Ο ρόλος του Θεάτρου και της δραματικής τέχνης στην ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης σε γυναίκες κρατούμενες.

Η νέα σωφρονιστική πολιτική αποτυπώνεται στο τρίπτυχο «Ασφάλεια, Ανθρωπισμός, Επανένταξη», που έχει αναγνωριστεί διεθνώς ότι μπορεί να γίνει πραγματικότητα στις φυλακές με τη συμβολή της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της τέχνης (Φυτράκης, 2016).

Η εκπαίδευση θεωρείται ότι μπορεί να αλλάξει τον τρόπο σκέψης και τον τρόπο ζωής των κρατουμένων και να οδηγήσει σε μια αίσθηση κοινωνικής ευθύνης και στην υιοθέτηση κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών (Wallack, Kendall & Briggs, 1939; Milliken, 2008).

Η διεθνής έρευνα έχει δείξει  πως οι κρατούμενοι αισθάνονται ικανοποιημένοι από την εμπλοκή τους σε εκπαιδευτικές και δημιουργικές δραστηριότητες καθώς τους δίνεται η δυνατότητα να αναπτύξουν πλευρές της προσωπικότητάς τους που δεν είχαν καλλιεργήσει στο παρελθόν ή δεν γνώριζαν ότι διέθεταν και να αλλάξουν ιδέα για τον εαυτό τους, δίνοντάς του μεγαλύτερη αξία (Zimmerman, 2000; O’Connor & Mullen, 2011; Kershaw & Nicholson, 2011).

Η δραματική τέχνη φαίνεται να έχει μετασχηματιστική δράση, γι’ αυτό τον λόγο υιοθετείται στην εκπαίδευση κρατουμένων ως εργαλείο έκφρασης των σκέψεων και των συναισθημάτων, στοχεύοντας στην ψυχική ενδυνάμωση και τη βελτίωση της αυτοεικόνας, στη συνεργασία με τα υπόλοιπα μέλη, στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της αυτοαποτελεσματικότητας (Clements, 2004) και τη μείωση ανεπιθύμητων συμπεριφορών μέσα στη φυλακή.

Το Θέατρο, καθώς αποτελεί μία τέχνη ολιστική (Κουρετζής, 2006), μία «Πάμμουσος Παιδαγωγία» (Γραμματάς, 2017), όπου συναντώνται και διαπλέκονται όλες οι τέχνες, είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει την αφορμή για να ανακαλύψει ο εκπαιδευόμενος κάτι που τον εκφράζει και τον απελευθερώνει. Μέσα από τον θεατρικό αυτοσχεδιασμό  η σκέψη ξεφεύγει από συγκεκριμένα πλαίσια, κινείται σε συμβολικά επίπεδα και η συμπεριφορά γίνεται πιο ευπροσάρμοστη σε κοινωνικές καταστάσεις  (Αναγνώστου & Παπάζογλου, 2018; Κουρετζής, 1991).  

Η συμβολή του θεάτρου και του δράματος στην εκπαίδευση κρατουμένων

Η βιβλιογραφική έρευνα επιβεβαιώνει ότι το θέατρο και  η Δραματική Τέχνη  διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην εκπαίδευση των φυλακών του κόσμου, αφού διεθνώς αναγνωρίζεται ότι οδηγεί στον αναστοχασμό και στον επαναπροσδιορισμό της ζωής των έγκλειστων ατόμων μέσα από νοητικές, συναισθηματικές και ψυχοκινητικές διεργασίες (Mundt κ.ά., 2019; Βίτσου κ.ά., 2020; Κοντογιάννη, 2018).

Συνήθως το θέατρο των φυλακών λειτουργεί ως μία διαδικασία προετοιμασίας για θεατρική παράσταση μιας εθελοντικής ομάδας κρατουμένων υπό την καθοδήγηση των επαγγελματιών του θεάτρου. Η δραματική τέχνη χρησιμοποιείται ως εκπαιδευτικό εργαλείο συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του μετασχηματισμού των βιωμάτων των κρατουμένων μέσα από τη διερεύνηση και την εναλλαγή ρόλων με όχημα κλασικά θεατρικά έργα είτε μέσω προσωπικής προσπάθειας των κρατουμένων στο πλαίσιο της ομάδας για τη δημιουργία ιστοριών που σχετίζονται με προσωπικά βιώματα (Βίτσου κ.ά., 2020).

Οι  πρώτες καταγεγραμμένες προσπάθειες για τη δημιουργία θεατρικών ομάδων εντός της φυλακής πιθανολογείται ότι ξεκίνησαν στην παλαιότερη φυλακή της Καλιφόρνιας, στο San Quentin, το 1957, όπου προετοιμάστηκε η θεατρική παράσταση “Περιμένοντας τον Godot”,  του Samuel Beckett με τη συμμετοχή κρατουμένων. (Καρδαρά, 2021a).

Από τη δεκαετία του 1970 περίπου, το Θέατρο και η Δραματική Τέχνη έκαναν  αισθητή την παρουσία τους, αρχικά με προγράμματα σε σωφρονιστικά καταστήματα του Καναδά (Duguid & Pawson, 1998‧ Tocci, 2007) και στη συνέχεια σε πολλές χώρες όπως στην Αυστραλία, στη Μελβούρνη, στη Βικτόρια, στη Ν. Ζηλανδία (Ross, 2013, στο Κοντογιάννη, 2018), στη Γερμανία (Koch, et al, 2015), στην Ιταλία (Montorfano, 2016), στην Ισπανία (Palmén, 2018), στη Σκωτία (Tett, et al, 2012), και αλλού (Βίτσου κ.ά., 2020‧ Keehan, 2015‧ Trounstine, 2001).

Στα προγράμματα δραματικής τέχνης που έχουν εφαρμοστεί, χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές που εμπλέκουν το σώμα, τις κινήσεις, τους μορφασμούς, τη φωνή και τις εικαστικές δημιουργίες έτσι ώστε οι κρατούμενοι που προέρχονται από διαφορετικές χώρες και πολιτισμικά περιβάλλοντα να είναι σε θέση να συμμετέχουν και να αναδιαμορφώνουν το αποτέλεσμα με ποικίλα πολιτισμικά στοιχεία. Τα προγράμματα βασίζονται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για προσωπική αλλαγή όταν τους δίνεται η ευκαιρία να εκφραστούν με διαφορετικό τρόπο και να δοκιμάσουν καινούριους τρόπους συσχέτισης με άλλους ανθρώπους. Τα αποτελέσματα των ερευνών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε βάθος χρόνου συντελούν στην ανάπτυξη της αυτοεικόνας, στη συνεργασία και στην αρμονική συμβίωση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών μέσα και έξω από τη φυλακή ( Landy, 1993).

Στην Αγγλία τα τελευταία χρόνια προωθείται από μια Εθνική Συμμαχία για τις τέχνες στην ποινική δικαιοσύνη (National Alliance For Arts in Criminal Justice) ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα καλλιτεχνικής παρέμβασης σε άντρες και γυναίκες κρατούμενους/ες. Το πρόγραμμα επικεντρώνεται σε τέσσερις πτυχές της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων: στην ενσυναίσθηση, στην εμπιστοσύνη, στην αυτοεκτίμηση και στις κοινωνικές σχέσεις (Russell & Barton, 2018). Τα αποτελέσματα έχουν δείξει ότι ενισχύθηκαν και οι τέσσερις πτυχές συμπεριφοράς (Russell, 2020; Russell & Barton, 2018).

Την ανακάλυψη του εαυτού, την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης και την αυτοαξιολόγηση μέσω της δραματικής τέχνης τόνισαν σε έρευνές τους η Moller (2003, 2013) και η Tocci (2007) (Βίτσου κ.ά., 2020; Κοντογιάννη, 2018).

Στο “The Prison Arts Recources Project”, διεκπεραιώθηκε μία βιβλιογραφική καταγραφή και ανάλυση 48 τεκμηριωμένων ερευνών, όπου αξιολογήθηκε η επίδραση που έχει η τέχνη μέσω προγραμμάτων που πραγματοποιήθηκαν στο σωφρονιστικό σύστημα της Αμερικής. Η πλειοψηφία όσων πήραν μέρος σε προγράμματα δραματικής τέχνης ανέφεραν ότι το θέατρο τους βοήθησε να μειώσουν το άγχος και να αποκτήσουν σημαντικές γνώσεις, ενώ το 58% δημιούργησε γέφυρες επικοινωνίας με την οικογένειά τους. Παράλληλα το θέατρο βοήθησε στο να αποκτήσουν καλύτερες σχέσεις με τους συγκρατούμενούς τους και με το σωφρονιστικό προσωπικό, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι πειθαρχικές τους ποινές (Gardner, Hager & Hillman, 2014).

Αξιόλογη είναι η συμβολή του ισπανικού θεάτρου Yeses Theatre, που ιδρύθηκε το 1985 στη Μαδρίτη και συνεργάζεται με γυναίκες κατάδικες, με πλούσια δράση έως σήμερα, αναδεικνύοντας τη θετική επίδραση που ασκεί στη ζωή των έγκλειστων γυναικών το θέατρο (Palmén, 2018). Πάνω από 1.000 γυναίκες κρατούμενες έχουν συμμετάσχει σε θεατρικές ομάδες όλα αυτά τα χρόνια. Τα κορίτσια Yeses μαθαίνουν αξίες όπως ομαδική εργασία, πειθαρχία, αλληλεγγύη, ανοχή και αυτοπεποίθηση.

Η θεατρική σκηνοθέτιδα Hannele Martikainen, που έχει εργαστεί με κρατούμενους σε θεατρικά έργα τα τελευταία δέκα χρόνια στις φυλακές της Φινλανδίας, υποστηρίζει ότι το Θέατρο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την αποκατάσταση και τη μάθηση (EPALE. Electronic Rlatform for Adult Learning in Europe).

Σε πολλές φυλακές του κόσμου εργάζονται μέχρι σήμερα με έργα του Shakespeare, γιατί επικρατεί η άποψη ότι βοηθούν τους συμμετέχοντες να ταυτιστούν με τους τραγικούς ήρωες και πιθανότατα να φτάσουν στην κάθαρση. Σύμφωνα με τον Cox, τα έργα του Shakespeare δίνουν τη δυνατότητα στους κρατούμενους να αναπτύξουν δεξιότητες που θα βοηθήσουν στην επιτυχή επανένταξη, ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή τους (Cox, 2016). Επίσης τονίζεται η θετική επίδραση για τους κρατούμενους, προγραμμάτων που στηρίζονται στο θέατρο του καταπιεσμένου του Augusto Boal  (Shailor, 2011‧ Russell, 2020 ) . 

Ο Έλληνας σκηνοθέτης και παιδαγωγός του θεάτρου Μιχάλης Τραΐτσης, έχει εκπονήσει πολλά προγράμματα στις φυλακές της Ιταλίας και είναι συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Urbino (Βίτσιου, κ.α., 2020). Ανάμεσα στα έργα που έχει επιλέξει να επεξεργαστεί με τους άντρες και τις γυναίκες κρατούμενους/ες είναι οι «Τρωάδες», η «Εκάβη» και η «Αντιγόνη. Μία από τις κρατούμενες της θεατρικής ομάδας των γυναικείων φυλακών ανέφερε πως επεξεργαζόμενη τον ρόλο της Εκάβης ένιωθε πως την άλλαξε γιατί της φανέρωσε πλευρές του εαυτού της που δεν ήξερε και που την έκαναν κυριολεκτικά να βγει από την “φυλακή”(Βίτσου κ.ά., 2020; Καρδαρά, 2021b).

Ο Γάλλος συγγραφέας, σκηνοθέτης-ηθοποιός Ολιβιέ Πι καλλιτεχνικός διευθυντής της Αβινιόν από το 2012, έχει δημιουργήσει θεατρική ομάδα στο Σωφρονιστικό Κατάστημα αντρών Αβινιόν-Λε Ποντέ,  (Γεωργακοπούλου, 2018). Το 2018 η θεατρική ομάδα των κρατουμένων συμμετείχε σε φεστιβάλ θεάτρου παρουσιάζοντας “Αντιγόνη”. Η νεαρή Αντιγόνη αντιμετωπίστηκε ως ένα πρόσωπο που πιστεύει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν υπόκειται στην κρίση της κοινωνίας και αυτό άγγιξε τους κρατούμενους στο πιο ευαίσθητο σημείο τους. Η όλη διαδικασία, σύμφωνα με τις απόψεις των κρατουμένων – ηθοποιών αλλά και της διοίκησης του Καταστήματος, άλλαξε τον τρόπο σκέψης και τη ζωή τους.

Μία ανασκόπηση της ελληνικής βιβλιογραφίας, δείχνει τη μεγάλη ανάπτυξη της Δραματικής Τέχνης στις φυλακές της Ελλάδας. Από το 2010 έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πολλά θεατρικά εργαστήρια από σκηνοθέτες και ηθοποιούς σε πολλά σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας σε συνεργασία με θεατρικούς οργανισμούς, από το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση και από Πανεπιστήμια (Κοντογιάννη, 2018).  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα “Ανάπτυξη δεξιοτήτων ζωής στους εγκλείστους στα Καταστήματα Τίρυνθας και Ναυπλίου”, που οργανώνει και εφαρμόζει το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Σε δύο νεότερες έρευνες του Πανεπιστημίου στα Σωφρονιστικά Καταστήματα Αντρών του Ναυπλίου και Τίρυνθας η μελέτη των αποτελεσμάτων ανέδειξε τη θετική επίδραση του δράματος στην ψυχολογία των κρατουμένων, στη βελτίωση της αυτοπεποίθησης και στην καλλιέργεια των κοινωνικών τους δεξιοτήτων (Κοντογιάννη, 2018; Βίτσου κ.ά., 2020).

Μία έρευνα στις γυναικείες φυλακές Ελεώνα

Η ερευνήτρια, μετά από μία βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικά με το Θέατρο στην Εκπαίδευση των Φυλακών του κόσμου και  εστιάζοντας στον γυναικείο έγκλειστο πληθυσμό, διαπίστωσε τα εξής:

α) Το περιοριστικό περιβάλλον της φυλακής προωθεί την ιδρυματοποίηση των κρατουμένων, με την έννοια ότι τα έγκλειστα άτομα χάνουν κάθε είδος αυτονομίας και σταδιακά παρουσιάζουν σημαντική μείωση στην αυτοαντίληψη, την αυτοεκτίμηση και την αυτό-αποτελεσματικότητά τους (Paterline & Orr, 2016).

β) Όσον αφορά τις γυναίκες κρατούμενες, παρόλο που δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, η μέχρι πρόσφατα επιστημονική μελέτη έχει δείξει ότι τα επίπεδα αυτοεκτίμησής τους συγκριτικά με τους άντρες κρατούμενους είναι χαμηλότερα, αναδεικνύοντας διαφυλικές διαφορές (Kalemi κ.ά., 2019; Fichtler κ.ά., 1973).

γ) Σε διεθνές επίπεδο σήμερα το Θέατρο και η Δραματική Τέχνη εφαρμόζονται στις φυλακές κυρίως από επαγγελματίες του Θεάτρου με τη μορφή εκπαιδευτικών προγραμμάτων μη τυπικής εκπαίδευσης στοχεύοντας μεταξύ άλλων και στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης. Στην τυπική εκπαίδευση κρατουμένων δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες έρευνες που να δείχνουν πιθανό συσχετισμό της αυτοεκτίμησης των κρατουμένων εκπαιδευόμενων με την εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών που βασίζονται στο δράμα και στο θέατρο όταν γίνεται αναφορά σε γυναικείο έγκλειστο πληθυσμό. Επιπλέον δεν έχει γίνει γνωστή καμία έρευνα στη χώρα μας που να έχει αξιοποιήσει δημιουργικά και όχι φιλολογικά τα αρχαίο ελληνικό δράμα ως εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό εργαλείο για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης σε γυναίκες κρατούμενες στο πλαίσιο της τυπικής τους εκπαίδευσης. Κάτι τέτοιο αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για διερεύνηση, αφενός μεν γιατί η αυτοεκτίμηση αποτελεί σημαντικό παράγοντα της κοινωνικής και εργασιακής ένταξης μετά την αποφυλάκιση, συνδέεται με την ψυχική υγεία του ατόμου, την ταυτότητά του, τις κοινωνικές του σχέσεις και τη συμπεριφορά του (Wormith, 1984), αφετέρου δε, γιατί αναδεικνύονται στοιχεία αποτελεσματικότητας της αξιοποίησης των τεχνικών του δράματος στην εκπαίδευση ευάλωτων κοινωνικά ομάδων εντός της μικροκοινωνίας της φυλακής.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, διενεργήθηκε μία μεικτή πρωτογενής έρευνα στα πλαίσια μεταπτυχιακής εργασίας, η οποία φιλοδοξεί να προτείνει έναν εναλλακτικό τρόπο επαφής των ενήλικων γυναικών κρατούμενων με το αρχαίο ελληνικό δράμα καθώς και τρόπους αξιοποίησης αυτής της εμπειρίας για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους στο πλαίσιο της τυπικής εκπαίδευσης που τους παρέχεται στα σχολεία που λειτουργούν εντός των φυλακών. Η μελέτη κινείται στα πλαίσια της φιλοσοφίας που θεωρεί τα αρχαία κείμενα ένα ισχυρό αποτύπωμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα οποία καταγράφουν θεμελιώδεις αξίες και διδαχές ενός ανθρωποκεντρικού πολιτισμού και οι μαθητές μέσω αυτών προσεγγίζουν ιδέες και αξίες, πνευματικά επιτεύγματα, αντιφατικές όψεις, ανθρώπινα πάθη, συνέχειες και ασυνέχειες του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, που προσφέρουν γόνιμο έδαφος για προβληματισμό και διάλογο με τον σύγχρονο κόσμο (Παπαδόπουλος, 2021; Κλαδάκη, 2009, 2010).

Ειδικότερα, ο προβληματισμός που βασίζεται η παρούσα μελέτη αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης αν η εφαρμογή δραματικών και θεατρικών συμβάσεων στην εκπαίδευση των γυναικών κρατούμενων μπορεί να ενδυναμώσει τα επίπεδα αυτοεκτίμησής τους, μέσα από τη γνωριμία των μαθητριών με τους βασικούς άξονες του έργου του Σοφοκλή “Αντιγόνη” ώστε να αναδυθούν οι αρχαιοελληνικές αξίες που ενδόμυχα οδηγούν στη σύλληψη και την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συμμετέχουσες

Το δείγμα της ποσοτικής έρευνας αποτελούνταν από 39 γυναίκες κρατούμενες οι οποίες χωρίστηκαν, βάσει του ερευνητικού σχεδιασμού, τυχαία σε δύο ομάδες μελέτης. Οι 17 (43,6%) από αυτές στοιχειοθέτησαν την ομάδα ελέγχου και οι 22 (56,4%) την πειραματική ομάδα, μέσω τυχαίας κατανομής τους σε αυτές.

Οι κρατούμενες, τόσο της πειραματικής ομάδας όσο και της ομάδας ελέγχου παρουσίαζαν ανομοιογενή χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το κοινωνικό, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, το πολιτισμικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται, την ηλικία τους (20-55 ετών), το μέγεθος της παραβατικότητας, τη συμπεριφορά τους (επιθετικότητα, κατάθλιψη, υπερβολικό άγχος, αισθήματα κατωτερότητας, φόβος, τάσεις απομόνωσης) καθώς και την αντιληπτική τους ικανότητα, εφόσον ένα ποσοστό είτε βρίσκονταν σε αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή, είτε απείχαν από τη μαθησιακή διαδικασία για πολλά έτη ή δεν είχαν λάβει μέχρι την εγγραφή τους στο σχολείο κανενός είδους εκπαίδευση.

Το δείγμα της ποιοτικής έρευνας, το οποίο απαρτίζεται από άτομα της πειραματικής ομάδας, αποτελούνταν από 10 γυναίκες οι οποίες επιλέχθηκαν τυχαία από την ομάδα αυτή.

Πίνακας 1: Ποιοτικά στοιχεία συμμετεχουσών ποιοτικής μελέτης[1]

ΣτοιχείοΚατηγορίαΝ
ΕθνικότηταΕλληνίδα Ρομά (1, 2, 4, 5, 7, 8)6
Αλλοδαπή (3, 6, 9, 10)4
ΕκπαίδευσηΤελειόφοιτες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο εξωτερικό (3, 10)2
Χωρίς προηγούμενη ή ελάχιστη εκπαίδευση (1,2,4,5,6,7,8,9)8
Έχετε παιδιά;Ναι (1,2,5,7,8,10)6
Δεν διευκρινίζεται (3,4,6,9)4

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τα δημογραφικά στοιχεία των συμμετεχόντων.

Ερευνητικός σχεδιασμός

Αναφορικά με τον σχεδιασμό της παρούσας μελέτης, διεξήχθη μία μεικτή πρωτογενής έρευνα, δηλαδή συνδυασμός πρωτογενής ποιοτικής με πρωτογενή ποσοτική έρευνα για εξαγωγή πιο έγκυρων συμπερασμάτων μέσω τριγωνοποίησης (Creswell, 2013). Η πρωτογενής έρευνα θεωρείται η κατάλληλη για την απευθείας εξαγωγή των απόψεων των υποκειμένων της μελέτης (Bell, 2001).

Η ποσοτική έρευνα χρησιμοποιήθηκε για την μέτρηση και σύγκριση των επιπέδων της αυτοεκτίμησης πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος σε 2 ομάδες, την πειραματική και την ελέγχου. Η πειραματική ομάδα ήταν η ομάδα που δέχτηκε την παρέμβαση (παρακολούθηση προγράμματος) ενώ η ομάδα ελέγχου ήταν αυτή που δεν παρακολούθησε καμία παρέμβαση. Η έννοια της αυτοεκτίμησης είναι μετρήσιμη, συνεπώς μπορεί να μετρηθεί με χρήση κατάλληλων ερωτηματολογίων κλίμακας Likert. Επίσης, μέσω της επαγωγικής προσέγγισης, η ποσοτική έρευνα μπορεί να γενικεύσει τα συμπεράσματα για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης με χρήση του παρεμβατικού προγράμματος (Cohen, Manion & Morrison, 2007). H πειραματική έρευνα υφίσταται, καθώς τα επίπεδα της αυτοεκτίμησης στις 2 ομάδες πριν την εφαρμογή του προγράμματος δεν είχαν σημαντική διαφορά (McLeod, 2017).

Πριν ξεκινήσουν οι παρεμβάσεις έγινε δοκιμαστική μέτρηση με την κλίμακα Rosenberg ως εξής: Μοιράστηκαν στις μαθήτριες του Δημοτικού τα ερωτηματολόγια που έπρεπε να συμπληρώσουν και η ερευνήτρια-εκπαιδευτικός τόνισε πως είναι ανώνυμα ώστε να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης για το απόρρητο των απαντήσεων. Στη συνέχεια ακολουθήθηκε η υλοποίηση του προγράμματος από την εκπαιδευτικό στην πειραματική ομάδα. Μετά την ολοκλήρωση των παρεμβάσεων έγινε επανάληψη της μέτρησης με τη συμπλήρωση των ίδιων ερωτηματολογίων στην ομάδα ελέγχου και στην πειραματική ομάδα.

Την παραπάνω διαδικασία ακολούθησαν οι συνεντεύξεις των μαθητριών της πειραματικής ομάδας. Η ποιοτική έρευνα χρησιμοποιήθηκε για να δοθούν απαντήσεις στα διερευνητικά ερωτήματα. Η απάντηση αυτή δίνεται συνήθως με χρήση ημιδομημένων συνεντεύξεων, η οποία δίνει την απαραίτητη ελευθερία στους συμμετέχοντες να εκφράσουν την άποψη τους, χωρίς να ξεφεύγουν από το πλαίσιο μελέτης, δίνοντας στον ερευνητή απαραίτητη αλλά και μη αναμενόμενη πληροφορία. Άλλα πλεονεκτήματα των συνεντεύξεων είναι η διαδραστική επικοινωνία του ερευνητή με τους συμμετέχοντες και η κατανόηση της πολυπλοκότητας του φαινομένου (Ιωσηφίδης, 2003).

Η διάρκεια των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων των μελών της πειραματικής ομάδας ήταν οι τρεις μήνες (20 διδακτικές ώρες). Tο ίδιο χρονικό διάστημα οι συμμετέχουσες της ομάδας ελέγχου δεν έλαβαν κάποιον συγκεκριμένο τύπο εκπαιδευτικής παρέμβασης. Η όλη διαδικασία διεξήχθη στον χώρο που στεγάζεται το δημοτικό σχολείο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Γυναικών Ελεώνα Θήβας (Σ.Κ.Γ.Ε.Θ.) τη χρονική περίοδο 2020-2021, από εκπαιδευτικό που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο και με αποδέκτες κρατούμενες που φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο.

Παρέμβαση

Με οδηγό τις τραγωδίες του Θηβαϊκού κύκλου, σχεδιάστηκε μια σειρά δέκα θεατρικών εργαστηρίων, στα οποία οι συμμετέχουσες της πειραματικής ομάδας έλαβαν μέρος. Δεδομένου ότι το έργο των τραγικών ποιητών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην ποιητική τέχνη αλλά επεκτείνεται στη διαπαιδαγώγηση και στην καλλιέργεια της προσωπικότητας (Γραμματάς, 2017; Παπαδόπουλος, 2021), επιλέχτηκε η αρχαία τραγωδία “Αντιγόνη” του Σοφοκλή ως το έργο πάνω στο οποίο δομήθηκε το παρεμβατικό πρόγραμμα, με επιλεγμένα αποσπάσματα αυτής. Επειδή θεωρείται πολύ σημαντικό οι μαθήτριες να βιώσουν τη συγκρουσιακή αντιπαράθεση  που είναι προϊόν των ακραίων θέσεων των ηρώων, δόθηκε έμφαση στο παιχνίδι ρόλων και στους αυτοσχεδιασμούς έτσι ώστε να ανοιχτεί ένας διάλογος με το κείμενο, να βιωθεί η σύγκρουση ατομικά και συλλογικά σε πολλαπλά επίπεδα (λόγου, κίνησης, έκφρασης, ρυθμού κ.ά.) καθώς και η τραγικότητα του Κρέοντα και της Αντιγόνης με προεκτάσεις στη σύγχρονη εποχή. Επίσης έγινε δημιουργική ανάγνωση των αποσπασμάτων του έργου μέσω Θεατρικού Αναλογίου για την καλλιέργεια της αναγνωστικής δεξιότητας των μαθητριών (Μαστροθανάσης & Κλαδάκη, 2022; Γραμματάς, 2017), οι οποίες είναι Ελληνίδες Ρομά με ελάχιστη ή καθόλου εκπαίδευση και αλλοδαπές που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κατανόηση και στην εκφορά της ελληνικής γλώσσας.

Προτιμήθηκε η διερεύνηση της συγκεκριμένης τραγωδίας αρχικά για το περιεχόμενό της, αφού η Αντιγόνη είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που έχει το πλεονέκτημα να εκφράζει όλες τις κύριες σταθερές που διέπουν τις εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση συγκρούσεις, (η αναμέτρηση μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ηλικιωμένων και νέων, κοινωνίας και ατόμου, ζωντανών και νεκρών, ανθρώπου και Θεού) (Mastrothansis & Grammatas, 2022; Steiner, 2001, σ 360).  Επιπλέον γιατί αναφέρεται στην τραγική μοίρα μιας βασιλικής οικογένειας της πόλης των Θηβών κοντά στην οποία βρίσκεται το Σωφρονιστικό Κατάστημα Γυναικών Ελεώνα (Σ.Κ.Γ.Ε.Θ) και έχει πρωταγωνίστρια μία γυναίκα.

Οι αρχαίες τραγωδίες είναι γνωστό ότι ήταν ένα είδος λαϊκού θεάτρου που με βάση τον μακρινό μύθο μετέδιδαν πανανθρώπινες αξίες και ιδανικά όπως η ελευθερία, η φιλοπατρία, η δικαιοσύνη, το μέτρο, μιλούσαν για ανθρώπινες σχέσεις, για ηρωισμό και αξιοπρέπεια, εξέφραζαν και εξακολουθούν να εκφράζουν διαχρονικές αλήθειες για την ανθρώπινη ύπαρξη (Mastrothanasis & Grammatas, 2022; Παπαδόπουλος, 2021; Γραμματάς, 2017).

Στα θεατρικά εργαστήρια που διοργανώθηκαν οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν ανταποκρίνονταν στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα των μαθητριών, εκμεταλλεύονταν τις εμπειρίες τους και είχαν σκοπό να βοηθήσουν τις συμμετέχουσες να εκφράζονται με ποικίλους τρόπους και να μοιράζονται ενδόμυχες σκέψεις και προβλήματα που τις απασχολούν, να καλλιεργούν και να βελτιώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις και παράλληλα να ασκούνται στην παρατήρηση και στην αυτοσυγκέντρωση, να εφευρίσκουν προσωπικές λύσεις και να μαθαίνουν να λειτουργούν μέσα σε καθορισμένα όρια και περιορισμούς που τίθενται από την ομάδα.

Ως εργαλείο συλλογής δεδομένων στην ποσοτική έρευνα χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο αυτοεκτίμησης του Rosenberg (1965) (Rosenberg Self-Esteem Scale), το οποίο περιλαμβάνει ερωτήσεις διαβαθμισμένης κλίμακας Likert από 0-3 (0-Διαφωνώ απόλυτα, 1-Διαφωνώ, 2-Συμφωνώ, 3-Συμφωνώ απόλυτα).

Το συγκεκριμένο εργαλείο επιλέχτηκε ως το πιο κατάλληλο εφόσον οι δέκα (10) ερωτήσεις που το απαρτίζουν γίνονται εύκολα κατανοητές σε όλες τις μαθήτριες και δεν απαιτείται πολύς χρόνος για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου (Boduszek κ.ά., 2012, 2013; Debowska κ.ά., 2017). Επιπλέον η κλίμακα αυτή έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην παγκόσμια έρευνα για την αυτοεκτίμηση και εμφανίζει καλή εγκυρότητα καθώς και αξιοπιστία σε υψηλά επίπεδα (Schmitt & Allik, 2005).

Για την ποιοτική έρευνα αξιοποιήθηκε η ημιδομημένη συνέντευξη. Ο οδηγός συνεντεύξεων που χρησιμοποιήθηκε περιλάμβανε 17 ερωτήσεις δομημένες σε 5 ενότητες, οι οποίες δίνουν απάντηση στα 5 ερευνητικά ερωτήματα.

Αποτελέσματα-Συμπεράσματα

Η ποσοτική και ποιοτική ανάλυση έδειξε αύξηση της αυτοεκτίμησης στην πειραματική ομάδα μετά την παρέμβαση, απόρροια των παρεμβάσεων, επιβεβαιώνοντας τη βασική υπόθεση της έρευνας ότι η εφαρμογή της δραματικής και θεατρικής τέχνης στην εκπαίδευση των γυναικών κρατούμενων μπορεί να ενδυναμώσει τα επίπεδα αυτοεκτίμησής τους. Η ομάδα ελέγχου δεν διαφοροποίησε τα επίπεδα αυτοεκτίμησής της. Από τα αποτελέσματα της ποιοτικής έρευνας προκύπτει ότι το θεατροπαιδαγωγικό πρόγραμμα συνέβαλλε στο να δημιουργηθούν θετικά συναισθήματα, να ενισχυθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις,  να καλλιεργηθεί η γλωσσική δεξιότητα μέσα από την επαφή με την ποιητική γλώσσα της αρχαίας τραγωδίας και να αυξηθεί η αυτοπεποίθηση και η αυτοεκτίμηση των μαθητριών. Επιπλέον οι μαθήτριες γνώρισαν την καλλιτεχνική γλώσσα του θεάτρου, γοητεύτηκαν και δήλωσαν ότι θα ήθελαν στο μέλλον να παρακολουθήσουν θέατρο.

Το παραπάνω εύρημα συμφωνεί με τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών που διεξήχθησαν σε αντρικές και γυναικείες φυλακές της Αγγλίας και έδειξαν ότι η εφαρμογή θεατρικών τεχνικών σε πιλοτικά προγράμματα ενίσχυσαν τέσσερις πτυχές της συμπεριφοράς, την ενσυναίσθηση, την εμπιστοσύνη, την αυτοεκτίμηση και τις κοινωνικές σχέσεις (Russell, 2020; Russell & Barton, 2018) καθώς και με έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε φυλακές της Σκωτίας (Tett κ.ά., 2012), της Αυστραλίας, (Ross, 2013, όπ. αναφ. Κοντογιάννη, 2018) και στην Καλιφόρνια (Brewster, 2014), τα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των κρατουμένων.

Συμπερασματικά, μέσα από την παρούσα έρευνα αναδείχθηκε η σημασία της τέχνης του θεάτρου και του δράματος στην εκπαίδευση κρατουμένων για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησής τους, η οποία συμβάλλει στην ενδυνάμωση και στην αλλαγή προοπτικής.

Πρέπει να επισημανθεί ότι στην μελέτη υπάρχουν περιορισμοί που αφορούν την ανομοιογένεια του δείγματος που αξιοποιήθηκε για την επίτευξη του στόχου της μελέτης, όπως επίσης και τον μικρό αριθμό συμμετεχουσών σε αυτή, στοιχεία τα οποία μας περιορίζουν στην γενίκευση των αποτελεσμάτων στον συνολικό πληθυσμό των κρατουμένων σε χώρους εγκλεισμού. Βέβαια η μελέτη διέθετε μια σειρά από δυνατά σημεία,  που την καθιστά πρωτότυπη στη διεθνή βιβλιογραφία. Η πρωτοτυπία της μελέτης έγκειται αφενός στον μεικτό σχεδιασμό έρευνας που αξιοποίησε, αφού χρησιμοποίησε συνδυαστικά ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Αφετέρου δε, μέσα από την έρευνα αναπτύχθηκε μια  παρέμβαση με βάση το αρχαίο ελληνικό δράμα, η οποία αξιολογήθηκε με ερευνητικές διαδικασίες, ως προς την αποτελεσματικότητά της. Η επέκτασή της σε μεγαλύτερους πληθυσμούς αντρών και γυναικών κρατούμενων, θα μπορούσε να γενικεύσει τα αποτελέσματα καθώς και να μελετήσει την επίδραση του φύλου στην αποτελεσματικότητα των θεατροπαιδαγωγικών παρεμβάσεων, αλλά και την ίδια τη θεατροπαιδαγωγική παρέμβαση υπό το πρίσμα της ανταπόκρισης διαφορετικών πληθυσμών κρατουμένων.

Ζωή Μαστροθανάνη

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του ερευνητικού μέρους μεταπτυχιακής εργασίας της γράφουσας στο ΠΤΔΕ του ΕΚΠΑ

Βιβλιογραφικές αναφορές

Brewster, L. (2014). The Impact of Prison Arts Programs on Inmate Attitudes and Behavior: A Quantitative Evaluation. Justice Policy Journal, 11(2), 1–28.

Clements, P. (2004, June). The Rehabilitative Role of Arts Education in Prison: Accommodation or Enlightenment? The International Journal of Art & Design Education. 23. (2), 116-229. https://doi.org/10.1111/j.1476-8070.2004.00395.x

Cox, S. (2016). Living Shakespeare at the Lansing Correctional Facility, Kansas: Rehabilitation and Re-creation in Action [Doctoral Dissertation]. University of Kansas.

Creswell, J. W. (2016). Η έρευνα στην εκπαίδευση. Σχεδιασμός, Διεξαγωγή και Αξιολόγηση της Ποσοτικής και Ποιοτικής Έρευνας (2η). Εκδόσεις Ίων.

Fernández-Aguayo, S., & Pino-Juste, M. (2018). Drama therapy and theater as an intervention tool: Bibliometric analysis of programs based on drama therapy and theater. The Arts in Psychotherapy, 59, 83–93. https://doi.org/10.1016/J.AIP.2018.04.001

Gardner, A., Hager, L. & Hillman,G. (2022).  Prison Arts Resource Project: An Annotated Bibliography. National Endowment for the Arts.

Kalemi, G., Michopoulos, I., Efstathiou, V., Tzeferakos, G., Gkioka, S., Gournellis, R., & Douzenis, A. (2019). Self-esteem and aggression in women: differences between female prisoners and women without criminal records. Women & Health, 59(10), 1199–1211. https://doi.org/10.1080/03630242.2019.1593284

Keehan, B. (2015). Theatre, prison & rehabilitation: new narratives of purpose? Research in Drama Education: The Journal of Applied Theatre and Performance, 20(3), 391–394. https://doi.org/10.1080/13569783.2015.1060118

Koch, S. C., Ostermann, T., Steinhage, A., Kende, P., Haller, K., & Chyle, F. (2015). Breaking barriers: Evaluating an arts-based emotion regulation training in prison. Arts in Psychotherapy, 42, 41–49. https://doi.org/10.1016/J.AIP.2014.10.008

Moller, L. (2013). Project “For Colored Girls:” Breaking the shackles of role deprivation through prison theatre. The Arts in Psychotherapy, 40(1), 61–70. https://doi.org/10.1016/J.AIP.2012.09.007

Montorfano, B. (2016). Θέατρο πίσω από τα κάγκελα: από την Ιταλία στην Ελλάδα. Εκπαίδευση & Θέατρο, 17, 56–67.

Paterline, D. B. A., & Orr, D. D. (2016). Adaptation to Prison and Inmate Self-Concept. Journal of Psychology and Behavioral Science, 4(2), 70–79. https://doi.org/10.15640/JPBS.V4N2A6

Pirttila-Backman, A.-M., Menard, L., Silfver, M., & Myyry, L. (2015). Prison theatre: An enabler of change? Psykologia, 50, 406–417.

Rosenberg, M. (1965). Society and the Adolescent Self-Image. University Press.

Russell, A. (2020). Creating Change. A Bearface Theatre CIC programme for Hampshire & Isle of Wight Community Rehabilitation Company. H.C.T.-B.F.T.

Shailor, J. (2010). Performing new lives: prison theatre. Jessica Kingskey Publishers.

Tett, L., Anderson, K., Mcneill, F., Overy, K., & Sparks, R. (2012). Learning, rehabilitation and the arts in prisons: a Scottish case study. Studies in the Education of Adults, 44(2), 171–185. https://doi.org/10.1080/02660830.2012.11661631

Tocci, L. (2007). The Proscenium Cage: Critical case studies in U.S. prison theatre programs. Cambria Press.

Trounstine, J. (2001). Shakespeare behind Bars. The power of drama in a women’ s prison. St. Martin’ spress. New York

Young-Jahangeer, M. (2005). Bringing in to play: Investigating the appropriation of Prison Theatre in Westville Female Prison, KwaZulu-Natal (2000–2004). South African Theatre Journal, 19(1), 143–156. https://doi.org/10.1080/10137548.2005.9687807.

Βίτσου, Μ., Κοντογιάννη, Ά., & Μάγος, Κ. (2020). Η Δραματική Τέχνη σε χώρους εγκλεισμού: διερεύνηση αντιλήψεων των εμψυχωτών στα Καταστήματα Κράτησης Τίρυνθας και Ναυπλίου. Εκπαίδευση & Θέατρο, 21, 52–63.

Γραμματάς, Θ. (2017). Θεατρική αγωγή και παιδεία. Διάδραση.

Κλαδάκη, Μ. (2010). Η έννοια της αρχαιοελληνικής μίμησης ως αφετηριακό σημείο της έννοιας του θεάτρου. Φιλολογική, 112, 38–42.

Κοντογιάννη, Ά. (2018). Από το ά-τοπο, ά-χρονο και ά-χρωμο της φυλακής, στις αποχρώσεις ζωής της δραματικής τέχνης στην Εκπαίδευση μέσω του Εθελοντισμού. Εκπαίδευση & Θέατρο, 19, 26–37.

Μαστροθανάσης, Κ., & Κλαδάκη, Μ. (2022). Η διδασκαλία της ανάγνωσης με τη μέθοδο του Θεάτρου Αναγνωστών: Συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση της τριαντακονταετίας 1990-2020. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 39(73), 142–162.

Παπαδόπουλος, Σ. (2021). Θέατρο στην εκπαίδευση και αρχαία ελληνική σκέψη. Μίμησις τοῦ καλλίστου βίου. Εκδόσεις Παπαζήση.

Σοφιάδου, Κ. (2014). Η θεατρική διδασκαλία του αρχαίου δράματος στη σχολική τάξη. Στο Θ. Γραμματάς (Επιμ.), Το θέατρο ως μορφοπαιδευτικό αγαθό και καλλιτεχνική έκφραση στην εκπαίδευση και την κοινωνία. Εγχειρίδιο σημειώσεων θεατρικής παιδείας για εκπαιδευτικούς Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης (σσ 224–247). Πράξη ‘Θαλής’, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Φυτράκης, Ε. (2016). Φυλακή και Πολιτισμός. Στο Σ. Γιοβάνογλου (Επιμ.). Τέχνη και Φυλακή. 7-12. Αθήνα: Υπουργείο Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής.


[1]   Στις παρενθέσεις ο Α/Α των συνεντευζιαζόμενων και Ν η συχνότητα

EnglishGreek