Οι «Πυργαγιές» του Ουαζντί Μουάουαντ είναι ένα έργο επικών διαστάσεων, με πρωταγωνιστές τη Ζαν και τον Σιμόν, τα 15χρονα παιδιά της Ναουάλ, τα οποία επισκέπτονται το γραφείο του συμβολαιογράφου που έχει αναλάβει να τους μεταφέρει την τελευταία επιθυμία της μητέρας τους πριν πεθάνει. Εκεί μαθαίνουν πως για να αναπαυθεί η ψυχή της πρέπει να της κάνουν μια χάρη: να παραδώσουν δύο φακέλους, έναν στον αδερφό (που δεν γνωρίζουν ότι έχουν) και τον άλλο στον πατέρα (που ξέρουν ότι είναι νεκρός). Δεν είναι ευχάριστη η συνάντηση. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Σιμόν όταν λέει πως «ακόμη και νεκρή δεν σταματά να μας τσαντίζει», αναφερόμενος στη μητέρα του, η οποία πέρασε τα τελευταία πέντε χρονια της ζωής της στην απόλυτη σιωπή, όπως κατ’ αντιστοιχία και οι γονείς του συγγραφέα οι οποίοι, φεύγοντας από τον φλεγόμενο Λίβανο για τον Καναδά, δεν του μίλησαν ποτέ γι αυτό το εθνικό τραύμα.
Τι προκάλεσε τη σιωπή της μητέρας; Η Ζαν, καθηγήτρια μαθηματικών, θιασώτης της καθαρής σκέψης και των γεωμετρικών λύσεων, βάζει σκοπό της ζωής της να βρει την απάντηση. Αφού ακούσει τις κασέτες που άφησε η μητέρα της στη νοσοκόμα της, αποφασίζει να ταξιδέψει από τον Καναδά στη Μέση Ανατολή προκειμένου να μάθει περισσότερα.
Έτσι αρχίζει η οδύσσεια στο ρημαγμένο τοπίο της γενέθλιας γης, όπου με συνεχή φλάσμπακ ο συγγραφέας μας γνωρίζει όλους τους πρωταγωνιστές και μάρτυρες του αιματηρού πολέμου, ανάμεσά τους και ένας ψυχωτικός ελεύθερος σκοπευτής που έχει τη λόξα να φωτογραφίζει τα θύματά του την ώρα που τα σκοτώνει. Είναι ο Νιχάντ ο οποίος, όταν εγκαταλείψει κάποια στιγμή το σπορ των φόνων, ανοίγει μια φυλακή όπου βασανίζει και βιάζει τα θύματά του. Εκεί συναντά και τη φυλακισμένη νούμερο 72. Τη βιάζει. Μένει έγκυος. Όταν είναι να γεννήσει το παιδί του μίσους το δίνει για να το πετάξουν στο ποτάμι. Και όπως στον μύθο έτσι κι εδώ καταλήγει στα χέρια ενός βοσκού, χωρίς όμως ο μύθος να απαντά, κατά τη γνώμη μου, στα ερωτήματα που εγείρει η σύγχρονη χρήση του.
Δεύτερες σκέψεις για το έργο
Πχ.: γιατί μια μάνα θέλει ντε και καλά να δυσκολέψει τόσο πολύ τη ζωή των παιδιών της, βάζοντάς τα να μάθουν τα εγκλήματα του παρελθόντος; Τι θα κερδίσουν; Ο συγγραφέας δεν μας ξεκαθαρίζει ακριβώς τα κίνητρα. Μήπως η μάνα πιστεύει πως η γνώση οδηγεί σε ένα καλύτερο μέλλον, δηλαδή στην κωμωδία (σύμφωνα με τον Μπρεχτ); Όμως, είναι και ο Αριστοτέλης παραδίπλα, που λέει ότι η γνώση οδηγεί στην τραγωδία. Τελικά, ποιο από τα δύο θέλει να στηρίξει ο συγγραφέας; Εμείς, ως θεατές, ίσως είναι καλό να ξέρουμε, πρέπει όμως να ξέρουν και τα δύο παιδιά; Θα τα κάνει καλύτερους ανθρώπους η γνώση αυτή ή πιο δυστυχισμένους;
Επίσης, βρήκα στα σημεία κουραστικές τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα. Ήταν στιγμές που μου έδινε την εντύπωση πως δεν γράφει για το θέατρο αλλά για κάποιον εκδότη πεζογραφίας. Γινόταν αχρείαστα αναλυτικός, καταπατώντας το βασικό συγγραφικό αξίωμα που αφορά τη σκηνική οικονομία: «λέμε λιγότερα, δείχνουμε περισσότερα».
Στα «μείον» του έργου προσθέτω και το γεγονός ότι ενώ μαίνεται ένας πόλεμος δεν έχουμε ιδέα περί τίνος πρόκειται. Αντιλαμβάνομαι την πρόθεση του συγγραφέα να μην κλείσει τους ορίζοντες του έργου και να αφήσει τη χωρικότητα των δρωμένων να επιβληθεί στην όποια τοπικότητά τους, οπότε και η εικόνα του πολέμου να αφορά τους πάντες, όμως εδώ υπάρχει από κάτω ένα αλλοπρόσαλλο θρησκευτικό χαλί που πυρπολεί τα πάντα∙ ένα χαλί που ζεματάει. Έστω, κάποια όσμωση θα μας ήταν χρήσιμη∙ κάποιες αιχμές που να ξεβολεύουν, να πονάνε και στην ανάγνωση και στη θέαση.
Τέλος, στις δεύτερες σκέψεις μου ως προς την ποιότητα της πρώτης γραφής προσθέτω και το γεγονός ότι ο συγγραφέας κάπου ξεχνά τα λόγια που ο ίδιος δίνει στη Ζαν, και τα οποία λένε ότι η ομορφιά ενός άλυτου προβλήματος είναι η αντοχή του στον χρόνο, η ικανότητά του να διατηρεί το μυστήριό του. Αυτός, αντιθέτως, λύνει το μυστήριο, χωρίς αυτό να μας κάνει είτε πιο σοφούς είτε πιο υποψιασμένους. Απλώς, μας διευκολύνει να βγούμε από τις σελίδες της ιστορίας του χωρίς απορίες. Προσωπικά έχω πάντα επιφυλάξεις όταν μου δίνονται οι απαντήσεις σε ένα έργο τέχνης.
Αυτά όλα βέβαια δεν σημαίνουν εν προκειμένω ότι δεν μου άρεσε η παράσταση του έργου που είδα στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, σε παραγωγή του ΚΘΒΕ. Μου άρεσε (θα εξηγήσω αμέσως μετά). Απλώς επέλεξα να αρχίσω την κριτική μου από το ίδιο το έργο πριν γίνει παράσταση.
Η παράσταση
Δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση η σκηνοθεσία ενός έργου πολυπρισματικού, σαν κι αυτό, γιατί ακριβώς το άνοιγμα της βεντάλιας των δρωμένων δημιουργεί ειδικές συνθήκες που απαιτούν ανάλογη και πρωτίστως προσεκτική (μεταμοντέρνα) διαχείριση.
Μπροστά μας βλέπουμε να ξεδιπλώνεται ένα «άτακτο» οδοιπορικό, κεντημένο με κρίματα, πολέμους, αλλά και με άφθονη ποίηση. Ρεαλιστικό και συνάμα σουρεαλιστικό, πλούσιο με τους χυμούς της ζωής αλλά ακόμη πλουσιότερο με τις αναθυμιάσεις του θανάτου. Χωρίς σταθερή και καθαρή σκηνοθετική πυξίδα αυτό το μεταμοντέρνο «υβρίδιο» μπορεί εύκολα να καταλήξει σε ένα αλαλούμ. Και από αυτή την άποψη η Ιώ Βουλγαράκη κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα.
Η σκηνοθεσία
Δεν θεωρώ ότι η σκηνοθεσία μας γνώρισε, από άποψη τεχνοτροπίας, κάτι καινούργιο ή ιδιαίτερο (είναι πια κοινός τόπος αυτού του τύπου οι σωματοκεντρικές επιτελέσεις), θεωρώ όμως πως μας παρέδωσε μια παράσταση δουλεμένη, με άποψη και γνώση των ορίων της. Και εδώ περιλαμβάνω και τα όρια που κουβαλά και η ίδια, ως νέα σκηνοθέτιδα. Τι εννοώ;
Μια τεράστια σκηνή δεν είναι εύκολη «λεία», δεν επικοινωνεί εύκολα, πολλώ δε μάλλον όταν τη διαχειρίζονται άτομα χωρίς την ανάλογη εμπειρία. Μπορεί να τα ρουφήξει, να τα πνίξει. Το ‘χουμε δει επανειλημμένα. Η Βουλγαράκη έδειξε ότι διαθέτει καλό αισθητήριο «επιβίωσης» αλλά και καλή μαγιά σκηνοθέτη που δικαίως μας κάνει να περιμένουμε πολλά στο μέλλον.
Χωρίς να πελαγοδρομεί, χωρίς να ακκίζεται ή να ρίχνει πυροτεχνήματα δεξιά και αριστερά δίκην εντυπωσιασμού, επέλεξε να κινηθεί πολύ προσεκτικά και μεθοδικά επάνω στις ράγες μιας φόρμας με καθαρή γραμμή, μιας φόρμας που, εκτός όλων των άλλων, της πρόσφερε αυτό ακριβώς το δίκτυ ασφαλείας. Αντί να απλώσει τα δρώμενα, ως ένα ενιαίο σώμα, σε όλο το μήκος και το πλάτος της μεγάλης σκηνής, επέλεξε τη λογική της μικρής κλίμακας, ποικίλες εστίες δράσης που δημιουργούσαν όλες μαζί μια «πολύ-εστιακή» επιτελεστική μάζα η οποία, σε συνδυασμό με την πολύ cool αισθητική της φόρμας, καθόριζαν και τις διακυμάνσεις της απόστασης ανάμεσα στο θέαμα κα το βλέμμα του θεατή.
Ήταν προφανές πως η σκηνοθεσία ήθελε να διασφαλίσει εξαρχής χώρο ώστε να δούμε τα δρώμενα με καθαρό μάτι, χωρίς να μας θολώνουν τα συναισθήματα. Μας ήθελε δηλαδή παρατηρητές (και κριτές) της ιστορίας και όχι των χαρακτήρων. Επιλογή με ερείσματα μέσα στο κείμενο, όπου τα δραματικά πρόσωπα μπορεί να μας είναι συμπαθή (και άλλα αντιπαθή), όμως δεν αγαπάμε (ούτε μισούμε) κανένα, με την έννοια της ταύτισης. Και τούτο γιατί κανένας χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται σφαιρικά και σε βάθος. Κανένας δεν έχει αρκετό χρόνο στη διάθεσή του ώστε να μας «κερδίσει». Δεν υπάρχουν ατομικές ψυχογραφήσεις. Ούτε καν τους θυμόμαστε. Ακόμη κι αν απουσίαζαν τα ελάχιστα στοιχεία εξατομίκευσής τους (όπως το όνομα του καθενός), τίποτα δεν θα άλλαζε.
Οι ερμηνείες
Η Βουλγαράκη, έχοντας αυτό το εν πολλοίς μεταμοντέρνο κολάζ ανά χείρας, κινήθηκε (κατά την άποψή μου πολύ σωστά) μακριά από την κληρονομιά του Στανισλάφσκι. Δίδαξε ρόλους εξωστρεφείς, άμεσους, «βιο-μηχανικούς», ευέλικτους και παιγνιώδεις. Στις πόζες τους, στις κινήσεις, στο γενικότερο gestus (αλά Μπρεχτ) και στον λόγο τους υποδεχτήκαμε στην πλατεία ομοιώματα προσώπων, κινούμενες επιφάνειες επάνω στις οποίες η ιστορία άφηνε στο διάβα της τα πυρακτωμένα αποτυπώματά της σε κάθε τετ α τετ του Ανθρώπου με τον Πόλεμο, τη Βία, τον Θάνατο. Ένα τετ α τετ all time classic. Δυστυχώς.
Όλοι οι ηθοποιοί, παλιοί και νέοι, βρέθηκαν να τελούν στην ίδια ευθεία και με το ίδιο σθένος, κάτι που, ας μην γελιόμαστε, δεν είναι δεδομένο όταν συμπράττουν δύο γενιές ηθοποιών. Συνήθως οι παλαιότεροι εμφανίζονται πιο «χαλαροί» και «άνετοι» και οι νεότεροι διαθέσιμοι για το κάτι παραπάνω. Εδώ υπήρχε μια ισορροπημένη σύμπλευση και τη χαρήκαμε. Ονομαστικά και υποχρεωτικά επιλεκτικά:
Ο Γιώργος Καύκας ως συμβολαιογράφος μπορεί να μην είχε τον εκτενέστερο είχε όμως, κατά τη γνώμη μου, τον πλέον αβανταδόρικο ρόλο. Ως έμπειρος θεατρίνος χειρίστηκε εύστοχα το λεκτικό παιχνίδισμα και την κατά τόπους λανθασμένη χρήση λέξεων. Δεν κουραζόσουν να τον ακούς. Όλο και κάτι καλό (ή κουλό) θα του «ξέφευγε». Είχε κάτι ανεπαίσθητο από κλόουν, κάτι από Μολιέρο ή Σαίξπηρ και διερωτώμαι γιατί δεν βγήκε πιο καθαρά ως άποψη και αυτή η κρυμμένη διάσταση;
Τη Ναουάλ την υποδύονται τρεις ηθοποιοί σύμφωνα με την ηλικία της (παιδί, νέα, ώριμη γυναίκα). Είναι ένα πλάσμα λογικής και συμπόνιας μέσα σε ένα κόσμο βίας. Η αγωνία της να διατηρήσει τον ανθρωπισμό της και να βρει το δίκιο της βγάζει στην επιφάνεια ερωτήσεις όπως: πώς μπορεί ένα έθνος να επουλώσει τις πληγές μετά από ένα τέτοιο εμφύλιο σπαραγμό;
Τη νεαρή Ναουάλ τη χαρακτηρίζει η καλή διαχείριση του λόγου. Σε αυτήν ο συγγραφέας χρέωσε ένα μεγάλο κομμάτι της λυρικής πανοπλίας του έργου. Αυτό σημαίνει πως θέλει μια ηθοποιό που να μπορεί να αρθρώνει καθαρά, να στρογγυλεύει και να μη μασά τις λέξεις. Αν και “rookie” στο επάγγελμα, η Ευσταθία Λαγιόκαπα δεν τα πήγε άσχημα. Διδάχτηκε (και απέδωσε) σωστά τον λόγο μέχρι να πέσει στην εκκωφαντική σιωπή. Είχε ενθουσιασμό, θάρρος και γενναίο δόσιμο πρωτάρας ηθοποιού. Καλή μαγιά για να έρθουν σιγά-σιγά και τα υπόλοιπα, εφόσον πρυτανεύσει η σκληρή, η πολύ σκληρή δουλειά.
Η Εύη Σαρμή με τη γνωστή ενέργειά της, τα καλά επιτελεστικά ανακλαστικά της και με αυξημένη ετοιμότητα στις ασταμάτησες μεταπτώσεις διαθέσεων και καταστάσεων, μας παρέδωσε ακέραια μια Ναουάλ σε μέση ηλικία, για να παραλάβει τη σκυτάλη και να ολοκληρώσει με επιτυχία και καλό δραματικό γκελ στην πλατεία η Ντίνα Μιχαηλίδου (η Ναουάλ σε μεγάλη ηλικία).
Ο νεαρός Σιμόν του Ορέστη Χαλκιά και η αδερφή του (το αντιθετικό του στίγμα) η Ζαν, από τη Δανάη Επιθυμιάδη, συμπορεύτηκαν «διαφωνώντας». Ο Νιχάντ του Χρίστου Στυλιανού στα όρια ενός ρόλου διαρκώς έτοιμου να ασκήσει βία για τη βία. Ο σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Σαντάς, πλήρως ενταγμένος στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, έδειξε αυτό που μπορεί αλλά για λόγους δικούς του (ή αυτών που τον σκηνοθετούν) δεν το κάνει: να είναι απολαυστικός, χωρίς να τον συνοδεύει το γέλιο της πλατείας.
Γενικά, ένα από τα αξιόλογα επιτεύγματα της παράστασης είναι ότι πέτυχε ένα αρμονικό υποκριτικό στυλ. Είδα στους ρόλους συνειδητές ερμηνείες που βοήθησαν να κρατηθεί το μέτρο και να λειτουργήσει το «παραξένισμα».
Μια σκέψη
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω εδώ από τη θέση του θεατή ότι η φόρμα μού δημιούργησε την εντύπωση (ή την επιθυμία, αν θέλετε) πως είχε περιθώρια να φιλοξενήσει πιο τονισμένες τις «γλυπτικές» διαστάσεις των σωμάτων, όπου κάθε σημείο θα ήταν και μια ξεχωριστή παρτιτούρα. Το λέω αυτό, γιατί με προϊδέασε το συνεχές φλερτ της σκηνοθεσίας (με τη βοήθεια της Καζάζου) με το «θέατρο της σκληρότητας» του Αρτώ, το «φτωχό θέατρο» του Γκροτόφσκι, και τη «βιο-μηχανική» μέθοδο του Μέγιερχολντ . Από την αρχή είχα την περιέργεια να δω πόσο πολύ θα επένδυε σε αυτό το φλερτ και πόσο θα το εξέλισσε, μετατρέποντας το σώμα σε εργαλείο πέρα από τον (κατά τόπους φλύαρο συγγραφικό) Λόγο. Σε κάθε περίπτωση, χάρηκα που το έκανε, έστω και σε μικρή κλίμακα.
Σκηνικά
Βρήκα απλά λειτουργικό το σκηνικό της Άννα Φεντόροβα, με τις πολύ προφανείς συμβολικές σημάνσεις: το δέντρο της ζωής, το οικογενειακό δέντρο που ρημάζουν οι πόλεμοι (εξ ου και τα διάσπαρτα κομμάτια του που αφαιρούνται ένα-ένα), το ξεριζωμένο δέντρο. Είδα ένα δέντρο που ναι μεν έκανε τη δουλειά του, αφήνοντας χώρο στα δρώμενα να χαράξουν τις διαδρομές τους, όμως δεν είχε να παρουσιάσει κανένα άλλο ενδιαφέρον. Ο λόγος απλός: παραφορεμένη λύση.
Μουσική
Κλείνω με ένα ειδικό σχόλιο για τη μουσική Γιώργου Χριστιανάκη. Πολύ σπάνια σκηνοθέτες αφήνουν χώρο στη μουσική να μετατραπεί σε σκηνικό δρώμενο. Συνήθως η μουσική «ντύνει» διακριτικά κάποια δράση, κάποιο συναίσθημα. Εδώ σχεδόν πρωταγωνιστεί. Απλώνει ένα μουσικό χαλί που μετακινείται από σκηνή σε σκηνή με καλούς ρυθμούς, χρώματα, σημάνσεις. Την ακούσαμε. Την αισθανθήκαμε. Την απολαύσαμε.
Συμπέρασμα: μια δουλεμένη παράσταση από μια νέα σκηνοθέτιδα που δείχνει ότι μπορεί και από μια ομάδα ηθοποιών καλά κουρδισμένη και υποκριτικά «οπλισμένη» στα όρια μιας φόρμας ενδιαφέρουσας και επικοινωνιακής. Όλα αυτά στη σκηνή του Βασιλικού θεάτρου. Πηγαίνετε. Δυόμιση ώρες καλό και ψαγμένο θέατρο.
Σάββας Πατσαλίδης
Καθηγητής Θεατρολογίας
Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Σημ.1 Οι φωτογραφίες είναι του Τάσου Θώμογλου
Σημ. 2 Πρώτη δημοσίευση. 27/02/2019. https://parallaximag.gr/agenda/theatro/pyrkagies-me-styl