη, προϊόν άγνοιας ή αντιεπιστημονικής προσέγγισης στο ζητούμενο. Συνειδητά ή μη παραμερίζει την καλλιτεχνική παράμετρο του θέματος και αγνοεί την ουσία της τέχνης: την αισθητική τέρψη του θεατή. Από ιδεολογικούς λόγους [μαρξισμός] ή από αισθητική ανεπάρκεια, θυσιάζει το ωραίο στο βωμό του χρήσιμου και οδηγεί σε μια πλήρη «σχολειοποίηση» του θεάτρου.

Μια σύγχρονη αντιμετώπιση του είδους, καταδείχνει ότι ο σύνθετος αισθητικός και παιδαγωγικός χαρακτήρας του «Θεάτρου στο Σχολείο» οφείλει να συνυπάρχει αρμονικά, αφού μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο θα πραγματοποιηθεί ο ταυτόχρονα διττός στόχος του: η αισθητική καλλιέργεια και η εκπαίδευση του νέου.

Αρμόδιος να πραγματοποιήσει αυτή την αποστολή είναι καταρχή ο σκηνοθέτης και στη συνέχεια οι υπόλοιποι συντελεστές του σκηνικού θεάματος.

Ο πρώτος,  στηριζόμενος στην παιδεία και την εμπειρία του οδηγείται στην «ερμηνεία» του έργου μέσα από την «άποψη». Η υποστήριξή της γίνεται με καθαρά καλλιτεχνικά μέσα, αφού η αρτιότητα της υποκριτικής, η σωστή διαχείριση του σκηνικού χώρου, η ευρηματικότητα στην επίλυση σκηνικών προβλημάτων, συντείνουν στην ανάπτυξη του ολοκληρωμένου θεάματος και την ικανοποιητική του πρόσληψη από το θεατή στην πλατεία.

Περισσότερο όμως από το σκηνοθέτη, ιδιαίτερα στην περίπτωση του θεάτρου που απευθύνεται σε νεανικά κοινά, το αισθητικό ενδιαφέρον προκαλείται ιδιαίτερα από τους λοιπούς οπτικοακουστικούς κώδικες της παράστασης.

Αρχικά από τη σκηνογραφία και το σκηνικό διάκοσμο. Τα στοιχεί αυτά είναι που συνθέτουν το εικαστικό μέρος της παράστασης και συμβάλλουν ουσιαστικά στη δημιουργία των κατάλληλων μορφών εποπτείας [χρόνος-χώρος], μέσα στις οποίες εντάσσεται η δράση.

Η εξπρεσιονιστική ή ιμπρεσιονιστική σκηνογραφία, το κονστρουκτιβιστικό ή αφαιρετικό σκηνικό, συνιστούν παράγοντες που θα πλαισιώσουν κατάλληλα την «άποψη» του σκηνοθέτη και θα φορτίσουν επαγωγικά το σκηνικό θέαμα.

Στη συνέχεια τα κοστούμια, το μακιγιάζ, η κόμμωση και τα λοιπά σκηνικά αντικείμενα και σκεύη, είναι τα στοιχεία που επίσης θα τονίσουν την ατμόσφαιρα της παράστασης και θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες μορφικές υποδοχές, μέσα από τις οποίες θα εκπορευθούν τα σκηνικά μηνύματα και θα αναπτυχθεί η σκηνική δράση.

΄Ολο λοιπόν αυτό το εικαστικό μέρος συνιστά τη θεαματικότητα της παράστασης, η οποία ενισχύει την υποκριτική των ηθοποιών και ολοκληρώνει το αισθητικό αποτέλεσμα που ενιαία προσλαμβάνει ο θεατής ως σκηνικό θέαμα.

Αλλά, στην επίρρωση αυτής της μορφής εποπτείας βασικό ρόλο παίζει ο φωτισμός, η μουσική, καθώς και κάθε είδους οπτικο-ακουστικό εφέ, το οποίο προξενείται για συγκεκριμένο λόγο και εξυπηρετεί μια ορισμένη αποστολή.

Η διαφοροποίηση επομένως στις συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων, η μεταβολή στο χώρο και τον χρόνο με αναληπτικές αναφορές [flash-back]  στο παρελθόν, η έκφραση των συναισθημάτων και των δραματικών καταστάσεων, μπορούν θαυμάσια να πραγματοποιηθούν και να δηλωθούν παραστατικά με την εναλλαγή στο φωτισμό, ή την κατάλληλη μουσική πλαισίωση.

Η αύξηση της έντασης και η κορύφωση της δραματικότητας στις καταστάσεις, η λυτρωτική κατάληξη της δράσης, η κρισιμότητα της απόφασης του ήρωα, μπορούν κατά τρόπο εποπτικό να γίνουν άμεσα προσληπτά από το θεατή στην πλατεία με την ενεργοποίηση αυτών των κωδίκων της παράστασης.

Κατ’ αυτό τον τρόπο το σκηνικό θέαμα αποκτά ένα καθαρά καλλιτεχνικό χαρακτήρα, ο οποίος μπορεί να κριθεί και αξιολογηθεί αυτόνομα, ως μουσικό, ζωγραφικό, διακοσμητικό έργο, που όμως αποκτά αξία μέσα στη σχέση και διαπλοκή του με τα άλλα στοιχεία της παράστασης.

Ο «καλλιτέχνης-παιδαγωγός» ο οποίος έχει τη γενική ευθύνη για την παράσταση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους  εκπαιδευτικούς στο ίδιο Σχολείο, ή και τους μαθητές-συμμέτοχους στη θεατρική παράσταση, οφείλει να επιμεληθεί ιδιαίτερα αυτούς τους παράγοντες, οι οποίοι στο σύνολό τους συνιστούν την αισθητική παράμετρο του θεάματος. Να ενεργοποιήσει τη φαντασία και την ευρηματικότητά του, να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού, να επιδιώξει την τελειότητα του προτεινομένου σκηνικού έργου, να διεγείρει την αισθητική απόλαυση των θεατών, αφού μόνο δι αυτών μπορεί τελικά να πραγματοποιήσει τους παιδαγωγικούς και παιδευτικούς στόχους για τους οποίους θα γίνει λόγος στη συνέχεια.

 

Αναμονή του κοινού

Τελικός αποδέκτης του σκηνικού θεάματος είναι ο θεατής στην πλατεία. Αυτός είναι που με την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του θα σηματοδοτήσει την επιτυχία ή αποτυχία της παράστασης. Η αμφίδρομη επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ σκηνής-πλατείας κατά τη διάρκεια της θεατρικής παράστασης, χαρακτηριστική του ζωντανού θεάματος, αποτελεί στόχο κάθε σκηνοθέτη, αφού μόνο όταν πραγματοποιείται αυτή η επικοινωνία, υπάρχει η βεβαιότητα ότι τα σκηνικά μηνύματα περνούν στο κοινό.

Η κατηγορία του «Θεάτρου στο Σχολείο» απ’ αυτή την άποψη, είναι ιδιάζουσα, ταιριαστή απόλυτα με τα όσα ισχύουν στην περίπτωση του «Θεάτρου για παιδικό και νεανικό κοινό» μάλλον, ή για οποιοδήποτε άλλο κοινό ενηλίκων.

Γιατί ο ανήλικος θεατής στην αίθουσα επικοινωνεί διαφορετικά. Εκλαμβάνει ως αληθινό αυτό που διαδραματίζεται στη σκηνή και βιώνει άμεσα και ολοκληρωτικά τα θεατρικά διαδραματιζόμενα, διαθέτοντας σε μικρότερο βαθμό, ή και καθόλου, ανάλογα με την ηλικία και την ψυχο-πνευματική του ιδιαιτερότητα, την αίσθηση της θεατρικής σύμβασης. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που συνειδητοποιεί τη συμβατικότητα που διακρίνει τη θεατρική παράσταση, η βιωματικότητα και αμεσότητα των σκηνικών δρωμένων τον συμπαρασύρει στον κόσμο του εξωπραγματικού, άρα του φαντασιακού.

Με το να εκλαμβάνει όμως ως αληθινά, αυτά που δεν είναι παρά ψευδαισθητικά, ο ανήλικος θεατής επηρεάζεται πιο άμεσα, πιο εύκολα και πιο ουσιαστικά, αναδείχνοντας το «θέατρο για παιδιά και νέους» σε κατεξοχήν φορέα μηνυμάτων και παράγοντα παιδείας για τις νέες γενιές.

Η θεατρική παράσταση στο Σχολείο, διαθέτει τα περισσότερα από τα βασικά γνωρίσματα που προαναφέρθηκαν, αφού οι φυσικοί άμεσοι αποδέκτες της είναι οι μαθητές στην πλατεία. Κατ’ αυτό τον τρόπο, στόχος του σκηνοθέτη-παιδαγωγού είναι να πραγματοποιήσει μια όσο το δυνατόν καλύτερη επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στο θέαμα της σκηνής και την πλατεία, ενεργοποιώντας το ψυχο-πνευματικό δυναμικό των θεατών και συντελώντας στην όσο το δυνατόν άμεση και προσωπική επαφή τους με το θέαμα. Με βασικό παιδαγωγικό δεδομένο ότι το ενδιαφέρον και η προσοχή, η συγκέντρωση και η συμμετοχή των διδασκομένων αποτελούν προϋποθέσεις για την πετυχημένη πορεία της διδασκαλίας και πραγμάτωση των επιδιωκομένων στόχων, ο εκπαιδευτικός που αναλαμβάνει το ρόλο του σκηνοθέτη, προσανατολίζει τις ενέργειες του προς αυτή την κατεύθυνση.

Δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο σκηνικό θέαμα με τη σωστή υπόκριση των ηθοποιών και την εύστοχη κίνησή τους στο χώρο, την πλαισίωση της δράσης τους με θεαματικό εικαστικό μέρος, την εντυπωσιακή εμφάνιση σκηνικών και κοστουμιών, τη γοητεία της μουσικής, την πετυχημένη εναλλαγή των φωτισμών και την συναρπαστική επενέργεια των οπτικο-ακουστικών εφέ, ο σκηνοθέτης πετυχαίνει το ζητούμενο. Την αύξηση της δραματικής έντασης, την πρόκληση ενδιαφέροντος για παρακολούθηση της δράσης, την ενεργό συμμετοχή των θεατών στα σκηνικά διαδραματιζόμενα, άρα, σε τελευταία ανάλυση την επικοινωνία σκηνής-πλατείας.

Ο ανήλικος θεατής, εντυπωσιαζόμενος από το θέαμα, συμπαρασύρρεται από τη δράση των ηρώων, ταυτίζεται μαζί τους και υιοθετεί τη δική τους συμπεριφορά, αποδέχεται τις απ’ αυτούς εκφραζόμενες αξίες, βιώνει τις δικές τους καταστάσεις και οδηγείται, φαντασιακά, στις δικές τους ενέργειες.

Κατά συνέπεια οι αξίες, τα ιδανικά, τα πρότυπα τα οποία παρουσιάζει ο συγγραφέας με το συγκεκριμένο έργο του και μορφοποιεί θεατρικά ο σκηνοθέτης, γίνονται προσληπτά άμεσα και βιωματικά από τους μαθητές στην πλατεία, πραγματοποιώντας έμμεσα, κατά θαυμάσιο τρόπο, το στόχο του Θεάτρου.

Παράλληλα, με την ενεργοποίηση της φαντασίας και του συναισθήματός του, ο μαθητής-θεατής αναπλάθει την πραγματικότητα δημιουργώντας ένα εξιδανικευμένο κόσμο, μέσα στον οποίο βρίσκουν τη θέση τους όλα τα σκηνικά εκπορευόμενα μηνύματα. Ακόμα η ψυχαγωγική διάθεση, η εορταστική ατμόσφαιρα που δημιουργείται, η διαφορετική ψυχολογία που αναπτύσσεται πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τη θεατρική παράσταση, δίνει διέξοδο στον πλεονάζοντα δυναμισμό και εκτόνωση σε καταπιεσμένα αισθήματα, αποδεσμεύοντας τον μαθητή από το αυστηρό τυπικό της εκπαιδευτικής σχέσης και δημιουργώντας συνθήκες ελεύθερης έκφρασης.

Μεταξύ των μαθητών-θεατών στην πλατεία, όσο και των μαθητών-ηθοποιών στη σκηνή, όσο και χιαστί ανάμεσα στα δύο σύνολα, αναπτύσσεται μια δυναμική αλληλοεξάρτησης και επικοινωνίας, που επενεργεί ευεργετικά και λυτρωτικά, κατά  απόλυτα  παιδαγωγικό τρόπο, πάνω στις συνειδήσεις και τις αμοιβαίες  σχέσεις τους.

Η θεατρική επομένως παράσταση δεν αποτελεί μόνο πεδίο ανάπτυξης των παιδαγωγικών μηνυμάτων που αντιπροσωπεύουν τα εκπαιδευτικά πρότυπα της κοινωνίας, ούτε χώρο πραγμάτωσης των καλλιτεχνικών διαθέσεων και φιλοδοξιών όσων εμπλέκονται με την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και συνθήκη επικοινωνίας, αλληλοκατανόησης και δημιουργικής έκφρασης διδασκόντων και διδασκομένων.

Με αυτή τη σημασία και κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, το «Θέατρο στο Σχολείο» επανακαθορίζεται ως είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας σχετικά με όλες τις παραμέτρους του, αρχής γενομένης από το δραματικό κείμενο, μέχρι τον τρόπο σκηνικής έκφρασής του. Από τη στιγμή δηλαδή που τελικός κριτής του είναι ο μαθητής, κατά δεύτερο λόγο οι εκπαιδευτικοί του Σχολείου και τέλος οι γονείς και κηδεμόνες, όπως επίσης και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, γίνεται αυτονόητα σχεδόν αποδεκτό ότι τόσο ο χώρος, όσο οι φορείς, όσο και ο σκοπός ύπαρξής του, οφείλουν να είναι άμεσα συναρτώμενα προς το Σχολείο. Στις δικές τους ανάγκες πρέπει να ανταποκρίνεται το σκηνικό θέαμα, τους δικούς τους προβληματισμούς πρέπει να δικαιώνει. Μόνο τότε και μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο θα γίνεται αποδεκτό από το σύνολο της μαθητικής κοινότητας και θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές παιδαγωγικές επιδιώξεις του Σχολείου.

 

EnglishGreek