Η τραγωδία του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» δεν είναι ούτε πολεμικό δράμα ούτε «αντιπολεμικό», όπως ισχυρίστηκε ο Τσαρούχης, που την ανέβασε το 1982, και όπως επαναλαμβάνει ο πρωταγωνιστής της παράστασης του Κ.Θ.Β.Ε. Γ. Στάνκογλου σε συνέντευξή του (Lifo, 22-7-16). «Άρεως μεστόν» χαρακτηρίζεται από το αρχαίο σχόλιο το δράμα, αλλά η μετωνυμία αναφέρεται στην αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής και όχι στον πυρήνα της τραγωδίας. Ο πόλεμος αποτελεί μόνο το πλαίσιο εντός του οποίου θα γεννηθούν και θα παρουσιαστούν στα μάτια του κοινού τα θέματα του έργου. Το εμφανέστερο αυτών ο μύθος: οι «Επτά επί Θήβας» αφηγούνται την αδελφοκτόνο σύρραξη με σκοπό την ανάληψη και διατήρηση της εξουσίας στη βοιωτική πόλη. Επόμενο θεματικό κέντρο η κατάρα, η αρά, που ενέσκηψε στην οικογένεια των Λαβδακιδών και διαιωνίζεται για να φτάσει στο αποκορύφωμα, όταν ο Οιδίπους καταριέται τους γιούς του Ετεοκλή και Πολυνείκη. Οι τελευταίοι αρσενικοί απόγονοι της οικογένειας θα κλείσουν τον κύκλο της ασέβειας με τον αλληλοσπαραγμό τους. Το μίασμα της αιμομιξίας θα εξαλειφθεί, όταν το σπέρμα του Λάιου και του Οιδίποδα πάψει να υπάρχει. Εδώ υπεισέρχεται η ειρωνεία του δράματος: αυτός που θεωρείται ο σωτήρας της πόλης, ο Ετεοκλής, αυτός είναι και μέρος του μιάσματος και της καταστροφής της. Ιχνηλατεί, ακόμη, ο ποιητής τα βήματα των ανθρώπων που αναμετρώνται με τους θεούς και με τη μοίρα, και επιλέγουν ελεύθερα αλλά καταστροφικά να ανατρέψουν τα προδιαγεγραμμένα, παρακινούμενοι από την απολυτοποίηση του σχετικού εαυτού τους και την αναζήτηση διεξόδου. Ο ίδιος ο Ετεοκλής ως δραματικό πρόσωπο βαρύνεται, αλλά δεν είναι άβουλο θύμα του παρελθόντος της οικογένειας. Είναι θύμα των δικών του αποφάσεων και πράξεων, όπως όλοι οι τραγικοί ήρωες. Όμοια και ο αδερφός του.
Ο Αισχύλος δίδαξε τους «Επτά επί Θήβας» στα Μεγάλα Διονύσια του 467 π.Χ. και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Η σωζόμενη τραγωδία αποτελούσε το τρίτο έργο της τετραλογίας. Το πρώτο ήταν ο «Λάιος», το δεύτερο ο «Οιδίπους» ενώ το σατυρικό δράμα ονομαζόταν «Σφιγξ». Η τετραλογία ήταν, όπως και η «Ορέστεια», πεπλεγμένη, παρουσίαζε θεματική συνάφεια. Το περιεχόμενο των έργων μόνο υπό το πρίσμα εικασιών που προκύπτουν από τους τίτλους και τον κοινόχρηστο μύθο μπορεί να θεωρηθεί. Αλλά και οι «Επτά» έχουν δεχτεί μεταγενέστερη παρέμβαση, εφόσον το τέλος τους εκλαμβάνεται ως νόθο. Η απόφαση της Αντιγόνης να θάψει τον Πολυνείκη δεν ανήκει στην αισχύλεια κατάληξη αλλά πρόκειται για προσθήκη, η οποία παρατηρήθηκε ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Εξάλλου, η αισθητική ταυτότητα του έργου αποκαλύπτει ότι πρόκειται για πρώιμη τραγωδία: αναλογούν δύο μόνο υποκριτές σε κάθε σκηνή και είναι ενισχυμένος ο Χορός. Το βάρος εντοπίζεται στον άξονα του λόγου και απουσιάζουν η περιπέτεια, η ανατροπή και η έντονη δράση. Το σκηνικό οικοδόμημα δεν αξιοποιείται.
Τα χαρακτηριστικά της πρώιμης τραγωδίας δεν κατατάσσουν το έργο του Αισχύλου σε χαμηλή αξιολογική βαθμίδα. Αντιθέτως, η δύναμη του ποιητικού λόγου, ο οποίος ζωγραφίζει εξαιρετικές λεκτικές και ακουστικές εικόνες, τα μέτρα, τα νοήματα, η παραστατικότητα και η ενδιάθετη σκηνοθεσία εξασφαλίζουν στους «Επτά» εξαιρετική θεατρικότητα.
Τις αρετές των «Επτά επί Θήβας» αξιοποίησε και πρόβαλε ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις στην παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Με σύγχρονη οπτική, λιτούς και ουσιώδεις τρόπους, με σαφήνεια και προσωπική σφραγίδα. Αρωγός στο εγχείρημά του η εύστοχη και χυμώδης μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Ο Κένι ΜακΛέλαν σχεδίασε άχρονα ενδύματα και αντικατέστησε το σκηνικό με χρηστικά, λειτουργικά, πλήρη συμβολισμών αντικείμενα: ένα ντουλάπι, ένα σκαμνί, παλιά όπλα, δεκανίκια, σκάλες.
Η παράσταση άρχισε με τον Κήρυκα, ο οποίος φέρνει στον Ετεοκλή μια ξύλινη σκάλα και τον πιέζει φορτικά να την ανεβεί. Ο Γκραουζίνις κατέγραψε με τη σκηνή αυτή την ανάγκη να αναλάβει ο γιός του Οιδίποδα τη μοίρα που του αναλογεί. Αν ο Ετεοκλής δε βαδίσει προς το προδιαγεγραμμένο θάνατο, η πόλη θα καταστραφεί και το μίασμα των Λαβδακιδών θα διαιωνίζεται. Ο βασιλιάς επιχειρεί ανεπιτυχώς να αποφύγει την ανάβαση. Στην Πάροδο, ο Χορός των Παρθένων εισέρχεται στην ορχήστρα από το κοίλο και εκλιπαρεί τους θεούς να σώσουν την πόλη. Ο Αισχύλος σαφώς αναφέρεται στα επτά αγάλματα θεοτήτων στα οποία προσπέφτουν οι νεαρές κοπέλες. Τα αγάλματα υπογραμμίζουν στα πλαίσια της θεολογίας του ποιητή τη διαρκή παρουσία των θεών στη ζωή των ανθρώπων. Στη σκηνογραφία του ΜακΛέλαν απουσίαζαν και μαζί με αυτά ο οίστρος του Χορού, ο πανικός προ της επικείμενης καταστροφής και η αλλοφροσύνη, χαρακτηριστικά για τα οποία επιτιμά τις γυναίκες ο Ετεοκλής – από την κορυφή πλέον της σκάλας.
Η άχρωμη Πάροδος δεν καθόρισε την πορεία του Χορού, ο οποίος στη συνέχεια κινήθηκε εύρυθμα υπό την καθοδήγηση του Έντι Λάμε και σύμφωνα προς τον ενισχυμένο ρόλο που έχει σ’ αυτή την τραγωδία.
Στον αισχύλειο γυναικείο Χορό ο Γκραουζίνις συμπεριέλαβε και άνδρες. Αυτούς επέλεξε ο Ετεοκλής για να τους ορίσει λοχαγέτες στις έξι από τις επτά πύλες της πόλης. Την έβδομη πύλη αναλαμβάνει ο ίδιος ως αντίπαλος του αδελφού του. Η ιδιοτυπία έγκειται όχι τόσο στην απόκλιση από το κείμενο, όσο στην πολεμική εξάρτηση των μαχητών με παλιά και σκουριασμένα όπλα και στην ασθενική φυσική τους κατάσταση. Ενδεδυμένοι ως δον Κιχώτες και ανάπηροι με δεκανίκια εμφανίζονται οι υπερασπιστές της πόλης. Ακόμη και ο οιακοστρόφος Ετεοκλής με κύμβαλο αντί για ασπίδα θα αντιμετωπίσει τον αδερφό του. Η περίφημη «σκηνή των ασπίδων» και η οπλενδυσία του Ετεοκλή μετατράπηκε σε γκροτέσκο. Η απώλεια του ηρωικού ιδεώδους προσέδωσε ωστόσο σκηνική δύναμη και μπρεχτική διάσταση στο Επεισόδιο.
Αν και ο Πολυνείκης δεν εμφανίζεται ως δραματικό πρόσωπο στο έργο, στην παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε. έλαβε χώρα μία χορευτική αναμέτρηση ανάμεσα στους γιούς του Οιδίποδα. Ήταν ένα θεατρικά αποδοτικό εξωκειμενικό εύρημα, πλήρες σημαινομένων. Τα δύο αδέλφια αγωνίζονταν με συνεχείς εναγκαλισμούς που υπογράμμιζαν το κοινό αίμα αλλά και τον κοινό θάνατο. Σκηνή δυναμική, από τις καλύτερες της παράστασης.
Με στιγμιαίο σκοτάδι δημιούργησε τομή ο σκηνοθέτης ανάμεσα στη γνήσια και τη νόθη Έξοδο. Κι αφού η Αντιγόνη δήλωσε την απόφασή της να θάψει τον Πολυνείκη, ο Χορός αποχώρησε με κινήσεις σπασμωδικές κι ανάμεικτα συναισθήματα οδύνης για το χαμό των νέων και χαράς για τη σωτηρία της πόλης.
Ο ρόλος του Ετεοκλή ερμηνεύτηκε από τον Χρίστο Στυλιανού (σε διπλή διανομή και στο ρόλο του Πολυνείκη με τον Γ. Στάνκογλου) με υποκριτική πληρότητα, εξαιρετική φωνή και άρθρωση. Απέδωσε μάλιστα τις συναισθηματικές εναλλαγές και τους ενδοιασμούς του Ετεοκλή επακριβώς. Η ρήση «το κέρδος είναι πρώτα κι έπειτα ο θάνατος», που προέρχεται από το δίλημμα της επικής εποχής «ντροπιασμένη ζωή ή θάνατος ηρωικός», στοιχειοθετεί την πλάνη του Ετεοκλή, εφόσον η αδελφοκτονία δεν μπορεί να είναι ηρωική πράξη. Ο Χρ. Στυλιανού κατέδειξε την αμφιταλάντευση του δραματικού προσώπου που επωμίστηκε και την πορεία ως την επιλογή και το τραγικό τέλος. Ο Γιώργος Καύκας ως Ανιχνευτής-Αγγελιαφόρος υπηρέτησε πιστά τη σκηνοθετική άποψη που του επέβαλε λόγο αχρωμάτιστο και απρόσωπο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ισοπέδωσε το περιεχόμενο και οδήγησε σε ένα αφόρητα απαγγελτικό κείμενο. Με φωνητικά προσόντα και ευαισθησία η Νάντια Κοντογεώργη στο ρόλο της Αντιγόνης. Θετική εμφάνιση είχε η Ιώβη Φραγκάτου ως Ισμήνη. Ο Αλέξανδρος Τσακίρης επαρκής στο ρόλο του Κήρυκα.
Η παράσταση της τραγωδίας «Επτά επί Θήβας» διατήρησε το μέτρο, προσέδωσε νόημα στον όρο «θεατρικότητα», συγκίνησε και κατόρθωσε με τολμηρές σκηνοθετικές επιλογές να καταστήσει τους σύγχρονους θεατές κοινωνούς του αισχύλειου έργου.
Κόννη Σοφιάδου
Δρ Π.Τ.Δ.Ε, Ηθοποιός